Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

15-06-2024

1. Τό τῆς προσευχῆς ἐπιχείρημα τῶν οἰκουμενιστῶν

Τόσο οἱ οἰκουμενιστές, ὅσο καί οἱ δῆθεν «εὐσεβεῖς» καί «παραδοσιακοί» κληρικοί, θεολόγοι (θολολόγοι) καί λαϊκοί διαλαλοῦν τά τελευταῖα χρόνια μιά περίεργη «ὀρθοδοξία», κατά τήν ὁποία ὁ Θεός ἔχει τά δικά Του σχέδια, μέ τά ὁποία θά συντρίψει ἀναμφίβολα τούς ἐχθρούς Του, τή «Νέα Ἐποχή», τή «Νέα Τάξη Πραγμάτων», τήν ἠλεκτρονική – ψηφιακή διακυβέρνηση, τίς αἱρέσεις, τά σχίσματα, τόν οἰκουμενισμό, τόν Ἀντίχριστο κλπ. χωρίς, ὅμως, καμμία συνδρομή τοῦ ανθρώπου καί ἀνεξάρτητα ἀπ’ αὐτόν, δηλ. ἀπ’ ὅσα κάνει ἤ δέν κάνει στό μεταξύ ὁ ἄνθρωπος.  Συμβουλεύουν ὅτι ὁ πιστός δέν θά πρέπει ν’ ἀνησυχεῖ ἀδικαιολόγητα. Ἄς μένει στήν ἡσυχία του, τήν καλή καί ἤρεμη ζωή του, στόν καναπέ του, στήν ἀναπαυτική πολυθρόνα του, ἀκόμη καί στό κρεβάτι του, χωρίς νά ταράσσεται καί νά συγχύζεται, νά φωνάζει καί νά ὠρύεται, ἀλλά νά ἔχει πραότητα, λιτότητα λόγων ἕως καί σιωπή, ἀδιαμαρτυρία, νά μήν ἔχει ἰδιαίτερο ζῆλο Θεοῦ, διότι αὐτός, κατ’ αὐτούς εἶναι πάθος, καί ν’ ἀκολουθεῖ μόνο τήν εὐσεβιστική, ἐπαναλαμβανόμενη καθημερινότητά του μέ τήν προσευχή του, τίς νηστεῖες του, τίς Θείες Λειτουργίες κλπ., ἀτάραχος καί ἀνεπηρέαστος ἀπό τά συγκλονιστικά γεγονότα γύρω του.  Ἀφοῦ, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὁ καλός Θεός θά ἐνεργήσει ἀπό μόνος Του καί θά τά κανονίσει ὅλα μέ τήν Παντοδυναμία Του, πολύ σύντομα ἤ λίγο ἀργότερα,  χωρίς νά διαταράξει καθόλου τά ἥρεμα νερά τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς τῶν πιστῶν. Θά τά βάλει ὅλα σέ τάξη καί εὐνομία καί ἡ Ὀρθοδοξία θά θριαμβεύσει καί θά ἐπικρατήσει «ἀβρόχοις ποσί», ἀκόμα καί παγκοσμίως.

Ὅμως, γίνεται ἀντιληπτό στούς ἔχοντας Πνεῦμα Θεοῦ ὅτι ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη καταργεῖ τό δόγμα τῆς συνεργείας Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅπως ἐπίσης καί τήν Θεανθρωπότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.

Αὐτή ἡ ἀντίληψη εἶναι στή βάση της ἡ παλαιά μέν, ἀλλά πάντοτε παροῦσα, διδασκαλία τῆς αἱρέσεως τοῦ Γνωστικισμοῦ περί Καλοῦ καί Κακοῦ, πού βρίσκονται σέ διαμάχη, καί στό τέλος θά ἐπικρατήσει τό Καλό. Ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ὅμως, δέν εἶναι ὁ πόλεμος καλῶν καί κακῶν ἀνωτέρων δυνάμεων, ἀλλά μόνο ἡ ἀγαθή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, στήν ὁποία παρεμβάλλεται, γιά νά τήν ἀνατρέψει, τό πονηρό πνεῦμα, λόγῳ τῆς «παρά φύσιν» λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου νά ρέπει πρός τήν ἁμαρτία, δηλ. πρός τήν ἀνυπακοή στόν Θεό, διά τῆς ὁποίας εἰσάγει τό μή ἀγαθό, δηλ. τό κακό στόν κόσμο. Μόλις θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτή τήν δυσλειτουργία, παύει νά ὑπάρχει τό κακό, διότι ἀπό μόνο του δέν ὑπάρχει. Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός ἀσφαλῶς ἔχει τά σχέδιά Του, ἀλλά αὐτά, πάντα ὑλοποιοῦνται μέσῳ τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν ἀνθρώπων, πού, ἔχοντας ἀγάπη καί φόβο (σέβας) Θεοῦ, τηροῦν ἀμετάκλητα τίς ἐντολές Του καί προχωροῦν ἀπό τήν δική τους ἀγαθή προαίρεση σέ ἔργα ἀρετής. Καί μόνο τότε ὁ Θεός μπορεῖ νά τά πολλαπλασιάσει καί νά τά γιγαντώσει, κατά τά σχέδια τῆς Θείας Προνοίας, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[1], ὥστε τελικά νά καταβληθοῦν τά ἔργα τοῦ Διαβόλου καί τῆς κακίας του.

Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἀνωτέρω αἱρετικῆς καί γνωστικῆς ἀντιλήψεως εἶναι θιασώτες ἑνός Θεοῦ, ὅπως οἱ θεοί-δαιμόνια τῶν θρησκειῶν, ὁ Ὁποῖος ἐκτελεῖ μόνος Του τά ἐπίγεια σχέδιά Του, μένοντας βασικά ἀδιάφορος καί ἀποκομμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἐν τούτοις ὅμως ἐπεμβατικός στά γήινα (ἕνας ἀντίστροφος Ντεϊσμός). Οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς παρακολουθοῦν τά τεκταινόμενα χωρίς καμμία συμμετοχή, ἄφωνοι, ἀνέκφραστοι, ἀδρανεῖς καί ἀμελεῖς, ἀλλά ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά γεμάτοι ἀδημονία, ἀνησυχία, ἀγωνία, δέος ἤ φόβο γιά τήν ὕπαρξή τους ἐξαιτίας τῶν ἐπικειμένων γεγονότων, δηλ. χωρίς εἰρήνη Θεοῦ στήν ψυχή τους. Τό τελευταῖο εἶναι αὐτό, πού μερικούς ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ μάλιστα νά τούς παρακινήσει νά σπεύσουν σέ «φωτισμένους» γέροντες καί γερόντισσες, πού ξέρουν τά «μελλούμενα», σ’ ὅλους αὐτούς, πού συχνά ἀναφέρεται καί ὁ γνωστός youtuber, προφητολάγνος καί οἰκουμενιστής μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος,  ὥστε νά μᾶς ἐνημερώσουν γιά τά «γινόμενα», νά ἰκανοποιήσουν τό πνεῦμα-πάθος τῆς δικῆς μας κακῆς περιεργείας καί μετά νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά κάνουμε κι ἐμεῖς τίς ἀνάλογες δικές μας «μαντεψιές». Γιά ὅλους αὐτούς, ἡ «κρυστάλλινη σφαίρα» αὐτῶν τῶν γερόντων, γεροντισσῶν καί μητροπολιτῶν θεωρεῖται πιό σημαντική καί ἀξιόπιστη ἀπό τήν σοφία καί τό πνεῦμα τῶν Γραφῶν καί τῶν λόγων καί ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, πού εἶναι Σοφία καί Πνεῦμα Θεοῦ.                                                    

Τά γεγονότα τῶν ἐσχάτων, ὅπως καί ὅλα τά ἱστορικά γεγονότα, ὀφείλουμε νά τά δούμε μέσα στό πλαίσιο τῆς ἱστορίας καί τῆς ἱστορικής ἐξέλιξης. Αὐτά εἶναι, μεταξύ ἄλλων, τά γεγονότα τῆς «Νέας Τάξεως καί Ἐποχῆς», τοῦ ἠλεκτρονικοῦ κόσμου καί τοῦ μετανθρωπισμοῦ, τῆς ἀριθμοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀχρήματης κοινωνίας, τῆς βίαιης μείωσης τοῦ πληθυσμοῦ, τοῦ πανσεξουαλισμοῦ καί τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς ἀναμείξεως λαῶν καί θρησκειῶν (συγκρητισμός), τῆς πτώσεως τῶν ἠθῶν καί τῆς σχετικοποιήσεως τῆς ἠθικῆς καί ὅλα τά συναφῆ καί δυσάρεστα γεγονότα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς (μετανεωτερικότητα). Δέν χωρᾶ καμμία ἀμφιβολία ὅτι αὐτά εἶναι ἔργα τοῦ Διαβόλου, πού κατορθώνει νά τά ὑλοποιεῖ μέσῳ τῶν ὀργάνων του, δηλ. τῶν ἀνθρώπων, πού εἶναι ὑπόδουλοι στό δικό του θέλημα, ἀποτέλεσμα τῆς κακίας καί τῶν ἁμαρτιῶν τους, τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Θεοῦ (ἀθεΐα) ἤ τῆς ἀποστασίας τους ἀπό τόν μόνο ἀληθινό Θεό ἤ ἀκόμα καί ἐκείνων, πού αὐτοαποκαλοῦνται «χριστιανοί», ἀλλά ἔχουν χαλαρή καί διαστρεβλωμένη πίστη. Ἄραγε, θά ἐπέμβει ὁ Θεός μας, γιά νά τά ἀνατρέψει ὅλ’ αὐτά μέ τήν Θεία Του Πρόνοια, βασιζόμενος ἔστω στούς ἁγίους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας; Ἐδῶ θά πρέπει ν’ ἀναρωτηθοῦμε τό ἐξῆς : «Ἐπενέβη ὁ Θεός μας, γιά ν’ ἀνατρέψει τά δόλια σχέδια τοῦ ὑπάτου προδότου Ἰούδα»; Φυσικά, ὄχι! Διότι, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα ἦταν ἐνταγμένη στό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὥστε νά ὑπάρξει ὁ Σταυρός τοῦ Μαρτυρίου καί μέσῳ αὐτοῦ ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἔτσι καί τώρα. Τά γεγονότα τῶν ἐσχάτων εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὀδυνηρός τοκετός, γιά νά ἔλθει ἡ Δευτέρα Παρουσία, ἡ Κρίση, ἡ Καινή Κτίση καί ἡ ἀπαρχή τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.  Ἑπομένως, δέν θά ἀναστραφοῦν ὅση προσευχή κι ἄν κάνουμε, ὅση μετάνοια κι ἄν δείξουμε ἐμεῖς, ζητῶντας μάταια κάτι, πού εἶναι ἀντίθετο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι, τά γεγονότα αὐτά, ὅσο βασανιστικά καί μαρτυρικά κι ἄν εἶναι, ὀδηγοῦν στό τέλος σέ κάτι πολύ ἀνώτερο, σπουδαῖο καί θαυμαστό, στήν αἰώνια ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Φρόντισε, ὅμως, ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός μας νά ἔχουν καταγραφεῖ τά γεγονότα αὐτά στίς Γραφές ὡς «σημεία τῶν καιρῶν», ὥστε ὁ πιστός καί παραδοσιακός χριστιανός, ὅταν τά δεῖ μπροστά στά μάτια του, νά καταλάβει χωρίς δισταγμούς καί ἀμφιβολίες ὅτι πράγματι ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει εἰσέλθει στήν περίοδο τῶν ἐσχάτων κι ἔτσι ν’ ἀντιδράσει καί νά πορευθεῖ ἀνάλογα. Κυρίως, νά ἐνισχύσει τήν μυστηριακή του ζωή, ὥστε νά προσλαμβάνει Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ συνεχῶς, διότι «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[2], ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Καί νά μεριμνήσει, ὥστε ἡ προσευχή του νά μήν εἶναι μιά ἁμαρτωλή προσευχή-παράκληση, γιά ν’ ἀνατραποῦν τά γεγονότα καί νά βρεῖ ἐπιτέλους τήν «ἠσυχία» του, ἀποφεύγοντας στήν οὐσία τό μαρτύριο. Ἀλλά, κυρίως νά προσεύχεται στόν Θεό νά τόν ἐνισχύει, χαρίζοντάς του ἀκόμα πιό βαθειά καί ἀκλόνητη πίστη καί ἀκατάβλητη ὑπομονή, ὥστε ν’ ἀντέξει τό μαρτύριο καί νά μήν παρασυρθεῖ κι αὐτός ἀπό τήν δίνη τῶν ὀδυνηρῶν γεγονότων καί τελικά λυγίσει καί προδώσει τόν Χριστό τήν κρίσιμη στιγμή. Καί νά τόν ὀχυρώσει (= ἀποτειχίσει) ἀπό τόν δαιμονικό κόσμο καί νά τόν ὀπλίσει μέ ὑπομονή, ἐλπίδα καί ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό προαιώνιο καί μεγαλειώδες ἔργο τῆς παντοδυναμίας καί φιλευσπλαχνίας Του γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ὄντως ἀναγνωρίσουμε τά γεγονότα τῶν ἐσχάτων, τότε θ’ ἀναγνωρίσουμε ἐπίσης ὅτι αὐτή εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ μεγάλη εὐκαιρία, πού μᾶς δίνεται, γιά νά σωθοῦμε, καί ὅτι προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ὑπομονή μας στόν διωγμό καί τό μῖσος τοῦ κόσμου, κατά τήν ρήση τοῦ Κυρίου μας : «Καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομα μου. Ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὖτος σωθήσεται»[3]. Κι ἀκόμα : «Ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου. Καί θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μή ἀπόληται. Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν»[4]. Καί «ἐάν μείνετε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνη, ὅ ἐάν θέλητε, αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν»[5].  Μᾶς δίνει ἐλπίδα καί ἡ ἄλλη ρήση τοῦ Κυρίου πρός τόν Ἰούδα : «ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον»[6]. Τό ἴδιο λέγει σήμερα καί στόν Διάβολο : «Αὐτό, πού ἔχεις νά κάνεις τώρα στά ἔσχατα, κάν’ το γρήγορα». Κι ἔτσι ὁ Κύριος φροντίζει νά κολοβώνει τίς ἡμέρες τῶν δεινῶν πρός χάριν τῶν ἐκλεκτῶν : «Καί εἰ μή ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκείναι, οὔκ αν ἐσώθη πᾶσα σάρξ. Διά δέ τούς ἐκλεκτούς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκείναι»[7].  

Ὕστερα ἀπ’ ὅλ’ αὐτά, διαπιστώνει κανείς συμπερασματικά ὅτι τό θέμα τῆς προσευχῆς συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀνάγκη ὁ πιστός νά γνωρίζει καλά πῶς λειτουργεῖ καί ἐξελίσσεται ἡ Ἱστορία καί τά γεγονότα της καί τή σχέση Θεοῦ, ἀνθρώπου καί Ἱστορίας, ἔτσι ὅπως τήν ἔχει ἐκθέσει ἡ Ἐκκλησία μας, δηλ. ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, πρέπει νά γνωρίζει καί τήν δική του σχέση καί θέση μέσα στήν Ἱστορία.

2. Ἡ ἁμαρτωλή προσευχή

Ἐκτός τῶν ἄλλων γνωστῶν εἰδῶν προσευχῆς, ὑπάρχει καί ἡ ἁμαρτωλή προσευχή. Ὁ προφητάναξ Δαβίδ στόν 108ο Ψαλμό στόν 7ο στίχο λέγει : «καί ἡ προσευχή αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν». Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[8], ἑρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω στίχο, λέγει : «Ἡ προσευχή τοῦ Ἰούδα θ’ ἀποτύχει˙ διότι ὁ Ἰούδας, ὅταν ἔκλινε πρός τό μέρος τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, βέβαια προσευχόταν κι αὐτός μ’ αὐτούς, γιά νά ἐξολοθρευθεῖ ὁ Χριστός καί τό μνημόσυνό Του. Ἤ ἁπλῶς λέει ὅτι ὁ Ἰούδας δέν θά πετύχει ἐκεῖνο, πού ζητᾶ, ἐξαιτίας τῆς δυστροπίας του». Ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος λέγει : «Ὁ προδότης θά γίνει ἔρημος κάθε ἀπολογίας˙ γι’ αὐτό, κρινόμενος, κατακρίνεται καί ἡ προσευχή, πού προσφέρεται ἀπ’ αὐτόν, αὐξάνει τήν κατηγορία. Γιατί, δέν ἀγνοοῦσε τόν Εὐεργέτη, ἀλλά καιίτά θεία λόγια ἀπόλαυσε καί ἔγινε, ὄχι μόνο αὐτόπτης, ἀλλά καί αὐτουργός μεγίστων θαυμάτων, λαμβάνοντας τήν ἐξουσία ἀπ’ Αὐτόν». Ἄλλος ἑρμηνευτής λέγει : «Ἡ προσευχή, πού γίνεται ἀπό ἀσεβεῖς, λογίζεται ὡς ἁμαρτία καί γίνεται σ’ αὐτούς προσθήκη κακῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι τολμοῦν νά μιλήσουν στόν Θεό ἀναξίως˙ γιά ποιό ἀγαθό νά προσευχηθεῖ ὁ φιλάργυρος»;

Ἔχουμε καί παραδείγματα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τέτοιων ἁμαρτωλῶν προσευχῶν, ἀντιθέτων πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἁμαρτωλή προσευχή τοῦ μεγαλαύχου Φαρισαίου τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου[9].

Εἶναι, ἐπίσης, ἁμαρτωλή ἡ προσευχή τοῦ Ἀπ. Πέτρου πρός τόν Κύριο, γιά ν’ ἀποτρέψει τήν σύλληψη καί θανάτωσή Του, στήν ὁποία ἀπαντᾶ ὁ Κύριος μέ τήν φοβερή, θυμώδη φράση Του «ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανά». Γράφεται στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο : «Καί προσλαβόμενος αὐτόν ὁ Πέτρος, ἤρξατο ἐπιτιμᾶν  αὐτῷ λέγων˙ ‘’Ἴλεώς σοι, Κύριε. Οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο’’. Ὁ δέ στραφείς, εἶπε τῷ Πέτρῳ˙ ‘’Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανά. Σκάνδαλόν μου εἶ. Ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων»[10]. Ὁ Κύριος ἐπισημαίνει ἐδῶ στόν Ἀπ. Πέτρο ὅτι αὐτό, πού Τοῦ ζητᾶ εἶναι ἐμπόδιο (σκάνδαλον) στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα τό αἴτημά του εἶναι ἁμαρτωλό. Ἀγνοεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ Ἀπόστολος, μέ ἀποτέλεσμα τό αἴτημά του αὐτό νά εἶναι ἀνθρώπινο καί ὄχι σύμφωνο μέ τό θεῖο θέλημα.

Τέλος, καί τό ἀρχικό αἴτημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἶναι «εἰς ἁμαρτίαν», ὁ ὁποῖος ἀπό ἄκρα ταπείνωση καί γνωρίζοντας ποιός εἶναι ὁ Κύριος, βάζει κατ’ ἀρχήν ἐμπόδια καί ζητᾶ (προσεύχεται) νά μήν Τόν βαπτίσει, κινούμενος μέ τό αἴτημά του αὐτό ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Περιγράφεται στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο : «Ὁ δέ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτόν, λέγων˙ ‘’Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καί σύ ἔρχη πρός με’’; Ἀποκριθείς δέ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρός αὐτόν˙ ‘’Ἄφες ἄρτι. Οὔτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην”»[11].

