ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΙΡΕΣΕΩΝ, ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ
10-07-2012
«Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μή προσκυνούντων τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν».
Ἡ πρόταση αὐτή προέρχεται ἀπό ἕνα ἀπό τά μεγαλυνάρια, πού ψάλλουμε, ὅταν τελοῦμε τήν Μικρή ἤ τήν Μεγάλη Παράκληση στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πρός τιμή καί ἐξύμνησή της. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος εὔχεται νά μείνουν ἄλαλα, χωρίς λαλιά, χωρίς φωνή, τά χείλη, δηλαδή τά στόματα τῶν ἀσεβῶν, αὐτῶν πού δέν προσκυνοῦν τήν σεπτή εἰκόνα της Θεοτόκου.
Ἄς μήν σπεύσει, ἄς μήν προτρέξει κανείς καί ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ ὑμνογράφος διακατέχεται ἀπό αἰσθήματα μίσους καί μισανθρωπίας, εἶναι μισάνθρωπος, καί ὅτι ἡ εὐχή, πού διατυπώνει, δέν εἶναι εὐχή, ἀλλά μᾶλλον τιμωρία καί κατάρα. Γιατί, ὄντως, τό νά χάσει κανείς τήν λαλιά του, νά μείνει μουγγός, κατά τά ἀνθρώπινα δεδομένα καί τήν κοσμική λογική, εἶναι τραγικό. Ὄχι, κανείς ἄς μή σκεφτεῖ ἔτσι. Γιατί, ὁ ἱερός ὑμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ὅτι τό νά ἀνοίγουν οἱ ἀσεβεῖς τά στόματά τους καί νά ξεστομίζουν βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Πανσέπτου προσώπου τῆς Κυρίας Θεοτόκου, εἶναι μεγάλη, θανάσιμη καί κολάσιμη ἁμαρτία καί ἐπίσης βλασφημία καί προσβολή, ὄχι μόνο κατά τῆς Παναγίας, ἀλλά καί κατά τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί κατ’ ἐπέκτασιν κατά τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄρα, λοιπόν, πῶς νά μήν εὐχηθεῖ ὁ ὑμνογράφος αὐτά τά ἀσεβή στόματα νά μείνουν ἄλαλα, νά φραγοῦν καί νά πάψουν νά βλασφημοῦν; Καί αὐτό τό εὔχεται γιά παιδαγωγικούς καί σωτηριολογικούς λόγους. Σταματώντας οἱ ἀσεβεῖς τίς βλασφημίες τους, μετανοώντας γι’ αὐτή τους τήν ἁμαρτία καί προσκυνώντας τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μποροῦν ἔπειτα νά τύχουν τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας.
Θά θέλαμε, ὅμως, νά ἑστιάσουμε τήν προσοχή μας περισσότερο στήν λέξη «ἀσεβεῖς» καί νά τήν ἑρμηνεύσουμε. Ποιοί εἶναι οἱ «ἀσεβεῖς»; Ποιοί εἶναι αὐτοί, πού δέν προσκυνοῦν τήν σεπτή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου; Ποιοί εἶναι αὐτοί, πού δέν δέχονται τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο;
Ἀσεβής, κατ’ ἀρχήν, εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Ἑβραϊσμοῦ, οἱ Ἑβραῖοι πανσιωνιστές, οἱ ὁποῖοι σταύρωσαν καί ἀπαρνήθηκαν τόν Χριστό ὡς Θεό καί ἄρα ἀρνοῦνται καί τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο.
