Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
20-03-2022
Πολλοί ἀναρωτιοῦνται, ἄν εἶναι ἔγκυρα ἤ ὄχι τά ἱερά μυστήρια, πού τελοῦν οἱ αἱρετίζοντες καί μή συνοδικῶς κατεγνωσμένοι Οἰκουμενιστές κληρικοί.
Ἄν ἐπιθυμοῦμε νά εἴμαστε συνεπεῖς μέ τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί τήν πρακτική τῶν ἁγίων Πατέρων, ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι δέν δύναται νά ἀμφισβητηθεῖ τὸ κῦρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων, εἴτε τῶν μὴ ὀρθοδόξως καὶ συνοδικῶς καταδικασμένων αἱρετιζόντων καὶ προμάχων τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος, εἴτε ἐκείνων ὅσοι δὲν ἔχουν ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τούς αἱρετικούς ψευδοποιμένες καὶ ψευδοδιδασκάλους τους.
Δυστυχῶς, κάποιοι «ζηλωτές» ἰσχυρίστηκαν τό ἀντίθετο παλαιότερα, ἀλλά καί ἐσχάτως, ἔχοντας ζῆλο ὑπέρμετρο καὶ «οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν». Μία ἀπό τίς πεπλανημένες θεωρίες τῶν σχισματικῶν Ζηλωτῶν Παλαιοημερολογιτῶν, πού ὑπῆρξε καί ἀφορμή μεγάλων διασπάσεών τους, εἶναι ὅτι ἰσχυρίζονται πώς, μόλις κάποιος Ὀρθόδοξος κληρικός κηρύξει αἱρετικά δόγματα ἤ κάποια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαπράξει κάποια παρανομία, ἐκπίπτουν αὐτομάτως τῆς Θείας Χάριτος καί ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Φυσικά, κατά τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, αὐτό συμβαίνει μόνο κατόπιν συνοδικῆς ἐκδικάσεως καί κατακρίσεώς τους[1] ἤ ὅταν μόνοι τους ἐγκαταλείψουν τήν Ταμιούχο τῆς Θείας Χάριτος Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Οἱ αἱρετίζοντες ἢ κοινωνοὶ τῶν σχισματικῶν Κληρικοί, ἐπειδή δέν εἶναι ἀκόμη καταδικασμένοι ἀπὸ Ὀρθόδοξη Σύνοδο, τελεσιουργοῦν ἔγκυρα Μυστήρια, καθὼς ἐπεξηγεῖ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν β΄ ὑποσημείωση τοῦ 3ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος : «Ὅμως, ἂν ἡ σύνοδος δὲν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τὴν καθαίρεσιν τῶν ἱερέων ἢ τὸν ἀφορισμὸν ἢ ἀναθεματισμὸν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ καὶ οἱ λαϊκοὶ οὔτε καθῃρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ οὔτε ἀφωρισμένοι ἢ ἀναθεματισμένοι … ἡ προσταγὴ τῶν Κανόνων χωρὶς τὴν ἔμπρακτον ἐνέργειαν τοῦ β΄προσώπου, ἤτοι τῆς συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καὶ πρὸ κρίσεως μὴ ἐνεργοῦσα καθ’ ἑαυτήν»[2].
Χάνει, λοιπόν, τὴν ἱερωσύνη ὁ Κληρικός μετὰ ἀπό δίκαιη συνοδικὴ καταδίκη του, καθὼς σημειώνει καὶ πάλι ὁ ὅσιος Νικόδημος, στὴν β΄ ὑποσημείωση τοῦ 28ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος : «Ὁ μὲν γὰρ δικαίως καθαιρεθείς, καὶ ἐσωτερικῶς ἀπὸ λόγου του διὰ τὴν ἀναξιότητά του, καὶ ἐξωτερικῶς ἀπὸ τὴν Σύνοδον, ἔχασε τὴν ἐνέργειαν τῆς ἱερωσύνης»[3].
Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων παραδειγμάτων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, θά ἀρκεστοῦμε νά ἀναφέρουμε μόνο τά ἐξῆς δύο :
α) Ὀ ἅγιος Ἀνατόλιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (03-07) χειροτονήθηκε τὸν 5ο αἰ. ἀπὸ τόν αἱρεσιάρχη τῶν Μονοφυσιτῶν Διόσκορο, ὁ ὁποῖος ἀκόμη τότε δέν εἶχε καταδικαστεῖ. Παρ’ὅλο αὐτό, τὸ κῦρος τῆς χειροτονίας του ἔγινε ἀποδεκτό, καθὼς ἐπιμαρτυρεῖ ἡ Ζ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενικὴ Σύνοδος : «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης, εἶπε· Τί λέγετε περὶ Ἀνατολίου; Οὐχὶ ἔξαρχος τῆς ἁγίας τετάρτης συνόδου ἐγεγόνει; Καὶ ἰδοὺ ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς. Καὶ ἡμεῖς γοῦν δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ὡς καὶ Ἀνατόλιος ἐδέχθη. Καὶ αὖθις ἀληθῶς φωνὴ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι οὐκ ἀποθανοῦνται τέκνα ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ’ ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται· καὶ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία. Ἐπειδὴ δέ τινες τυχὸν ἀμφιβάλλουσι περὶ Ἀνατολίου, ἀναγνωσθήτω τὰ περὶ αὐτοῦ»[4].
β) Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (18-03) ἔλαβε τήν ἐπισκοπική χειροτονία ἀπό τόν Μητροπολίτη Καισαρείας Ἀκάκιο, ὁ ὁποῖος ἦταν μέν δεδηλωμένος ἀρειανός (καί μάλιστα ἀρχηγός μιᾶς μερίδας τῶν ἀρειανῶν), ἀλλά ἀκόμη διατελοῦσε καί ἐνεργοῦσε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἀκόμη δέν εἶχε καταδικαστεῖ συνοδικῶς[5].
Μποροῦμε ἄραγε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ αἱρετίζοντες Διόσκορος καί Ἀκάκιος, πρό συνοδικῆς κρίσεως, δέν τελοῦσαν ἔγκυρα μυστήρια; Ἄν ναί, τότε ἀμφισβητοῦμε εὐθέως τήν χειροτονία καί τήν ἱερωσύνη τῶν δύο ἀγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἀνατολίου καί Κυρίλλου καί τούς καθιστοῦμε ἀχειροτόνητους καί ψευδεπισκόπους, πράγμα ἄτοπον καί πολλῷ μᾶλλον βλάσφημο!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτᾶ : «Πάντας ὁ Θεός χειροτονεῖ, καί τούς ἀναξίους»; Καί ἀπαντᾶ : «Πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ αὐτός ἐνεργεῖ, ἤ καί αὐτοί εἶεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν λαόν»[6]. Δηλαδή, «ὅλους ὁ Θεός τούς χειροτονεῖ, καί τούς ἀνάξιους; Ὅλους βέβαια δέν τούς χειροτονεῖ ὁ Θεός, μέσῳ ὅλων, ὅμως, αὐτός ἐνεργεῖ, καί ἄν ἀκόμη συμβαίνει νά εἶναι ἀνάξιοι, γιά νά σωθεῖ ὁ λαός».
Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως[7] ὁ θαυματουργός λέγει τά ἑξῆς σχετικά με τά θεῖα μυστήρια :
« Περὶ τῶν ἐπιτελοῦντων τὰ μυστήρια προσώπων
1. Τὰ θεῖα μυστήρια, γιά νά ἐπιτελοῦνται καὶ τελειώνονται μυστικῶς, ἀπαιτοῦνται :
(α) ἱερεύς, ὁ ὁποῖος νά εἶναι κανονικῶς χειροτονημένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καὶ ἐντεταλμένος ἀπὸ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ μόνη ἐντολοδόχος καί αὐτή, πού ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἀπό τόν Μέγιστο Ἀρχιερέα Χριστό, πού εἶναι ὁ μόνος τελετουργός τῶν μυστηρίων, διότι δέν εἶναι τὰ πρόσωπα, αὐτά πού ἐπιτελοῦν τὰ μυστήρια καὶ μεταδίδουν τὴν Χάρι, ἀλλὰ Αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς Χριστός, ὁ Ὁποῖος καί προσφέρει τὸ μυστήριο τῆς εὐχαριστίας καὶ προσφέρεται, καὶ μεταδίδει καὶ μεταδίδεται, καὶ ἁγιάζει αὐτοὺς, πού μεταλαμβάνουν, καὶ
(β) νὰ ἐπιτελοῦνται κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παραδόθηκε στήν Ἐκκλησία ἀπὸ τούς ἁγίους Ἀποστόλους.
