ΠΑCΧΑΛΙΟΝ ΜΗΝΥΜΑ 2024

«Καταδικασμένοι» νά εἶναι ἀθάνατοι!

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

05-05-2024

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

ΧΡΙCΤΟC ΑΝΕCΤΗ !

Ἕνας ἀπό τούς συγχρόνους ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού, Χάριτι Θεοῦ, κατενόησε σέ βάθος τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, ὑπῆρξε ὁ ἀποτειχισθείς καί Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Ἄς τόν ἀκολουθήσουμε κατά πόδας, γιά νά δοῦμε πῶς βιώνει, περιγράφει καί ἀποτυπώνει τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μας, μέσα ἀπό τό κείμενό του μέ θέμα :  «’’Καταδικασμένοι’’ νά εἶναι ἀθάνατοι», τό ὁποῖο ἔγραψε τό 1936 καί σώζεται στό βιβλίο του μέ τίτλο : «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος»[1].

«Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεό σέ θάνατο˙ ὁ Θεός, ὅμως, μέ τήν Ἀνάστασή Του «καταδικάζει» τούς ἀνθρώπους στήν ἀθανασία. Γιά τά κτυπήματα, τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς˙ γιά τίς ὕβρεις, τίς εὐλογίες˙ γιά τόν θάνατο, τήν ἀθανασία. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσο μῖσος πρός τόν Θεό, ὅσο ὅταν Τόν σταύρωσαν˙ καί ποτέ δέν ἔδειξε ὁ Θεός τόση ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους, ὅση ὅταν ἀναστήθηκε. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεό θνητό, ἀλλ’ ὁ Θεός μέ τήν Ἀνάστασή Του κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθάνατους. Ἀναστήθηκε ὁ σταυρωθείς Θεός καί ἀπέκτεινε τόν θάνατο. Ὁ θάνατος δέν ὑπάρχει πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τόν ἄνθρωπο καί ὅλους τούς κόσμους του.

Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ἀνθρώπινη φύση ὁδηγήθηκε τελεσίδικα στήν ὁδό τῆς ἀθανασίας καί ἔγινε φοβερή καί γι’ αὐτόν τόν θάνατο. Διότι, πρίν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦταν φοβερός γιά τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν Ἀνάσταση, ὅμως, τοῦ Κυρίου (κι ἔπειτα) γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερός γιά τόν θάνατο. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ τήν πίστη στόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπο, ζεῖ ὑπεράνω τοῦ θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τόν θάνατο. Ὁ θάνατος μετατρέπεται σέ «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»[2] : «Ποῦ σοῦ, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σοῦ, ἅδη, τό νίκος»[3]; Ἔτσι, ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του, γιά νά τό ἐνδυθεῖ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἦταν ἡ δεύτερη φύση τοῦ ἀνθρώπου˙ ἡ πρώτη ἦταν ἡ ζωή καί ἡ δεύτερη ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει τόν θάνατο ώς κάτι τό φυσικό. Ἀλλά, μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος ἄλλαξε τά πάντα : ἡ ἀθανασία ἔγινε ἡ δεύτερη φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε κάτι τό φυσικό στόν ἄνθρωπο καί τό ἀφύσικο κατέστη ὁ θάνατος. Ὅπως μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν φυσικό στούς ἀνθρώπους τό νά εἶναι θνητοί, ἔτσι μετά τήν Ἀνάσταση ἔγινε φυσική γι’ αὐτούς ἡ ἀθανασία.

Μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος κατέστη θνητός καί πεπερασμένος˙ μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καί αἰώνιος. Σ’ αὐτό δέ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη, τό κράτος καί ἡ παντοδυναμία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί γι’ αὐτό, χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά ὑπῆρχε κἄν Χριστιανισμός. Ἀνάμεσα στά θαύματα, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τά ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπ’ αὐτό καί συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτό ἐκπηγάζουν καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίδα καί ἡ προσευχή καί ἡ θεοσέβεια. Οἱ δραπέτες μαθητές, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν μακρυά ἀπό τόν Ἰησοῦ, ὅταν ἀπέθνησκε, ἐπιστρέφουν σ’ Αὐτόν, ὅταν ἀναστήθηκε. Καί ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, ὅταν εἶδε τόν σεισμό καί τά γενόμενα, Τόν ὁμολόγησε ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ[4]. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, καί ὅλοι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔγιναν χριστιανοί, διότι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, διότι νίκησε τόν θάνατο. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο, τό ὁποῖο καμμία ἄλλη θρησκεία δέν ἔχει˙ αὐτό εἶναι ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἀνυψώνει τόν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν θεῶν. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο, τό ὁποῖο κατά τρόπο μοναδικό καί ἀναμφισβήτητο δεικνύει καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί Κύριος σ’ ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους κόσμους.