Εἶναι γνωστό τό περιστατικό, πού συνέβη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι, βαστάζοντας τόν ἱερόν κράββατον τοῦ Θεοδόχου σώματος τῆς Παρθένου, πήγαιναν νά τό ἐνταφιάσουν, ὅταν κατέβαιναν ἀπό τό ὄρος Σιών, τότε ἕνας Ἑβραῖος, δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, μιμούμενος τόν δοῦλο τοῦ Καϊάφα, πού ράπισε τόν Χριστό στό πρόσωπο, καί γενόμενος ὄργανο τοῦ διαβόλου, κινήθηκε μέ μιά θρασεία καί ἄλογη ὁρμή, φερόμενος ὑπό τοῦ διαβόλου, ἐναντίον τοῦ Θειοτάτου σώματος τῆς Θεομήτορος, στό ὁποῖο ἀκόμη καί αὐτοί οἱ Ἄγγελοι φοβοῦνται νά πλησιάσουν. Ἀφοῦ ἔπιασε τό κρεβάτι μέ αὐθάδεια μέ τά δυό του χέρια, φρόντιζε ὁ πάντολμος νά τό γκρεμίσει στό ἔδαφος. Ἀλλά, παρευθύς τρύγησε τόν πικρό καρπό τῆς ὁρμῆς καί τῆς μανίας του. Γιατί, κόπηκαν τά χέρια του παρευθύς. Καί ἦταν νά βλέπει κανείς τήν ἐκδίκηση τοῦ ἀτόπου ὀρμήματος, διότι ἐκεῖνος ὁ ἀσεβής εὐθύς φάνηκε ἄχειρ, χωρίς χέρια, ἕως ὅτου μεταβλήθηκε κατά τήν γνώμη σέ πίστη καί μετάνοια. Γι’ αὐτό χωρίς ἀργοπορία στάθηκαν αὐτοί, πού βαστοῦσαν τό ἱερό κρεβάτι, καί ἀφοῦ ἐκεῖνος ὁ τάλας ἔβαλε τά χέρια του πάνω στό ζωαρχικό σῶμα τῆς Θεομήτορος, ἔγινε πάλι σῶος καί ὑγιής[1].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν Ἑβραίων πανσιωνιστῶν.
Στά πρωτοχριστιανικά χρόνια, εἴχαμε πέντε αἱρέσεις, πού ἀρνοῦνταν τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο˙ τόν Ἀπολλιναρισμό, τόν Νεστοριανισμό, τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Μονοθελητισμό καί τόν Μονοενεργητισμό.
Ὁ αἱρετικός Ἀπολλινάριοςπρέσβευε ὅτι ὁ Κύριος δέν ἔλαβε τήν σάρκα ἀπό τήν Παρθενική μήτρα καί ἀπό τά πάναγνα αἵματα τῆς Θεοτόκου, ἀλλά τήν ἔφερε ἄνωθεν, ἀπό τόν οὐρανό καί σάν μέ σωλήνα διεπέρασε ἀπό τήν πανάμωμη γαστέρα τῆς Θεομήτορος[2].
Ὁ Χριστός, ὅμως, κατέβηκε μέ γυμνή τήν Θεότητα καί ἔτσι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ἀειπαρθένο Μαρία καί τήν ἕνωσε στήν ὑπόστασή Του, γενόμενος τέλειος ἄνθρωπος[3]. Ἡ Παρθένος γέννησε ἀληθῶς κατά σάρκα τόν Θεόν Λόγον[4].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τοῦ ἀσεβοῦς Ἀπολλιναρίου.
Ὁ αἱρετικός Νεστόριος διαιροῦσε τόν ἕνα Υἱό σέ δύο υἱούς καί ἔλεγε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος εἶναι ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Γι’ αὐτό τήν ἁγία Παρθένο καί κατά σάρκα μητέρα τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ὀνόμαζε Θεοτόκο, ἀλλά Χριστοτόκο, ἐπειδή γέννησε τόν κοινό ἄνθρωπο Χριστό.
Γι’ ὅλ’ αὐτά ἡ Γ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τό 431 τόν ἀναθεμάτισε καί ἐξέδωσε ὅρο πίστεως, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός εἶναι ἕνας καθ’ ὑπόστασιν, ὁ αὐτός τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, καί ἕνας Υἱός ὁ αὐτός. Ἡ δέ ἀειπάρθενος Αὐτοῦ Μητέρα κυρίως καί ἀληθῶς καλεῖται Θεοτόκος, γιατί κυρίως καί ἀληθῶς γέννησε ἐν σαρκί τόν Θεό Λόγο[5].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τοῦ ἀσεβοῦς Νεστορίου.
Οἱ αἱρετικοί Μονοφυσῖτες (δηλαδή οἱ Αἰθίοπες, οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Κόπτες, οἱ Συροϊακωβῖτες, οἱ Μαλαμπαριανοί) δέχονται μόνο μία φύση στόν Χριστό, τήν Θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ὡς ἀσθενέστερη, καταπόθηκε ἀπό τη ν ἄπειρη θεία φύση καί ἐξαφανίστηκε.
Ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ δέχεται ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μόνο μία θέληση, τήν θεία, καί ἡ αἵρεση τοῦ Μονοενεργητισμοῦ δέχεται ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μόνο μία ἐνέργεια, τήν θεία.
Εἶναι περιττό νά ποῦμε ὅτι ὅλες αὐτές οἱ χριστολογικές αἱρέσεις φενακίζουν, ἐξαπατοῦν, περιγελοῦν, ἀκυρώνουν τό χριστολογικό μυστήριο, κατασκάπτοντας τίς χριστολογικές βάσεις τῆς πίστεως, καί μαζί μέ τό μυστήριο του Χριστοῦ συγκαταλύουν καί τό δόγμα τῆς Θεοτόκου, ὡς ἀληθινῆς Μητρός τοῦ ἐπί γῆς ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Δ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος τό 451 ἐδογμάτισε ὅτι ὁ ἕνας καί αὐτός Χριστός, Κύριος, Υἱός, Μονογενής γνωρίζεται ἐκ δύο φύσεων «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως», χωρίς νά ἀναιρεῖται ἡ διαφορά τῶν φύσεων, ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως. Κάθε φύση σώζει καί διατηρεῖ τίς ἰδιότητές της στό ἕνα πρόσωπο καί στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἑπομένως, ὁ Χριστός μετά τήν ἕνωση ἔχει δύο φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη[6].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν Μονοφυσιτῶν.
Ἡ ΣΤ΄Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τό 680 ἐδογμάτισε ὅτι ὁ ἕνας κατά τό πρόσωπο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν σάρκωση, ὅπως ἔχει δύο φύσεις, ἔτσι ἔχει καί δύο φυσικές θελήσεις καί δύο φυσικές ἐνέργειες, δηλαδή θεία θέληση καί ἐνέργεια καί ἀνθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀδιαίρετες καί ταυτόχρονα ἀσύγχυτες. Γιατί, οὔτε ἡ Θεότητα οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα ἔμειναν χωρίς θέληση καί ἐνέργεια μετά τήν ἕνωση[7].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν Μονοθελητῶν καί Μονοενεργητῶν.
Στή συνέχεια, ἔχουμε τόν πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου καί τήν λαοπλάνο θρησκεία τοῦ Μουσουλμανισμοῦ ἤ Ἰσλαμισμοῦ, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό[8]. Ὁ Μουσουλμανισμός δέν δέχεται τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο, ἀφοῦ ἐκ μεγάλης συγχύσεως λέει ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε ἀπό τήν Μαρία, τήν ἀδελφή τοῦ προφήτου Μωϋσέως, καί ὄχι ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο. Δέν δέχεται τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τόν σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του. Ἀρνεῖται τό Θεανθρώπινο πρόσωπό Του καί Τόν θεωρεῖ ὡς ἕνα μεγάλο προφήτη τοῦ Ἀλλάχ, σάν τόν Μωάμεθ, ἀλλά κατώτερο τοῦ Μωάμεθ καί κτίσμα καί δοῦλο τοῦ Θεοῦ καί ἁπλό, ψιλό ἄνθρωπο[9].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν Μουσουλμάνων.
Στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση ἔχουμε τρεῖς μεγάλες αἱρέσεις, πού βλασφημοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Τίς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καί τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ ὅλα τά παρακλάδια τους (Εὐαγγελικοί, Χιλιαστές, ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανοί, Ἀγγλικανοί κ. ἄ.), ἐνῶ δέχεται τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο, ἀπορρίπτει τό ἀειπάρθενό της. Φυσικό ἐπακόλουθο τῆς ἀπορρίψεως τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου ἐκ μέρους τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ὅτι αὐτοί δέν ἀποδίδουν καμμία τιμή καί ὑπεροχή στήν Παναγία ὡς πρός τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα πάνω ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι κοινή γυναῖκα, σάν μία ἀπό τίς γυναῖκες τοῦ κόσμου. Ἐπίσης, δέν παραδέχονται ὅτι πρέπει νά παρακαλεῖται ἡ Θεοτόκος καί οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι γιά τήν σωτηρία καί βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καί ὅτι δέν θαυματουργοῦν.