Τά ἀνωτέρω χωρία δείχνουν καθαρά πόσο σημαντικό θέμα στήν προσευχή εἶναι τό νά γνωρίζει ὁ προσευχόμενος τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς, ἄν εἴμασταν στήν θέση τοῦ Ἀπ. Πέτρου καί ἄν γνωρίζαμε τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, θά μπορούσαμε ποτέ νά προσευχηθοῦμε νά μήν Τόν προδώσει ὁ Ἰούδας ἤ νά μήν παραδοθεῖ ὁ Κύριος στούς σταυρωτές Του; Ὄχι βέβαια, παρά τό ὀδυνηρό τῶν Παθῶν καί τοῦ Σταυροῦ. Οὔτε βέβαια ἄν εἴμασταν στήν θέση τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θά μπορούσαμε νά μήν Τόν βαφτίζαμε, παρ’ ὅλο πού ὁ Κύριος ὡς ἀναμάρτητος δέν εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος. Τίς περισσότερες φορές τό Θεῖο θέλημα εἶναι ὀρατό, κατανοητό καί γνωστό στόν πιστό. Ὅπως γιά παράδειγμα, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, τῶν δογμάτων, τῶν κανόνων καί τοῦ ἤθους τῆς Πίστεως. Σέ ἄλλες περιπτώσεις συμβαίνει νά εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στίς Γραφές, στά κείμενα, τίς προφητεῖες, τόν θαυμαστό βίο  τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ καί στά «σημεῖα τῶν καιρῶν», πού μᾶς δόθηκαν. Σέ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις θά πρέπει νά προσφύγουμε στήν προσευχή μας πρός τόν Θεό, γιά νά μᾶς ἐνημερώσει ἤ καί σέ πραγματικά πνευματικούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, δέν εἶναι πάντοτε σίγουρο ὅτι ὁ πιστός θά γνωρίζει σέ κάθε περίπτωση πραγματικά τό Θεῖο θέλημα ἤ ἄν ὑπάρχουν ἀμφιβολίες, ἡ πλέον ἀσφαλής προσευχή εἶναι νά παρακαλεῖ «Κύριε, γενηθήτω το θέλημά Σου» (Κύριε, ἄς γίνει τό θέλημά Σου) γιά κάθε πρόσωπο καί κατάσταση.  

Ὅταν, λοιπόν, κι ἐμεῖς στήν προσευχή μας αἰτούμαστε δικά μας θελήματα, κινδυνεύουμε ἡ προσευχή μας αὐτή νά ἔχει ἀστοχία καί νά μᾶς καταλογιστεῖ ὡς ἁμαρτία, κατά τό ψαλμικό «καί ἡ προσευχή αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν»[12]. Ἑπομένως, προσευχή δέν σημαίνει νά παρακαλοῦμε γιά τούς πάντες καί τά πάντα, αλλά ἐνέχει σαφῶς μέσα της τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως. Καί ἡ διάκριση αὐτή χαρίζεται σ’ αὐτούς, πού ἔχουν προχωρήσει στήν ἀρετή καί στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, καί καθοδηγούμενοι ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους Πατέρες, γνωρίζουν κάθε στιγμή τί νά ζητήσουν ἀπό τόν Θεό Πατέρα καί ποιό εἶναι τό δικό Του θέλημα καί ὄχι τό δικό τους. Διαφορετικά, ἡ προσευχή τους εἶναι μόνο μιά ἀπόδειξη μπροστά στόν Θεό Πατέρα ὅτι ἔχουν ἔλλειμμα πίστεως καί γνώσεως καί φυσικά κάτω ἀπό τίς συνθήκες αὐτές δέν πρόκειται νά εἰσακουσθεῖ.

Σύμφωνα μέ τόν ὅσιο καί θεοφόρο πατέρα μας Συμεώνα τόν Νέο Θεολόγο[13], ὁ Θεός χωρίς μετάνοια δέν μπορεῖ νά ἐλεήσει, οὔτε νά δώσει σ’ αὐτόν, πού δέν ζητᾶ ἤ δέν ἀναζητᾶ ἤ δέν κρούει τἠν θύρα, οὔτε σ’ αὐτόν, πού ζητᾶ μέν, ἀλλά μέ κακό τρόπο. Διότι, ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητός Του δέν μπορεῖ νά ἐπιβληθεῖ ἀναγκαστικά, ὑποχρεωτικά καί στανικά πάνω στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντας χρήση τῆς παντοδυναμίας Του. Ἡ ἀναγκαστικότητα, πού εἶναι στήν οὐσία της μιά μορφή βίας, εἶναι ἀντίθετη πρός τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό δέν μπορεῖ νά συμβεῖ. Ἕνας Πανάγαθος Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀναγκαστικός («ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…»[14] ).

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Ἀρχιερατική Προσευχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τό βράδυ τῆς συλλήψεώς Του, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας ἀναγινώσκεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία δέν προσεύχεται («ἐρωτᾶ») γιά τόν κόσμο : «Ἐγώ περί αὐτῶν ἐρωτῶ˙ οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλά περί ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσί»[15].

ἅγιος Νικόλαος ὁ Βελιμίροβιτς, ἑρμηνεύοντας τό ἀνωτέρω χωρίο, γράφει : «Μήπως αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλά μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; Οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρό αὐτόν, πού ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος. Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πώς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ, πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁ σπόρος, ποὺ θὰ σπαρεῖ, θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως, δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸν γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρό κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγονο κι ἀκαλλιέργητο; Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Οἱ προσπάθειές τους, ὅμως, γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία. Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰ ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ, πού σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς κι ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει, ὅμως, καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλά, καὶ περὶ τῶν πιστευὸντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι, ὅμως, ὄχι γιὰ ὅλους τούς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ σπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου»[16].

Ἀλλά καί ὁ ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν Εὐθύμιος Ζυγαβηνός, γιά νά ἐξηγήσει τήν ἀνωτέρω προσευχή τοῦ Χριστοῦ, βάζει ὑποθετικά τόν Κύριο νά συμπληρώνει τά λόγια Του μέ τήν φράση : «Οἱ γὰρ μὴ πιστεύοντες οὐ θέλουσιν, ἵνα περὶ αὐτῶν παρακαλῶ».

Δέν εἶναι, λοιπόν, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ (μή γένοιτο!), πού τόν ὀδηγεῖ νά μήν προσεύχεται γιά τόν κόσμο, παρά μόνο γιά ὅσους Τόν πίστεψαν καί Τόν πιστεύουν καί εἶναι ἀληθινά τέκνα τοῦ Θεοῦ – Πατρός, ἀλλά ὁ σεβασμός Του στό αὐτεξούσιο τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ γνώση Του ὡς Παντογνώστη Θεοῦ ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἐπειδή δέν Τόν πιστεύουν καί δέν Τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεάνθρωπο, ἀλλά Τόν ἀπορρίπτουν, δέν ἐπιθυμοῦν τήν προσευχή Του, ἀφοῦ προφανῶς, κατά τήν δική τους ἀντίληψη καί κρίση, τήν θεωροῦν ἀνώφελη, ἄσκοπη, μή σωτήρια, προσευχή ἑνός μή Θεοῦ.       

Οἱ ἁπλοί πιστοί, βεβαίως, εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίζουν τά ἐνδότερα τῆς ψυχῆς ἑνός ἀπίστου ἀνθρώπου καί κατά πόσο ὑπάρχει μελλοντικά ἐλπίδα σωτηρίας του. Ἔτσι, οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς καλοῦν γενικῶς νά προσευχόμαστε γιά ὅλους, ἀκόμα καί γιά ἀπίστους καί γιά αἱρετικούς. Πάντοτε φυσικά μέ τήν ἀπαραίτητη διάκριση, γιά νά μήν εἶναι ἐφάμαρτη, δηλ. ἄστοχη ἡ προσευχή μας καί μή εὐάρεστη στόν Θεό. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὑπογραμμίζει : «Μὴν ἀποκάμεις νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἐντελῶς ἀμελεῖς, ἐφ’ ὅσον σοῦ τὸ ζητοῦν, ὄχι γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν, διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, ἂν δὲν συνεργοῦν κι ἐκεῖνοι, ἀλλά γιὰ νὰ ξυπνήσουν καὶ νὰ ἀγωνιστοῦν»[17]. Προσευχόμαστε γιά τούς ἀμελεῖς, ἀλλά καί πάλι μέ τήν διάκριση ὅτι δέν μπορεῖ νά ἐλεηθοῦν, ἀφοῦ γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ δική τους συνδρομή. Μποροῦμε, ὅμως, νά προσευχηθοῦμε, γιά νά ξυπνήσουν ἀπό τόν λήθαργό τους καί νά ἀνανήψουν ἤ ἁπλῶς, ὅπως εἰπώθηκε, νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτούς.     

Γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στόν Ἀπ. Τιμόθεο : «Παρακαλώ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[18].             

Πρός στιγμήν προξενεῖ ἀπορία ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου γιά προσευχή «ὑπέρ τῶν βασιλέων», ἀφοῦ αὐτοί ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν ἄπιστοι. Σπεύδει, ὅμως, εὐθύς ἀμέσως νά δώσει τόν διακριτικό λόγο γιά μιά τέτοια προσευχή καί τό ἀναμενόμενο κέρδος γιά τούς πιστούς «ἵνα ἤρεμον καί ἠσύχιον βίον διάγωμεν». Ὁ ὅσιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος ἑρμηνεύει ὡς ἐξῆς τό ἀνωτέρω μέ βάση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου : «Ἡ σωματική σωτηρία ἐκείνων καί ἠσυχία καί ασφάλεια, εἶναι σωτηρία σωματική καί ἀσφάλεια δική μας. Ἐπειδή οἱ Βασιλεῖς στρατεύονται καί πολεμοῦν, γιά νά ἔχουμε ἐμεῖς, πού ὑποτασσόμαστε σ’ αὐτούς, ἀμεριμνεία καί ἠσυχία καί ἄδεια. Πῶς, λοιπόν, δέν εἶναι ἄδικο, ἐκεῖνοι μέν νά κινδυνεύουν τήν ζωή τους γιά τήν δική μας ἀσφάλεια καί ἠσυχία, ἐμεῖς ὅμως οἱ ὑποτασσόμενοι νά μήν ἀνοίγουμε τά χείλη μας καί νά προσευχόμαστε γιά ’κείνους»; Συνεπῶς, μιά τέτοια προσευχή δικαιολογεῖται καί ἔχει διάκριση, ἀφοῦ τελικά εἶναι πρός ὄφελος τῶν πιστῶν καί τήν ἴδια ὤρα μέσῳ αὐτῆς ἀποφεύγεται μιά ἀδικία καί ἀγνωμοσύνη ἐκ μέρους τους.  Ἐνῶ ὡς προσευχή περιορίζεται μόνο στή σωματική σωτηρία τῶν Βασιλέων καί κατά βάση εἶναι προσευχή ὑπέρ τῶν πιστῶν καί ὄχι γιά τούς Βασιλεῖς, δηλ. γιά τήν δική τους προσωπική, σωματική σωτηρία διά μέσου τῶν Βασιλέων, ἔτσι ὥστε νά μήν στερηθοῦν ἄκαιρα τήν δυνατότητα τῆς ψυχικῆς τους σωτηρίας, πού εἶναι ἡ πιό σημαντική. Προσευχόμενοι ὑπέρ τῆς σωματικῆς προστασίας τῶν ἀπίστων Βασιλέων, δέν εἶναι ἁμαρτία, ἀφοῦ οὐσιαστικά προσευχόμαστε γιά τήν δική μας σωτηρία.

3. Προσευχή γιά τά ἱστορικά γεγονότα

Ὑπάρχει, ὅμως καί ἡ προσευχή τοῦ πιστοῦ, πού ἀφορᾶ τήν ἄρση ἤ τήν ἀποτροπή δυσάρεστων ἱστορικῶν γεγονότων. Τέτοιο παράδειγμα μᾶς ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὅταν μέ τήν προσευχή Του στόν Θεό Πατέρα ἀνέτρεψε τό «ἱστορικό γεγονός» τοῦ θανάτου τοῦ φίλου Του Λαζάρου τοῦ τετραημέρου καί τόν ἔφερε πάλι στή ζωή. Στήν μακραίωνη πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας, πολυάριθμα εἶναι καί τά γεγονότα, πού ἀπετράπησαν μέ τήν προσευχή τῶν πιστῶν χριστιανῶν, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἄρση τῆς πολιορκίας τῆς Κων/λεως ἀπό τούς Πέρσες καί Ἀβάρους (Ἀκάθιστος Ὕμνος) ὕστερα ἀπό τήν προσευχή τῶν πολιορκημένων ἤ τά πολλαπλά θαύματα πολλῶν Αγίων (ἅγιοι Δημήτριος, Σπυρίδων κλπ) γιά τήν σωτηρία πόλεων, χωρῶν, λαῶν κλπ ἀπό ἐπιδημίες καί λοιμώδη νοσήματα ἤ ἀπό στυγνούς καί βαρβάρους κατακτητές ἤ ἀπό φυσικά φαινόμενα κλπ ὕστερα ἀπό ὁμαδική προσευχή τῶν κατοίκων καί παρακλήσεις, ἀγρυπνίες ἤ λιτανείες. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ προσευχές εἶναι κοινός τόπος καί συχνά φαινόμενα στήν Πίστη μας, ὅπως καί ἡ θεραπεία ἀρρώστων ὕστερα ἀπό θερμή προσευχή.

Ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι γεγονός ὅτι ὑπάρχουν ἱστορικές περίοδοι, ὅπου σημειώνονται δυσάρεστα  γεγονότα καί κακά συνήθως ἀπρόβλεπτα καί μάλιστα σέ σειρά τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Αὐτά μπορεῖ νά εἶναι «πληγές», πού παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό πρός συνετισμό καί παιδαγωγία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔχει πληθυνθεί καί ὁ Θεός περιμένει τἠν εἰλικρινή μετάνοιά μας. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, ἡ προσευχή μας πρός τόν Θεό γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπ’ αὐτές τίς δυστυχίες, θά εἶναι μιά προσευχή ἁμαρτίας, δηλ. ἀντίθετη πρός τό Θεῖο θέλημα, καί συνεπῶς δέν θά εἰσακουστεῖ, ἄν δέν συνοδεύεται μέ μετάνοια καί ἀλλαγή πορείας στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ σκοπός, πού παραχωρήθηκαν ἀπό τόν Θεό. Ἕνα τυπικό, ἀλλά κορυφαῖο παράδειγμα εἶναι ἡ ἀποστασία τῶν  βυζαντινῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν Πίστη, ἡ διαφθορά στό ἦθος τους καί ἡ ἀνάμειξή τους μέ τήν αἵρεση στίς προσπάθειες γιά τήν ἁμαρτωλή «ἕνωση» μέ τόν Παπισμό τῆς Δύσεως (ψευδοσύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας 1438-9), πού εἶχε ὡς ἀποκορύφωμα τό προδοτικό κοινό συλλείτουργο στήν Ἁγιά Σοφιά λίγα χρόνια πριν (12-12-1452). Εἶναι αὐτή, πού ὀδήγησε στήν ἄλωση τῆς Πόλεως (29-05-1453) καί τήν πτώση τῆς μακρόχρονης Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας μέ ὅλες τίς τεράστιες συνέπειες γιά τόν Ἑλληνισμό. Λειτουργοῦν πάντοτε οἱ πνευματικοί νόμοι. Ἕνας λαός, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ δεινή ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, σέ πλήρη καταπάτηση τῶν ἐντολῶν Του καί διαπράττει  βλασφημία Θεοῦ μέ πολλούς τρόπους, χάνει τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόν ἐγκαταλείπει, ἔστω καί προσωρινά. Καί ὁ λαός προχωρᾶ μόνος κι ἔρημος στή ζωή του στό ἔλεος τῶν μεθοδεύσεων τοῦ Διαβόλου, κι ἔτσι περιπίπτει σέ κατάσταση ἀ-λογίας, ἀφοῦ δέν ἔχει πλέον τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ μαζί του, ἀλλά τόν μισόκαλο Διάβολο. Ἡ συνέπεια εἶναι οἱ ἐνέργειές του νά εἶναι συστηματικά γεμάτες σύγχυση, ἀντιθέσεις, παραλογισμό, σύγκρουση, ἀδιέξοδα, πού ὀδηγοῦν σέ μή λύσεις καί ἀναποτελεσματικότητα καί φυσιολογικά στο τέλος σέ δυστυχία στά μικρά καί μεγάλα προβλήματά του. Ἀλλά, ὁ Θεός στό ἔλεός Του μπορεῖ νά τοῦ χορηγεῖ δοκιμασίες και τιμωρίες κατά παραχώρησιν, γιά νά συνέλθει, νά συνετιστεῖ καί νά μετανοήσει. Ἄν, ὅμως, ἐπιμένει στήν ἁμαρτία καί τήν ἀποστασία καί ἡ ἀμετανοησία του εἶναι μή ἀναστρέψιμη, τότε ὁ Θεός τόν ἐγκαταλείπει ὀριστικά. Ὁπότε, εὑρισκόμενος παντελώς ἔκθετος στίς ἀνθρωποκτόνες διαθέσεις καί τήν κακία τοῦ πονηροῦ Διαβόλου,  δέν θ’ ἀργήσει νά καταλήξει σέ ἀνυπολόγιστες περιπέτειες καί δεινά, θλίψεις καί δυστυχία, καί τελικά μπορεῖ νά ὑποστεῖ ἀκόμα καί ἐξαφάνιση καί θάνατο, δηλ. νέκρωση. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ἀπό παλαιοτάτων χρόνων ἐγκατεστημένες Ἐκκλησίες στήν Μικρά Ἀσία, πού ἀναφέρονται  στήν Ἀποκάλυψη, ὅλες χωρίς καμμία ἐξαίρεση ὕστερα ἀπό τήν Μικρασιατική Καταστροφή ἐξαφανίστηκαν ἀπό προσώπου γῆς. Καί ἡ γενοκτονία αὐτή ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς διαφθορᾶς καί τῆς ἀποστασίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπό τόν Θεό καί τῆς υἱοθετήσεως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τίς πρῶτες οἰκουμενιστικές ἐγκυκλίους τό 1902, 1904 καί 1920. Ἀλλά καί πολλοί λαοί στό διάβα τοῦ χρόνου ἔχουν ἐντελῶς ἐξαφανιστεῖ, ἐνῶ κάποτε ἤκμαζαν καί ἦταν ἰσχυροί.

