Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ
02-08-2012
Μία ἀπό τίς βασικές δογματικές διαφορές μεταξύ τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ σχετίζεται μέ τό Θαβώριον Φῶς.
Τό θέμα τοῦ Θαβωρίου Φωτός εἶχε ἀπασχολήσει τήν Ἐκκλησία τόν 14ο αἰ. μέ κύριους ἐκφραστές ἀπό μέν τήν πλευρά τοῦ Παπισμοῦ τόν ἐπηρμένο, ὑπερήφανο, αἱρετικό καί ἀναθεματισμένο ἀπό τό Συνοδικό ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ζ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου Βαρλαάμ Καλαβρό, ἀπό δέ τήν πλευρά τῆς Ὀρθοδοξίας τόν ἀντιρρητικό καί ἀντιαιρετικό μέγα θεολόγο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τόν κήρυκα τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος, τόν ἀντίπαπα καί παπομάστιγα ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Οἱ Παπικοί, μέ ἐκφραστή τόν Βαρλαάμ, ὑποστηρίζουν ὅτι τό Φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως εἶναι κτιστό. Δέν εἶναι ἀπρόσιτο, οὔτε ἀληθινό φῶς τῆς Θεότητος, ἀλλά κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους καί ἀπό αὐτή τήν ἀνθρώπινη νόηση, τά νοήματα καί τά νοούμενα. Εἶναι δηλαδή φῶς ὑλικό, πού ἄλλοτε γινόταν ὁρατό μέ τίς αἰσθήσεις καί ἄλλοτε διαλυόταν καί κατέληγε στό «μή εἶναι», διότι ἦταν φθαρτό καί πεπερασμένο[1].
Σ’ αὐτή τήν αἵρεση, ὅτι δηλαδή τό Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό, ὁδηγήθηκαν οἱ Παπικοί, ἐπειδή ταυτίζουν τήν ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του καί ἐπειδή ἀποδίδουν στόν Θεό κτιστές ἐνέργειες. Οἱ Παπικοί δέν δέχονται ἄκτιστες ἐνέργειες στόν Θεό. Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι οὐσία ἀπρόσιτη καί δέν ἐπικοινωνεῖ προσωπικά μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐνεργεῖ στόν κόσμο, ὄχι ἄμεσα, ἀλλά ἔμμεσα, μέ κτιστές ἐνέργειες. Γι’ αὐτούς ἡ Θεία Χάρις εἶναι μέγεθος κτιστό, πού τό δημιουργεῖ ὁ Θεός, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Κτιστή εἶναι ἐπίσης ἡ Χάρις τῶν Μυστηρίων, ὅπως κτιστό εἶναι καί τό Θαβώριον Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ[2].
Οἱ ἀπόψεις, ὅμως, αὐτές τοῦ Παπισμοῦ γιά τό Θεῖο Φῶς εἶναι ἑτερόδοξες καί ἀντίθετες μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Μέ ἀναφορά πλήθους πατερικῶν χωρίων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἄλλοι μοναχοί ἀπέδειξαν ὅτι τό Φῶς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως δέν εἶναι ὑλικό καί πεπερασμένο, δέν εἶναι ἐξωτερική δόξα τοῦ σώματος, ἀλλά δόξα καί λαμπρότητα τῆς ὑποστατικά ἑνωμένης μέ τό σῶμα Θεότητας. Δέν εἶναι ἀκόμη τό Φῶς ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀθέατη καί ἀμέθεκτη, ἀλλά ἐνέργεια καί Χάρις τοῦ Θεοῦ, προσιτή καί μεθεκτή ἀπό τούς ἀξίους. Σύμφωνα μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1341, πού θεωρεῖται ὡς ἡ Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος, «ἄκτιστον ἐστί τό Φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως καί οὐκ ἔστι τοῦτο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τό Συνοδικό ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Φῶς, πού ἔλαμψε κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δέν εἶναι οὔτε κτίσμα, οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἄκτιστη καί φυσική Χάρις καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, πού πάντοτε προέρχεται ἀχωρίστως ἀπό τήν Θεία Οὐσία[3].
Στήν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει διάκριση μεταξύ ἀκτίστου οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του. Μέ τήν οὐσία, βέβαια, τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀνέκφραστη, ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά ἔλθει σέ κοινωνία. Ἐπικοινωνεῖ, ὅμως, καί μετέχει τῶν θείων ἐνεργειῶν Του. Αὐτές, ὅπως καί ἡ θεία οὐσία, εἶναι ἄκτιστες καί ἀδημιούργητες. Εἶναι δηλαδή κάτι ἄλλο ἀπό τήν θεία οὐσία, ἀλλά ὄχι κάτι ἄλλο ἀπό τήν Θεότητα. Ὁ πιστός, μέ τήν μετάνοια, τήν ἄσκηση, τήν προσευχή καί τήν συμμετοχή του στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνεῖ μέ τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καί γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως»[4]. Δηλαδή μέ τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καί κατά τό μέτρο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνα καθαρίζεται ἡ καρδιά του ἀπό τά πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς καί ἀξιώνεται νά «δεῖ», θεᾶται, μέ τρόπο μυστικό καί ἀπόρρητο, τήν θεία δόξα, τό ἄκτιστο Φῶς. Αὐτή εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας[5].