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, ἡ διδασκαλία γιά τό ἀειπάρθενον τῆς Παναγίας εἶναι βασικώτατη. Ἄλλωστε, στήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἡ Θεοτόκος εἰκονίζεται πάντοτε μέ τρία ἀστέρια, ἕνα στό μέτωπο, ἕνα στόν δεξί καί ἕνα στόν ἀριστερό ὦμο της, πού σημαίνουν ὅτι ἡ Παναγία ἔμεινε παρθένος πρό τόκου, ἐν τόκῳ καί μετά τόκον, δηλαδή ἀειπάρθενος[10].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τα χείλη των ἀσεβῶν Προτεσταντῶν.
Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ἀντιθέτως, τόνισε ὑπερβολικά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου αὐτονομώντας το σημαντικά ἀπό τήν Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, καθιέρωσε μία καινοφανή διδασκαλία, τήν μαριολογία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ καινά, νέα καί αἱρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο.
Ἐπίσημα μαριολογικά δόγματα τοῦ Παπισμοῦ εἶναι πρῶτον, τό δόγμα περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μ’ αὐτό, ἡ Θεοτόκος, ἐπειδή προοριζόταν νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο καί νά σαρκωθεῖ ἀπ’ αὐτή, ἔπρεπε νά εἶναι παντελῶς ἀναμάρτητη. Γι’ αὐτό μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνελήφθη μέν ὡς καρπός πατρός καί μητρός, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα.
Ὅμως, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τελείως ἀναμάρτητος εἶναι μόνον ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός καί ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος συνελήφθη, ὄχι ἐκ σπέρματος ἀνδρός, μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταδίδεται τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀλλ’ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ Θεοτόκος ὡς καρπός ἀνδρός καί γυναικός ἦταν φορέας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθαρίσθηκε ὅμως ἀπ’ αὐτό, ὅταν τήν ἐπεσκίασε τό Ἅγιον Πνεῦμα κατά τόν Εὐαγγελισμό.
Οἱ Παπικοί, διακηρύσσοντας ὡς δόγμα τήν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Παναγίας, δέν κατανοοῦν ὅτι μέ αὐτό τήν ξεχωρίζουν ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος, γεγονός πού ἔχει σωτηριολογικές συνέπειες γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἐάν ἡ Παρθένος ἔφερε ἄλλη φύση, τότε ὁ Κύριος, προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ αὐτή, θέωσε ἄλλη φύση καί ὄχι τήν κοινή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων[11].
Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίαπιστεύει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔφερε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί καθαρίσθηκε ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν τήν ἐπεσκίασε, γιά νά γεννήσει τον Χριστό. Προσωπικές ἁμαρτίες δέν εἶχε καί οἱ ὅποιες τυχόν ἀδυναμίες της δέν σκιάζουν οὔτε ἐλαττώνουν τήν ἁγιότητά της. Θά εἶναι πάντοτε Παναγία ἡ Παρθένος.
Δεύτερο αἱρετικό δόγμα τοῦ Παπισμοῦ σχετικά μέ τήν Θεοτόκο εἶναι τό δόγμα περί τῆς ἐνσώματης ἀναλήψεωςτῆς Θεοτόκου. Τό δόγμα αὐτό εἶναι φυσική συνέπεια καί ἀπότοκος τοῦ πρώτου δόγματος. Ἀφοῦ δηλαδή ἡ Παναγία ἦταν ἀπηλλαγμένη ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἶναι, κατ’ αὐτούς, θεά, δέν ἦταν δυνατόν νά πεθάνει, νά ὑποστεῖ σωματικό θάνατο, ἀλλά ἀναλήφθηκε σωματικῶς.
Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, Ἐκκλησίακάνει λόγο γιά Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή γιά πραγματικό θάνατο, χωρισμό ψυχῆς καί σώματος καί γιά μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καί σώματος, καί ἀνάληψη κοντά στόν Υἱό της.