Συνεπῶς, ὅταν συμβαίνουν τέτοιου εἴδους ἱστορικά γεγονότα, ὁ ἁπλός πιστός θά πρέπει πάντοτε νά ἐνθυμεῖται ὅτι δέν ὑπάρχουν γεγονότα στή ζωή μας ἀνεξάρτητα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἴτε κατ’ εὐδοκίαν, εἴτε κατά παραχώρησιν. Ἀκόμα κι αὐτά, πού ἐμεῖς δημιουργοῦμε ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τήν ἀποστασία μας κατά τήν ἐλεύθερη βούλησή μας, ὅσα εἶναι ἐνάντια στήν Θεία Πρόνοια ἐμποδίζονται ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ τά ἄλλα παραχωροῦνται καί ἀφήνονται νά ἐξελιχθοῦν, διότι ἀποβλέπουν τελικά σέ ἕναν ἀνώτερο κατά τόν Θεό σκοπό. Αὐτός εἶναι ἕνας βασικός καί μοναδικός ἄξονας, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο στρέφονται ὅλα τά ἀνθρώπινα γεγονότα. Ἄν δέν τό κατανοήσουμε καί δέν τό πιστέψουμε αὐτό, τότε στήν πραγματικότητα ἔχουμε στό μυαλό μας καί ἐνστερνιζόμαστε, χωρίς βεβαίως νά τό συνειδητοποιοῦμε, ἕνα Θεό, πού δέν εἶναι Παντοδύναμος, ἀποδεχόμενοι τήν πλάνη ὅτι ὑπάρχουν στή ζωή μας «τυχαία» γεγονότα, πού κι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Παντοδύναμος Θεός δέν μπορεῖ νά τά ἐλέγξει. Ὅτι κι αὐτὸς ὑπόκειται σὲ κτιστὲς δυνάμεις, ἄρα εἶναι κτιστὸς καί ὄχι ἄκτιστος.  Ὀφείλει, συνεπῶς, ὁ ἁπλὸς πιστὸς νὰ ἑρμηνεύει καὶ νὰ ἀναλύει τὰ «γινόμενα» τῆς ἐποχῆς του μὲ τὸν σωστὸ τρόπο, δηλ. πάντοτε μὲ ἀναφορὰ στὸν Θεὸ, καί ὄχι κρατώντας τὰ γεγονότα ἀσφυκτικὰ καὶ μεμονωμένα μέσα στὸ στενὸ καὶ περιορισμένο κοσμικὸ πλαίσιο τῆς ἱστορίας. Αὐτὸ ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς του. Νὰ παρακαλᾶ τὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίσει, ὥστε νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ Θεῖο θέλημά Το μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δυσάρεστα γεγονότα, ὥστε ἡ προσευχὴ του νὰ μὴν εἶναι μάταιη καὶ ἀνώφελη, μὴ εἰσακουόμενη, ἀλλὰ συντονισμένη μὲ αὐτὸ τὸ ἀποκαλυπτόμενο Θεῖο θέλημα. Καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴν παραμένει σὲ πλάνη καὶ σύγχυση νοός, ἀλλὰ νὰ προβαίνει τὸ ταχύτερο στὶς ἀπαραίτητες ἐνέργειες γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ἁμαρτωλῆς συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ Θεοῦ, πρῶτα βεβαίως τῆς δικῆς του, ἀλλὰ καὶ τῶν πολλῶν ἄλλων, ἡ ὁποία φυσικά εἶναι ὁ κύριος λόγος, ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς τὰ κακὰ γεγονότα στὴ ζωὴ ἑνὸς λαοῦ.

4. Ἡ ἁμαρτωλή προσευχή τήν περίοδο τοῦ κορωναϊοῦ

Αὐτό, δυστυχῶς, συνέβη κατὰ κόρον μὲ τὴν περιβόητη ἐπιδημία τοῦ κορωναϊοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς «ἐκκλησίας», ποιμένες καὶ ποιμενόμενοι, ἑρμήνευσαν τὴν ἐπιδημία ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ὡς ἕνα γεγονὸς κοσμικό, ἕνα γεγονὸς τοῦ «πλανήτη γῆ» καὶ τὸ ἀπομόνωσαν τελείως ἀπὸ  τὸν Θεό, Τὸν Ὁποῖον ἀπέκλεισαν ἀπὸ τὴν σκέψη τους, τὴν ἀντίληψή τους καὶ ἀπὸ τὶς ἐνέργειές τους. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ἦταν ἀναπόφευκτο νὰ καταφύγουν στὴν χωρίς Θεό ἐπιστήμη καὶ ἱατρούς, στὶς κυβερνήσεις τῶν κρατῶν καὶ στὸν Π.Ο.Υ., στὰ μέτρα προφυλάξεως (μάσκες, ἀποστάσεις, ἐγκλεισμὸς  κλπ.), στὰ «θαυματουργὰ» δῆθεν κοβιντοεμβόλια καὶ στὴν βλασφημία τῆς ἀπολυμάνσεως τῶν Ἱερῶν Ναῶν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὑγειονομικὰ μέτρα, ἐνῶ τὰ ὄντως θαυματουργὰ Ἱερὰ Μυστήρια καὶ οἱ πατροπαράδοτες λιτανεῖες εἰκόνων καὶ λειψάνων τέθηκαν στὸ περιθώριο. Σὰν κακομαθημένα παιδιά, ἡ προσευχὴ γινόταν, γιὰ νὰ μᾶς «ἀπαλλάξει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ κακὸ» καὶ νὰ γυρίσουμε γρήγορα στὴν κανονικότητά μας, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπῆκε στὸν κόπο νὰ ἀναρωτηθεῖ καὶ νὰ ρωτήσει τὸ πολὺ ἁπλὸ˙ «γιατὶ ὁ Παντoδύναμος Θεὸς μας, ποὺ ἐλέγχει τὰ πάντα, τὰ γήινα καὶ τὰ οὐράνια, παραχώρησε αὐτὸ τὸ κακό»; Μήπως ἀκριβῶς γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ αὐτὴν τὴν κανονικότητα, τὴν ὁποία ὅλοι ἀδημονούσαμε καὶ θέλαμε νὰ βρεθοῦμε πίσω τὸ συντομότερο δυνατόν; Μήπως γιατὶ αὐτὴ ἡ κανονικότητα ἦταν ἁμαρτωλὴ; Μήπως ἦταν ἀναγκαία ἡ συναίσθηση αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ριζικὴ μετάνοιά μας; Γινόταν δηλ. μιὰ προσευχὴ, ἀτομικὰ καὶ ὁμαδικὰ, ἀντίθετη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς πρῶτα τὴν συναίσθηση αὐτῆς τῆς «πληθυνθείσας» ἁμαρτωλότητάς τους καὶ μετὰ τὴν μεταστροφή, ἀνάνηψη καὶ μετάνοιά τους. Συνεπῶς, ἦταν μιὰ προσευχὴ ἁμαρτίας, ποὺ οὔτε κἄν εἶχε προσεγγίσει, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀπεῖχε παρασάγγας ἀπὸ τὸ Θεῖο θέλημα. Στὴν πραγματικότητα, ἦταν μιὰ παντελῶς ἄστοχη προσευχὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ, ποὺ ζητοῦσε προκλητικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, νὰ τὸν «εὐλογήσει», γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει τὴν συνέχιση τῆς ἁμαρτίας του!  

Κι ὅμως, οἱ πνευματικὲς συνέπειες  τῆς ἐπιδημίας τοῦ κορωναϊοῦ ἦταν τεραστίων διαστάσεων, ποὺ ἴσως ἀκόμα νὰ μὴν ἔχουμε προλάβει νὰ τὶς ἐκτιμήσουμε καὶ συνειδητοποιήσουμε ἀκριβῶς. Ὁ Θεὸς ἐπέβαλε μιὰ ἐκ βάθρων καὶ συγκλονιστικὴ ἀλλαγὴ στὴν Ἐκκλησία Του. Πέταξε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἐκκλησία Του τοὺς καταπατητὲς τῆς Πίστεως, τοὺς  δῆθεν «ἱεράρχες», στοὺς ὁποίους εἶχε ἀναθέσει τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ἐκκλησίας Του, τοὺς συγχρόνους Φαρισαίους, ποὺ ταυτίστηκαν μὲ τὸν κόσμο, καὶ πρὶν λίγα χρόνια (μόλις τέσσερα χρόνια πρίν τὴν ἐμφάνιση τοῦ κορωναϊοῦ) τόλμησαν νὰ ἀνακηρύξουν τοὺς ἐχθροὺς Του ὡς «ἐκκλησία» μέ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016 καί τούς σχισματοαιρετικούς τῆς Οὐκρανίας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2018. Αὐτοὶ, ποὺ συστηματικὰ καὶ διαχρονικὰ ἐμπαίζουν μὲ τὸν λόγο καὶ τὶς πράξεις τους τὸ Ἅγιο Ὄνομά Του, τὴν διδασκαλία Του, τοὺς Ἁγίους Του, τὴν Ἐκκλησία Του. Μετέτρεψε τὴν «διοικοῦσα ἐκκλησία» ἀπὸ Θεανθρώπινο ὀργανισμὸ σὲ ἀνθρώπινο, ἀφαιρώντας τους τὸ Πνεῦμα, ποὺ μόνο αὐτὸ ζωοποιεῖ, καὶ τώρα αὐτοὶ οἱ ψευδεπίσκοποι καὶ μισθωτοὶ «ποιμένες», θλιβεροὶ καὶ μοιραῖοι, περιπίπτουν ἀπὸ αλογία σὲ αλογία καὶ ἀπὸ ὀλέθριο σφάλμα σὲ ὀλέθριο σφάλμα στὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τους, σὲ μιὰ ἀκάθεκτη καὶ προδιαγεγραμμένη πορεία πρὸς τὴν τελικὴ νέκρωση. Διότι, αὐτὴ εἶναι ἡ βεβαία κατάληξη ὅσων δὲν ἔχουν Πνεῦμα. Καὶ ἐπειδὴ τοὺς ἀφαιρέθηκε τὸ Πνεῦμα καὶ δὲν ἔχουν πλέον Λόγο, ἀλλὰ αλογία, ἔχουν τεθεῖ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διότι, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρὶς Λόγο καὶ Πνεῦμα. Τὴν ἴδια ὥρα διέλυσε «εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη», ὄχι μόνο τὴν «διοικοῦσα ἐκκλησία» τῆς χώρας μας, ἀλλὰ καὶ τὴν παγκόσμια «διοικοῦσα ἐκκλησία», ἡ ὁποία βρίσκεται σὲ δεινὸ σχίσμα, ποὺ φαίνεται ἀδύνατον νὰ ἐπουλωθεῖ καὶ ἀποδεικνύεται μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ὁριστικό. Μαζὶ μὲ τοὺς ψευδεπισκόπους, ἔβγαλε ἐπίσης ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ «ἐξέμεσε» καί τοὺς χλιαροὺς χριστιανούς, αὐτοὺς πού εἶναι μὲ τὸ ἕνα πόδι στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὸν κόσμο, οἱ ὁποῖοι δὲν πῆραν ποτὲ σοβαρὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ «χριστιανοῦ» καὶ τὸ χρίσμα, ποὺ τοὺς δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ κάτω ἀπὸ διάφορες προφάσεις δὲν φρόντισαν νὰ πολλαπλασιάσουν τὸ τάλαντο τῆς πίστεως, ἀλλὰ παρέμειναν ἀδιάφοροι, ἀκοινώνητοι καὶ ἀκατήχητοι χωρὶς ζῆλο καὶ Χάρι Θεοῦ, χωρὶς τὰ ἀντανακλαστικὰ, τὸ νεῦρο καὶ τὸ Πνεῦμα ἑνὸς ἀληθινοῦ πιστοῦ. Αὐτὸ, ποὺ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ διακρίνουν τὰ φοβερὰ καὶ κραυγαλέα ὀλισθήματα  τῶν ψευδοποιμένων τους, ποὺ διαπράττονται φανερὰ μπροστὰ στὰ μάτια τους καὶ νὰ πάρουν τὰ μέτρα τους. Διότι, κι αὐτοὶ προτίμησαν νὰ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων καὶ παθῶν, δίνοντας προτεραιότητα  στὸ κοσμικὸ θέλημά τους καί ὄχι στὸ Θεῖο θέλημα, ὄντας χριστιανοὶ τοῦ κόσμου καί ὄχι χριστιανοὶ ἐν τῷ κόσμῳ. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ τὴν Θεόσδοτη Χάρι τῆς Ἱερωσύνης τὴν μετέβαλαν σὲ μιὰ μισθωτὴ ἐργασία, ὅπως ὅλες τὶς ἄλλες, γιὰ νὰ περνοῦν καλὰ αὐτοὶ καὶ οἱ οἰκογένειές τους. Ἐπαληθεύτηκε ἀπόλυτα ὁ σύγχρονος καί δημοφιλής ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος διαβεβαίωνε ὅτι «ὁ Θεὸς ἔχει σχέδιο νὰ ἀλλάξει τὸ «πλήρωμα» τοῦ πλοίου τῆς Ἐκκλησίας».

Δὲν θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπιδημία τοῦ κορωναϊοῦ τὸ 2020, ὅπως δὲν ἦταν «τυχαία», ἔτσι δὲν ἦταν καὶ καθόλου ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὰ κορυφαία ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα, ποὺ προηγήθηκαν μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τὸ 2016 καὶ μὲ τὸ οὐκρανικὸ σκάνδαλο καὶ σχίσμα τὸ 2018, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀναπόφευκτη συνέπειά τους καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὰ τὰ  γεγονότα. Διότι, τὰ δύο αὐτὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα ἄφησαν τοὺς πολλοὺς πιστοὺς ἀδιάφορους καὶ ξεκομμένους, δεδομένου ὅτι δὲν ἀκουμποῦσαν τὴν καθημερινὴ τοὺς ζωή. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ ἔρθει ἕνα ἄλλο συγκλονιστικὸ ἱστορικὸ γεγονὸς, ποὺ θὰ τοὺς ἀφοροῦσε ἄμεσα καὶ ἀπόλυτα, γιὰ νὰ ταρακουνηθοῦν. Καί ὁ κορωναϊός δὲν ἦταν ἕνα μακρυνὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ τους γεγονὸς, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀρρώστησαν, ἴσως ὅλοι, μία καὶ περισσότερες φορές, πολλοὶ ἔχασαν τὴ ζωὴ τούς, εἴτε οἱ ἴδιοι ἢ γνωστοὶ καὶ συγγενεῖς τους, εἶδαν τὸ δράμα τῶν νοσοκομείων, ἔστω καὶ σὲ εἰκόνες, τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἔχασαν τὴν ἐλευθερία τους καὶ τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ δικαιώματά τους, κλείστηκαν στὰ σπίτια τους ἀναγκαστικὰ μὲ ὅλες τὶς ψυχοσωματικὲς συνέπειες, εἶδαν τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο μιᾶς ἀνεξέλεγκτης, κυνικῆς καὶ ἄτεγκτης ἐξουσίας, ποὺ οὔτε κἄν φαντάζονταν ὅτι ὑπῆρχε λίγο καιρὸ πρίν, ἡ ἀλήθεια ἀναμείχθηκε μὲ τὸ ψέμα καὶ χάθηκε ἀπὸ προσώπου γῆς, τοὺς ἀπείλησαν, ἐκβίασαν καὶ ἀνάγκασαν νὰ κάνουν παράνομα ἰατρικὲς πράξεις πάνω στὸ κορμὶ τους, ἐμβόλια mRNA καὶ τὲστ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν. Καὶ αὐτὲς οἱ παράνομες ἰατρικὲς πράξεις ὁδήγησαν ἴσως σὲ περισσότερους θανάτους, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀρχικὸς κορωναϊός. Διακόπηκε ἡ ἀνθρώπινη ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία καὶ ἐνισχύθηκε ὁ ἀτομικισμὸς, ἀντὶ τῆς κοινωνίας ἀνθρώπων˙ ἔκλεισαν οἱ ναοὶ ἢ ἀπολυμάνθηκαν μὲ χημικά˙ πετάχτηκαν οἱ πιστοὶ ἔξω ἀπὸ τοὺς ναοὺς, λόγῳ ποσόστωσης˙ σταμάτησαν οἱ λειτουργίες καὶ τὰ μυστήρια ἢ ἀτιμάστηκαν μὲ τὸν τρόπο, ποὺ γίνονταν˙ ἀτιμάστηκαν καὶ οἱ εἰκόνες μὲ τὴν μὴ προσκύνηση ἢ τὴν προσκύνησή τους μὲ μάσκα ἢ μὲ τὸν χημικὸ καθαρισμὸ τους˙ σταμάτησαν νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες˙ δὲν ἑορτάστηκε τό Πάσχα ἢ ἑορτάστηκε ἀντικανονικὰ δύο φορὲς, τή μία σαράντα μέρες μετά καί τήν ἄλλη στίς 9 τὸ βράδυ τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀκόμα στὸν τάφο, καί τό χειρότερο μαζί μέ τό Ἑβραϊκό καί Ἀρμένικο Πάσχα˙ ἀπὸ χείλη κληρικῶν, κατώτερων καὶ ἀνώτερων, καὶ ἄλλων «θεολογούντων» ἐκστομίστηκαν ἀσύλληπτες βλασφημίες, αἱρέσεις, παραδοξολογίες ἢ μεγαλοστομίες, ἀλογίες καὶ ἀνοησίες ἄνευ προηγουμένου, ἐνῶ οἱ πιστοὶ, φοβισμένοι, τρομοκρατημένοι, ἀγχωμένοι, φίλαυτοι, χλιαροὶ καὶ κοσμικοὶ, μετατράπηκαν σὲ ἄνευρα, ὑπάκουα καὶ πειθαρχημένα ὑποζύγια μιᾶς ἄτεγκτης καὶ ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας, ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς, ἔχοντας παραδομένο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ νοῦ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας, «γιὰ νὰ ἔχουν τὴν ἡσυχία τους», ὅπως νόμιζαν, καί ὄχι στὸν Θεό. Καὶ αὐτὴ ἡ οἰκειοθελὴς παράδοση τῶν ἀνθρώπων σὲ μιὰ τέτοια ἀνελέητη καὶ καταπιεστικὴ ἐξουσία ποτὲ δὲν ἔφυγε, ἀλλὰ ἦρθε, γιὰ νὰ μείνει καὶ νὰ μακροημερεύσει.  Αὐτὰ  τὰ γεγονότα εἶναι τόσο ἀπρόοπτα καὶ συγκλονιστικὰ, ὥστε ὁ ἁπλὸς πιστὸς θὰ εἶναι  μεγάλο σφάλμα νὰ τὰ ὑποβαθμίσει, νὰ τὰ βάλει στὴν ἄκρη ἢ ἀκόμα χειρότερα νὰ τὰ  ξεχάσει, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ τὰ ἔχει συνεχῶς στὸ νοῦ του καὶ νὰ τὰ ἐκτιμήσει καὶ ἀναλύσει μὲ τὸν σωστὸ τρόπο, δηλ. ὄχι μεμονωμένα ὡς ἕνα ἁπλὸ κοσμικὸ γεγονός, ὅπως τὰ πολλά, ἀλλὰ μὲ τὴν τοποθέτησή τους  σ’ ἕνα  πλαίσιο ἀναφορᾶς μὲ τὸν Θεό. Διότι, τὸ γεγονὸς τοῦ κορωναϊοῦ, ποὺ ἀσφαλῶς ὡς γεγονὸς εἶναι δημιούργημα δαιμονικῶν δυνάμεων καὶ ἀνθρώπων, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ  ὡς μιὰ «πληγὴ» στὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες, ποὺ ἴσως ἀκολουθήσουν. Μιὰ ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία στὸ μεγαλύτερο μέρος της Τὸν ἔχει ἀπορρίψει καὶ ὁριστικὰ ἐγκαταλείψει μὲ τὴν υἱοθέτηση τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας ἢ τῶν θρησκειῶν, ποὺ εἶναι δαιμόνια, συνιστώντας αὐτὸ, ποὺ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἀποκλήθηκε «Κόσμος», ὁπότε καί ὁ Θεὸς τὴν ἐγκατέλειψε στὸ ἔλεος τῶν μεθοδεύσεων τοῦ Διαβόλου. Ἐνῶ ἕνα ἄλλο μικρότερο μέρος της, ποὺ αὐτοαποκαλεῖται «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του»  δέχτηκε κι αὐτὴ τὶς συνέπειες τῆς «πληγῆς» ὡς μιὰ «οἰκονομικὴ» καὶ «διδακτικὴ» ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, διότι οἱ μὲν ταγοὶ της εἰσήγαγαν αἵρεση καὶ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία, οἱ δὲ πιστοί, πλὴν ὀλίγων, δὲν ἀντέδρασαν σ’ αὐτό.          

Βλέπει, λοιπόν, κανεὶς ὅτι ὁ κορωναϊός δὲν ἦταν μιὰ «τυχαία» ἐπιδημία ἀπὸ τὸ πουθενά, ὅπως ἐμφανίστηκε στὰ μάτια τῶν πολλῶν, ἀλλὰ ἕνα σημαντικὸ ἱστορικὸ γεγονὸς, ἐνταγμένο στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν Θεία Πρόνοιά Του, μὲ τὸ ὁποῖο πρωτίστως ξεκαθάρισε τὴν Ἐκκλησία Του ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐκτροπῆς τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καὶ δόγματος, διαχωρίζοντας τὰ «ἐρίφια» ἀπὸ τὰ «πρόβατα», καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴν Χάρι Του σ’ ἕνα λείμμα ἄγνωστο στοὺς πολλούς, τὸ ὁποῖο θὰ πορευτεῖ στοὺς ἐσχάτους χρόνους ὡς ἡ γνήσια Ἐκκλησία Του κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη καὶ προστασία Του.

