Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
25-01-2022
Ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου[1] δίνει τήν δυνατότητα στόν Ἱερέα νά κάνει ἀποτείχιση, δηλαδή νά προβεῖ σέ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου του, ὅταν ὁ τελευταῖος κηρύττει δημόσια, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση, καταγνωσμένη ἀπό Συνόδους καί Πατέρες, πρό συνοδικής κρίσεως.
Δέν δίνει, ὅμως, τό δικαίωμα νά «ἀρπάζει» ὁ Ἱερεύς, πού δέν εἶναι χειροθετημένος ὡς πνευματικός – ἐξομολόγος ἀπό Ἐπίσκοπο, τήν χειροθεσία σέ πνευματικό πατέρα ἀπό μόνος του, μέ τήν δικαιολογία ὅτι βρισκόμαστε ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμῶν – πού ὄντως βρισκόμαστε – καί ὅτι αὐτό ἐπιτρέπεται γιά λόγους οἰκονομίας.
Ὁ ἀποτειχισθείς ἱερεύς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἤ νά γίνει τίποτα λιγότερο καί τίποτα περισσότερο ἀπό αὐτό, πού ἦταν στήν ἐνορία, πού λειτουργοῦσε, πρίν διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου του καί διωχθεῖ ἀπό τήν ἐνορία του.
Ἀπό τούς εὐαρίθμους Ἱερεῖς, πού προχώρησαν σέ ὀρθή ἀποτείχιση, δυστυχῶς, λίγοι εἶναι χειροθετημένοι ἀπό Ἐπίσκοπο ὡς πνευματικοί – ἐξομολόγοι. Ὑπάρχει ὄντως μεγάλο πρόβλημα σχετικά μέ τό ποῦ θά πηγαίνουν οἱ ἀδελφοί μας λαϊκοί, πού ἔκαναν ἀποτείχιση καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τούς λυκοποιμένες ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους, νά ἐξομολογηθοῦν.
Ἄς μήν λησμονεῖται ὅτι ἡ ἀποτείχιση ἔχει πολλές στερήσεις. Μία ἀπ’ αὐτές εἶναι καί ἡ ἔλλειψη πνευματικῶν – ἐξομολόγων ἱερέων. Ἀλλά, ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχή του, μπορεῖ νά κάνει ἑκατοντάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα, γιά νά βρεῖ ἕναν ἀποτειχισμένο ἱερέα καί πνευματικό, γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ὁ ἅγιος ἔνδοξος ἐθνοϊερομάρτυς καί ἱσαπόστολος, μέγας διδάχος τοῦ Γένους, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε : «Θά κάνετε χιλιόμετρα, γιά νά βρεῖτε ἕναν σωστό ἱερέα». Ἐάν χρειαστεῖ, θά ταξιδέψει κανείς καί ἀπό τό ἤ στό εξωτερικό ἀκόμη, γιά νά βρεῖ πνευματικό ἀποτειχισμένο ἱερέα, γιά νά ἐξομολογηθεῖ, ἀρκεῖ νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχή του. Ὅπως ψάχνει κανείς γιά τόν σωματικό ἰατρό καί σέ ἄλλες περιοχές, ἐκτός τοῦ τόπου διαμονῆς του, καί κάνει χιλιόμετρα, γιά νά τόν βρεῖ, ἔτσι θά κάνει χιλιόμετρα, γιά νά βρεῖ τόν πνευματικό ἰατρό, γιά νά ἐξομολογηθεῖ.
Μπορεῖ, λοιπόν, ἕνας ἀποτειχισμένος ἱερεύς, πού δέν εἶναι πνευματικός – ἐξομολόγος, νά ἐξομολογεῖ καί νά παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν;
Γιά ν’ ἀπαντήσουμε στό παραπάνω ἐρώτημα, κρίναμε ὀρθό νά ἐρευνήσουμε, ἄν λένε κάτι σχετικό οἱ ἅγιοι Πατέρες, καθώς ἐπίσης καί νά μελετήσουμε τίς εὐχές, πού διαβάζει ὁ Ἐπίσκοπος στό μυστήριο τῆς χειροτονίας εἰς πρεσβύτερον καί στήν ἀκολουθία τῆς χειροθεσίας εἰς πνευματικόν.