Παράλληλα, καλλιεργοῦνται σέ δογματικό ἐπίπεδο ἀπό τούς Παπικούς οἱ διδασκαλίες γιά τήν Θεοτόκο ὡς συμμεσίτριας καί συλλυτρώτριας. Δηλαδή ὅτι ἡ Θεοτόκος, ὡς θεά, μπορεῖ ἀπό μόνη της νά μεσιτεύσει καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλά καί ἀνεξαρτήτως αὐτοῦ. Οἱ διδασκαλίες, ὅμως, αὐτές τῶν Παπικῶν ἀντίκεινται σαφῶς πρός τήν Ἁγία Γραφή[12].
Οἱ Παπικοί, ἐπίσης, ἀμφισβητοῦν ἀκόμη καί τόν τόπο κοιμήσεως καί ταφῆς τῆς Θεομήτορος. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, σύμφωνα μέ τήν ἱστορία, τήν παράδοση καί τήν ὑμνογραφία, ἡ Θεοτόκος κοιμήθηκε καί τάφηκε στά Ἱεροσόλυμα, στή Γεθσημανή. Οἱ Παπικοί, ὅμως, ὑποστηρίζουν ἀμάρτυρα ὅτι ἡ Παναγία ἔζησε καί τάφηκε, ὄχι στά Ἱεροσόλυμα, στή Γεθσημανή, ἀλλά στήν Ἔφεσο. Καί αὐτό τό στηρίζουν σέ κάποιο ὄνειρο μιᾶς φραγκοκαλόγριας, πού εἶδε τόν περασμένο αἰώνα[13].
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν Παπικῶν.
Καί ἐρχόμαστε νά δοῦμε τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ χειρότερη καί μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὁ τελευταῖος πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου, διότι στόχο ἔχει νά ἑνώσει ὅλες τίς αἱρέσεις καί θρησκεῖες, σέ μία παγκόσμια θρησκεία, ἕνα παγκόσμιο θεό, προσβάλλοντας τήν ἀποκλειστικότητα καί τήν μοναδικότητα τῆς σωτηρίας, πού παρέχει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καί ἀδιαφορώντας γιά τίς τεράστιες δογματικές καί θεολογικές διαφορές.
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές πρωτοστατοῦν στήν ἀποστασία τῆς Πίστεως, στή νόθευση τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί στήν προδοσία τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Συλλειτουργοῦν μέ αἱρετικούς, διοργανώνουν διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές διασκέψεις, ἀναγνωρίζουν τούς Παπικούς, τούς Προτεστάντες καί τούς Μονοφυσῖτες ὡς μέλη κανονικῶν «ἐκκλησιῶν», προσκαλοῦν τόν ἀἰρεισάρχη Πάπα στίς ὀρθόδοξες ἕδρες τους, διοργανώνουν συμπροσευχές μέ τόν Πάπα, τόν προσφωνοῦν «ἁγιώτατο ἀδελφό», τόν ὑποδέχονται ὡς «εὐλογημένο ἐρχόμενο», προσπαθοῦν νά περιθωριοποιήσουν τήν Πατερική θεολογία μέ τούς θεολογικούς διαλόγους γιά τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, νοθεύουν τό ὀρθόδοξο μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀναγνωρίζουν τά «μυστήρια» καί τήν «ἱερωσύνη» τοῦ Βατικανοῦ, προχωροῦν στήν περιθωριοποίηση τοῦ ἱεροῦ ράσου καί τήν ἀπαλλαγή τοῦ κλήρου ἀπ’ αὐτό. Χωρίς ἴχνος ντροπῆς ἀποδέχονται τήν χειροτονία τῶν γυναικῶν, τίς παστόρισσες καί τίς ἐπισκοπίνες, οἱ ὁποῖες ἀρκετές φορές εἶναι καί ὁμοφυλόφιλοι, καί παρακάθονται μαζί τους στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), τό ὁποῖο μᾶλλον πρέπει νά λέγεται Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων καί Ψεύδους.