5. Οἱ ἔσχατοι χρόνοι καί τά σημεῖα τῶν καιρῶν

Οἱ ἔσχατοι χρόνοι εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο καὶ προδιαγεγραμμένο γεγονὸς, ἐνσωματωμένο μέσα στὸν σκοπὸ τῆς Δημιουργίας. Ὁ κόσμος εἶναι ἕνας κόσμος πτώσεως, γεμάτος ἁμαρτία, φθορά, δοκιμασίες καὶ θλίψεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι ἕνας Πανάγαθος καὶ Παντοδύναμος Θεὸς θ’ ἀφήσει νὰ ὑπάρχει αἰωνίως ἕνας τέτοιος κόσμος καὶ ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀνακαινίσει, ὅταν ἔλθει «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου». Ἀκόμα κι ἂν ἦταν ἕνας κόσμος μακαριότητος πάνω στὴ γῆ καὶ μέσα στὸ σύμπαν, πάλι θὰ τερματιζόταν, διότι ἡ γῆ καὶ τὸ σύμπαν ὡς κτιστὰ δὲν εἶναι αἰώνια ἀλλὰ ἐκ κατασκευῆς τους ἔχουν φθορὰ καὶ συνεχὴ ἐντροπία (= νέκρωση) καὶ πεπερασμένο χρόνο ζωῆς καὶ κάποτε εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ σβήσουν. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει αἰώνια μακαριότητα μέσα σὲ μιὰ μὴ αἰώνια γῆ καὶ ἕνα μὴ αἰώνιο σύμπαν. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀπάντηση καὶ σὲ κάθε εἴδους μεσσιανισμοὺς μὲ κορυφαῖο τὸν ἑβραϊκὸ, ποὺ ὅλοι εἶναι ἐπίγειοι μεσσιανισμοί. Διότι, ὑποχρεωτικὰ ἡ ἀνθρώπινη μακαριότητα, γιὰ νὰ εἶναι αἰώνια, ὅπως καὶ ἡ ἔλευση ἑνὸς Μεσσίου, ποὺ θὰ τὴν ἐγκαθιδρύσει, εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ μιὰ ἀνακαινισμένη γῆ καὶ σύμπαν, ποὺ θὰ ἔχει κι αὐτὴ αἰωνιότητα, δηλ. μὲ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ μὲ ἕναν Θεό-Δημιουργό «ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ» καί ὄχι ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο «ἀπὸ τὴν Γῆ» (Ἀντίχριστος). Διότι, μόνο ἕνας τέτοιος «οὐράνιος» Θεός-Δημιουργός, ἐκτὸς γῆς καὶ ἀνεξάρτητος ἀπ’ αὐτήν, μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει τὰ κτίσματά Του καὶ νὰ τὰ κάνει αἰώνια, ὅπως Αὐτός. 

Οἱ ἔσχατοι χρόνοι, ποὺ θὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰώνια μακαριότητα, ἔχουν περιγραφεῖ μὲ λεπτομέρειες στὶς Γραφὲς καὶ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων καὶ ἀποτελοῦν κεντρικὸ θέμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Δὲν εἶναι τόσο αὐτὸ, ποὺ ἐντυπωσιάζει, ὅσο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν ἔχει ἀφήσει ἐγκαταλελειμμένο καὶ μόνο τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα Του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γι’ αὐτό, τοῦ ἔχει παράσχει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα καὶ πληροφορίες, ποὺ χρειάζονται, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἐποχὴ τῶν ἐσχάτων καὶ νὰ προετοιμαστεῖ κατάλληλα, δηλ. τοῦ ἔχουν δοθεῖ τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν». Αὐτά, ὅμως, δὲν εἶναι μιὰ ἕτοιμη καὶ μασημένη τροφή, ὁρατὴ καὶ κατανοητὴ σὲ ὅλους, δικαίους καὶ ἀδίκους, γιατὶ τότε θὰ καταστρατηγοῦνταν ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ἀγαθός. Ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θὰ γινόταν ἕνα ἀναγκαστικὸ γεγονὸς γιὰ ὅλους καὶ θὰ ἔχανε κάθε νόημα ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ χωρὶς κρίση τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεός, ἐκτὸς ἀπὸ ἀγαθός, θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι καὶ δίκαιος. Ἔτσι, τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» θὰ γίνουν κατανοητὰ μόνο σ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πίστεψαν στὸν Χριστό, ἀκολούθησαν τὶς ἐντολὲς Του στὴ ζωὴ τους, ὅσο ἀνθρώπινα μποροῦσαν, κράτησαν τὸ δόγμα ἀναλλοίωτο, ὅπως καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τὸ χριστιανικὸ ἦθος, καὶ φρόντισαν νὰ ἀποκτήσουν ὅση γνώση Θεοῦ μποροῦσαν μέσα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὰ γραπτὰ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν προσωπικὴ τους ἀσκητικὴ καὶ βίωμα, ἀποφεύγοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ μείνουν στάσιμοι, ἀδρανεῖς, ὀκνηροὶ καὶ ἀμελεῖς, χωρὶς προκοπή, ἀδιάφοροι, χλιαροὶ καὶ «καλοβολεμένοι» στὸν πνευματικὸ ἀγώνα, χωρὶς κόπο καὶ μόχθο.   

Οἱ χρόνοι τῶν ἐσχάτων εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὀδυνηρὸς τοκετὸς, γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἡ «καινὴ κτίση» καί ὁ «καινὸς ἄνθρωπος», σύμφωνα μὲ τὸ προαιώνιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια τῆς ἀνυπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸν Παράδεισο καὶ τῆς ἐν συνεχείᾳ πτώσεώς του. Δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ ἀρχικὸς σχεδιασμὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προέκυψε ἀναπόφευκτα ὕστερα ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀπὸ τὸν πρωτόπλαστο ἄνθρωπο, τὴν ἀνυπακοὴ του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεληματικὴ του ὑποδούλωση στὸν Διάβολο. Ἂν δὲν γινόταν αὐτὴ ἡ ἀποστασία καὶ ἀνυπακοή, ἡ ἐγκαθίδρυση τῆς «καινῆς κτίσεως» καὶ τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου» θὰ ἐρχόταν φυσιολογικὰ χωρὶς τὸν ὀδυνηρὸ τοκετὸ τῶν ἐσχάτων. Ὅμως, ἡ ἀποστασία τοῦ Παραδείσου δὲν συνέβη μόνο ἅπαξ ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους, ἀλλὰ ἀποτελεῖ δυστυχῶς τὸ μόνιμο ἀνθρώπινο γεγονός, ἡ μόνιμη συμπεριφορὰ καὶ «ἱστορία» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπέναντι στὸν Θεὸ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Παραδείσου νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ δρᾶ, συνεχῶς καὶ ἀποκλειστικά, σύμφωνα μόνο μὲ τὸ δικὸ του θέλημα, τὶς δικὲς του ἐπιθυμίες καὶ συναισθήματα (θυμὸς), περιφρονώντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στοὺς νεωτέρους δικοὺς μας χρόνους, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκόμα καὶ νὰ υἱοθετήσει ἀκλόνητα καὶ φανατικὰ μέσα του τὴν ἀφροσύνη ὅτι οὔτε κἄν ὑπάρχει Θεός, πολλῷ μᾶλλον νὰ Τὸν ὑπακούει, καὶ μάλιστα χωρὶς καμμιά ἰδιαίτερη ἀμφιβολία, δισταγμό, ἀνάλυση καὶ προβληματισμὸ, ἀλλὰ μὲ μοναδικὴ ἐλαφρότητα καὶ ἀσκεψία! Αὐτὸ ἐπέτρεψε στὸν Υἱὸ τῆς Ἀπωλείας νὰ εἶναι ὁ Ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου μὲ ὅλες τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες καὶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον κατόρθωσε νὰ ἐγκαθιδρύσει τὴν δικὴ του αὐτοκρατορία, τὸν «ἑωσφορισμό» -κρυφὸ καὶ φανερὸ- στὸν σύγχρονο κόσμο.

Τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» εἶναι ἀσφαλῶς δυσάρεστα γεγονότα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, διότι ὁ Διάβολος, ποὺ μισεῖ τὸν ἄνθρωπο, μόνο τέτοια γεγονότα μπορεῖ νὰ παραγάγει μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐλέγχει. Εἶναι ἕνας Σταυρὸς, ποὺ θὰ πρέπει νὰ κουβαλήσει στοὺς ὤμους του ὁ εὐσεβής, παραδοσιακὸς πιστός, ὅπως ὁ Κύριός μας. Αὐτή, ὅμως, ἡ Σταύρωση  τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὁδηγεῖ αὐτόματα καὶ στὴν λύτρωση τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ Σταυρανάσταση, ὅπως καί ἡ Σταυρανάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ, γιὰ νὰ συμβεί αὐτό, ἡ σταύρωση θὰ πρέπει νὰ εἶναι θεληματική, ὅπως ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος θεληματικὰ ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸν γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός Του καί ὄχι τὸ δικὸ του. Ἡ θεληματικὴ σταύρωση, πάντοτε καὶ ἰδίως στὴν ἐποχὴ τῶν ἐσχάτων, εἶναι ἡ ἀπαραίτητη  ἀναστάσιμη πράξη, ἡ ἀκριβῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ θανάσιμη πράξη τῶν πρωτοπλάστων, ποὺ μὲ ἐνσυνείδητη ἀνυπακοὴ ἐπέλεξαν τὸ δικὸ τους θέλημα στὴ θέση τοῦ θείου θελήματος, καὶ προχώρησαν στὴν βρώση τοῦ καρποῦ τοῦ ἀπαγορευμένου δέντρου τοῦ Παραδείσου.

6. Ἡ προσευχή στά ἔσχατα χρόνια

Ὁ πιστὸς χριστιανὸς τῶν ἐσχάτων θὰ πρέπει νὰ ἔλθει σὲ ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἀλλιῶς ὑπάρχει κίνδυνος νὰ προσφεύγει κάθε φορὰ σὲ προσευχὴ, ποὺ θὰ εἶναι προσευχὴ ἁμαρτίας. Μὲ ἄλλα λόγια,  νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν ἄρση τοῦ Σταυροῦ αὐτοῦ καὶ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀφαιρέσει ἀπὸ τοὺς ὤμους του, γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρει, ὥστε νὰ συνεχίσει νὰ διαβιώνει ἀσταύρωτα τὴν ἐπίγεια ζωὴ του ἢ νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴν ἱστορία τῆς γῆς, γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὶς κακουχίες, χωρίς, ὅμως, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι διατεθειμένος οὔτε κατ’ ἐλάχιστον νὰ κοπιάσει, νὰ μοχθήσει καὶ νὰ «ματώσει» πνευματικά. Ἀλλὰ, εὑρισκόμενος στὴν κατάσταση μιᾶς «καλῆς βολῆς», θέλει, φίλαυτα κι ἐγωϊστικά, ὁ Θεὸς νὰ κάνει τὴν δουλειὰ στὴ θέση του καὶ νὰ ἀναστρέψει καί ἐξαλείψει αὐτόματα καὶ θαυματουργικὰ τὰ δυσάρεστα γεγονότα τῶν ἐσχάτων. Ἔτσι, ὅμως, οὐσιαστικά, προσεύχεται, γιὰ ν’ ἀπολέσει τὴν αἰώνια σωτήρια Ἀνάστασή του, πηγαίνοντας ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς μιὰ τέτοια προσευχὴ εἶναι προσευχὴ ἁμαρτίας. Εἶναι σὰν ὁ Κύριός μας στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ νὰ προσευχόταν συνεχῶς, ἐπαναληπτικὰ καὶ ἀσταμάτητα : «παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ  ποτήριον τοῦτο» καὶ  νὰ μὴν προσέθετε ἀστραπιαία καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτη καὶ μοναδικὴ ἐκφώνηση τῶν λόγων αὐτῶν, συνέπεια μιᾶς στιγμιαίας ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας, τὸ σωτήριο : «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σὺ»[19].

Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν»; Εἶναι ἡ ἀποστασία τῶν ἐπισκόπων καί, γενικῶς, τοῦ κλήρου καὶ ἡ ἔκπτωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καὶ φρονήματος, ὅπως εἶναι προφητευμένο. Εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), τό Οὐκρανικό (Ὀκτώβριος 2018) καί Σκοπιανό (Μάϊος 2022) ἐκκλησιαστικό ζήτημα. Εἶναι τό σχεδιαζόμενο παγχριστιανικό Πάσχα, πού ἐπιθυμοῦν νά καθιερώσουν ἀπό τό 2025 μεταξύ Ὀρθοδόξων καί τῶν πάσης φύσεως κατεγνωσμένων αἱρετικῶν (παπικῶν, προτεσταντῶν, μονοφυσιτῶν). Εἶναι ἡ ἀπόλυτη καὶ γενικὴ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν, ἡ ἀσέβεια, ἡ ὑλοφροσύνη καὶ ὁ ἀτομικισμός. Εἶναι ἡ ὑποδούλωση στὸν ἄγνωστο ἠλεκτρονικὸ κόσμο, ἡ ἀριθμοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατάργηση τοῦ προσώπου τοῦ μέσῳ τῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων. Εἶναι ἡ ἐπικράτηση τοῦ ψεύδους παντοῦ καὶ ἡ ἐξάλειψη τῆς Ἀληθείας, δηλ. τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ προσώπου γῆς. Εἶναι οἱ λιμοὶ καὶ οἱ λοιμοί, ἡ αὐξημένη νοσηρότητα καὶ θνησιμότητα καὶ ἡ μεγάλη δυστυχία τῶν πολλῶν. Εἶναι τὰ συχνὰ ἀκραία καιρικὰ φαινόμενα καὶ οἱ φυσικὲς καταστροφές. Εἶναι, τέλος, καὶ ἡ ἐπέλαση καὶ καθιέρωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας παντοῦ μέ τόν ἐπαίσχυντο σοδομονόμο τῆς Κυβερνήσεως (Φεβρουάριος 2024), τίς λεγόμενες «παρελάσεις ὑπερηφανείας», τό gaypride κάθε Ἰούνιο καί φέτος τό europride τῆς Θεσσαλονίκης (21-29 Ἰουνίου) καὶ ἡ διάλυση καὶ ἰσοπέδωση τοῦ θεσμοῦ καὶ μυστηρίου τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας καὶ κάθε ἱστοῦ, ποὺ συγκρατεῖ κοινωνίες, λαοὺς καὶ ἔθνη, κι ἄλλα συναφῆ τῆς σύγχρονης πραγματικότητας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ζοφερὴ ἑωσφορικὴ κατάσταση τῶν ἐσχάτων, ποὺ ἔρχεται καὶ ἐπιβάλλεται βίαια καὶ ἀνεπίστρεπτα, ὁ ἁπλὸς εὐσεβὴς πιστὸς, ποὺ ἔχει κρατήσει τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἦθος καὶ τὴν παράδοση στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ του, ἴσως μέσα του νὰ αἰσθάνεται φοβισμένος, ἀπομονωμένος, μόνος κι ἔρημος, νικημένος, παρατημένος ἀπὸ Θεὸ κι ἀνθρώπους κλπ.  Ὅμως, ἂν ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», τότε θὰ γνωρίζει τὴν ἴδια ὥρα ὅτι ὅλ’ αὐτὰ εἶναι τὸ ἀπαραίτητο προοίμιο τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς Δευτέρας Παρουσίας,  αὐτοῦ τοῦ τελικοῦ θριάμβου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ κατ’ εὐχὴν καὶ τοῦ δικοῦ του. Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι, ἑπομένως,  ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξὺ τους, κι ἂν δὲν συμβεῖ καὶ προηγηθεῖ τὸ ἕνα, δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ ν’ ἀκολουθήσει τὸ ἄλλο. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τὸ λέγει στὸ Εὐαγγέλιο˙ «ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι, ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν»[20]. Δηλ. μόλις ἀρχίσουν τὰ γεγονότα, σηκωθεῖτε, σηκῶστε τὰ κεφάλια σας στὸν οὐρανὸ, γιατὶ πλησιάζει ἡ ἀπολύτρωσή σας. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ καὶ μᾶς διδάσκει νὰ εἴμαστε σὲ συνεχὴ ἐπαγρύπνηση : «Ἴδετε τὴν συκὴν καὶ πάντα τὰ δένδρα. Ὅταν προβάλωσιν ἤδη, βλέποντες ἀφ᾿ ἑαυτῶν, γινώσκετε ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν. Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἰδῆτε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθη ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μοῦ οὐ μὴ παρέλθωσι. Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη· ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς. Ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ, δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»[21]. Ὁ κίνδυνος, συνεπῶς, δὲν εἶναι αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα, πού, ὅπως τονίστηκε, θὰ συμβοῦν ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ βρεθοῦμε μὲ «βαριὰ τὴν καρδιά ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες», ἀντὶ «νὰ ἀγρυπνοῦμε καὶ νὰ προσευχόμαστε συνεχῶς», γιὰ νὰ μείνουμε ἀλώβητοι ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ τώρα καὶ ὅταν παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸν Κριτὴ μας κατὰ τὴν μέλλουσα Κρίση.  