Κατ’ ἀρχήν, ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Εξομολογητάριον»[2] ὁμιλεῖ περί τῆς ἐνεργούσης Ἱερωσύνης καί ἀδείας τοῦ μέλλοντος γενέσθαι Πνευματικοῦ.
Στήν ἀρχή ἀναφέρει τά προσόντα του, π.χ. νά ἔχει α) ἀρετή, β) γνώση, γ) νόμιμη χειροτονία, και δ) νά ἔχει χειροθεσία καί ἄδεια μέ ἐνταλτήριο γράμμα ἀπό τόν Ἀρχιερέα τοῦ τόπου, γιά νά εἶναι Πνευματικός. Στο σημείο αυτό έχει μιά υποσημείωση (2), πού μᾶς λέγει πῶς γράφεται τό ἐνταλτήριο γράμμα.
Μετά ἀπ’ αὐτό, γράφει : «…Σημείωσαι ὅτι, δίνοντας τό ἐνταλτήριο ὁ Ἀρχιερεύς, πρέπει νά τοποθετεῖ τήν χεῖρα του ἐπάνω στήν κεφαλή ἐκείνου, πού πρόκειται νά γίνει Πνευματικός˙ διότι, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τοποθέτηση αὐτή τῆς χειρός˙ α) διότι, καί ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἱερεύς, ὡς Ἱερεύς, δέν ἔχει οὔτε τήν δύναμη, οὔτε τήν ἐνέργεια τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τίς ἁμαρτίες, ὅπως θέλουν μερικοί, καί ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἔχει τήν δύναμη, δέν ἔχει, ὅμως, τήν ἐνέργεια, ὅπως θέλουν ἄλλοι˙ ἡ χειροθεσία τοῦ Ἀρχιερέως πρέπει πάντοτε νά γίνεται, γιά νά δοθεῖ διά μέσου αὐτῆς ἤ ἡ δύναμη καί ἡ ἐνέργεια μαζί ἤ ἡ ἐνέργεια μόνη˙ β) διότι ἀπό τήν χειροθεσία αὐτή δέχεται ὁ Πνευματικός πνεῦμα συνέσεως, γιά νά ἐξασκεῖ ἐπάξια τό ἐπάγγελμά του καί νά οἰκονομεῖ μέ σύνεση τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὅπως ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ Μωϋσέως δέχθηκε τέτοιο πνεῦμα συνέσεως καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὅπως ἀναφέρεται[3]˙ γι’αὐτό καί οἱ Πραξεις τῶν Ἀποστόλων λένε ὅτι «διά τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐδίδετο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον»[4]˙ καί γενικά ἡ χειροθεσία αὐτή εἶναι καλό, ὡς εὐλογίας μεταδοτική. Ἐπειδή καί ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στήν α’ πράξη τῆς Ζ’ Συνόδου ὡς εὐλογία θεώρησε τήν ἀναφερομένη χειροθεσία ἀπό τόν η’ τῆς Α’ Συνόδου. Ὅποιος, ὅμως, ἱερεύς, χωρίς ἄδεια τοῦ Ἀρχιερέως, ἐξομολογήσει, καθαιρεῖται, κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ, ὅπως καθαιροῦνται ἀπό τούς Κανόνες ὅσοι κάνουν κάποια ἐνέργεια ἱερατική «παρ’ ἐνορίαν», κατά τόν Βαλσαμῶνα[5]. Ὁ δέ Συμεών Θεσσαλονίκης (ἐρωτ. ια’) λέγει ὅτι αὐτός, ὡς πρός τήν ἁμαρτία, εἶναι πλησίον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος, λαϊκός ὄντας καί ἀνίερος, ἐνεργεῖ τά τῆς Ἱερωσύνης».
Ἡ ἀπάντηση ἑπομένως τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι ξεκάθαρη στό θέμα, πού μᾶς ἀπασχολεῖ. ΟΧΙ! Δέν μπορεῖ νά ἐξομολογεῖ ὁ ἱερεύς, πού δέν εἶναι χειροθετημένος ἀπό Ἀρχιερέα ὡς πνευματικός – ἐξομολόγος. Μάλιστα, λέγει ὅτι αὐτός, πού τό κάνει, πρέπει νά καθαιρεθεῖ.
