ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

ἐφημ Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Ἐν Πειραιεῖ

05-08-2013

Ἡ πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας

Τήν πολυαρχία καί πολυθεΐα τῶν Ἑλλήνων – εἰδωλολατρῶν ἀνατρέπει ὁ ἱερός Μελωδός, ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μέ τό δεύτερο τροπάριο τοῦ δευτέρου κανόνος τῆς ἁγίας Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο λέει˙ «Ὡς οὐρανοῦ δεσπόζοντι καί τῆς γῆς βασιλεύοντι καί καταχθονίων τήν κυρείαν  ἔχοντι, Χριστέ σοί παρέστησαν, ἐκ μέν τῆς γῆς Ἀπόστολοι, ὡς ἐξ οὐρανοῦ δέ, ὁ Θεσβίτης Ἠλίας˙ Μωσῆς δέ ἐκ νεκάδων, μελωδούντες συμφώνως˙ Λαός ὑπερυψοῦτε Χριστόν εἰς τούς αἰώνας».

Στό τροπάριο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἱερός Μελωδός, ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τήν συμπαράσταση τῶν προφητῶν Μωϋσέως καί Ἠλιού καί τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων γιά τόν ἑξῆς λόγο. Ἐπειδή οἱ Ἕλληνες – εἰδωλολάτρες φλυαροῦσαν ὅτι ἄλλος Θεός ἐξουσιάζει τά οὐράνια, ἄλλος τά ἐπίγεια καί ἄλλος τά καταχθόνια, ἐλέγχει ὁ ἱερός Μελωδός αὐτήν τήν φλυαρία τους, λέγοντας πρός τόν Χριστό˙ Ὧ ἠλιόμορφε Χριστέ, ἐπειδή Ἐσύ ἐξουσιάζεις τόν οὐρανό καί βασιλεύεις στή γῆ καί ἔχεις τήν κυριότητα τῶν καταχθονίων, γι’αὐτό ἀπό αὐτά τά τρία μέρη τοῦ κόσμου παραστάθηκαν σ’ Ἐσένα στό Θαβώρ, ἀπό μέν τή γῆ οἱ Ἀπόστολοι, στήν ὁποία αὐτοί ὡς ζῶντες ἀκόμη περπατοῦσαν καί ἀνέπνεαν τόν ἀέρα γύρω ἀπό τήν γῆ, ἀπό δέ τόν οὐρανό παραστάθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας καί ἀπό τόν Ἄδη παραστάθηκε ὁ προφήτης Μωϋσῆς, γυμνή ψυχή χωρίς σῶμα. Ὅλοι αὐτοί τότε στήν Μεταμόρφωσή Σου μελωδοῦσαν καί οἱ πέντε μέ συμφωνία, γιά νά δείξουν ὅτι Ἐσύ εἶσαι Αὐτός, πού τούς ἕνωσες, καί ὅτι μέσα στό χέρι Σου περιέχεται ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καί ὁ Ἄδης[1].

Ἀλλά καί στό δεύτερο τροπάριο τῆς γ΄ ὠδῆς τοῦ δευτέρου κανόνος τῆς ἁγίας Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέπεται αὐτή ἡ ἑλληνική – εἰδωλολατρική πλάνη. Λέει τό τροπάριο˙ «Θεός ὅλος ὑπάρχων, ὅλος βροτός γέγονας, ὅλῃ τῇ Θεότητι μίξας, τήν ἀνθρωπότητα, ἐν ὑποστάσει σου, ἥν ἐν δυσί ταῖς οὐσίαις, Μωϋσῆς Ἠλίας τε, εἶδον ἐν ὄρει Θαβώρ». Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ Μελωδός, ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεολογεῖ τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου καί δογματίζει, λέγοντας˙ Ὦ Θεάνθρωπε Χριστέ, Σύ ὑπάρχεις πρό τῶν αἰώνων ὅλος Θεός, δηλαδή ἔχεις ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος. Γιατί, ἡ Θεότης στήν Ἁγία Τριάδα δέν εἶναι μεριστή, ὥστε ἄλλο μέν μέρος νά ἔχει ὁ Πατήρ, ἄλλο δέ ὁ Υἱός, ἄλλο δέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ἄπαγε! Αὐτά τά φλυαροῦσαν καί ἔπαιζαν οἱ Ἕλληνες – εἰδωλολάτρες, μοιράζοντας τήν μέν ἐξουσία τοῦ οὐρανοῦ στόν Δία, τήν δέ ἐξουσία τῆς θαλάσσης στόν Ποσειδώνα καί τήν ἐξουσία τοῦ Ἅδου καί τῶν ὑπογείων στόν Πλούτωνα. Ἐμεῖς, ὅμως, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν μοιράζουμε ἔτσι τήν Θεότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά δοξάζουμε καί φρονοῦμε ὅτι καί ὁ Πατήρ εἶναι ὅλος Θεός καί ὁ Υἱός εἶναι ὡσαύτως ὅλος Θεός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἀπαραλλάκτως εἶναι ὅλος Θεός. Γιατί, ἡ Θεότητα δέν μοιράζεται σ’αὐτούς, ἀλλά ὅλη ὑπάρχει σέ κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὅλη εἶναι καί στά τρία μαζί[2].