Ποιά, λοιπόν, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ (προσ)ευχή ἑνὸς πιστοῦ; Ὄχι βέβαια ν’ ἀναστραφοῦν τὰ γεγονότα αὐτά, ὅπως τονίστηκε  παραπάνω,  δηλ. νὰ (προσ)εύχεται οὐσιαστικὰ νὰ μὴν ἔλθει ἡ Δευτέρα Παρουσία κι ἔτσι ἡ προσευχὴ του νὰ εἶναι «εἰς ἁμαρτίαν». Πρώτα-πρώτα, θὰ πρέπει νὰ προσευχηθεῖ μὲ βαθειά, ἐγκάρδια, ἐξαντλητική, ἐπίμονη προσευχὴ κι ὅσο γίνεται πιὸ καθαρή, ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει διάκριση, ὥστε νὰ βλέπει καὶ ἑρμηνεύει σωστὰ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς του, ὅλα αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν γύρω του, ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖο θέλημα, ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπ’ αὐτά. Νὰ μὴν τὸν ἀφήσει στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς συγχύσεως, ἀφοῦ ὁ Διάβολος, ὅπως εἶναι γραμμένο στὶς Γραφές,  θὰ πλανήσει ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Κι ἔπειτα, νὰ τοῦ δίνει τὴν δύναμη καὶ τὴν εὐλογία ν’ ἀντέξει τὴν ἑωσφορικὴ κατάσταση, ποὺ θὰ δημιουργηθεῖ στὸ περιβάλλον τῆς ζωῆς του, ἐνισχύοντας τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονὴ του. Διότι, στὰ ἔσχατα κρίνεται ἡ πίστη τοῦ καθενὸς μας, πόσο σταθερή, βαθειὰ καὶ ἀκλόνητη εἶναι. Ὅπως ἀκριβῶς κρινόταν ἡ πίστη τοῦ δοκιμαζομένου ἐπίσης μὲ δεινὰ «ἱστορικὰ» γεγονότα Ἰώβ. Γιατί, πολλοὶ δὲν θ’ ἀντέξουν, θὰ παραδώσουν, στὸ τέλος,  τὰ ὄπλα τοῦ ἀγώνα τῆς πίστεως καὶ θὰ ἐνδώσουν, χάνοντας τὴν Βασιλεία. Καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ καθένας μας. Μὴν ἐμπιστευόμαστε, λοιπόν,  ὑπερβολικὰ τὶς δυνάμεις καὶ τὴν ἀντοχὴ μας, γιατὶ μπορεῖ ἡ πίστη μας καὶ ἡ ἀφοσίωσή μας στὸν Κύριο νὰ εἶναι πραγματικὰ πολὺ ρηχή, ἐπιφανειακὴ καὶ εὔθραυστη σὰν κρύσταλλο. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος στὰ ἔσχατα : ὄχι οἱ ἴδιες οἱ σωματικὲς βλάβες, ποὺ ἴσως νὰ προξενήσουν τὰ γεγονότα τῶν ἐσχάτων στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ζητᾶμε μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ προσευχὴ μας νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω μας, ἀλλὰ οἱ πνευματικὲς βλάβες, ποὺ θὰ εἶναι μόνιμες, καὶ οἱ πραγματικὰ θανατηφόρες. Καὶ ἐπειδὴ χρειαζόμαστε ἀπεγνωσμένα  τὴν βοήθεια καὶ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ μὴν Τὸν προδώσουμε, τὸ περιεχόμενο  τῆς προσευχῆς μας θὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται ἀκριβῶς σ’ αὐτὸν τὸ στόχο, ἐνθυμούμενοι πάντοτε καὶ συνεχῶς, πρῶτον, ὅτι τὰ δεινὰ τῶν ἐσχάτων εἶναι οὐσιαστικὰ «μιὰ ἄλλη ὀνομασία» γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς Δευτέρας Παρουσίας, καὶ δεύτερον, ὅτι τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι νὰ ἀναστραφοῦν τὰ γεγονότα μὲ θεϊκὴ παρέμβαση, ὅπως πολλοὶ «μὴ βλέποντες», ἀνυποψίαστοι πιστοὶ πιστεύουν καὶ προσεύχονται, ἀλλὰ ἡ δικὴ μας θέση καὶ ἀντοχὴ ἀπέναντί τους. Διότι, δὲν κρίνουμε ἐμεῖς τὴν Ἱστορία, ποὺ ἔχει τὴν δικὴ τῆς αὐτόνομη πορεία, κατευθυνόμενη ἀπὸ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ ἐμεῖς κρινόμαστε ἀπέναντί της. Καὶ γιὰ νὰ τύχουμε τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ κατὰ τὸν Θεὸ ἀναμάρτητη προσευχὴ μας πρέπει νὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἀδιάκοπη καὶ ὀρθὴ μυστηριακὴ ζωή, ἀφοῦ χρειαζόμαστε ἐπειγόντως τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Γιατί, ὅπως Ἐκεῖνος εἶπε˙ «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[22]. Καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε, στὸ τέλος, νὰ  βρεθοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς πολλοὺς ἐκείνους (τὸν ὄχλο τὸν πολὺ), ποὺ θὰ θριαμβεύσουν κι αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὸν θρίαμβο τοῦ Κυρίου στὴ Δευτέρα Παρουσία, αὐτὴ ποὺ θ’ ἀκολουθήσει μετὰ τὴν μεγάλη θλίψη (τὰ δεινὰ τῶν ἐσχάτων). Διότι, αὐτοὶ «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν» (καθάρισαν τὰ σώματά τους) «ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου»[23], δηλ. μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ (Ἁγία Κοινωνία). «Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν· καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ… καὶ εἴρηκα αὐτῷ· Κύριέ μου, σὺ οἶδας. Καὶ εἶπέ μοι· οὗτοι εἰσὶν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. Διὰ τοῦτο εἰσὶν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. Καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς»[24].  

Ὁ ἁπλὸς πιστὸς μπορεῖ καὶ πρέπει ν’ ἀναγνωρίζει τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», ποὺ συμβαίνουν γύρω τοῦ, ὥστε νὰ συλλογιέται ἀνάλογα, νὰ κατανοεῖ ἱστορικὰ τὴν ἐποχὴ του καὶ νὰ μπορεῖ νὰ κρίνει ἂν καὶ πότε ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει εἰσέλθει στὴν περίοδο τῶν ἐσχάτων. Ἀλλά, φυσικά, δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει οὔτε πόσο μακρὰ θὰ εἶναι αὐτὴ ἡ περίοδος, μέχρι νὰ ὁλοκληρωθοῦν ὅλα τὰ σημεῖα, οὔτε, πολὺ περισσότερο, μπορεῖ νὰ ξέρει καὶ νὰ προσδιορίσει τὸν χρόνο, ποὺ θὰ συμβεί ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπως καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ καὶ οὔτε ποτὲ θὰ μπορέσει. «Αἰφνίδιος ἐφ’ ὑμᾶς ἐπιστῆ ἡ ἡμέρα ἐκείνη˙ ὡς παγὶς γὰρ επελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς»[25]. Γι’ αὐτό, θὰ πρέπει πάντοτε νὰ συμπεριφέρεται σὰν ἡ Δευτέρα Παρουσία νὰ πρόκειται νὰ συμβεί «ἐδῶ καὶ τώρα», δηλ. σήμερα, στὴν ἐποχὴ του. Διαφορετικά, κινδυνεύει ὑποσυνείδητα νὰ πείσει τὸν ἑαυτὸ του ὅτι εἴτε δὲν θὰ συμβεῖ ποτέ (κλονισμὸς πίστεως), εἴτε σ’ ἕνα μακρινὸ μέλλον, ποὺ δὲν τὸν ἀφορᾶ (ἀδρανὴς καὶ χλιαρὴ πίστη). Τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» δὲν δόθηκαν, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦν τὴν ἁμαρτωλὴ περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, νὰ γνωρίζει τὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας, πρὶν συμβοῦν γιὰ αὐτοθαυμασμὸ καὶ κομπασμὸ μπροστά στόν ἑαυτό του ἢ ἐνώπιον τρίτων, σ’ ἕνα παιγνίδι προβλέψεων καὶ αὐτοεπαληθευομένων προφητειῶν, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει ἀκόμα καὶ μέ συγχρόνους «ἐπισκόπους», ποὺ συχνά-πυκνά ἐπικαλοῦνται φωτισμένους γεροντάδες καὶ ἁγίους, ποὺ προφητεύουν καὶ τοὺς «λένε» στὸ αὐτὶ τὰ γεγονότα, ἀλλὰ δόθηκαν, γιὰ νὰ ἐνημερώσουν μὲ ἐπάρκεια καὶ συνέπεια  τὸν πιστὸ καὶ παραδοσιακὸ χριστιανὸ ὅτι ἡ ἐποχὴ του εἶναι «ἐποχὴ ἐσχάτων», ποὺ σημαίνει ἐποχὴ ὁλοένα αὐξανομένης καὶ ἐπιταχυνομένης φθορᾶς καὶ ἀλλοιώσεως τῆς πίστεως καὶ  τοῦ ἤθους. Σ’ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ θὰ πρέπει νὰ ἀνταποκριθεῖ ἀνάλογα, ἐνισχύοντας ἀκόμα περισσότερο τὴν δικὴ του πίστη καὶ τὸ χριστιανικὸ ἦθος καὶ ὄντας ἰδιαίτερα προσεκτικὸς μὲ τὴν μυστηριακὴ καὶ τὴν ἄλλη ἐν γένει ζωὴ του. Λαμβάνοντας ὑπ’ ὅψιν του ὅτι «ἐποχὴ ἐσχάτων» δὲν σημαίνει καί «τέλος τῶν ἐσχάτων», ὅπως πολλοὶ ὑποθέτουν λανθασμένα, δὲν ἐννοεῖ δηλ. ἀκριβῶς τὴν τελικὴ φάση τους μὲ τὸν Ἀντίχριστο «ἐπὶ θύρας», ἀλλὰ ἐποχὴ μεγάλης συγχύσεως, πλάνης καὶ ἀποστασίας, ὅπου διαδραματίζονται καταλυτικὰ γεγονότα δοκιμασίας καὶ κλονισμοῦ τῆς πίστεως, «ὅπου καὶ δίκαιοι θὰ πλανηθοῦν». Τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» εἰδοποιοῦν τοὺς δικαίους γιὰ τὸν κίνδυνο αὐτὸν, γιὰ νὰ πάρουν τὰ μέτρα τους. Καί, κατὰ συνέπεια, ἔχουν ἀναφορὰ στὴν τρέχουσα ἐπικαιρότητα τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ ὄχι σὲ κάποια μελλοντικὴ κατάσταση, ὥστε νὰ ἀγνοηθοῦν καὶ νὰ παραμεληθοῦν ἐκ μέρους του. Οὐδεὶς γνωρίζει τὰ ἔργα τῆς Προνοίας τοῦ Θεοῦ, ποιὰ εἶναι καὶ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν, γιὰ νὰ κάνει προβλέψεις. Καὶ καλύτερα ὅλοι μας νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸ σημεῖο μηδὲν τῆς νεκρώσεως τῆς πίστεως τῶν πολλῶν, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν περίοδο καὶ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀντιχρίστου, δὲν ἔρχεται μ’ ἕνα ἀπότομο ἅλμα ἀπὸ τὴν μιὰ κατάσταση στὴν ἄλλη, ἀλλὰ μὲ μιὰ βαθμιαία καὶ σταδιακὴ φθορὰ καὶ σήψη τῶν πραγμάτων στὸ ἐπίπεδο τῆς χρονικῆς κλίμακας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο εἴτε ὁ πιστὸς ζεῖ στὰ «ἔσχατα τῶν ἐσχάτων», δηλ. τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου, ἢ πολὺ πρὶν ἀπ’ αὐτὴν στὴν «ἐποχὴ τῶν ἐσχάτων», ποὺ προηγεῖται, τὸ διακύβευμα εἶναι τὸ ἴδιο. Νὰ κρατήσει ἀκλόνητη τὴν πίστη του στὴν Θεότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Σωτήρος καὶ στὴν παράδοση τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Του.                                      

7. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας καί δημόσιες προσευχές

Ἀφορμὴ τῶν γραφομένων γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς δίνουν οἱ τά τελευταῖα χρόνια διάφορες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας καὶ «δημόσιες προσευχές» σέ δημόσιους χώρους μὲ χριστιανικὰ σύμβολα καὶ σημαῖες ἡ ὁποία ὀργανώνονται ἀπὸ διάφορα «χριστιανικὰ σωματεῖα», ὅπως π.χ. ἡ πιό πρόσφατη ἀπ’ αὐτές, ἡ «προσευχὴ» στὸ Σύνταγμα ἐναντίον τοῦ «γάμου» ὁμοφυλοφίλων τόν περασμένο Φεβρουάριο ἤ αὐτή πού θά διοργανωθεῖ στήν Θεσσαλονίκη κατά τοῦ europride. Ἀρκετοὶ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ μὲ καλή,  συμπονετικὴ καὶ εὐαίσθητη καρδιά, αἰσθάνθηκαν μεγάλη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση, ποὺ εἶδαν τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Τίμιο Σταυρὸ νὰ εἶναι ὑψωμένες μπροστὰ στὸ κοινοβούλιο σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας, βλέποντας ὅτι ἐπιτέλους ἀποφάσισαν κάποιοι νὰ ἀντιδράσουν δημοσίως, ἀντὶ νὰ σιωπήσουν ἢ νὰ μείνουν στὸ περιθώριο καὶ στὰ σπίτια τοὺς ἀδιάφοροι, ὅπως οἱ πολλοί.

Ὅλοι μας αἰσθανόμαστε κατάνυξη καὶ ρίγη συγκινήσεως, ὅταν βλέπουμε τὸ καύχημά μας, τὸν Τίμιο Σταυρό. Ὅμως, ἂς εἴμαστε προσεκτικοὶ κι ἂς μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ συναίσθημα. Ὁ θυμὸς (συναίσθημα) εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς μαζὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία (ἐπιθυμητικό) καὶ τὸ λογιστικὸ (νοῦς) τῆς ψυχῆς. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς προειδοποιοῦν ὅτι θὰ πρέπει ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία νὰ ὑποτάσσονται καὶ νὰ ἐλέγχονται ἀπὸ τὸ νοῦ τῆς ψυχῆς καὶ ὁ νοῦς πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ, ὥστε τελικὰ ὁ ἄνθρωπος νὰ λειτουργεῖ «κατὰ φύσιν». Ἐν προκειμένῳ, Σταυρὸ φέρει καὶ σηκώνει καί ὁ ἀντίχριστος Πάπας καί ὁ αρχιαιρεσιάρχης καί μέγας οἰκουμενιστής Βαρθολομαῖος, ὅπως καὶ ὁ μοιραῖος Ἱερώνυμος καὶ ὅλοι οἱ σημερινοὶ αἱρετικοὶ οἰκουμενιστές ψευδεπίσκοποι, ὅπως παλαιότερα ὁ Ἄρειος, ὁ Νεστόριος καί οἱ ἄλλοι αἱρετικοί. Θὰ συγκινηθοῦμε καὶ μὲ αὐτοὺς, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καπηλεύονται τὸν Σταυρὸ καὶ τὸ Ὄνομά Του;

8. Ἡ παθογένεια τῶν χριστιανικῶν σωματείων

Τὰ χριστιανικὰ σωματεῖα (Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν, Ἑνωμένη Ρωμιοσύνη κλπ.), ποὺ συνήθως διοργανώνουν αὐτές τίς προσευχητικές ἐκδηλώσεις διαμαρτυρίας, εἶναι αὐτὰ, ποὺ τὴν ἴδια ὥρα πιστεύουν ἢ συναινοῦν, ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα,  στὴν πλάνη τῆς «ἐπισκοποκεντρικῆς ἐκκλησίας», δηλ. στὴν αἵρεση  τῆς Δεσποτοκρατίας καὶ στὴν κακὴ ὑπακοὴ στὸν στή «σύνοδο», τόν «πατριάρχη», τόν «ἀρχιεπίσκοπο» καί τούς «ἐπισκόπους», κατηγοροῦν τὴν ἁγιοπατερική ἀποτείχιση καὶ τοὺς ὀρθῶς ἀποτειχισμένους ἱερεῖς καὶ πιστοὺς ὡς σχισματικούς, διδάσκουν τὴν σιωπὴ καὶ τὴν προσευχὴ ὡς τὸ μόνο μέσον γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς αἰσχύνης τοῦ Πανορθοδόξου Σχίσματος κλπ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, καθησυχάζουν καὶ ἀποκοιμίζουν τὸ ποίμνιο καὶ καταπνίγουν μὲ διάφορες πλάνες τὴν ἱερὴ αγανάκτησή του. Κηρύττουν τὸν ἐφησυχασμό, τὴν ἠρεμία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὑπομονετικὴ ἀναμονὴ τῶν πιστῶν μέχρι τὴν στιγμὴ, ποὺ θὰ ἐνεργήσει ὁ Θεὸς (δηλ. ὁ «ἀπὸ μηχανῆς Θεὸς» τῶν θρησκειῶν, χωρὶς καμμία συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου), ποὺ Αὐτὸς θὰ βάλει τάξη ἢ μέχρι νὰ λάβει χώρα ἡ μελλοντικὴ Οἰκουμενικὴ ἤ Πανορθόδοξη Σύνοδος, ποὺ θὰ τὰ διορθώσει ὅλα ἢ θὰ ἔλθει ἡ Ἀναλαμπὴ καί ὁ μεγάλος πόλεμος, ποὺ θὰ βάλει τὰ πράγματα στὴ θέση τους, χωρὶς ἐμεῖς νὰ χρειαστεῖ νὰ κάνουμε τίποτε. Θεωροῦν τὰ γεγονότα τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», ὅπως οἱ ἠλεκτρονικὲς ταυτότητες, ὁ μετανθρωπισμός, ἡ ἀχρήματη κοινωνία, ἡ ἀνελευθερία καὶ ἀριθμοποίηση τῶν πολιτῶν κλπ. πιὸ σημαντικὰ ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση καὶ τὴν διαστρέβλωση τῆς Πίστεως καὶ τῶν Μυστηρίων καὶ τὰ θέτουν σὲ πρώτη μοίρα. Ἀγνοοῦν, δυστυχῶς, ἢ παραβλέπουν ὅτι αὐτὸ, ποὺ θέτουν ὡς δεύτερη μοίρα, δηλ. ἡ διατήρηση τῆς Πίστεως καὶ τὰ Μυστήρια, εἶναι τὸ μόνο, ποὺ πραγματικὰ ἀντιτίθεται, καὶ τὸ μόνο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει τοὺς σκοποὺς τῆς «Νέας Τάξεως», ποὺ εἶναι Διάβολος, κι ἔτσι, ἀναπόφευκτα καταφεύγουν σὲ κοσμικὲς μεθόδους ταυτόσημες μὲ αὐτὲς, ποὺ υἱοθετοῦν καὶ οἱ μὴ χριστιανοί, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς καταπολεμοῦν, κατὰ τὸ μυαλὸ τους, τὴ «Νέα Τάξη», περιπίπτοντας σὲ ἕναν ἰδιότυπο συγκρητισμὸ καὶ βάζοντας στὸ περιθώριο τὸν Κύριό μας. Ποτὲ δὲν ἐλέγχουν τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες-βλασφημίες τῶν μητροπολιτῶν, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλου τοῦ κακοῦ σὲ κάθε περίσταση καὶ θέμα, καὶ ἄν, ἔστω στὰ λόγια καὶ ἐπιφανειακὰ ἐναντιώνονται, στὸ τέλος ὑπακοῦν τυφλὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας». Οἱ Μητροπολίτες γι’ αὐτούς εἶναι «ἱερὰ τέρατα», ποὺ οὐδεὶς πρέπει ἢ δικαιοῦται νὰ ἐλέγξει ἢ νὰ «ἀκουμπήσει» γιὰ τὶς κραυγαλέες καὶ συνεχεῖς βλάσφημες ἀποκλίσεις τους ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος. Μὲ ἀποτέλεσμα, τὰ χριστιανικὰ σωματεῖα, ποὺ διοργανώνουν αὐτές τὶς πορεῖες, διαμαρτυρίες καὶ τὶς προσευχὲς, νά συνιστοῦν στὴν πραγματικότητα τὶς ἀδιαπέραστες καί ἀπρόσβλητες ἀσπίδες προστασίας τῶν αἱρετικῶν μητροπολιτῶν, τοὺς γνησίους «Ἡρακλεῖς τοῦ Στέμματος» ἢ τὴν βαλβίδα ἐκτονώσεως καὶ  κατευνασμοῦ τῶν ἀντιδράσεων, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται οἱ ἰσχυρότεροι προωθητὲς καὶ διατηρητές τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος. Ἀφοῦ, δεδομένα,  καμμία διαμαρτυρία, καμμία πορεία, καμμία διαδήλωση καὶ δράση δὲν ἀπευθύνθηκε, οὔτε πρόκειται ποτὲ νὰ ἀπευθυνθεῖ ἀπ’ αὐτούς στὴν «ρίζα τοῦ κακοῦ», ποὺ εἶναι οἱ ψευδεπίσκοποι καὶ οἱ ἀκόλουθοί τους. Πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους μᾶλλον σὲ πλάνη ἢ γιὰ ἀνθρώπους, ποὺ κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς κρύβουν ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες καὶ προσωπικὸ συμφέρον πίσω ἀπὸ τὴν στάση καὶ τὶς ἀντιδράσεις τους. Ἡ πλάνη ἑνὸς ἀνθρώπου ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς πίστεως καὶ τῆς θεογνωσίας του, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικῆς ἀρετῆς του. Πολύ πιθανόν, λοιπόν, αὐτὴ ἡ λανθασμένη τοποθέτηση πολλῶν ἀνθρώπων τῶν ὀνομαζόμενων «χριστιανικῶν σωματείων», ὄχι σὲ ἕνα, ἀλλὰ σὲ πολλὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, στὰ ὁποία μάλιστα ἐπιμένουν πεισματικὰ, ἐνῶ τοὺς ἔχει ἐπισημανθεῖ ἡ ἀστοχία τους, νὰ εἶναι ἀπότοκος μιᾶς τέτοιας καταστάσεως.