Χάρις στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, χάρις στή νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, οἱ ἄνθρωποι γίνονταν καί γίνονται καί θά γίνονται πάντοτε χριστιανοί. Ὅλη ἡ Ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἱστορία ἑνός καί μοναδικοῦ θαύματος, τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συνεχίζεται διαρκῶς σέ ὅλες τίς καρδιές τῶν χριστιανῶν ἀπό ἡμέρα σέ ἡμέρα, ἀπό ἔτος σέ ἔτος, ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία.

Ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἀληθῶς, ὄχι ὅταν τόν φέρνει στόν κόσμο ἡ μητέρα του, ἀλλ’ ὅταν πιστεύσει στόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστό, διότι τότε γεννιέται στήν ἀθάνατη καί αἰώνια ζωή, ἐνῷ ἡ μητέρα γεννᾶ τό παιδί γιά τόν θάνατο, γιά τόν τάφο. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων μας, ὅλων τῶν χριστιανῶν, ἡ μητέρα τῶν ἀθανάτων. Μέ τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, γεννιέται ἐκ νέου ὁ ἄνθρωπος, γεννιέται γιά τήν αἰωνότητα.

«Αὐτό εἶναι ἀδύνατον»! παρατηρεῖ ὁ σκεπτικιστής. Καί ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος ἀπαντᾶ : «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι»[5]. Καί αὐτός, πού πιστεύει, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μέ ὅλη τήν καρδιά, μέ ὅλη τήν ψυχή, μέ ὅλο τό εἶναι του ζεῖ κατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη, μέ τήν ὁποία νικᾶμε τόν θάνατο, ἡ πίστη δηλαδή στόν Ἀναστάντα Κύριο. «Ποῦ σοῦ, θάνατε, τό κέντρον»; «Τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία»[6]. Μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος «ἤμβλυνε τοῦ θανάτου τό κέντρον». Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ὄφις, ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι τό κεντρί του. Μέ τήν ἁμαρτία ὁ θάνατος ἐκχέει τό δηλητήριο στήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο περισσότερες ἁμαρτίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερα εἶναι τά κέντρα, μέ τά ὁποία ἐκχέει ὁ θάνατος τό δηλητήριό του σ’ αὐτόν.

Ὅταν ἡ σφήκα κεντρίσει τόν ἄνθρωπο, αὐτός καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, γιά νά ἐκβάλει τό κεντρί ἀπό τό σῶμα του. Ὅταν, ὅμως, τόν κεντρίσει ἡ άμαρτία – τό κέντρο αὐτό τοῦ θανάτου – τί πρέπει νά κάνει; Πρέπει μέ τήν πίστη καί τήν προσευχή νά ἐπικαλεσθεῖ τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστό, γιά νά ἐκβάλει Αὐτός τό κεντρί τοῦ θανάτου ἀπό τήν ψυχή του. Καί Αύτός, ὡς πολυεύσπλαγχνος, θά τό κάνει, διότι εἶναι Θεός τοῦ Ἐλέους καί τῆς Ἀγάπης. Ὅταν πολλές σφήκες πέσουν στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τόν τραυματίσουν πολύ μέ τά κέντρα τους, τότε ὁ ἄνθρωπος δηλητηριάζεται καί ἀποθνήσκει. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τήν τραυματίσουν τά πολλά κέντρα τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν. Ἀποθνήσκει θάνατο, πού δέν ἔχει ἀνάσταση.

Νικώντας διά τοῦ Χριστοῦ τήν ἁμαρτία μέσα του ὁ ἄνθρωπος, νικᾶ τόν θάνατο. Ἐάν περάσει μία ἡμέρα κι ἐσύ δέν ἔχεις νικήσει οὔτε μία ἁμαρτία σου, γνώρισε ὅτι ἔγινες περισσότερο θνητός. Ἔάν, ὅμως, νικήσεις μία ἤ δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίες σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα, ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατη καί αἰώνια! Ἄς μή τό λησμονοῦμε ποτέ : τό νά πιστεύει κανείς στόν Ἀναστάντα Χριστό, αὐτό σημαίνει νά ἀγωνίζεται διαρκῶς τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανάτου.

Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθῶς στόν Ἀναστάντα Κύριο, τό ἀποδεικνύει μέ τό νά ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν˙ καί ἐάν μέν ἀγωνίζεται, πρέπει νά γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνία ζωή. Ἐάν, ὅμως, δέν ἀγωνίζεται, τότε εἶναι μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐάν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἀγῶνας γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐάν μέ τήν πίστη στόν Χριστό δέν φθάνει κανείς στήν ἀθανασία καί τή νίκη τοῦ θανάτου, τότε πρός τί ἡ πίστη μας; Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος δέν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐάν δέν ἔχουν αὐτά τά δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νά πιστεύει κανείς στόν Χριστό; Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ ὁποῖος μέ τήν πίστη στόν Ἀναστάντα Χριστό ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως στόν ἑαυτό του τήν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀναστηθηκε, ὄντως ἤμβλυνε τό κέντρο τοῦ θανάτου, ὄντως νίκησε τόν θάνατο σέ ὅλα τά μέτωπα τῆς μάχης.

Ἡ ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατο, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθάνατη σέ θνητή, ἀπό ἄφθαρτη καί ἀπέραντη σέ φθαρτή καί πεπερασμένη. Ὅσο περισσότερες ἁμαρτίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του ἀθάνατο, εἶναι φανερό ὅτι βρίσκεται ὅλος βυθισμένος στίς ἁμαρτίες, σέ σκέψεις μυωπικές, σέ αἰσθήματα νεκρωμένα. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία κλήση στόν μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ θανάτου, μέχρι δηλαδή τῆς τελικῆς νίκης ἐπ’ αὐτοῦ. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ μία ὑποχώρηση, κάθε πάθος μία προδοσία, κάθε κακία μία ἤττα.

Δέν πρέπει νά διερωτᾶται κανείς «γιατί καί οἱ χριστιανοί ἀποθνήσκουν τόν σωματικό θάνατο»; Αὐτό γίνεται, διότι ὁ θάνατος τοῦ σώματος εἶναι μία σπορά. Σπείρεται σῶμα θνητό, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος[7], καί βλαστάνει, αὐξάνει καί γίνεται ἀθάνατο. Ὅπως ὁ σπόρος, πού σπείρεται, ἔτσι καί τό σῶμα διαλύεται, γιά νά τό ζωοποιήσει καί τελειοποιήσει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐάν ὁ Κύριος δέν εἶχε ἀναστήσει τό σῶμα, τί ὄφελος θά εἶχε αὐτό ἀπ’ Αὐτόν; Αὐτός δέν θά εἶχε σώσει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Ἐάν δέν ἀνέστησε τό σῶμα, τότε γιατί σαρκώθηκε, γιατί ἀνέλαβε τό σῶμα, ἀφοῦ δέν τοῦ ἔδωσε τίποτε ἀπό τήν Θεότητά Του[8];

Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, γιατί τότε νά πιστεύει κανείς σ’ Αὐτόν; Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς, ὅτι ἐγώ ποτέ δέν θά πίστευα στόν Χριστό, ἐάν δέν εἶχε ἀναστηθεῖ καί δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατο, τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας. Ἀλλ’ ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί δώρησε σ’ ἐμᾶς τήν ἀθανασία. Χωρίς αὐτήν τήν ἀλήθεια, ὁ κόσμος μας είναι μόνο μία χαώδης ἔκθεση ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνο μέ τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό παράλογο καί τήν ἀπελπισία. Διότι, χωρίς τήν Ἀνάσταση δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε κάτω ἀπό τόν οὐρανό, τίποτε πιό παράλογο ἀπό τόν κόσμο αὐτόν˙ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπό τήν ζωή αὐτή, δίχως ἀθανασία. Γι’ αὐτό σέ ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν[9]. «Καλόν ἦν αὐτῷ, εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος»[10].