Ἐάν καί ἡ ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Νικοδήμου εἶναι κρυστάλλινη, ἄς ἐξετάσουμε τό θέμα καί ἀπό ἄλλες πηγές.
Γιά νά χειροθετεῖ κάποιος πνευματικός, πρώτα πρέπει νά χειροτονηθεῖ ἱερεύς, μᾶς λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος.
Ὁ Κύριος, ἀμέσως μετά τήν ἔναρξη τοῦ ἔργου Του, ἐξέλεξε καί τούς «ἐργάτας τοῦ ἀμπελῶνος»[6], τούς δώδεκα Ἀποστόλους Του, στούς ὁποίους ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς μετέδωσε τήν Ἱερωσύνη. Σέ πολλά σημεία τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν φαίνεται ἡ ἐκλογή ἀπό τόν Κύριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ἡ ἀνάθεση σ’ αὐτούς τῶν τριῶν ἀξιωμάτων Του, πού ἀποτελοῦν τήν οὐσία τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης : τοῦ Προφητικοῦ (= διδασκάλου, «προφήτου»), τοῦ Ἀρχιερατικοῦ (= ἱερέως, θύτου) καί τοῦ Βασιλικοῦ (= ἀρχηγοῦ, πνευματικοῦ ἡγέτου τοῦ λαοῦ)[7].
Τό μυστήριο τῆς μετανοίας – ἐξομολογήσεως ἴδρυσε καί παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους Του μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὅταν τούς εἶπε : «…Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον˙ ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»[8].
Ἑπομένως, πρόκειται γιά δύο διαφορετικά μυστήρια, τήν χειροτονία – ἱερωσύνη καί τήν μετάνοια – ἐξομολόγηση, σέ δύο διαφορετικές στιγμές, σέ διαφορετικό χρόνο.
Ἀκριβώς τό ἴδιο συμβαίνει μέ τήν χειροτονία καί τήν χειροθεσία τοῦ ἱερέως. Ἄλλο ἡ χειροτονία του εἰς πρεσβύτερον καί ἄλλο ἡ χειροθεσία του εἰς πνευματικόν – ἐξομολόγον.
Χειροτονία εἰς Πρεσβύτερον
Κατ’ ἀρχήν, οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀναφέρουν ὅτι αὐτός, που πρόκειται νά λάβει τόν δεύτερο βαθμό τῆς Ἰερωσύνης, θά πρέπει νά ἔχει συμπληρώσει τά 30 του χρόνια. «Ἵνα μηδείς χειροτονῆται πρεσβύτερος πρό τῶν τριάκοντα ἐτῶν»[9]. Ὁ πρώτος βαθμός τῆς Ἱερωσύνης εἶναι τοῦ Διακόνου, πού γίνεται μετά τήν συμπλήρωση τῶν 25 ἐτῶν, ὁ δεύτερος βαθμός εἶναι τοῦ Πρεσβυτέρου, πού γίνεται μετά τήν συμπλήρωση τῶν 30 ἐτῶν, καί ὁ τρίτος βαθμός εἶναι τοῦ Ἐπισκόπου, πού γίνεται μέ τήν συμπλήρωση κατ’ ἄλλους τῶν 35 ἐτῶν, καί κατ’ ἄλλους τῶν 50 ἐτῶν. Κατά τούς ἁγίους Πατέρες, γιά νά χειροθετηθεῖ κάποιος ἱερεύς ὡς πνευματικός – ἐξομολόγος, θά πρέπει νά ἔχει φθάσει στήν ἡλικία, πού ἀρχίζει ἡ πνευματική ὡριμότητα, δηλαδή μετά τά 40 του. Αὐτό βέβαια εἶναι στήν κρίση τοῦ Επισκόπου.
Ἄς δοῦμε τώρα τί ἀκριβώς λένε οἱ εὐχές τῆς χειροτονίας εἰς πρεσβύτερον. Στό «Εὐχολόγιον τό Μέγα»[10] στήν δεύτερη εὐχή διαβάζουμε τά ἐξῆς :
«Ὁ Θεός ὁ μέγας ἐν δυνάμει καί ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει, ὁ θαυμαστός ἐν βουλαῖς ὑπέρ τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων˙ αὐτός, Κύριε, καί τοῦτον, ὅν εὐδόκησας τόν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς˙ ἵνα γένηται ἄξιος παρεστᾶναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίῳ σου, κηρύσσειν τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσφέρειν σοι δώρα καί θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τόν Λαόν σου, διά τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας˙…».