2. Ἡ Καθολικὴ (Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία ἐπιτρέπει νά λειτουργοῦν μόνο ὅσοι εἶναι κανονικῶς σφραγισμένοι καὶ κεκλημένοι καὶ χειροτονημένοι, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, καί δέν ἔχουν κάποια κακὴ αἵρεση.
Περὶ τῆς ἠθικῆς τελειότητος τῶν λειτουργῶν τῶν μυστηρίων
3. Στήν ἐπιτέλεση τῶν μυστηρίων δέν συμβάλλει καθόλου ἡ ἠθικὴ τελειότητα τοῦ λειτουργοῦντος ἱερέως, οὔτε ὁ βαθμὸς τῆς πίστεώς του, ἐὰν αὐτά τοῦ λείπουν, διότι αὐτός εἶναι ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνεργεῖ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Θεὸς δίδει τὴν Χάρι ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν αὐτός εἶναι ἀνάξιος, θά δώσει λόγο γιὰ τὴν τόλμη του, τὰ μυστήρια, ὅμως, τελοῦνται καὶ τελειοῦνται.
4. Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεῖο καθίδρυμα ἔχει τὸ Πνεῦμα˙ ἐπειδὴ δὲ τὸ Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μένει στὸν αἰῶνα, ἡ Ἐκκλησία, ἀνεξαρτήτως πρὸς τὸ ἦθος καὶ τὴν πίστη τῶν προσώπων, ἔχει τὸ Πνεῦμα στόν ἑαυτό της στὸν αἰῶνα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, διότι αὐτή εἶναι τό Σῶμα Του, Αὐτὸς δὲ ἡ Κεφαλὴ της.
Περὶ τῆς τελειώσεως τῶν μυστηρίων
5. Ἡ τελείωση καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν μυστηρίων, ὡς αὐτοτελὴς, εἶναι ἀνεξάρτητη, ὄχι μόνο ἀπό τον Ἱερέα, πού ἐνεργεῖ στό μυστήριο, ἀλλὰ τυγχάνει ἀνεξάρτητη καὶ ἀπό τήν ἠθική τελειότητα καὶ πίστη αὐτοῦ, πού δέχεται τὸ μυστήριο. Τὸ μυστήριο τελέστηκε, ὁ ἥλιος ἀνέτειλε, ἡ Χάρις ξεχύθηκε, ὁ λόγος ἐλάλησε, ὅσοι ἔχουν μάτια εἶδαν, οἱ εὐαίσθητοι αἰσθάνθηκαν, ὅσοι ἀκοῦν ἄκουσαν καὶ ὅσοι ἔχουν μυαλό νά καταλάβουν κατάλαβαν˙ ὅμως, οἱ τυφλοί, οἱ κουφοί, οἱ ἀναίσθητοι καὶ οἱ βραδεῖς στὸν νοῦ κοιμήθηκαν καί δέν ἐπέδειξαν κανένα ἐνδιαφέρον. Αὐτοί τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως θά εἶναι ἀναπολόγητοι, διότι, ἐξαιτίας τῆς ἐθελοκακίας, στερήθηκαν τήν σωτήρια Χάρι. Ὁ λόγος ἐδῶ ἀφορᾶ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι τά μυστήρια τελοῦνται μόνο ὑπὲρ τῶν πιστῶν».