Ἐπεξηγῶντας ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τήν ἔννοια τοῦ δευτέρου τροπαρίου τῆς στ’ ὠδῆς τοῦ α΄ κανόνος τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ ὁποῖος εἶναι ποίημα τοῦ ὁσίου Κοσμᾶ Ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ, «Ἀνελθών ἐν ὄρει, Θαβώρ μετεμορφώθης Χριστέ, καί τήν πλάνην πᾶσαν, ἀμαυρώσας φῶς ἐξέλαμψες», ἀναφέρει τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία μεταμορφώθηκε ὁ Κύριος στό Θαβώριον ὄρος. Οἱ Ἕλληνες – εἰδωλολάτρες, πού λάτρευαν τά εἴδωλα καί τά δαιμόνια στά ψηλά ὄρη καί στά χαμηλά βουνά, συνήθιζαν νά θυσιάζουν τίς ἀκάθαρτες θυσίες, νά καῖνε τό σκοτεινό πῦρ καί νά θυμιάζουν τά βρωμερά θυμιάματα, καθώς ἀναφέρει ἡ θεία Γραφή˙ «Καί ἐποίησεν Ἰωάς (Βασιλεύς Ἰούδα) τό εὐθές ἐνώπιον Κυρίου πάσας τάς ἡμέρας, ἅς ἐφώτισεν αὐτόν Ἰωδαέ ὁ Ἱερεύς˙ πλήν τῶν ὑψηλῶν οὐ μετεστάθησαν, καί ἐκεῖ ἔτι λαός ἐθυσίαζε καί ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς»[3]. Γι’αὐτό εἶπε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν λόγο του στήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ˙ «Διά τοῦτο μικρός (ὁ Χριστός), ὅτι διά σέ ταπεινός˙ ὅτι ἐπί τό πλανώμενον ἦλθεν ὁ ποιμήν ὁ καλός, ὁ τιθείς τήν ψυχήν ὑπέρ τῶν προβάτων, ἐπί τά ὄρη καί τούς βουνούς, ἐφ’οὕς ἐθυσίαζες». Γνωρίζοντας ὅλα αὐτά, λέει ὁ Μελωδός˙ Ἐσύ, Χριστέ φωτεινότατε, ἀνέβηκες πάνω στό Ὄρος Θαβώρ καί μεταμορφώθηκες, ἔτσι ὥστε, διά μέσου τοῦ ὄρους Θαβώρ, τό ὁποῖο φωτίσθηκε ἀπό τό ἄυλο πῦρ τῆς Θεότητός Σου, νά διαλύσεις τήν πλάνη καί τήν λατρεία τῶν δαιμόνων, πού ἐνεργοῦνταν στά ὄρη καί τά βουνά, καί ἀκολούθως νά λαμπρύνεις μέ τό φῶς τῆς θεογνωσίας αὐτούς, πού λατρεύουν τά ἀναίσθητα εἴδωλα[4].