Στόν ἀνθρώπινο κόσμο μας ὁ θάνατος εἶναι τό μεγαλύτερο βάσανο καί ἡ πιό φρικιαστική ἀπανθρωπιά. Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό αὐτό τό βάσανο καί τήν ἀπανθρωπιά εἶναι ἀκριβῶς ἡ σωτηρία. Τέτοια σωτηρία δώρησε στό ἀνθρώπινο γένος μόνο ὁ Νικητής τοῦ θανάτου, ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος. Μέ τήν Ἀνάστασή Του, Αὐτός μᾶς ἀποκάλυψε ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει τό νά ἐξασφαλισθεῖ γιά τό σῶμα καί τήν ψυχή ἀθανασία καί αἰώνια ζωή. Πῶς, ὅμως, κατορθώνεται αὐτό; Μόνο μέ τήν Θεανθρώπινη ζωή, τή νέα ζωή στόν Ἀναστάντα καί γιά τόν Ἀναστάντα Χριστό!

Γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς ἡ ζωή αὐτή τῆς γῆς εἶναι σχολεῖο, στό ὁποῖο μαθαίνουμε πῶς νά ἐξασφαλίσουμε τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή. Διότι, τί ὄφελος ἔχουμε ἀπό αὐτή τήν ζωή, ἐάν μέ αὐτήν δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τήν αἰώνια; Ἀλλά, γιά ν’ ἀναστηθεῖ μέ τόν Χριστό ὁ ἄνθρωπος, πρέπει πρῶτον νά συναποθάνει μ’ Αὐτόν καί νά ζήσει τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς δική του. Ἐάν τό κάνει αὐτό, τότε τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως θά μπορέσει μαζί μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο νά πεῖ : «Χθές συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι˙ χθές συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι σήμερον˙ χθές συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»[11].

Ἐπικαιροποιῶντας τά ἀνωτέρω τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου, πρέπει νά τονιστεῖ πώς, δυστυχῶς, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος συντάσσεται μέ τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο, ἐπιλέγει νά ζεῖ στό ἔρεβος τοῦ Ἅδου καί νά καθίσταται ἀκολούθως ἐπίσκοτος καί ἐπίχαρμα τοῦ πονηροῦ, ἀρνούμενος πεισμωδῶς τό μέγιστο δῶρο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῆς δικῆς του Ἀναστάσεως εἰς ζωήν, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε κάποιο ὄφελος ἀπό αὐτή τή ζωή νά ἔχει, οὔτε τήν αἰώνια νά μπορεῖ νά ἀποκτήσει. Αὐτό καταδεικνύουν προφανέστατα διάφορες πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς, ἀνήκουστες καί ἀδιανόητες, ἀντίθεες καί προδοτικές πράξεις του, ὅπως α) ἡ θεσμοθέτηση τοῦ κιναιδισμοῦ – σοδομισμοῦ ὡς νόμο τοῦ κράτους καί ἡ νομιμοποίηση τοῦ πολιτικοῦ «γάμου» μεταξύ κιναίδων καί τῆς υἱοθεσίας τέκνων ἐξ αὐτῶν, β) ἡ υἱοθέτηση τῆς παναιρέσεως τοῦ πολιτικοῦ καί θρησκευτικοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ, γ) ἡ ἀποδοχή τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, δ) ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν, ε) ἡ ἀναγνώριση τῶν σχισματοαιρετικῶν μορφωμάτων τῆς Οὐκρανίας καί τῶν Σκοπίων ὡς ἐκκλησιῶν, στ) ἡ ἤδη γενομένη ψευδοένωση μέ πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. κοινές συμπροσευχές, κοινά συλλείτουργα καί κοινό ποτήριο, μεταξύ οἰκουμενιστῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων καί κατεγνωσμένων αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ζ) ἡ ἀποκατάσταση τοῦ προδότου Ἰούδα καί τῶν Ἑβραίων, κλήρου καί λαοῦ, ἀπό τήν εὐθύνη τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, η) ἡ ἀπάλειψη κάθε ἀντιεβραϊκῆς ἀναφορᾶς, ἀκόμη καί ἀπό τά λειτουργικά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος, θ) ἡ καθύβριση τοῦ Ἑσταυρωμένου καί ἡ ἀφαίρεσή Του ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα Ἱερῶν Ναῶν, ι) ἡ μετάθεση τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα σαράντα ἡμέρες μετά τήν κύρια ἑορτή του, λόγῳ κορωναϊοῦ, τό 2020, ια) ἡ μετάλλαξη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἀπό τριημέρου σέ διημέρου, καί ὁ ταυτόχρονος συνεορτασμός τοῦ Ὀρθοδόξου Πάσχα μέ τό νομικό φάσκα τῶν Ἑβραίων τό Μεγάλο Σάββατο τοῦ 2021, ιβ) ὁ ἤδη σχεδιασθείς, προαποφασισθείς καί ἀναγγελθείς μόνιμος καί σέ σταθερή ἡμερομηνία ἐφ’ ἐξῆς συνεορτασμός τοῦ διαχριστιανικοῦ Πάσχα μεταξύ «ὀρθοδόξων», παπικῶν, προτεσταντῶν καί μονοφυσιτῶν ἀπό τό Πάσχα τοῦ ἑπομένου ἔτους 2025, καί ιγ) τό τσιπάρισμα καί ἡ ταύτιση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν δυσώνυμο ἀριθμό τοῦ θηρίου μέσῳ τῆς ἐμβολιολαγνείας κατά τοῦ κορωναϊοῦ καί τῆς νέας ψηφιακῆς ταυτότητος.           