Διακηρύσσουν ὅτι «κατά βάθος μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος (τζαμί) ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση», ὅτι τό κοράνι εἶναι «ἅγιο» καί σπουδαῖο», τό ὁποῖο προσφέρουν ὡς δῶρο, ἀντί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι οἱ ἑβραϊκές συναγωγές εἶναι «τόποι λατρείας τοῦ Θεοῦ» καί εἶναι «εὐλογημένες», ὅτι μέ τούς Ἑβραίους μᾶς ἑνώνουν κοινά θεμέλια, οἱ Ἱερές Γραφές, οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες καί ἄλλα φοβερά, τραγικά καί βλάσφημα.
Ἄρα, λοιπόν, ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν Οἰκουμενιστῶν.
Μέχρι τώρα ἐξετάσαμε τήν ἀσέβεια κατά τῆς Κυρίας Θεοτόκου διαφόρων αἱρετικῶν σέ δογματικό ἐπίπεδο.
Ἀλλά, ἄς περάσουμε καί στό ἄλλο ἐπίπεδο, τό ἠθικό, καί ἄς ἐρευνήσουμε τά τοῦ οἴκου μας ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων.
Καλές οἱ πανηγύρεις, καλός ὁ ἐκκλησιασμός, καλά τά τάματα, καλά τά κεριά καί οἱ λαμπάδες, καλά τά ὅσα προσφέρουμε στήν Ἐκκλησία, καλό πού μετέχουμε τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τῆς Θείας Κοινωνίας, ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι, λίγο ὡς πολύ, εὔκολα γιά ὅλους, ἀνέξοδα, δέν περικλείουν τόν προσωπικό μας κόπο, τόν ἱδρώτα μας, τό αἷμα μας.
Ἡ Θεοτόκος ζητᾶ κάτι παραπάνω καί κάτι περισσότερο ἀπό μᾶς. Ζητά τήν ρανίδα τοῦ αἵματός μας, νά δώσουμε τήν ζωή μας, τό αἷμα μας, νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά μαρτύριο καί γιά μαρτυρία. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά τά δώσουμε; Πολύ φοβᾶμαι πώς ὄχι. Ἄλλωστε, «μνήμη ἁγίου, μίμησις ἁγίου» ἤ καλύτερα «μνήμη Ὑπεραγίας, μίμησις Ὑπεραγίας». Πῶς μιμούμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο;
Ἡ Θεοτόκος προσωποποιεῖ τήν ἁγνότητα καί τήν παρθενία. Ποῦ εἶναι σήμερα ἡ ἁγνότης καί ἡ παρθενία; Ἀντιθέτως, ὀργιάζουν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις, θεοποιεῖται τό σέξ, οἱ σεξουαλικές σχέσεις, κυριαρχεῖ ὁ πανσεξουαλισμός, οἱ πορνείες, οἱ μοιχείες καί νομιμοποιεῖται ἡ ὁμοφυλοφιλία καί τά ναρκωτικά.
Ἡ Θεοτόκος ἀντιπροσωπεύει τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή. Ποῦ εἶναι σήμερα αὐτές οἱ ἀρετές; Ἀντί γιά ταπείνωση, κυριαρχούμαστε ὅλοι, λίγο ἕως πολύ, ἀπό τόν ἑωσφορικό ἐγωισμό. Ἀντί γιά ὑπακοή στό θέλημα, στόν νόμο καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, κάνουμε ὅλοι τό δικό μας θέλημα.
Πῶς, λοιπόν, νά φωνάξουμε τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» μέ τά ἀκάθαρτα χείλη μας, τήν βέβηλη ζωή μας καί τίς πονηρές καί βρωμερές πράξεις μας καί πῶς νά μᾶς εἰσακούσει ἡ Παναγία καί δικαίως νά μήν μᾶς πεῖ τό «μισῶ τίς ἑορτές σας»[14] καί τό «δέν σᾶς γνωρίζω»[15], ἐφ’ὅσον μόνο τυπικά, μέ τά χείλη τήν τιμοῦμε καί δέν τήν μιμούμαστε οὐσιαστικά;
Ἄρα, λοιπόν, «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν; οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»[16]; Ὄχι, βεβαίως. Δέν γενικεύουμε. Πάντοτε σέ ὅλες τίς ἐποχές ὑπάρχει τό εὐσεβές λῆμμα, πού ἀντιστέκεται καί εὐαρεστεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο καί ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεός κρατᾶ ἀκόμη τόν κόσμο καί δέν τόν καταστρέφει, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ δικαία Του κρίση καί ὀργή.