Καί μόνο ἀπ’ αὐτήν τήν εὐχή, καταλαβαίνει κανείς ποιά δικαιώματα – ἄδεια παίρνει ὁ ἱερεύς μέ τήν χειροτονία. α) Νά στέκεται ἀμέμπτως μπροστά στό Θυσιαστήριο, τήν Ἁγία Τράπεζα. β) Νά κηρύττει στόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ τό Ἱερό καί Ἅγιο Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας. γ) Νά ἱερουργεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. δ) Νά προσφέρει δώρα καί θυσίες πνευματικές, καί ε) Νά ἀνακαινίζει τόν λαό μέ τό λουτρό τῆς παλιγγενεσίας, δηλαδή μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
Ἑπομένως, πουθενά στίς εὐχές τῆς χειροτονίας εἰς πρεσβύτερον δέν ὑπάρχει κάτι, πού νά λέει ὅτι ὁ χειροτονηθείς ἱερεύς ἔχει, ἐπίσης, τό χάρισμα τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν», τοῦ ἐξομολογεῖν. Ἀκριβώς διότι, αὐτό τό χάρισμα τό λαμβάνει μέ τήν χειροθεσία του εἰς πνευματικόν.
Χειροθεσία εἰς Πνευματικόν – ἐξομολόγον
Στό «Εὐχολόγιον τό Μέγα»[11], στήν «Ἀκολουθία ὅταν ποιῆ ὁ Ἀρχιερεύς Πνευματικόν», στήν πρώτη εὐχή, διαβάζουμε τά ἐξῆς :
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τῷ Πέτρῳ καί τοῖς λοιποῖς ἔνδεκα Μαθηταῖς ἀποστολικήν καί πνευματικήν διακονίαν χαρισάμενος, λύειν καί δεσμεύειν τά τῶν ἀνθρώπων πταίσματα ἐντειλάμενος˙ αὐτός καί νῦν τόν δοῦλον σου (τόν δείνα), τόν παρ’ ἐμοῦ μέν ψηφισθέντα, πάσης δέ χάριτος τελειωθέντα, ἄξιον καί αὐτόν τῆς ἀποστολικῆς καί πνευματικῆς σου διακονίας, διά τῆς ἐμῆς ἐλεεινότητος ἀνάδειξον, εἰς τό λύειν καί δεσμεύειν τά τῶν ἀναξίων πταίσματα…».
Εἶναι σαφέστατη ἡ ευχή.
Τό «νῦν» σημαίνει «τώρα, αὐτή τήν στιγμή» ἀνάδειξε τόν δοῦλο σου «τάδε» ἄξιο στό νά λύει καί νά δεσμεύει τά πταίσματα τῶν ἀναξίων. Τώρα εἶναι πού παίρνει τήν ἄδεια – ἐνέργεια, πού λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἑπομένως, ὁ ἱερεύς δέν ἔχει αὐτή τήν ἄδεια – ἐνέργεια ἀπό τήν χειροτονία του καί δέν μποροῦμε νά ἰσχυριστούμε ὅτι χάρη στήν χειροτονία του μπορεῦ νά ἔχει καί τό δικαίωμα νά δένει ἤ νά λύει ἁμαρτήματα. Αὐτό τό δικαίωμα τοῦ τό δίνει ἀποκλειστικά καί μόνο ἡ ἀκολουθία τῆς χειροθεσίας εἰς πνευματικόν.
Ἄλλο εἶναι ἡ χειροτονία καί ἄλλο ἡ χειροθεσία. Δύο διαφορετικά πράγματα σέ δύο διαφορετικές στιγμές, σέ διαφορετικό χρόνο.
Μετά τήν πρώτη εὐχή, ὁ Ἀρχιερεύς ἀναγινώσκει σέ ἐμμελῆ ἐπαγγελία τό κατάλληλο γιά τήν περίπτωση Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα[12] καί ἀμέσως ἀναγινώσκει ἄλλη μιά εὐχή, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἐξῆς :
«Ἡ μετριότης (ἤ ἡ ταπεινότης) ἡμῶν, διά τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, προχειρίζεταί σε τόν εὐλαβέστατον (τόν δείνα) Πνευματικόν, εἰς τό τῆς πνευματικῆς πατρότητος λειτούργημα, εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν».