Ἡ ἱερά καί ἁγία, ἱεροκανονική καί Ἁγιοπνευματική, Ἀποστολική καί Πατερική διακοπή μνημονεύσεως τῶν ἐχθρῶν τοῦ Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Χριστοῦ, τῶν αἱρετιζόντων καί οἰκουμενιστῶν ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων, τῶν ἐφαρμοζόντων καί προωθοῦντων τά προαναφερθέντα οἰκουμενιστικά, δογματικά καί ἠθικά ἐγκλήματα, εἶναι αὐτή αὔτη ἡ ἀναστάσιμη εὐ-ἀγγελία, ἡ ἀναστάσιμη καλή ἀγγελία, τό ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο. Δέ νοεῖται καί δέν ὑφίσταται πλέον Ἀνάσταση χωρίς Ἀποτείχιση. Μόνο ἡ ἀποτείχιση ὁδηγεῖ στήν πραγματική καί ὀντολογική Ἀνάσταση. Μέ τήν ἀποτείχιση καί μέγα ὄφελος ἀπό αὐτή τή ζωή ἔχουμε, καί τήν αἰώνια μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε.   

Γυρίζοντας καί πάλι πίσω στόν ὅσιο Ἰουστῖνο, ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος μας ὅτι «σέ τέσσερεις μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται καί τά τέσσερα Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ : «Χριστός ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη»! Σέ κάθε μία ἀπ’ αὐτές βρίσκεται ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιο, καί στά τέσσερα Εὐαγγέλια βρίσκεται ὅλο τό νόημα ὅλων τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων. Καί ὅταν ὅλα τά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλες οἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν στήν βροντή τοῦ πασχαλινοῦ αὐτοῦ χαιρετισμοῦ : «Χριστός ἀνέστη»!, τότε ἡ χαρά τῆς ἀθανασίας σείει ὅλα τά ὄντα, καί αὐτά μέ ἀγαλλίαση ἀπαντοῦν : ἐπιβεβαιώνεται τό πασχάλιο θαῦμα : «Ἀληθῶς ἀνέστη»!

Ναί, ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος! Καί μάρτυρας αὐτοῦ εἶσαι ἐσύ, μάρτυρας ἐγώ, μάρτυρας κάθε χριστιανός, ἀρχίζοντας ἂπό τούς ἁγίους Ἂποστόλους μέχρι καί τἠν Δευτέρα Παρουσία. Διότι, μόνο ἡ δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Θεανθρώπου Χριστοῦ μπόρεσε νά δώσει – καί συνεχῶς δίνει καί συνεχῶς θά δίνει – τήν δύναμη σέ κάθε χριστιανό – ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο – νά νικήσει κάθε τί τό θνητό καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο˙ κάθε τί τό ἁμαρτωλό καί αὐτήν τήν ἴδια τήν ἁμαρτία˙ κάθε τί τό δαιμονικό καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν διάβολο. Διότι, μόνο μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος, κατά τόν πιό πειστικό τρόπο, ἔδειξε καί ἀπέδειξε ὅτι ἡ ζωή Του εἶναι Αἰώνια Ζωή, ἡ ἀλήθειά Του εἶναι Αἰώνια Ἂλήθεια, ἡ ἀγάπη Του Αἰώνια Ἀγάπη, ἡ ἀγαθότητα Του Αἰώνια Ἀγαθότητα, ἡ χαρά Του Αἰώνια Χαρά. Καί ἐπίσης ἔδειξε καί ἀπέδειξε ὅτι ὅλ’ αὐτά τά δίνει Αὐτός, κατά τήν ἀπαράμιλλη φιλανθρωπία Του, σέ κάθε χριστιανό σέ ὅλες τίς ἐποχές.