Οἱ παπικοί, ἐπίσης, θεωροῦν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀτελεῖς σ’ ἐκείνη τήν ὑπέρτατη θεωρία τῆς Μεταμορφώσεως, ἐξαιτίας τοῦ φόβου, πού δοκίμασαν, ὅταν οἱ Προφῆτες Μωϋσῆς καί Ἠλίας εἰσῆλθαν στή νεφέλη.
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, αὐτός ὁ φόβος, πού ἦταν στενά συνδεδεμένος μέ τήν χαρά, δέν ἦταν δουλικός, ὥστε νά κολασθοῦν καί νά λυπηθοῦν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά υἱϊκός καί τῶν τελείων. Γιατί, ὑπάρχει ὁ εἰσαγωγικός φόβος καί ὁ φόβος τῶν τελείων. Ἐδῶ πρόκειται γιά χαρά, σεβασμό, προσκύνηση τοῦ μεγάλου μυστηρίου, τοῦ ὁποίου ἀξιώθηκαν νά γίνουν θεατές[6].
Ὅλα τά παραπάνω ἔχουν σωτηριολογικές προεκτάσεις καί συνέπειες, δηλαδή ἔχουν ἄρρηκτη σχέση μέ τήν σωτηρία καί τήν ζωή τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Γιατί, ἄν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει στόν ἁγιασμό καί τήν θέωση. Καί αὐτό ἐπειδή, ἁπλούστατα, ἕνα κτίσμα – κτιστή ἐνέργεια (Χάρις) – δέν εἶναι δυνατόν νά σώσει, νά λυτρώσει καί νά θεώσει ἄλλο κτίσμα, τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, οἱ Δυτικοί δέν ὁμιλοῦν περί τῆς κατά Χάριν θεώσεως ὡς σκοποῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μόνον περί τῆς ἠθικῆς τελειώσεώς του. Ὅτι, δηλαδή ὀφείλουμε νά γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι ἠθικά, ὄχι, ὅμως, κατά Χάριν θεοί. Κατά συνέπεια, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀλλά ἵδρυμα, πού παρέχει στούς ἀνθρώπους τήν δικαίωση κατά ἕνα οὑμανιστικό (ἀνθρωπιστικό), νομικιστικό καί δικανικό τρόπο διά μέσου τῆς κτιστῆς χάριτος. Σέ τελική ἀνάλυση δηλαδή καταλύεται ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πραγματικότητα θεανθρωπίνης κοινωνίας[7].
Ἡ Ὀρθόδοξη, ὅμως, ἐμπειρία καί τό Ὀρθόδοξο βίωμα μιλᾶ γιά κατά Χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, γιά ἐξαγιασμό καί γιά κοινωνία θεώσεως.
Ἄς ἱκετεύσουμε, λοιπόν, τόν Μεταμορφωθέντα Κύριό μας, νά μᾶς ἀξιώσει νά ἀνεβοῦμε πάνω στήν κορυφή τοῦ ὄρους Θαβώρ καί νά δοῦμε τήν δόξα τῆς Μεταμορφώσεώς Του, ἀφοῦ πρῶτα καταφρονήσουμε τά γήινα καί καθαρισθοῦμε ἀπό τά πάθη καί τούς πονηρούς, αἰσχρούς καί βλάσφημους λογισμούς καί νά προσκυνήσουμε τήν ἐν τῷ Θαβώρ φανείσαν Ὁμοούσιο, Ζωοποιό καί Βασιλικωτάτη Ἁγία Τριάδα, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, στήν Ὁποία πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
[1] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Οἱ ἡσυχαστικές ἔριδες κατά τόν ΙΔ΄ αἰῶνα, ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσ/κη 1993, σ. 51.
[2] Ὁ Παπισμός χθές καί σήμερα, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, Ἰούλιος 2009, σσ. 15- 16.
[3] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 52, 97, 101.
[4] Β΄ Πέτρ. 1,4.
[5] Ὁ Παπισμός…, σ. 15.
[6] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Γ΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 260 καί ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, ΟἹ Δεσποτικές Ἑορτές, ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Λιβαδειά 1998, σ. 179.
[7] Ὁ Παπισμός…, σ. 16.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-08-05 16:48:18%cf%84%ce%bf-%ce%b8%ce%b1%ce%b2%cf%89%cf%81%ce%b9%ce%bf%ce%bd-%cf%86%cf%89%cf%83