Ἐξ ἴσου σημαντικὸ εἶναι νὰ εἰπωθεῖ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ καθόλου οὔτε κὰν προβληματίζονται καὶ πολὺ περισσότερο παραδέχονται ὅτι εἴμαστε στὰ ἔσχατα, ἐνῶ πολλοὶ ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς παραδέχονται μὲν ὅτι πράγματι ἔχουμε εἰσέλθει στὰ ἔσχατα, ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα ἔχουν τὴν πεποίθηση ὅτι μπορεῖ νὰ ἀνατραπεῖ ἡ κατάσταση, ἂν ἀπαντήσουμε στὰ ἔσχατα γεγονότα τοῦ κόσμου  καὶ τῆς «Νέας Τάξεως», ποὺ μᾶς ἐπιβάλλονται (ἐμβολιασμοί, ταυτότητες, ὁμοφυλοφιλία κλπ.), μὲ ἔντονη πολιτικὴ, δηλ. κοσμικὴ καί ὄχι ἐκκλησιαστικὴ δράση (διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, προσφυγὴ στὴ δικαιοσύνη, ἀκτιβισμός, κοινωνικὴ δράση, δημιουργία καὶ ἐνίσχυση «χριστιανικῶν» κομμάτων, προβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς μιᾶς πολιτικῆς ἰδεολογίας καὶ ἑνὸς χριστιανικοῦ δικαιωματισμού κοκ.) σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ παράδοση. Ἐκτὸς δηλ. ἀπὸ θεολογικὴ πλάνη, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὑποφέρουν καὶ ἀπὸ ἔκδηλη ἐκκοσμίκευση κι ὅλ’ αὐτὰ ἀποδεικνύουν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅτι μπορεῖ πράγματι, δυστυχῶς, νὰ βρίσκονται σὲ ἔλλειμμα πίστεως καὶ σύγχυση νοός. Ἀκόμα κι ἂν ἔχουν καθαρὸ «θυμὸ» ψυχῆς (καλὰ συναισθήματα) καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀγάπη καὶ καλοσύνη, ἀκόμα κι ἂν εἶναι καθαρὴ ἡ «ἐπιθυμία» τους, ὄντες ἐγκρατεῖς σὲ ὅλα τους, ἐν τούτοις τὸ τρίτο μέρος τῆς ψυχῆς τους, ὁ «νοῦς» τους, φαίνεται θολωμένος μὲ νόθες ἀντιλήψεις καὶ την λανθασμένη πίστη, ὁπότε ἡ ψυχὴ τους δὲν εἶναι στὸ σύνολό της καθαρή. Καὶ μιὰ ψυχὴ, ποὺ δὲν εἶναι ἐντελῶς καθαρή, δὲν μπορεῖ νὰ προσλάβει φωτισμὸ ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ πίστη της χωρὶς τὸ Πνεῦμα καταντᾶ ἕνας τύπος, δηλ. ἕνας εὐσεβισμός καὶ ἠθικισμός, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ τέλος σὲ ἐνέργειες καὶ δράσεις, ποὺ εἶναι ἀτελέσφορες.

Ἡ ἄμεση ἀπόδειξη εἶναι ὅτι, ἐνῶ δροῦν ἐδῶ καὶ δεκαετίες μὲ βάση αὐτὸν τὸν ἐφησυχασμὸ τῶν πιστῶν, τὸν κατευνασμὸ τῶν ἀντιδράσεων, τὴν σιωπὴ καὶ τὸ κυρίαρχο κήρυγμα-προτροπή τους γιὰ «προσφυγὴ στὴν προσευχὴ» ὡς μέσον ἀντιδράσεως ἢ ἔστω μὲ μιὰ τυπική, ἐπιφανειακὴ καὶ χαλαρὴ ἀντίδραση  μὲ δημοσιεύσεις, ἀνακοινώσεις καὶ ὁμιλίες κλπ., ἀλλὰ χωρὶς οὐσιαστικὰ ζῆλο Θεοῦ, γιατὶ ὁ ζῆλος Θεοῦ ἔχει νεῦρο, θέρμη, ζωντάνια, ἱερὴ ἀγανάκτηση κλπ., δὲν ἔχουν καταφέρει ἀπολύτως τίποτε μὲ τὴν τακτικὴ τους. Ἡ Παναίρεση, τὸ Σχίσμα, τὰ γεγονότα τῶν Ἐσχάτων προχωροῦν τάχιστα καὶ ἀνεμπόδιστα, ἀφήνοντάς τους μόνους καί ἀπομονωμένους, πίσω ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ψευδεπισκόπους, μὲ τοὺς ὁποίους συμβαδίζουν. Εἶναι ὅλοι ἐκπρόσωποι μιᾶς ἀμαρτύρητης Ἐκκλησίας. Ποτὲ δὲν τοὺς περνᾶ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι, ἀντὶ γιὰ διαδηλώσεις μπροστὰ στὸ ἑλληνικὸ κοινοβούλιο ἤ ὅπου ἀλλοῦ, ποὺ τὰ περισσότερα μέλη του-βο(υ)λευτές εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, καὶ οἱ ὁποῖες περνοῦν ἀπαρατήρητες καὶ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα, θὰ ἔπρεπε νὰ μαζευτοῦν μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἀρχιεπισκοπικά καί μητροπολιτικὰ μέγαρα καὶ νὰ ἀπαιτήσουν μὲ τὴν φωνὴ καὶ τὴν διαμαρτυρία τους ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο ἤ ἐπίσκοπό τους νὰ προχωρήσει στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νόμου π.χ. γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία, δηλ. τὴν ἀποβολὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (ἀφορισμὸ) τῶν βουλευτῶν ἐκείνων, ποὺ ψήφισαν τὸν ἐπαίσχυντο ὁμοφυλοφιλικὸ νόμο, γιὰ νὰ συνετιστοῦν καὶ νὰ αἰσθανθοῦν ἔντονη τὴν  ἀνάγκη νὰ μετανοήσουν γιὰ τὸ φρικτὸ τοὺς παράπτωμα ἢ ἔστω οἱ ἴδιοι νὰ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ τοὺς βγάλουν ἔξω ἀπὸ τούς ναούς, πού προΐστανται ἤ ἐφημερεύουν, ἂν ἀπαιτηθεῖ. Καί, φυσικά, νά ἀπαιτήσουν τὴν τιμωρία ἐκείνων τῶν κληρικῶν, ποὺ ἤδη, ἐδῶ καὶ καιρό, προωθοῦν καὶ προστατεύουν τὴν ὁμοφυλοφιλία μὲ τὰ λόγια τους (κηρύγματα, δηλώσεις, συγγραφὴ βιβλίων κλπ.), ἀλλὰ καὶ τὶς πράξεις τους (πχ. βαπτίσεις τέκνων ὁμοφυλοφίλων ἀπὸ παρένθετες μητέρες, «εὐλογίες» ὁμοφυλοφίλων κλπ.).

9. Ἡ ἁμαρτωλή δημόσια προσευχή τῶν συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας

Προτοῦ, λοιπόν, ἐνθουσιαστοῦμε καὶ συγκινηθοῦμε ἀπὸ τὴν διοργάνωση ἐκ μέρους τους τῶν διαφόρων συλλαλητηρίων διαμαρτυρίας, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ ν’ ἀναλύσουμε τὰ πράγματα πιὸ βαθειά καί ὄχι ἐπιφανειακά. Γιατί, ὅπως θὰ δοῦμε, αὐτὴ ἡ «δημόσια προσευχὴ» τους δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ οὔτε ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο καὶ τὸν σκοπὸ της, οὔτε εὐάρεστος καὶ ἱερὸς εἶναι ὁ τρόπος, ποὺ γίνεται. Μὲ ἄλλα λόγια, ἦταν μιὰ ἄστοχη προσευχὴ «εἰς ἁμαρτίαν».          

Διότι, δὲν ἔχει καμμία σημασία, ἂν κάποιο πλῆθος χριστιανῶν ἀνθρώπων ὡς «ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο» κατεβαίνει στοὺς δρόμους καὶ διαδηλώνει μὲ ζωντάνια, μὲ σκοπὸ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νομίζει, ὥστε ἐμεῖς νὰ χαιρόμαστε, ἀλλὰ σημασία ἔχει ἡ πνευματικὴ κατάσταση ἑνὸς ἑκάστου ἀπὸ τὸ πλῆθος, δηλ. ἡ προσωπικὴ σχέση τοῦ καθενὸς μὲ τὸν Χριστό. Γιατί, εἶναι πολύ πιθανὸν τὸ πλῆθος αὐτὸ νὰ μὴν γνωρίζει καλὰ τὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ ὑστερεῖ σὲ πνευματικὴ προκοπή. Γιατὶ, συγκέντρωση χριστιανῶν στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες, δηλ. μέσα στὸν κόσμο, μὲ σκοπὸ τὴν διαμαρτυρία πρὸς τὸν κόσμο, καὶ μὲ αἰτήματα πρὸς τὴν ἐξουσία τοῦ κόσμου, δηλώνει αὐτόματα, ὄχι μόνο ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι κατὰ βάσιν κοσμικοὶ χριστιανοὶ, ἀλλὰ δηλώνουν πρὸς τρίτους μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ὅτι ἐν τέλει καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι κοσμική. Ἀφοῦ, αὐτοὶ, ποὺ Τὸν ὑποστηρίζουν καὶ Τὸν ἐκπροσωποῦν ὡς «ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ», ὅπως θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τους, ἀσχολοῦνται καὶ δροῦν πάλι μέσα στὸν κόσμο καὶ μὲ τοὺς τρόπους τοῦ κόσμου καὶ ἀπευθύνονται καὶ διαλέγονται μὲ τὴν ἐξουσία του. Ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μπροστὰ στὸν Πιλάτο τόνισε  πρὸς ὅλους, ὄχι μόνο τότε στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του, ἀλλὰ σὲ αἰώνια παρακαταθήκη, ὅτι «ἡ βασιλεία ἡ εμή οὐκ ἐστὶν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[26]. Καὶ τὸ αἰτιολογεῖ μὲ τὸ ἐξίσου σπουδαῖο, ποὺ ἀκολουθεῖ : «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἧν ἡ βασιλεία ἡ εμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῷ τοῖς Ἰουδαίοις». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστὸς λέγει πρὸς τὸν Πιλάτο, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους, ὅτι δὲν εἶναι κοσμικὸς βασιλεύς, γιατί διαφορετικά θὰ εἶχε ὀπαδοὺς (ὑπηρέτες), ποὺ θὰ ἐπιδίδονταν σὲ ἀγώνα ὑπὲρ Του μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ Τὸν ὑπερασπιστοῦν καὶ ν’ ἀλλάξουν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ Τὸν ἀφοροῦν. Αὐτό φαίνεται ὅτι τό ἀγνοοῦν οἱ διοργανωτὲς καὶ οἱ συμμετέχοντες στά διάφορα συλλαλητήρια. Γιατί, ὁ ὀρθός, πιστὸς χριστιανὸς γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι, ὅπως πάλι Ἐκεῖνος εἶπε : «ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶ»[27], δηλ. ὅτι ὁ Χριστὸς καί ἡ Βασιλεία Του ἔρχεται, κατοικεῖ καὶ ἑδραιώνεται μέσα στὴν καρδιά, τὰ ἐσώτερα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ τοῦ ἀνθρώπου βασιλεία καί ὄχι μιὰ ἐξωτερικὴ πρὸς τὸν κόσμο, ἄν βεβαίως ὁ ἄνθρωπος τὸ θελήσει καὶ τὸ ἐπιτρέψει μὲ τὴν προαίρεση, τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὶς ἐνέργειές του. Αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ περισσότεροι ἀπὸ ’μᾶς δὲν τὸ πράξαμε ἢ δὲν τὸ πράττουμε, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ τὶς πολλαπλὲς ἁμαρτίες μας φροντίζουμε νὰ διώχνουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὶς καρδιὲς μας καὶ τὸ σῶμα μας, ποὺ εἶναι Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μετατρέψαμε σὲ «φθορᾶς καὶ ἀκαθαρσίας ἀποθήκη»[28]. Καὶ γι’ αὐτό σήμερα φθάσαμε στὸ ἔσχατο σημεῖο ἐντροπῆς καὶ ἀναισχυντίας νὰ ψηφίζουμε τέτοιους σοδομικούς νόμους, ποὺ μᾶς γυρνᾶνε, ὄχι μόνο στὴν πρὸ Χριστοῦ εἰδωλολατρικὴ ἐποχὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας, ἀλλὰ καί σὲ ἀκόμα χειρότερες ἐποχές. Καί ἀντὶ νὰ ἐνσκήψουμε μέσα στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ νὰ κλάψουμε πικρὰ γι’ αὐτὴ τὴν κατάντια μας, ζητώντας συγχώρεση ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα Θεὸ Πατέρα μας, ἐμεῖς ξεχνᾶμε τὶς εὐθύνες μας, τὴν προσωπικὴ ἀποτυχία μας, τὶς ἁμαρτίες, τὴν ἐνοχὴ μας κλπ. καὶ δὲν κλεινόμαστε στὸ «ταμιεῖο» μας γιὰ μιὰ βαθειά προσευχὴ συντριβῆς, κατανύξεως καὶ μετανοίας μετὰ δακρύων. Ἀλλὰ, βγαίνουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μπαίνουμε μέσα τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε τὶς δικὲς του μεθόδους καὶ τακτικὲς καί ὄχι τῆς Ἐκκλησίας, διοργανώνοντας συλλαλητήρια διαμαρτυρίας καὶ πορεῖες, ὅπως τὰ κόμματα καί οἱ παρατάξεις τοῦ κόσμου. Κι ἔτσι, ἀνακατευόμαστε μὲ τὴν βρωμιὰ τοῦ κόσμου, ἀντὶ νὰ φροντίζουμε νὰ «μὴ γινόμεθα ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις» καὶ νὰ κρατᾶμε ἀλώβητο καὶ ἀπόλυτο τὸν διαχωρισμὸ  τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Βελίαρ, τῆς κοινωνίας τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ σκότος, τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τὴν ἀνομία, τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὸν ἄπιστο, τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὰ εἴδωλα[29].

Πέραν αὐτοῦ, ὅσοι συγκεντρώνονται στα διάφορα συλλαλητήρια τὴν ὥρα, ποὺ κάνουν προσευχὴ μπροστὰ στὴν Βουλὴ ἤ ὅπου ἀλλοῦ, στὴν πραγματικότητα μᾶς δείχνουν, εἴτε τὸ συνειδητοποιοῦν εἴτε ὄχι, ὅτι μ’ αὐτὴν τὴν δημόσια πράξη τους ἔχουν ἤδη αὐτοανακηρυχθεῖ ὡς οἱ «δίκαιοι τῆς ὑπόθεσης» καὶ διαχωρίζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς Βουλῆς (ἐμεῖς οἱ καλοί, αὐτοὶ οἱ κακοὶ), γιὰ τοὺς ὁποίους σπεύδουν ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων νὰ προσευχηθοῦν, διαδηλώνοντας ἐμμέσως μὲν, ἀλλὰ ἐμπράκτως, τὴν δικὴ τους «δικαιοσύνη» (ἁγιότητα). Αὐτὴ ἡ παράβλεψη τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν τὴν ὥρα μιᾶς τέτοιας δημόσιας προσευχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὑπόδειξη καὶ ἐπικέντρωσή μας στὶς  ἁμαρτίες τῶν ἄλλων θυμίζει τὴν φαρισαϊκὴ προσευχὴ καὶ ἀναδεικνύει πάλι τὸ ἔλλειμμα πίστεως καὶ θεογνωσίας. Ὅμως, ὁ φαρισαϊσμὸς δυστυχῶς δὲν περιορίζεται μόνο σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Διαρρηγνύουν πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς τὰ ἱμάτιά τους καὶ ἐκφράζουν τὴν ἀφόρητη ἀγανάκτηση καὶ θυμὸ τους γιὰ τὴν διαστρέβλωση τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου μέσῳ αὐτοῦ τοῦ βδελυροῦ νομοσχεδίου τῆς  Βουλῆς καὶ ὅτι αὐτὸ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς λόγους, ποὺ τοὺς ὤθησε νὰ κατεβοῦν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν, νὰ φωνάξουν, νὰ προσευχηθοῦν, ἀγωνιζόμενοι νὰ μὴν περάσει ὁ νόμος. Αὐτὸς ὁ «γάμος» βεβαίως ἀφορᾶ τὸν κόσμο καί ὄχι τὴν Ἐκκλησία. Ὅμως, ὑπάρχει καὶ ἕνας γάμος, ποὺ τελεῖται μέσα στούς Ναούς. Δὲν εἴδαμε ὅλους αὐτοὺς νὰ ἐπιδεικνύουν τὴν ἴδια εὐαισθησία, ἀγανάκτηση καὶ θυμὸ καὶ νὰ κατεβαίνουν φωναχτὰ καὶ ζωηρὰ μὲ Ἐσταυρωμένους, εἰκόνες, σημαῖες καὶ λάβαρα, παιδιὰ καὶ γυναῖκες, γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν γιὰ τὴν διαστρέβλωση, ὄχι ἁπλῶς ἑνὸς κοσμικοῦ θεσμοῦ, ἀλλὰ ἑνὸς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, ὄχι ἀπὸ κοσμικοὺς τώρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν «διοικοῦσα ἐκκλησία» τῶν ψευδεπισκόπων καί ψευδοκληρικῶν. Αὐτοὶ, ποὺ ἔχουν ἐπιτρέψει καὶ «εὐλογήσει» μὲ μεγάλη εὐκολία καὶ χωρὶς πολλὴ συζήτηση καὶ προβληματισμό, τὴν ταυτόχρονη τέλεση «γάμου» μαζὶ μὲ τὴ βάπτιση τέκνων τοῦ «γάμου» (γαμοβάπτιση), τὴν τέλεση «γάμου» ζευγαριῶν, ποὺ, παρακούοντας τὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν κάνει προηγουμένως πολιτικὸ γάμο καὶ δὲν ἔχουν μετανοήσει, ἢ συζοῦν ὡς ζευγάρι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἢ «γάμο», ὅπου ἡ νύμφη ἔχει ἐμφανή, προτεταμένη ἐγκυμοσύνη, καὶ ἄλλα παρόμοια. Ποῦ εἶναι ὁ σεβασμὸς στὸ  Μυστήριο; Ποῦ εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ εἶναι ἡ ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν διὰ τῆς μετανοίας; Ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο ψυχῶν καὶ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων; Μᾶς ἀγανακτεῖ καὶ μᾶς θυμώνει ἡ διαστρέβλωση τοῦ γάμου τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, πού, ἔτσι κι ἀλλιῶς, εἶναι ἀπέναντι καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κάτι ποὺ μᾶλλον δὲν μᾶς ἀφορᾶ, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους καὶ «ἀνέγγιχτους» ἡ διαστρέβλωση τοῦ γάμου, ποὺ γίνεται ἐντὸς τῆς «ἐκκλησίας»; Ἀπὸ πότε ὁ ἀληθινὰ πιστὸς χριστιανὸς ἐνδιαφέρεται  ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν κόσμο καί ὄχι γιὰ τά τεκταινόμενα στὴν «ἐκκλησία» του;

Βλέπουμε, συνεπῶς, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνωτέρω λόγους ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος ὁμαδικῆς «προσευχῆς» ἐνώπιον δημοσίων χώρων καὶ ἀσφαλῶς οἱ πορεῖες, τὰ συλλαλητήρια, οἱ διαδηλώσεις, οἱ διαμαρτυρίες, οἱ φωνασκίες, ἡ βροντερὴ ἐκφώνηση συνθημάτων στὴ μέση τοῦ δρόμου καί πιθανὸν οἱ συγκρούσεις μὲ τὴν ἀστυνομία καὶ τὰ παρόμοια, δὲν εἶναι καθόλου ὁ πνευματικὰ ἐνδεδειγμένος τρόπος γιὰ ἕνα χριστιανό. Ὅπως ἐκτέθηκε στὰ προηγούμενα, θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει τὸ γεγονὸς ὅτι πραγματοποιήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ σωματεῖα, ποὺ οὐσιαστικὰ ἐνισχύουν καὶ ὑποθάλπουν τὴν αἵρεση, τὸ σχίσμα, τὴν ἐκκοσμίκευση, τὴν Δεσποτοκρατία καὶ τὸν Ἐπισκοποκεντρισμό, τὸν Παπισμὸ τῆς Ἀνατολῆς κλπ. Κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα μᾶς κάνει νὰ ὑποψιαζόμαστε ὅτι ἴσως οἱ πιστοὶ αὐτοὶ νὰ μὴν βλέπουν καθαρὰ τὰ πράγματα καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ πλάνη, ἔχοντες κοσμικὸ πνεῦμα ἢ καὶ κάποιο ἔλλειμμα πίστεως, γνώσεως καὶ πνεύματος Θεοῦ, ἀκόμα καὶ κάποιο φαρισαϊσμὸ στὶς πράξεις τους. Κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές, δύσκολα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πιστέψει ὅτι ὁ τρόπος διαμαρτυρίας καὶ προσευχῆς καὶ παρακλήσεων, ποὺ υἱοθέτησαν ἔχει τὴν ἔγκριση καὶ τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ μας, ὄντας σύμφωνος μὲ τὸ Θεῖο θέλημά Του, ὥστε τελικὰ νὰ ὑπάρχει κάποια πιθανότητα νὰ εἰσακουστεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι ἕνας μάταιος τρόπος. Ὁ τρόπος, ὅμως, αὐτὸς ἐνέχει καὶ ἱεροσυλία, ὅπως θά ἐξηγηθεῖ ἀμέσως παρακάτω.                              

Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ἡ παράκληση εἶναι μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἱερὴ ἐνέργεια, ἡ ὁποία τελεῖται, εἴτε στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ, δηλ. ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, εἴτε στὸ ταμιεῖο τοῦ καθενὸς, στὸ σπίτι του, ἐνώπιον τῶν ἱερῶν εἰκόνων τοῦ εἰκονοστασίου του. Ἀποτελεῖ, συνεπῶς, ἐξευτελισμὸ καὶ ἱεροσυλία μιὰ τέτοια ἱερὴ πράξη νὰ τελεῖται δημοσίως ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἀθέων, ἀντιχρίστων καὶ δαιμονισμένων ἀνθρώπων ἢ ἀνθρώπων μὲ πλήρη ἄγνοια τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ νὰ τὴν κάνουμε ἕνα γραφικὸ δρώμενο καὶ βορὰ στὰ δυσσεβή σχόλια, τὴ χλεύη, τὴν εἰρωνεία, τὸ περίπαιγμα καὶ τὴν βλασφημία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν περιφερόμενο Ἐσταυρωμένο καὶ τὶς εἰκόνες. Ἄραγε ξεχάσαμε ὅτι ὅλ’ αὐτὰ ἐκπέμπουν Χάρι; Ξεχάσαμε ὅτι ὡς ἱερὰ ἀντικείμενα, ἡ θέση τους εἶναι μόνο μέσα στὸ Ναὸ καὶ τολμοῦμε νὰ τὰ κάνουμε σύμβολα διαμαρτυρίας πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο καὶ νὰ τὰ σηκώνουμε ψηλὰ, ὅπως τὰ πανό, τὰ πλακάτ, τὰ λάβαρα καὶ τὶς σημαῖες, ποὺ ὑψώνονται στὶς διαδηλώσεις διαμαρτυρομένων κοινωνικῶν ὁμάδων, ἀπεργῶν, κομματικῶν στελεχῶν κλπ.; Τὰ σύμβολα αὐτὰ τὰ βγάζουμε ἐκτὸς Ναοῦ, πχ. στὶς λιτανεῖες, γιατὶ οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καί οἱ Ἅγιοι καὶ θέλουμε μὲ τὴν παρουσία τους τὴν ὥρα τῆς λιτανείας νὰ εὐλογήσουν τοὺς πιστούς. Εἶναι δυνατὸν νὰ παίρνουμε τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους μαζὶ μας, γιὰ νὰ τοὺς βάζουμε κι αὐτοὺς νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ζητᾶνε κι αὐτοὶ μετ’ ἐπιτάσεως ἀπὸ τὸν κόσμο, δηλ. ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τῶν ἀντιχρίστων καὶ τοῦ Πονηροῦ, νὰ πάρουν πίσω τοὺς ἀντίχριστους, διαβολικοὺς νόμους τους; Ξεχάσαμε τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο; «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσῖν αὐτῶν καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς»[30]. Μήπως πράγματι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ διαδηλώσεις βάζουν τοὺς μαργαρίτες τῆς Πίστεώς μας μπροστὰ στὰ γουρούνια;

Ὁ Μ. Βασίλειος[31] μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ ἡ προσευχὴ μας νὰ ἔχει τὸ σωστὸ περιεχόμενο, τὸν σωστὸ σκοπὸ καὶ νὰ γίνεται καὶ μὲ τὸν σωστὸ τρόπο. Ὁ τρόπος σίγουρα δὲν εἶναι ὁ σωστός. Μήπως, ὅμως, τὸ περιεχόμενο μιᾶς τέτοιας προσευχῆς εἶναι τὸ ἐνδεδειγμένο; Ὅσοι διοργάνωσαν καὶ συμμετεῖχαν στὴν ἐκδήλωση διαμαρτυρίας κατά τοῦ σοδομονόμου φαίνεται νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας  εἶναι ἕνα κορυφαῖο σημάδι τῶν ἐπερχομένων ἐσχάτων. Εἶναι ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς, στὸ ὁποῖο ναί μὲν ὁδηγηθήκαμε ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως ἐξηγήθηκε, ἀλλὰ πλέον, ἐδῶ ποὺ φθάσαμε, ἡ μεγάλη του ἀξία γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανὸ εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα ἰσχυρό, προειδοποιητικὸ κορυφαῖο «σημεῖο  τῶν καιρῶν». Σκοπὸς του εἶναι νὰ ἠχήσει ὡς μιὰ μεγάλη ἰσχυρὴ καμπάνα ἢ μιὰ σειρήνα συναγερμοῦ γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους ἀνθρώπους, ὥστε νὰ πάρουν τὰ μέτρα τους, νὰ ἀνανήψουν, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βρεθοῦν στὶς ἀγκάλες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, μόνο μ’ Αὐτὸν μποροῦμε νὰ νικήσουμε τὸν κόσμο καὶ νὰ ἔχουμε εἰρήνη μέσα στὶς καρδιὲς μας τὴν περίοδο τῶν θλίψεων τοῦ κόσμου, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἴδιος εἶπε : «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. Ἐν τῷ κοσμῶ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»[32]. Συνεπῶς, ὁ χριστιανός, ποὺ ἀπὸ ἀγαθὴ προαίρεση προσεύχεται νὰ ἄρει ὁ Θεὸς τὴν ὁμοφυλοφιλία ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δεινὰ τῶν ἐσχάτων, τὰ παρόντα ἢ τὰ μέλλοντα, ζητᾶ στὴν πραγματικότητα ἀπ’ Αὐτὸν νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα ὅλα τὰ κορυφαῖα προειδοποιητικὰ σημάδια τῶν ἐσχάτων, μὲ τὰ ὁποία οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ θὰ καταλάβουν ὅτι βρίσκονται στὴν ἐποχὴ τῶν ἐσχάτων. Οὐσιαστικὰ, προσεύχεται, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει, οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι νὰ περιπέσουν πάλι μέσα στὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ τῶν μεθοδεύσεων τοῦ Πονηροῦ, ποὺ τοὺς θέτει σὲ ἄμεσο κίνδυνο πνευματικῆς ἀπώλειας. Ἂς μὴν παραβλέπεται, ἐπίσης, ὅτι τὰ δεινὰ αὐτὰ δίνονται καὶ γιὰ ἕναν πρόσθετο λόγο˙ μέσῳ αὐτῶν ν’ ἀναδειχθοῦν οἱ ἄξιοι στὴν πίστη καὶ οἱ δίκαιοι, οἱ μάρτυρες τῆς ἐποχῆς τῶν ἐσχάτων, ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν Βασιλεία. Ὅπως ἐξηγήθηκε, εἶναι ὁ Σταυρὸς, ποὺ πρέπει οἱ πιστοὶ τῶν ἐσχάτων νὰ κουβαλήσουν στοὺς ὤμους τους, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ εὐεργετηθοῦν μὲ τὴν Ἀνάσταση σωτηρίας καὶ ἀπολυτρώσεώς τους, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου. Τὸ αἴτημα διὰ τῆς προσευχῆς νὰ γίνει ἄρση τοῦ Σταυροῦ τῶν ἐσχάτων ἰσοδυναμεῖ μὲ αἴτημα ἀναστολῆς καὶ ἄρσεως τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ἀποκρύψεως καὶ μὴ ἀναδείξεως τῶν δικαίων τῆς Πίστεως. Δὲν εἶναι αὐτό, ὅμως, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, μιὰ τέτοια προσευχὴ εἶναι ἁμαρτωλὴ κατὰ τὸ περιεχόμενό της, ἀντίθετη στὸ θεϊκὸ θέλημα καί, φυσικά, μὴ ἀποδεκτή. Γιατί, ἄραγε, ὁ φιλεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς φρόντισε νὰ γραφοῦν στὶς Γραφὲς ὅλα τὰ προειδοποιητικὰ σημάδια καὶ μέσα σ’ αὐτὰ καὶ ἡ ραγδαία ἐξάπλωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἂν ἐμεῖς, ὅταν θὰ ἔρθουν αὐτὰ τὰ σημάδια, εἴτε ἐπειδὴ δὲν φροντίσαμε νὰ διαβάσουμε τὶς Γραφὲς, εἴτε γιατὶ τὶς παραβλέπουμε, ἀντὶ νὰ καταλαβαίνουμε τὴν σημασία τους, γιὰ τὴν ὁποία ἄλλωστε δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό, ἐμεῖς τυφλωμένοι Τοῦ ζητᾶμε, νὰ τὰ πάρει πίσω, γιὰ νὰ τυφλωθοῦμε ἀκόμα περισσότερο, παραβαίνοντας τὸν Λόγο Του;  Καί γιατί ἄραγε Τοῦ ζητᾶμε νὰ  τὰ πάρει πίσω, κάνοντας ἀνυπακοὴ στὸ θέλημά Του; Μήπως γιατὶ μ’ αὐτὸ ἐπιδιώκουμε νὰ τηρήσουμε καλύτερα καὶ πληρέστερα τὶς ἐντολὲς Του, δηλ. ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς Αὐτόν; Ἤ μήπως γιὰ νὰ μαρτυρήσουμε τὴν ἀλήθειά Του μὲ τὸν λόγο μας, ἤ, ἂν χρειαστεῖ, καὶ μὲ τό αἷμα μας; Δυστυχῶς, ὄχι! Οἱ περισσότεροι ἀπό ’μᾶς, σχεδὸν ὅλοι μας, ἁπλῶς, διότι δὲν θέλουμε νὰ ὑποφέρουμε στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας μὲ κανένα τρόπο, οὔτε θέλουμε νὰ σηκώσουμε τὸν ὁποιοδήποτε Σταυρὸ, γιὰ νὰ φθάσουμε θριαμβευτικὰ στὴν Ἀνάσταση τῆς σωτηρίας μᾶς. Προσκολλημένοι στὰ γήινα, ποὺ εἶναι, ὅμως, φθαρτὰ καὶ ἐφήμερα, δίνουμε μεγαλύτερη ἀξία στὴν ἐπίγεια, παρὰ στὴν αἰώνια ζωὴ, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τὸ αἴτημά μας συνεπῶς ἔχει ἰδιοτέλεια, ἀκόμα κι ἂν ἴσως καλλωπίζεται ἐξωτερικὰ μ’ ἕναν ζῆλο καὶ μιὰ εὐσέβεια Θεοῦ, κι ἔτσι οὔτε γι’ αὐτόν τὸν πρόσθετο λόγο μπορεῖ νὰ εὐλογηθεῖ καὶ νὰ γίνει δεκτό. Διότι, μὲ ἁπλὰ λόγια εἴμαστε στὴν πραγματικότητα χλιαροί, κοσμικοὶ χριστιανοὶ, ποὺ ἀποφεύγουμε τὸν ἀγῶνα. Καὶ τὴν ἴδια ὥρα, ὅπως εἰπώθηκε, ζοῦν πολλοί ἀνάμεσά μας μὲ τὴν οὐτοπία ὅτι μὲ τὶς φωνές, τὶς διαμαρτυρίες μας, τὴν πολιτικὴ δράση καὶ τὸν ἀκτιβισμὸ καὶ τὴν πολὺ προσευχὴ θὰ ἀνατρέψουμε προδιαγεγραμμένα ἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι «ἐκ τῶν οὐκ ἐφ’ ἡμῖν», δηλ.  γεγονότα ἐνταγμένα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας καὶ Οἰκονομίας.

Κι ἐδῶ ἔρχεται ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς ὁμαδικῆς προσευχῆς. Τί ἐπιδιώκουν, ἄραγε οἱ διαμαρτυρόμενοι τῶν διαφόρων συλλαλητηρίων μὲ τὴν προσευχὴ τους, διαβάζοντας ψαλτήρι καί παρακλήσεις μπροστὰ σέ διάφορους δημοσίους χώρους; Νὰ μὴν ἐγκριθεῖ ἕνας νόμος τοῦ κόσμου, ποὺ, κατὰ τοὺς Ἁγίους, εἶναι ὁ χῶρος τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, ὁ χῶρος κυριαρχίας τοῦ Διαβόλου. Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς προσευχῆς τῶν χριστιανῶν ἀφορᾶ τοὺς νόμους τοῦ κόσμου καί ὄχι τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ; Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου εἶναι ὁ Υἱὸς τῆς Ἀπωλείας καὶ ὁ δικὸς του κόσμος εἶναι ἑπόμενο νὰ πορεύεται καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ πολὺ περισσότερο τὴν περίοδο  τῶν ἐσχάτων ἀγκαλιὰ μὲ τὴν θέσπιση, τὴν καθιέρωση καὶ ἐμπέδωση ὅλο καὶ πιὸ ἀντίχριστων νόμων. Διότι, ὁ Διάβολος διώκει καὶ θὰ διώκει τὴν Ἐκκλησία ἕως τῆς συντελείας τοῦ κόσμου μὲ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ποιὸς μᾶς δίδαξε ὅτι δουλειὰ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι κάθε φορὰ, ποὺ αὐτὸ συμβαίνει, νὰ μπαίνει μέσα στὸν κόσμο, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ ν’ ἀγωνίζεται, γιὰ ν’ ἀνατρέψει νόμους, ποὺ ἀφοροῦν καὶ εἶναι ὑπαρκτοὶ μόνο μέσα στὸν κόσμο;  Ὁ εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ εκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ γίνει κόσμος, νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ τοῦ κόσμου καὶ ν’ ἀλλάζει τὴν πίστη της κάθε λίγο καὶ λιγάκι, γιὰ νὰ ταιριάζει μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, ὅπως διακηρύττουν οἱ αἱρετικοὶ οἰκουμενιστές μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ σύνθημά τους «διάλογος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ (μετα)νεωτερικότητα». Σκοπός εἶναι τόσο ἡ Ἐκκλησία, ὅσο καὶ τὰ μέλη της, νὰ διδάσκουν τοὺς ἄλλους μὲ ὄπλα, κυρίως, τὰ ἔργα τους καὶ τὸ πνεῦμα (Πνεῦμα) τους, μένοντας μακρυὰ καὶ ἀλώβητοι ἀπὸ κάθε ἀνάμειξη μὲ τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ, ὑπάρχει καὶ μιὰ ματαιότητα στὸν σκοπὸ αὐτῆς τῆς προσευχῆς. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ πολιτεία ἔκανε πίσω μπροστὰ στὶς ἔντονες διαμαρτυρίες, ὑποχωροῦσε καὶ ἀπέσυρε τὸ ἐπαίσχυντο νομοσχέδιο. Αὐτὸ ἄραγε θά σήμαινε ὅτι θά ἔπαυε νὰ ὑπάρχει αὐτόματα τὸ βδέλυγμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας στὴ χώρα μας; Θὰ ἔπαυε ἡ προβολή, ἡ προκλητικότητα, οἱ ποικίλες δράσεις τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων, ἡ συνεχὴς πλήθυνση τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἡ ὑιοθεσία τέκνων καὶ οἱ οὐσιαστικοὶ «γάμοι» τους ἢ μήπως θὰ σταματοῦσε ἡ διδασκαλία τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο, ὅπως ἤδη ἔχει ἀρχίσει νὰ γίνεται; Γι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς διαφθορᾶς τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς ἁγνότητας τῶν παιδιῶν μᾶς ἀπὸ τόση μικρὴ ἡλικία, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ σοβαρὸ ζήτημα, δὲν θυμᾶται κανεὶς, ἂν τὰ «χριστιανικὰ σωματεῖα» ἀγανάκτησαν καὶ ξεσηκώθηκαν, γιὰ νὰ  διοργανώσουν πορεῖες, διαδηλώσεις, προσευχὲς καὶ παρακλήσεις μπροστὰ στὴ Βουλὴ ἢ μπροστὰ στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀποτρέψουν. Οὔτε φυσικά ἀγανάκτησαν ἐναντίον τῶν Μητροπολιτῶν τους, γιὰ νὰ ζητήσουν ἢ καί ν’ ἀπαιτήσουν τὴν συνδρομὴ τους. Διότι, ἀληθινά τί θὰ κερδίζαμε πνευματικὰ, ἂν ἔπαιρνε πίσω τὸν σοδομικό νόμο ἡ ἁμαρτωλὴ ἑλληνικὴ πολιτεία, ἂν ἐμεῖς στὸ μεταξὺ συνεχίζουμε νά μήν «βλέπουμε» τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά μήν ἑρμηνεύουμε σωστὰ τὰ γεγονότα γύρω μας ἀπὸ ἔλλειμμα πίστεως καὶ γνώσεως Θεοῦ, νά μήν βλέπουμε τὴν δικὴ μας ἁμαρτία καὶ νά μήν εἴμαστε σὲ κατάσταση ταπεινώσεως καὶ μετανοίας; Τό πολιτικό κόμμα «ΝΙΚΗ», τό ὁποῖο εἶναι ὑπέρ τῆς διεξαγωγῆς τοῦ europride τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλά μέ νομιμότητα καί χωρίς ἔκτροπα[33], καὶ τὰ «χριστιανικὰ» κόμματα θὰ μᾶς ἐξασφαλίσουν τὴ σωτηρία μᾶς; Ἤ ἡ ἔκθεση, ἐνασχόληση καὶ ἐμπλοκὴ μας μὲ τὸν χῶρο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι ὁ κόσμος; Ἤ ἀντίθετα, μήπως ἀξίζει νὰ σκεφτοῦμε ὅτι αὐτὴ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν δικὴ μας ἀποεκοσμίκευση καὶ  οὐσιαστικὴ ἐκκλησιοποίηση; Ὁ Θεὸς πονᾶ καὶ θλίβεται καὶ γι’ αὐτούς, ποὺ εἶναι μέσα στὴν Βουλὴ καὶ ψηφίζουν τέτοια νοσηρὰ νομοθετήματα καὶ κατασκευάσματα, ἀλλὰ πονᾶ καὶ θλίβεται καὶ γι’ αὐτούς, ποὺ μαζεύονται ἀπ’ ἔξω ὡς «χριστιανοὶ», γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Διότι, βλέπει καὶ αὐτῶν τὴν πτώση. Θλίβεται, ποὺ δὲν ὑπερασπίζονται τὸν Λόγο Του ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα, ὅπως τονίστηκε παραπάνω, ἀλλὰ συμπλέουν μαζὶ τους καὶ τὰ ἐνισχύουν, ἀντὶ νὰ ὀχυρώνονται (= ἀποτειχίζονται) μέσα στὸν ἀσφαλὴ χῶρο τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ Πίστη. Θλίβεται, ποὺ νοιάζονται περισσότερο γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, παρὰ γιὰ τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀναμειγνύουν συνεχῶς τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν Ἁγία Ἐκκλησία Του καὶ τὸ μυαλὸ τους εἶναι προσηλωμένο σὲ κοσμικὲς μεθόδους καὶ δράσεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση πνευματικῶν ζητημάτων, ἀντὶ νὰ εἶναι στραμμένο σὲ ὅσα προβλέπονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση καὶ τὶς Γραφές. Θλίβεται, ἐπειδὴ ξεχνοῦν καὶ παραβλέπουν ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος στὸ Εὐαγγέλιό Του˙ ὅτι μᾶς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο : «Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει. Ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ εξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος»[34]. Καί δυστυχῶς κάποιοι δὲν κάνουν ὑπακοὴ στὰ λόγια Του, ἀλλὰ ξαναγυρνᾶνε στὸν κόσμο, πετώντας στὰ σκουπίδια τὴν ἐντολή, τὴν εὐλογία καὶ τὸ χάρισμα, ποὺ Αὐτὸς τοὺς ἔδωσε νὰ τοὺς ἔχει ἐπιλέξει «ἐκτὸς τοῦ κόσμου». Θλίβεται, γιατὶ παραδίνουν ἀσεβῶς τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια, δηλ. τὸν Ἐσταυρωμένο, τὶς εἰκόνες, τὶς ἱερὲς παρακλήσεις κλπ., ὡς βορὰ στὸν ἀντίχριστο κόσμο. Θλίβεται, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀντίθετα, κηρύττοντας ὡς ἀποτελεσματικὴ μέθοδο τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀνέξοδη σιωπή, τὸν ἐφησυχασμό, τὴν μὴ ἀντίδραση ἢ τὴν ἀγκίστρωση σὲ πλάνες, ὅπως «ὁ ἀπὸ μηχανῆς Θεός», ἡ ἀναλαμπὴ ἢ ὁ μεγάλος πόλεμος, ποὺ θὰ φέρει τὸν παγκόσμιο θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Θλίβεται τέλος, ποὺ δὲν συνειδητοποιοῦν τὶς δικὲς τους ἁμαρτίες, ἀλλὰ διαχωρίζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους, αὐτοχριζόμενοι ὡς «οἱ καλοὶ χριστιανοὶ» ἔναντι τῶν ἄλλων, ἐν προκειμένῳ τῶν βο(υ)λευτῶν, κι ἔτσι κάνουν φαρισαϊκὴ προσευχή, ἀντὶ τῆς προσευχῆς τοῦ τελώνου, ποὺ στράφηκε μέσα στὸν δικὸ του ἑαυτὸ συγκλονισμένος, καὶ ἔκανε προσευχὴ  μετανοίας καὶ συντριβῆς γιὰ τὶς δικὲς του ἁμαρτίες καί ὄχι τῶν ἄλλων. Συμπερασματικά, θλίβεται γιατὶ ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν, οἱ παρακλήσεις καὶ ἡ προσευχὴ τους εἶναι μιὰ προσευχὴ ἁμαρτίας. 