Μαζί μ’ αὒτά, δέν ὑπάρχει ἕνα γεγονός, ὄχι μόνο στό Εὐαγγέλιο, ἀλλά οὔτε σ’ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ὁποῖο νά εἶναι μαρτυρημένο κατά τρόπο τόσο δυνατό, τόσο ἀπρόσβλητο, τόσο ἀναντίρρητο, ὅσο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἀναμφιβόλως, ὁ Χριστιανισμός σέ ὅλη του τήν ἱστορική πραγματικότητα, τήν ἱστορική του δύναμη καί παντοδυναμία, θεμελιώνεται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν αἰωνίως ζῶσα Ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καί γι’ αὐτό μαρτυρεῖ ὅλη ἡ μακραίωνα καί πάντοτε θαυματουργική ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Διότι, ἄν ὑπάρχει ἕνα γεγονός, στό ὁποῖο θά μποροῦσαν νά συνοψισθοῦν ὅλα τά γεγονότα, ἀπό τήν ζωή τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων καί γενικῶς ὁλόκληρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τό γεγονός αὐτό θά ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἄν ὑπάρχει μία ἀλήθεια, στήν ὁποία θά μποροῦσαν νά συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικές ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτή θά ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀκόμη, ἐάν ὑπάρχει μία πραγματικότητα, στήν ὁποία θά μποροῦσαν νά συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτή θά ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί τέλος, ἄν ὑπάρχει ἕνα εὐαγγελικό θαῦμα, στό ὁποῖο θά μποροῦσαν νά συνοψισθοῦν ὅλα τά καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε τό θαῦμα αὐτό θά ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Διότι, μόνο μέσα στό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται θαυμασίως σαφές καί τό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καί τό ἔργο Του. Μόνο μέσα στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τήν πλήρη ἐξήγησή τους ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλες οἱ ἀλήθειες Του, ὅλα τά λόγιά Του, ὅλα τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Μέχρι τήν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τήν Ἀνάστασή Του δίδασκε γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τήν Ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτόν μεταφέρει ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τόν θάνατο καί ἐξασφάλισε μέ τόν τρόπο αὐτό στούς θανατωμένους ἀνθρώπους τήν μετάδοση ἀπό τόν θάνατο στήν ἀνάσταση. Ναί, ναί, ναί! Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔδειξε καί ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεάνθρωπος σέ ὅλους τούς ἀνθρώπινους κόσμους.