Ἡ αἵρεσις τοῦ Μασσαλιανισμοῦ

Οἱ Μασσαλιανοί, ἀκούγοντας τόν Ἀπόστολο Πέτρο νά λέει «ἵνα διά τούτων γένησθε θείας φύσεως κοινωνοί»[5], δηλαδή ὅτι χαρίσθηκε στούς χριστιανούς τό νά γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, ἀπατήθηκαν καί νόμισαν ὅτι λέει πώς οἱ χριστιανοί θά μεθέξουν ἀπό τήν φύση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατ’αὐτούς εἶναι ὁρατή καί μεθεκτή. Ἄπαγε! Αὐτό εἶναι ἀδύνατο σέ κάθε λογικό κτίσμα, τόσο στούς ἀγγέλους, ὅσο καί στούς ἀνθρώπους. Γι’αὐτό καί ἡ Σύνοδος, πού συστάθηκε κατά Μασσαλιανῶν δογμάτισε ὅτι «γίνεταί τίς ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καί ἐνοικεῖ τοῖς ἀξίοις ὁ Θεός, ἀλλ’οὐχ ὡς ἔχει φύσεως ἡ Θεότης». Ἡ ὑπερούσιος καί ἄπειρη οὐσία καί φύση τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τά κτίσματα, ἀλλά καί ἀόρατη, καί ὄχι μόνο ἀόρατη, ἀλλά καί ἀκατάληπτη καί πάντῃ ἀνεπινόητη καί ἀνεξιχνίαστη. Γιατί τό πεπερασμένο δέν μπορεῖ νά χωρέσει τό ἄπειρο. Ἡ κοινωνία, λοιπόν, τῆς θείας φύσεως, πού λέει ὁ Κορυφαῖος, εἶναι τό νά κοινωνήσουν καί νά μεθέξουν οἱ χριστιανοί, πού καθαρίστηκαν καί τελειοποιήθηκαν μέ τήν πίστη καί τόν ἐνάρετο βίο, ἀπό τίς τελειότητες, τίς ἐνέργειες, τίς δυνάμεις, τίς χάρες καί ἁπλῶς ἀπό τά προσόντα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποία «φύση Θεοῦ» ὀνόμασε ὁ Κορυφαῖος, γιατί αὐτά εἶναι ἑνωμένα μέ τήν φύση τοῦ Θεοῦ καί ἀχώριστα ἀπό αὐτή καί ἀκολούθως γιατί εἶναι οὐσιώδη καί φυσικά τοῦ Θεοῦ. Καθώς ἡ θεία φύση εἶναι ἀΐδια καί ἄκτιστη, ἔτσι καί αὐτά εἶναι συναΐδια μέ τόν Θεό καί ἄκτιστα. Ἀφοῦ, λοιπόν, οἱ κεκαθαρμένοι κοινωνοῦν τῶν φυσικῶν τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ, θεοῦνται καί γίνονται θεοί κατά χάριν, τώρα μέν σάν σέ ἀρραβώνα, τότε δέ τελειότερα καί ἐκτυπώτερα, παρ’ὅλο πού καί αὐτή ἡ κοινωνία γίνεται κατά συγκατάβαση[6].

Αὐτό, πού εἶπε ὁ Κορυφαῖος παραπάνω, ὅτι οἱ χριστιανοί θά γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό, πού λέει ὁ μελωδός ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός στό δεύτερο τροπάριο τῆς γ΄ ὠδῆς τοῦ πεζοῦ κανόνος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστός μᾶς μετέδωσε ἀπό τήν θεία φύση Του˙ – μεταδούς θείας φύτλης – καί μέ αὐτό, πού λέει ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στό πρῶτο τροπάριο τῆς ζ΄ ὠδῆς τοῦ β΄ κανόνα τῆς Μεταμορφώσεως˙ «Νῦν καθωράθη Ἀποστόλοις, τά ἀθέατα Θεότης ἐν σαρκίῳ», ὅπου Θεότης δέν εἶναι ἡ φύση καί ἡ ὑπερούσιος οὐσία τοῦ Θεοῦ, καθώς νόμιζαν οἱ Μασσαλιανοί, ἀλλά ἡ θεοποιός ἐνέργεια, Χάρις καί φῶς τοῦ Θεοῦ[7].

Ἡ αἵρεσις τοῦ Νεστοριανισμοῦ

Σύμφωνα μέ τό τρίτο τροπάριο τῆς ζ΄ ὠδῆς τοῦ β΄ κανόνος τῆς Μεταμορφώσεως, «Νῦν τά ἀνήκουστα ἠκούσθη˙ ὁ ἀπάτωρ γάρ Υἱός ἐκ τῆς Παρθένου, τῇ πατρώᾳ φωνῇ, ἐνδόξως μαρτυρεῖται, οἷα Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ αὐτός εἰς τούς αἰώνας», ὁ Χριστός, πού γεννήθηκε ἄνευ πατρός ἀπό τήν Παρθένο κατά τήν ἀνθρωπότητα, Αὐτός μαρτυρεῖται ἐνδόξως μέ τήν φωνή τοῦ ἄνευ μητρός Πατρός κατά τήν Θεότητα. Μαρτυρεῖται Υἱός ἀγαπητός, ὄχι μόνο ἐπειδή εἶναι Θεός, ἀλλά καί ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος. Γιατί, ἕνας καί ὁ αὐτός εἶναι καί Υἱός τοῦ Πατρός καί Υἱός τῆς Παρθένου καί ὄχι δύο Υἱοί, πού γεννήθηκαν ἄλλος ἀπό τόν Πατέρα καί ἄλλος ἀπό τήν Παρθένο, καθώς βλασφημοῦσε ὁ ἰουδαιόφρων καί ἀνθρωπολάτρης Νεστόριος[8]