Φαίνεται ὁλοκάθαρα στήν εὐχή ἐδῶ ὅτι τώρα ὁ ἱερεύς λαμβάνει τήν πνευματική πατρότητα καί γίνεται ἐξομολόγος.
Επίλογος
Βάσει, λοιπόν, τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν εὐχῶν ἀπό τήν χειροτονία εἰς πρεσβύτερον καί τήν χειροθεσία εἰς πνευματικόν, ὅποιος ἱερεύς δέν ἔχει τήν χειροθεσία εἰς πνευματικόν, δηλαδή τήν ἄδεια – ἐνέργεια ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ΔΕΝ μπορεῖ νά τελεῖ τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ἐάν τό κάνει, τό κάνει παρανόμως καί πρέπει νά καθαιρεθεῖ.
Ἄλλο εἶναι ἡ πνευματική συζήτηση καί ἄλλο ἡ ἐξομολόγηση. Πολλοί μπερδεύουν αὐτά τά δύο. Μέ τόν ὁποιονδήποτε κληρικό, πού δέν εἶναι, ὅμως, πνευματικός – ἐξομολόγος, μπορεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε νά ἔχει μιά πνευματική συζήτηση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐξομολογηθεῖ, διότι δέν ἔχει τό δικαίωμα νά λύει καί νά δεσμεύει. Στήν οὐσία καί ὁ ἱερεύς, πού ἐξομολογεῖ, ἐνῶ δέν εῖναι πνευματικός, διαπράττει μεγάλο αμάρτημα καί πρέπει νά καθαιρεθεῖ καί ὁ πιστός, πού ἐξομολογεῖται σ’ ἕνα τέτοιο ἱερέα μή πνευματικό, μένει ἀνεξομολόγητος, χωρίς ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Τό μυστήριο εἶναι ἀνυπόστατο, ἄκυρο.
Τί θά κάνουν, λοιπόν, οἱ ἀποτειχισμένοι λαϊκοί; Θά μείνουν ἀνεξομολόγητοι καί ἄνευ Θείας Κοινωνίας, διότι εἶναι ἐλάχιστοι οἱ ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς, πού εἶναι πνευματικοί – ἐξομολόγοι;
Μιά λύση εἶναι νά ψάξουν οἱ ἀποτειχισμένοι λαϊκοί αὐτούς τούς λίγους ἀποτειχισμένους πνευματικούς – ἐξομολόγους ἱερεῖς, νά κάνουν τά χιλιόμετρα, πού λέγει ὁ Πατροκοσμάς, καί νά ἐξομολογηθοῦν. Ἐάν δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση, νά ζοῦν ὅσο μποροῦν τήν ἐν Χριστῷ ζωή, νά κάνουν προσευχή καί ὑπομονή, ὥστε νά δώσει ὁ Θεός τήν κατάλληλη λύση. Καί ἐξομολόγο ἀποτειχισμένο καί Θεία Κοινωνία θά τούς στείλει, ἀρκεῖ νά μένουν πιστοί καί ἀκλόνητοι στήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Σέ καμμία περίπτωση δέν θά πρέπει νά ποδοπατηθοῦν καί παραβιαστοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ Ἰεροί Κανόνες καί ἡ ἐκκλησιαστική τάξη ἐν ὀνόματι μιᾶς κακῆς «ἀποτειχισμένης» μάλιστα οἰκονομίας ἤ μᾶλλον παρανομίας.