Ἐπειδή, λοιπόν, δέν εἶναι ἀκόμη κατεγνωσμένοι καί καθηρημένοι ἀπό Ὀρθόδοξη Σύνοδο, τά μυστήρια, πού τελοῦν, εἶναι βεβαίως ἔγκυρα. Ἀλλά, σέ τί τούς ὀφελεῖ ἡ τέλεσή τους; Εἰς κρίμα καί εἰς κατάκριμα γιά τούς ἰδίους εἶναι ἡ τέλεσή τους καί ἡ μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀφοῦ τό Τίμιο καί Πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά γιά τούς ἐν γνώσει ἀναξίως καί ἀμετανοήτως ἀμαρτάνοντες καί δή αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές, τούς ὁποίους κατακαίει. Πῶς εἶναι δυνατόν ἀπό τήν μιά νά κοινωνοῦν τόν Ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί ἀπό τήν ἄλλη νά συνεχίζουν ἀκάθεκτοι τόν σατανοκίνητο καί ἐπάρατο Οἰκουμενισμό;
Ὁ μέγας δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[8], λέγει : «Ἡ Ἁγία Κοινωνία λέγεται καί εἶναι ἀληθινή κοινωνία, ἐπειδή μέσῳ αὐτῆς βρισκόμαστε σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μετέχουμε στήν σάρκα Του καί τήν Θεότητα. Ἀκόμη μέσῳ αὐτῆς εἴμαστε σέ κοινωνία
καί ἑνότητα μεταξύ μας. Ἐπειδή δηλαδή μεταλαμβάνουμε ἀπό τόν ἕνα ἄρτο, ὅλοι γινόμαστε ἕνα σῶμα Χριστοῦ καί ἕνα αἷμα καί μέλη μεταξύ μας, μέ τό νά γινόμαστε σύσσωμοι μέ τόν Χριστό.
Γι’ αὐτό, μέ ὅλη μας τήν δύναμη ἄς προσέξουμε νά μήν παίρνουμε μετάληψη ἀπό αἱρετικούς, οὔτε νά δίνουμε σ’ αὐτούς. Διότι, ο Κύριος λέει «νά μή δώσετε τα άγια στους σκύλους, οὔτε τούς μαργαρίτες σας νά τούς ρίχνετε στά γουρούνια», γιά νά μήν γίνουμε μέτοχοι στήν κακοδοξία καί τήν κατάκρισή τους. Ἄν πάντως ὑπάρχει ἕνωση μέ τόν Χριστό καί μεταξύ μας, ὁπωσδήποτε ἑνωνόμαστε κατά προαίρεση καί μέ ὅλους, πού μεταλαμβάνουν μαζί μας· γιατί ἡ ἕνωση αὐτή γίνεται μέ τήν προαίρεση καί ὄχι χωρίς τήν δική μας γνώμη».
Συμπερασματικῶς, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν μποροῦμε νά μεταλαμβάνουμε σέ ναούς ἀπό χέρια Οἰκουμενιστῶν, καί μάλιστα μαζί μέ ἐμβολιασμένους καί μασκοφορεμένους, διότι μέ τήν συγκατάθεση καί θέλησή μας, ἑνωνόμαστε μαζί τους.
Παρὰ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία δὲν θεωρεῖ ἀδιάφορη τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τοὺς μὴ καταδικασμένους αἱρετίζοντες ἢ φιλοσχισματικούς.
Ἐνῷ, λοιπόν, τὰ μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα, ὅσοι μετέχουν αὐτῶν τῶν Μυστηρίων μέ φρόνημα ἀδιαφορίας γιὰ τὴν προδοσία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τούς τελεσιουργούς, εἶναι ὑπόλογοι γιὰ τὴν καταφρόνηση αὐτη τοῦ κινδύνου.
Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, σέ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀντωνιανὸ σχετικά μέ τήν πρὸ Συνόδου κοινωνία μέ τούς πεπτωκότες καὶ ἐξωμόσαντες στοὺς ἀρχαίους διωγμοὺς, παραγγέλλει: «Ἀλλ’ ἐάν τις πρὸ τῆς ἡμετέρας Συνόδου καὶ πρὸ τῆς ἐπιλεγείσης ὑφ’ ὅλης τῆς Συνόδου ἀποφάσεως ἔχει ἀπερισκέπτως κοινωνήσει μετὰ τῶν πεπτωκότων, αὐτὸς οὗτος κωλυθείη τῆς κοινωνίας»[9].
Μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σχετικῶν συστάσεων τῶν Ἁγίων, καὶ ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, διδάσκαλος τῶν ἁγίων Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφέροντας τίς ἀποφάσεις τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ 1405-1406 σχετικά μέ τήν τότε ἀποτολμώμενη ἕνωση τῶν οὐνιτιζόντων Κυπρίων μέ τούς Ὀρθοδόξους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συναριθμεῖ τὴν ἑξῆς συνοδικὴ ἀπαγόρευση πρὸς τοὺς Κυπρίους : «Ἐὰν ὁμολογῶσι τὸν πάπαν τῆς Ῥώμης ἅγιον, καὶ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ἐπισκόπους ἑαυτῶν ἐπισκόπους ἡγοῦνται, οὐκ ὀφείλετε τούτοις συγκοινωνῆσαι … καὶ ἐὰν συμφοραίνωσι τοῖς τῶν Λατίνων ἐπισκόποις (ἐπειδὴ τὸ συμφοραίνειν αὐτοῖς, συγκοινωνεῖν ἐστι τούτοις· ὁ δὲ ἀκοινωνήτῳ κοινωνῶν, καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητός ἐστι) οὐκ ὀφείλετε τούτοις συγκοινωνῆσαι»[10]. Δηλώνει, λοιπόν, ξεκάθαρα ὁ ἱερὸς Βρυέννιος, ἀπηχώντας τήν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ὀρθοδόξου Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κοινωνία καὶ συμπροσευχὴ τῶν Ὀρθοδόξων μέ ὅσους συμπροσευχήθηκαν ἐπισήμως μέ τούς αἱρετικούς ἢ ἀποδέχονται ὡς ἀληθινή τὴν ἱερωσύνη τους.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ἀποφθεγματικῶς : «… τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι. Kαὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν. Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε»[11].
Οἱ σχισματοαιρετικοὶ τῆς Οὐκρανίας, καθὼς καὶ ὅσοι κοινωνοῦν μ’ αὐτούς (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος), εἶναι ἀνεπίδεκτοι σωτηρίας. Αὐτό θεμελιώνει ἡ ἐπιβαλλομένη σ’ αὐτοὺς ἀκοινωνησία ἀπὸ τούς Ἱερούς Κανόνες 45ο Ἀποστολικό[12] καὶ 2ο τῆς Ἀντιοχείας[13], πού εἶναι προοίμιο τοῦ αἰωνίου χωρισμοῦ τους ἀπὸ τήν μερίδα τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ.
Φυσικά ἐννοεῖται ὅτι σέ περίπτωση συμπροσευχῆς καί συλλειτουργίας τῶν μὴ ἔτι συνοδικῶς καταδικασμένων ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν μέ κατεγνωσμένους αἱρετικούς (παπικούς, προτεστάντες, μονοφυσῖτες, ἀγγλικανούς, ἐπισκοπῖνες – ἱέρειες) ἤ ἀλλοθρήσκους ἤ τούς ἐπί κεφαλῆς τῶν σχισματοαιρετικῶν τῆς Οὐκρανίας Ἐπιφάνιο Ντουμένκο καί τῶν Σκοπίων Στέφανο Βεζλανόφσκι καί τούς σύν αὐτοῖς, οἱ ἀκολουθίες καί τά «μυστήρια» τυγχάνουν παντελῶς ἄκυρα καί ἀχαρίτωτα.
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 4-5, 696.
[2] Ὁ.π.,, σ. 5.
[3] Ὅ. π., σ. 29.
[4] Mansi 12, 1042C
[5] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά δύο ἄκρα. Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἔκδ. Ἱερό Ἠσυχαστήριο Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, ἔκδ. Β΄, Ἀθήναι 1997, σ. 91.
[6] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ΕΠΕ 23 (495-505).
[7] ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, «Περί τῶν Θείων Μυστηρίων τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας˙ μέρος Α΄˙ περί τῶν μυστηρίων καθ’ ὅλου», ἐν Ἅπαντα, τ. ΣΤ’, ἔκδ. Ἱερὰ Μητρόπολη Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης, Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος (Ἁγίου Νεκταρίου) Αἰγίνης, Ἀθήνα 2012, σσ. 155-158.
[8] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις άκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 86, Περί τῶν Ἁγίων καί Ἀχράντων τοῦ Κυρίου Μυστηρίων, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2002, σ. 375.
[9] “Si quis vero ante concilium nostrum et ante sententiam de omnio concilio statutam lapsis temere communicare voluisset, ipse a communicatione abstineretur”, PL 3, 790A.
[10] Τόμος β΄, σ. 19.
[11] PG 26, 1188.
[12] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 50.
[13] Ὅ. π., σσ. 407-8.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2022-05-15 16:55:13%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b5%ce%b3%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%bf%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%83-%ce%b7%ce%84-%ce%bc%ce%b7-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bc%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b9