Ἡ αἵρεσις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ

Ἑρμηνεύοντας ὁ θεῖος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τό πέτρειο χωρίο «καί ταύτην τήν φωνήν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθείσαν, σύν αὐτῷ ὄντες ἐντῷ  ὄρει τῷ ἁγίῳ»[9], σημειώνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί διά τῆς ἀκοῆς καί πολλῷ μᾶλλον διά τῆς ὁράσεως, γνώρισε πώς ὁ ἕνας Χριστός εἶχε δύο φύσεις, Θεότητα καί ἀνθρωπότητα. Ἐπειδή ἐκείνον, πού ἔβλεπε προηγουμένως νά φαίνεται ταπεινός σάν ἕνα ἀπό τούς ἀνθρώπους, αὐτόν τόν ἴδιο εἶδε πάλι μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο καί τόν Ἀπόστολο Ἰωάννη κατά τόν καιρό τῆς θείας Μεταμορφώσεως ὡς Θεό στή μεγαλειότητα τῆς δόξης Του καί Θεότητός Του. Γι’αὐτό καί ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θεολογικώτατα ἐρρητόρευσε˙ «Μεταμορφοῦται τοίνυν, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, οὐδέ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλλόμενος, ἀλλ’ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά ὄμματα, καί ἐκτυφλών ἐργαζόμενος βλέποντας. Καί τοῦτό ἐστι τό μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, μένων γάρ αὐτός ἐν ταυτότητι, παρ’ὅ τό πρίν ἐφαίνετο, ἕτερος νῦν τοῖς μαθηταῖς ἐωράτο φαινόμενος». Ἄς καταισχυνθοῦν, λοιπόν, οἱ Μονοφυσῖτες (Ἀρμένιοι, Αἰθίοπες, Κόπτες, Συροϊακωβῖτες, Μαρωνῖτες), πού ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστός εἶχε μία φύση, τήν θεϊκή, καί οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν καί ἀναθεματίστηκαν ἀπό τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο[10].

Ἑρμηνεύοντας ὁ ὅσιος Νικόδημος τό πρῶτο τροπάριο τῆς γ΄ ὠδῆς τοῦ α΄ κανόνος τῆς Μεταμορφώσεως, «Ὅλον τόν Ἀδάμ φορέσας Χριστέ, τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἀμείψας ἐλάμπρυνας πάλαι φύσιν καί ἀλλοώσει τῆς μορφῆς σου ἐθεούργησας», σημειώνει ὅτι πρέπει νά γνωρίζουμε πώς ἡ ἀνθρώπινη φύση, πού ἑνώθηκε καθ΄ὑπόστασιν μέ τόν Θεό Λόγο, ἄν καί θεώθηκε καί θεουργήθηκε ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἑνώσεως, δέν βγῆκε ὅμως ἔξω ἀπό τούς φυσικούς ὄρους της, ὥστε νά τραπεῖ σέ Θεότητα. Μή γένοιτο! Αὐτό ἦταν τό κακόδοξο φρόνημα τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἀλλά, καθώς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται καί Υἱός ἀνθρώπου, χωρίς νά μεταβάλει αὐτό, πού ἦταν, δηλαδή τό νά εἶναι Θεός, ἐπειδή εἶναι ἄτρεπτος, ἀλλά προσλαμβάνοντας αὐτό, πού δέν ἦταν, ὡς φιλάνθρωπος, ἔτσι καί τό πρόσλημμα τῆς ἀνθρωπότητας, ἄν καί θεώθηκε, ἔμεινε ὅμως ἄτρεπτο καί δέν ἀπέβαλε τά φυσικά του ἰδιώματα, δηλαδή τό παθητό, τό φθαρτό, τό θνητό καί τά ἄλλα φυσικά καί ἀδιάβλητα καλούμενα πάθη, ἀλλά τά εἶχε καί μετά τήν Θέωση[11]. Ἐπίσης, μέ τά παραπάνω πιστώνεται ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί καταισχύνονται καί οἱ αἱρετικοί Μανιχαίοι, οἱ ὁποῖοι πρέσβευαν ὅτι ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε κατά φαντασίαν.


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Γ΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σσ. 311-312.

[2] Ὅ. π., σ. 291.

[3] Δ΄ Βασ. 12, 2.

[4] Ὅ. π., σ. 256.

[5] Α΄ Πέτρ. 1, 4.

[6] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σ. 346.

[7] Τοῦ ἰδίου, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτών, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 162 καί  Ἑορτοδρόμιον… Γ΄, σσ. 305-306.

[8] Τοῦ ἰδίου, Ἑορτοδρόμιον… Γ΄, σ. 307.

[9] Β΄ Πέτρ. 1, 18.

[10] Ὅ. π., σ. 366.

[11] Ὅ. π., σσ. 235-236.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-08-06 13:38:43%cf%84%ce%bf-%ce%b3%ce%b5%ce%b3%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b8%ce%b5%ce%b9%ce%b1%cf%83-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%cf%89%cf%83%ce%b5%cf%89%cf%83-%cf%89%cf%83