Ἐννοεῖται ὅτι κανείς δέν πρέπει νά πάει στούς αἱρετίζοντες λυκοποιμένες, ἀπό τούς ὁποίους ἀπομακρύνθηκε μέ τήν ἀποτείχιση. Ναί μέν εἶναι ἔγκυρα τά μυστήρια, πού τελοῦν, ἐπειδή δέν εἶναι ἀκόμη καθηρημένοι[13], ἀλλά οἱ ἴδιοι εἶναι ἀκοινώνητοι, διότι μετά τήν ἀναγνώριση τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας σχισματικοαιρετικῶν καθηρημένων καί ἀναθεματισμένων τῆς Οὐκρανίας ὡς «ἐκκλησίας», ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό σχίσμα. Βάσει τοῦ β΄ Κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου[14], ὅποιος κοινωνεῖ μέ ἀκοινωνήτους, εἶναι κι αὐτός ἀκοινώνητος. Σέ τέτοιους λυκοποιμένες – πνευματικούς καί ἀκοινωνήτους δέν ἐπιτρέπεται σέ καμμία περίπτωση νά πάει κανείς.
Ἄν εἶναι κάποιος ἀσθενής ἤ ἐτοιμοθάνατος καί ἡ οἰκογένειά του καλέσει ἱερέα, πού δέν εἶναι πνευματικός, νά τόν κοινωνήσει, τότε καί μόνο τότε μπορεῖ ὁ ἱερεύς κατ’ οἰκονομίαν νά τόν ἐξομολογήσει, νά τοῦ διαβάσει τήν συγχωρητική εὐχή καί ἔπειτα νά τόν κοινωνήσει. Ἐδῶ ἐπιτρέπεται οἰκονομία. Ἔτσι γράφεται στήν «Ἀκολουθία μεταδόσεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἰς ἀσθενή», πού περιέχεται στό «Μικρόν Εὐχολόγιον»[15]. Σέ καμμία, ὅμως, ἄλλη περίπτωση ὁ ἱερεύς δέν θά πρέπει νά τελέσει τό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης, ἐφ’ ὅσον δέν εἶναι πνευματικός.
Γιά νά γνωρίζει ὁ πιστός ἀποτειχισμένος λαός καί κλήρος, ἄν ἕνας κληρικός εἶναι ὄντως ἀποτειχισμένος καί πνευματικός, θά πρέπει ὁ κληρικός νά ἔχει μαζί του καί νά ἐπιδεικνύει, ὅποτε ζητηθεῖ, 1ον) τό χειροτονητήριό του, 2ον) τό ἐνταλτήριο γράμμα (πού ἀποδεικνύει τήν χειροθεσία εἰς πνευματικόν), καί 3ον) τό ἐπίσημο καί δημόσιο κείμενο διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου του.
ΥΓ. Τό παρόν κείμενο γράφτηκε σέ συνεργασία μέ τόν ἀποτειχισμένο Αἰδεσιμολογιώτατο Πρεσβύτερο Ἰουστῖνο Τσιουτέα
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 358.
[2] Τοῦ ἰδίου, Ἐξομολογητάριον, Η'(8ο) κεφάλαιο, ἐκδ. Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθήναι, σσ. 53-54.
[3] Δευτ. 34, 9
[4] Πράξ. 8, 18
[5] Ἑρμηνεία τοῦ ζ’ Κανόνος τῆς ἐν Καρθαγένῃ
[6] Ματθ. 20, 1
[7] Ματθ. 9, 38 καί 10, 1-32, Λουκ. 10, 17-24
[8] Ἰω. 20, 22-23
[9] Εὐχολόγιον τό Μέγα, ἐκδ. Σαλίβερος, Ἀθήναι, σ. 130
[10] Εὐχολόγιον τό Μέγα, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1992, σσ. 163-166
[11] Ὅ. π., σσ. 220-221
[12] Ἰω. 20, 19-24
[13] Σχ. βλ. ἡμέτερο κείμενο μέ τίτλο «Περί τῆς ἐγκυρότητος ἤ μή τῶν μυστηρίων τῶν μή κατεγνωσμένων οἰκουμενιστῶν», https://sotiriosnavs.com/περι-τησ-εγκυροτητοσ-η΄-μη-των-μυστηρι/
[14] Τοῦ ἰδίου, Πηδάλιον, σσ. 407-408.
[15] Μικρόν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, Ἀκολουθία μεταδόσεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἰς ἀσθενή, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2009, σσ. 326-329
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2022-05-16 14:30:53%ce%b4%cf%85%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%b9-%ce%b5%ce%bd%ce%b1%cf%83-%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%84%ce%b5%ce%b9%cf%87%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%bf%cf%83-%ce%b1%ce%bb%ce%bb%ce%b1-%ce%bf%cf%87%ce%b9