Πρέπει, εἶναι ἀνάγκη, δέν παίρνει ἄλλο, τώρα ὅλοι μας νά ὀμολογήσουμε ἐνώπιον τῆς Θεοτόκου ὅτι ἁμαρτήσαμε πάρα μά πάρα πολύ. Διαφθορά στό ἱερατεῖο, διαφθορά στήν πολιτική, διαφθορά στόν λαό, παντοῦ διαφθορά. Πρέπει νά ποῦμε τό «ἥμαρτον» καί τό «συγχώρησον». Νά γονατίσουμε καί νά κάνουμε μετάνοιες ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας μας. Νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε πραγματικά, εἰλικρινά καί αἰώνια, ὄχι ψεύτικα καί πρόσκαιρα. Δέν περιμένουμε νά μᾶς σώσει κανείς. Οὔτε τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο, οὔτε ἡ Τρόικα, οὔτε τά μνημόνια, οὔτε ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, οὔτε ἡ Ἀμερική, οὔτε ἡ Γερμανία, οὔτε ἡ Γαλλία, οὔτε ὁ Πάπας, οὔτε ὁ Οἰκουμενισμός. «Μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία»[17]. Ἕνας μόνο μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τώρα εἶναι ἡ πιό κατάλληλη εὐκαιρία νά τό πράξουμε αὐτό. Σήμερα πού εἶναι ἡ Κοίμηση καί ἡ Μετάστασή της. Καί ἡ γλυκιά Μάνα τοῦ κόσμου δέν θά παραβλέψει τήν δέηση, τήν προσευχή καί τή μετάνοιά μας καί θά μᾶς σώσει. Νά εἴμαστε σίγουροι. Ἀρκεῖ κι ἐμεῖς νά εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, πάρα πολύ προσεκτικοί, ἰδίως σήμερα, τήν ἐποχή τῆς συγχύσεως ὅλων τῶν πραγμάτων, νά ἐνστερνισθοῦμε τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, νά ἐγκεντρισθοῦμε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τέλος νά ἱκετεύσουμε τήν Κυρία Θεοτόκο νά πρεσβεύει στόν Υἱό της καί Θεό μας μέ τίς Θεομητορικές της πρεσβεῖες νά μᾶς ἐλεήσει, νά μᾶς σώσει καί νά μᾶς ἀξιώσει τοῦ Παραδείσου καί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Νά ἔχουμε ὅλοι μας τήν εὐχή καί τήν εὐλογία τῆς κοιμηθείσης καί μεταστάσης Κυρίας Θεοτόκου.
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Γ΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σσ. 337-338.
[2] Ὅ. π., σ. 383.
[3] Τοῦ ἰδίου, Ἑορτοδρόμιον… Α΄, σσ. 150-151.
[4] Τοῦ ἰδίου, Ἐορτοδρόμιον… Γ΄, σ. 34.
[5] Τοῦ ἰδίου, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 166-170.
[6] Ὅ. π., σ. 182.
[7] Ὅ. π., σ. 214.
[8] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί αἱρέσεων ρα΄, 1-2, PG 94, 678 – 780 καί ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 2, Θεσ/κη 1991.
[9] Ὅ. π., 18-37.
[10] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία καί πνευματικότητα, σ. 36 καί ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1999, σ. 411.
[11] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός),ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2006, σ. 37.
[12] Ρωμ. 3, 23-24. Σχ. βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία καί πνευματικότητα, σσ. 36-37 καί ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες˙ σύντομος ἔλεγχος καί ἀνασκευή, Ἀθήνα 1996, σσ. 81-84.
[13] ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ βίος τῆς Παναγίας, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 2009, σσ. 103-106.
[14] Ἀμώς 5, 21.
[15] Λουκ. 13, 27.
[16] Ψαλμός 13, 3.
[17] Ψαλμός 145, 3.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-08-09 13:54:39%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%bb%ce%b1-%cf%84%ce%b1-%cf%87%ce%b5%ce%b9%ce%bb%ce%b7-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b1%cf%83%ce%b5%ce%b2%cf%89%ce%bd-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bc%ce%b7-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%ba