Ὁ πιστὸς χριστιανὸς ἔχει τοὺς δικοὺς του νόμους, δηλ. τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι αἰώνιος καὶ ἀκατάβλητος καὶ ὁ μόνος, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, κι ἔτσι δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου γιὰ τοὺς κοσμικοὺς νόμους. Διότι, αὐτοὶ, ἂν συμβαίνει νὰ εἶναι ἀντίθετοι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σκοπεύει νὰ τοὺς καταργήσει μὲ τὴν ζωὴ του. Τί γράφεται στὴν πρὸς Διόγνητον ἐπιστολὴ τοῦ πρώτου αἰώνα, δηλ. ἀπὸ τὴν αὐγὴ τοῦ χριστιανισμοῦ γιὰ τὴ θέση τῶν χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο; «Ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὐ κατά σάρκα ζῶσιν. Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους»[35]. Δηλ. «Ὑπάρχουν μέ τήν κατάσταση τῆς σάρκας, ἀλλά δέν ζοῦν σαρκική ζωή. Παραμένουν στή γῆ, ἀλλά πολιτεύονται στόν οὐρανό. Ὑπακούουν στούς καθορισμένους νόμους καί μέ τή ζωή τους νικοῦν τούς νόμους».

Μιὰ τέτοια προσευχή, ἑπομένως, ὄχι μόνο στὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ στὸν σκοπὸ της καὶ στὸν τρόπο, ὅπως εἰπώθηκε, εἶναι προσευχὴ ἁμαρτίας. Πολὺ περισσότερο ὅταν μερικοὶ προσεύχονται στὸν Θεὸ νὰ «φωτίσει» τοὺς βο(υ)λευτὲς νὰ μὴν ψηφίσουν τὸν νόμο. Ἀλλὰ, οἱ βο(υ)λευτὲς αὐτοὶ μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι βαπτισμένοι χριστιανοὶ καί, τυπικά, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἴσως οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ εἶναι ἔκπτωτα καὶ νοσηρὰ μέλη της, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη πνευματικῆς θεραπείας. Ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς πάσχουν ἀπὸ ἄκρατη φιλοδοξία, ἄλλοι ἀπὸ ἄκρατη φιλοχρηματία καί ἄλλοι ἀπὸ ἄκρατη φιληδονία ἢ καὶ ἀπὸ τὰ τρία μαζί. Ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν ἀποκηρύξει τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Θεότητά Του, δηλ. τοὺς ὅρκους τοῦ βαπτίσματός τους, εἴτε μέσα τους, εἴτε καὶ δημοσίως μὲ λόγια καὶ πράξεις καὶ ἔχουν ἀσπαστεῖ ἄλλους θεούς, ἀνθρώπινες ἰδεολογίες καὶ θρησκεῖες, τὴν ἀθεΐα, τὸ χρῆμα ἢ τὸν ὑλισμὸ, δηλ. εἶναι εἰδωλολάτρες,  ἔχοντας συνταχθεῖ μὲ τὸν Πονηρό. Περιττὸ νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τους ὡς πρὸς τὸν πλησίον. Ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, πάει περίπατο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἡ φώτιση εἶναι μιὰ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πού, ὅμως, ἔρχεται μετὰ τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι γεμάτη μὲ τοὺς ρύπους τῆς ἁμαρτίας, δὲν ὑπάρχει χῶρος, γιὰ νὰ μπεῖ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει, ἑπομένως, πρῶτα νὰ καθαρθεῖ ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, γιὰ νὰ φωτιστοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ. Καὶ ἡ κάθαρση ἔχει ὡς προϋπόθεση τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά τους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τους στὴν Ἐκκλησία.  Ἀλλὰ, δὲν εἶναι σωστὸ αὐτὸ νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ ἀναγκαστικά. Πρέπει νὰ γίνει οἰκειοθελῶς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή τους. Δυστυχῶς, ὅμως, μᾶλλον πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ περισσότεροι οὔτε τὸ θέλουν καὶ τὸ ἐπιδιώκουν, οὔτε κἄν τὸ σκέπτονται. Κι ἐμεῖς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ μὲ ἁμαρτωλὸ τρόπο νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ ἀναγκαστικὰ ἡ κάθαρση καὶ ὁ φωτισμὸς, ἐνῶ αὐτοὶ τὸν ἀπορρίπτουν καὶ δὲν τὸν ἐπιθυμοῦν. Ἐπαναλαμβάνεται ὅτι στὴν χριστιανικὴ Πίστη τίποτε δὲν γίνεται χωρὶς τὴν συνέργεια ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Τὸ μόνο, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ προσευχηθοῦμε γι’ αὐτούς, εἶναι νὰ δείξει ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός Του ἀπέναντί τους ἢ καλύτερα ἁπλῶς «νὰ γίνει τὸ θέλημα Του».

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἀξίζει ἐπίσης νὰ ἀναρωτηθοῦμε : «Πῶς προκύπτουν, ἄραγε, σ’ ἕνα χριστιανικὸ λαὸ ἀνάξιοι ἄρχοντες, ποὺ ψηφίζουν ἀντίχριστους νόμους, ὅπως οἱ σημερινοὶ βο(υ)λευτὲς»; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης : «Ὁ Θεὸς λέει στὸ Νόμο : «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντες σύμφωνα μὲ τὶς καρδιὲς σας». Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς, ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς, προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι, ποὺ εἶναι ἀνάξιοι, προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἢ καὶ βούληση τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ, ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητάς του… Γι’ αὐτὸ, λοιπόν, ἂν ποτὲ δεῖς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλιά ἢ ἄρχοντα ἢ ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσεις, μήτε νὰ κατηγορήσεις τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ, μᾶλλον μάθε ἀπ’ αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδινόμαστε σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακὰ μας ἔργα». Ἑπομένως, οἱ ἀνάξιοι ἄρχοντες ὑπάρχουν ἐξαιτίας τῶν δικῶν μας «κακῶν ἔργων». Καί πῶς, λοιπόν, ἀπαλλασσόμαστε ἀπ’ αὐτοὺς; Μήπως μὲ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ δράση, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, «χριστιανικὰ κόμματα» κ.ἄ., ἐμπλεκόμενοι στὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο; Μήπως ἁπλῶς, ὅπως πολλοὶ ἐφησυχαστές ὑποστηρίζουν, μὲ τὴν θερμὴ προσευχὴ μας στὸν Κύριο, τὴ δικὴ μας ἢ τῶν πολλῶν, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει «θαυματουργικὰ» ἀπ’ αὐτοὺς, χωρὶς ἐμεῖς νὰ κάνουμε κάτι; Ὄχι, δὲν θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς κακοὺς νόμους μόνο μὲ τὰ παρακάλια μας στὸν Θεὸ σὰν κακομαθημένα παιδιὰ, χωρὶς ν’ ἀναλάβουμε κι ἐμεῖς τὶς δικὲς μας εὐθύνες, χωρὶς πνευματικὸ κόπο, μόχθο καὶ ἀγώνα, χωρὶς μετάνοια. Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀκούσει. Οὔτε θὰ ἀναλάβει δράση, ἐὰν πρῶτα δὲν δεῖ κάποια κίνηση κι ἀπὸ ἐμᾶς. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἡ πίστη μας χαρακτηρίζεται ὡς θεανθρωπική σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς θρησκεῖες-δαιμόνια, στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ «ὁ ἀπὸ μηχανῆς Θεὸς» ὡς ἀντίληψη καὶ πίστη. Ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἄρχοντες καὶ τούς κακοὺς νόμους θ’ ἀπαλλαγοῦμε, πρῶτα, μέσα ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τῶν δικῶν μας «κακῶν ἔργων» καὶ μετὰ μόνο μὲ βαθειά κατάνυξη καὶ μὲ πικρὰ  δάκρυα μετανοίας γιὰ τὴν ἀποστασία, τὶς αἱρέσεις  καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀφοῦ αὐτὰ ἔφεραν τοὺς κακοὺς ἄρχοντες. Γιατί, ποιὸς εἰλικρινὰ πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος μᾶς θὰ μᾶς χαριστεῖ καὶ θὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά μας, ἐνεργώντας μονομερῶς, αὐτόματα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀφήνοντάς μας στὶς ἁμαρτίες μας καὶ στερώντας μας τὴν σωτηρία; Αὐτὸ ἀντίκειται  στὴν ἀγαθότητά Του καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του πρὸς τὸ πλάσμα Του, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας «θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[36]. Ἀλλὰ, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οὔτε θέλει ἀναγκαστικὰ νὰ ἐπιβάλλει γεγονότα, καταργώντας τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἶναι πάντα σχέση συνεργείας. Ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ «μετανοήσει», γιὰ νὰ ἐπέμβει στὴν ἱστορία, σεβόμενος ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ αὐτεξούσιο, ἄν πρῶτα δὲν μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος  εἰλικρινὰ καὶ ἔμπρακτα. Αὐτὸς, ποὺ μὲ τὴν ἀνομία καὶ ἁμαρτία του εἰσάγει καὶ ὑποστασιάζει τὸ κακὸ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία.                                                                                                                                                     

Αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάντηση καὶ στὴν ἄλλη ἄποψη ποὺ διατυπώνεται, ὅτι θὰ μποροῦσαν οἱ χριστιανοὶ μὲ μιὰ δυνατὴ προσευχή, ἰδιωτική, κλεισμένοι δηλ. στὸ «ταμιεῖο» τοὺς ἢ ἀκόμα καὶ δημόσια μαζὶ μὲ ἄλλους, νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεὸ, ὄχι νὰ «φωτίσει» τοὺς βο(υ)λευτὲς, γιὰ νὰ καταψηφίσουν τὸ νομοσχέδιο, ἀφοῦ, ὅπως ἐξηγήθηκε, αὐτὸ δὲν μπορεῖ γίνει, λόγῳ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τους καὶ τῆς ἀμετανοησίας τους, ἀλλὰ νὰ ἐπέμβει ὁ Ἴδιος καὶ ν’ ἀποτρέψει τὴν ψήφιση τοῦ νόμου «ἐρήμην τοῦ ἀνθρώπου». Ὅμως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἐπειδὴ ἡ ἔξαρση τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ οἱ ἀνάξιοι ἄρχοντες εἶναι προϊὸν τῆς δικῆς μας πτώσεως καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας, θὰ πρέπει νὰ προηγηθεῖ  ἡ μετάνοιά μας, ὥστε νὰ δώσουμε τὴν εὐκαιρία γιὰ μιὰ τέτοια δράση τοῦ Θεοῦ. Εἰδάλλως, μιὰ τέτοια προσευχὴ ἐμφανίζεται πάλι ἄστοχη καὶ ἀντίθετη στὸ θέλημά Του, ἀφοῦ τὸ θέλημα Του εἶναι ἡ δικὴ μας μετάνοια καὶ σωτηρία. Ἂν ἱκανοποιοῦσε αὐτὸ τὸ αἴτημά μας χωρὶς τὴν δικὴ μας συνέργεια, στὴν πραγματικότητα θὰ μᾶς ἐγκατέλειπε στὴν πλάνη καὶ τὴν ἄγνοιά μας νὰ νομίζουμε ὅτι «ὅλα βαίνουν καλῶς» καὶ ὅτι οὐδόλως βρισκόμαστε σὲ κατάσταση ἁμαρτίας, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀνταποκρίνεται ἄμεσα καὶ ἀποφασιστικὰ σὲ ὅ,τι τοῦ ζητήσουμε. Ἄρα, εἶναι ἱκανοποιημένος μαζὶ μας. Ἀλλὰ, ἕνας Πανάγαθος Θεὸς μὲ μιὰ τέτοια ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του, ἕνας στοργικὸς Πατέρας, ποτὲ δὲν θὰ ἔκανε κάτι τέτοιο, δηλ. ν’ ἀφήσει τὸ πλάσμα Του στὸ σκοτάδι ἑνὸς τέτοιου ἐφησυχασμοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἀπώλειά του. Ἄλλωστε, οἱ ἀθέλητοι πειρασμοί, οἱ διάφορες «πληγὲς», ποὺ συμβαίνουν στὴν προσωπικὴ ἢ τὴν δημόσια σφαίρα, ἀρρώστειες, ἐπιδημίες, φυσικὲς καταστροφές, λύπες, δυστυχίες κλπ., ἐντάσσονται στὸ σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας μὲ σκοπὸ τὴν μετάνοια καὶ σωτηρία προσώπων ἢ λαῶν καὶ εἶναι πάντοτε παιδαγωγικὲς τῶν ἀνθρώπων. Εἰδικά, τὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως ἐξηγήθηκε, εἶναι κορυφαῖος δείκτης τῆς ἐλεύσεως τῶν ἐσχάτων καὶ δόθηκε ὡς «σημεῖο τῶν καιρῶν» γιὰ τὴν προειδοποίηση καὶ ἐνημέρωσή μας, ἐνῶ εἶναι καὶ μιὰ δοκιμασία τῆς πίστεώς μας. Διότι, μέσα στὸ ἀπόλυτο καὶ γενικὸ ὁμοφυλοφιλικὸ περιβάλλον, ποὺ δημιουργεῖται στὸν κόσμο, ἐμεῖς θὰ πρέπει ν’ ἀντισταθοῦμε καὶ νὰ κρατήσουμε τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, δηλ. τὸν Χριστὸ, καὶ διὰ τῆς ὑπομονῆς μας νὰ σωθοῦμε («ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται»[37]). Εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας μᾶς.

Συνεπῶς, εἶναι προσευχὴ ἁμαρτίας νὰ προσευχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ ἄρει τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», ποὺ δόθηκαν γιὰ τὴν δικὴ μᾶς ὠφέλεια καὶ τοὺς ἀναγκαίους πειρασμοὺς, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.


[1] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,  κεφ. 43 «Περί προνοίας», κείμενο – μετάφραση – εἰσαγωγή – σχόλια Νίκου Ματσοῦκα, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2002, σσ. 194-201.

[2] Ἰω. 15, 5.

[3] Μάρκ. 13, 13.

[4] Λουκ. 21, 19.

[5] Ἰω. 15, 7.

[6] Ἰω. 13, 27.

[7] Ματθ. 24, 22.

[8] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ΄ (150) Ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, τ. Γ΄, Ψαλμοί ΡΑ΄-ΡΝ΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1983, σσ. 126.

[9] Λουκ. 18, 10-14.

[10] Ματθ. 16, 22-23.

[11] Ματθ. 5, 14-16.

[12] Ψαλμ. 108, 7.

[13] ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια, Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, σσ. 256-269.

[14] Μάρκ. 8, 34.

[15] Ἰω. 17, 9.

[16] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, « Ἔκτη Κυριακή μετά τό Πάσχα (τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου», ἐν βιβλίῳ Ἀναστάσεως Ἡμέρα. Ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα ὡς τήν Πεντηκοστή. Ὁμιλίες Γ΄, μετάφραση – ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση, ἔκδ. Δ΄, Ἀθήνα 2021, σσ. 191-192.

[17] ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ.

[18] Α΄ Τιμ. 2, 1-4.

[19] Ματθ. 26, 39.

[20] Λουκ. 21, 28.

[21] Λουκ. 21, 29-36.

[22] Ἰω. 5, 5.

[23] Ἀποκ. 7, 9-11.

[24] Ἀποκ. 7, 14-15.

[25] Λουκ. 21, 34-35.

[26] Ἰω, 18, 36.

[27] Λουκ. 17, 21.

[28] Ἀπὸ τὴν εὐχὴ εἰς ἀπειλὴν λοιμικής ἀσθενείας.

[29] Κορ. Β΄ 6, 14.

[30] Ματθ. 7, 6.

[31] ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, Σoστ΄, ΕΠΕ 9, 340-344 , PG 31, 1273-1277.

[32] Ἰω. 16, 32-33.

[33] «Ναί» ἀπό τή ΝΙΚΗ στό europride, ἀλλά «νόμιμα» καί χωρίς «έκτροπα»!!! 14-06-2024, https://tasthyras.wordpress.com/2024/06/14/ναι-από-τη-νικη-στο-europride-αλλά-νόμιμα-κ/

[34] Ἰω. 15, 19.

[35] ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ, Πρός Διόγνητον ἐπιστολή V 8-9, ΜΗΤΡ. ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, Τό βίωμα καί ἡ διδαχή τῶν Πατέρων, ἐκδ. «Σπορά», σειρά «Νέο Στούδιο», Ἀθήνα 2019, σσ. 140-141.

[36] Α΄ Τιμ. 2, 4.

[37] Ματθ. 24, 13.

Share:
πνευματική ιδιοκτησία π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
error: Content is protected !!