Καί κάτι ἀκόμη : Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ οὔτε ἡ ἀποστολικότητα τῶν Ἀποστόλων, οὔτε τό μαρτύριο τῶν Μαρτύρων, οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν, οὔτε ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων, οὔτε ἡ ἀσκητικότητα τῶν Ἀσκητῶν, οὔτε ἡ θαυματουργικότητα τῶν Θαυματουργῶν, οὔτε ἡ πίστη τῶν πιστευόντων, οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων, οὔτε ἡ ἐλπίδα τῶν ἐλπιζόντων, οὔτε ἡ νηστεία τῶν νηστευόντων, οὔτε ἡ προσευχή τῶν προσευχομένων, οὔτε ἡ πραότητα τῶν πράων, οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων, οὔτε ἡ εὐσπλαγχνία τῶν εὐσπλάγχνων, οὔτε ὁποιαδήποτε χριστιανική ἀρετή ἤ ἄσκηση. Ἐάν ὁ Κύριος δέν εἶχε ἀναστηθεῖ καί ὡς Ἀναστάς δέν εἶχε γεμίσει τούς μαθητές Του μέ τήν ζωοποιό δύναμη καί τήν θαυματουργική σοφία, ποιός θά μποροῦσε αὐτούς τούς φοβισμένους καί δραπέτες νά τούς συγκεντρώσει καί νά τούς δώσει τό θάρρος καί τήν δύναμη καί τήν σοφία, γιά νά μπορέσουν τόσο ἄφοβα καί μέ τόση δύναμη καί σοφία νά κηρύττουν καί νά ὁμολογοῦν τόν Ἀναστάντα Κύριο καί νά πηγαίνουν μέ τόση χαρά στόν θάνατο γι’ Αὐτόν; Καί ἄν ὁ Ἀναστάς Σωτήρ δέν τούς εἶχε γεμίσει μέ τήν θεία δύναμή Του καί σοφία, πῶς θά μποροῦσαν νά ἀνάψουν μέσα στόν κόσμο τήν ἄσβεστη πυρκαϊά τῆς καινοδιαθηκικῆς πίστεως αὐτοί οἱ ἁπλοϊκοί, ἀγράμματοι, ἀμαθεῖς καί πτωχοί ἄνθρωποι; Ἐάν ἡ χριστιανική πίστη δέν ἦταν ἡ πίστη τοῦ Ἀναστάντος καί κατά συνέπεια τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί ζωοποιοῦντος Κυρίου, ποιός θά μποροῦσε νά ἐμπνεύσει τούς Μάρτυρες στόν ἄθλο τοῦ μαρτυρίου, καί τούς Ὁμολογητές στόν ἄθλο τῆς ὁμολογίας, καί τούς Ἀσκητές στόν ἄθλο τῆς ἀσκήσεως, καί τούς Ἀναργύρους στόν ἄθλο τῆς ἀναργυρίας, καί τούς Νηστευτές στόν ἄθλο τῆς νηστείας καί ἐγκρατείας, καί ὁποιονδήποτε χριστιανό στόν ὁποιονδήποτε εὐαγγελικό ἄθλο;

Ὅλ’ αὐτά εἶναι, λοιπόν, ἀληθινά καί πραγματικά καί γιά μένα καί γιά σένα καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Διότι, ὁ θαυμαστός καί γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξη κάτω ἀπό τόν οὐρανό, μέ τήν ὁποία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στή γῆ νά νικήσει καί τόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, καί νά καταστεῖ μακάριος καί ἀθάνατος, συμμέτοχος στήν Αἰώνια Βασιλεία τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ Ἀναστάς Κύριος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσι σέ ὅλους τούς κόσμους : ὅ,τι τό Ὠραῖο, τό Καλό, τό Ἀληθές, τό Προσφιλές, τό Χαρμόσυνο, τό Θεῖο, τό Σοφό, τό Αἰώνιο. Αὐτός εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τό Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰώνια Ζωή σέ ὅλες τίς θεῖες αἰωνιότητες καί ἀπεραντοσύνες.

Γι’ αὐτό, πάλιν καί πολλάκις καί ἀναρίθμητες φορές :

ΧΡΙCΤΟC ΑΝΕCΤΗ !

ΑΛΗΘΩC ΑΝΕCΤΗ Ο ΚΥΡΙΟC !

ΑΓΙΟΝ ΠΑCΧΑ 2024


[1] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «’’Καταδικασμένοι’’ νά εἶναι ἀθάνατοι» (1936), ἐν βιβλίῳ Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, 3η ἔκδοση, μετάφραση ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ἐκδοτικός οἴκος «Ἀστήρ» Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Ἀθήναι 1974, σσ. 40-49.

[2] Ψαλμ. 109, 1.

[3] Α΄ Κορ. 15, 55-56.

[4] Ματθ. 27, 54.

[5] Μάρκ. 9, 23.

[6] Α΄ Κορ. 15, 55-56.

[7] Α΄ Κορ. 15, 42 ἐξ.

[8] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς Α΄ Κορινθίους 39, 2, PG 61, 334 : «Εἰ δε οὐκ ἐγείρονται (τά σώματα), διά τί  ἡγέρθη ὁ Χριστός; διά τί ἦλθε; Διά τί σάρκα ἀνέλαβεν, εἰ μή ἔμελλεν ἀναστήσειν σάρκα; Οὐ γάρ ἐδεῖτο αὐτός, ἀλλά δι’ ἡμᾶς».

[9] Α΄ Kop. 15, 19.

[10] Ματθ. 26, 24.

[11] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος είς τό Πάσχα, PG 35, 397. Κανών τοῦ Πάσχα.

Share:
πνευματική ιδιοκτησία π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
error: Content is protected !!