Η ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΥ ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

16-04-2023

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

ΧΡΙCΤΟC ΑΝΕCΤΗ!

Σὐμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου[1], «τήν Ἁγία καί Μεγάλη Κυριακή τοῦ Πάσχα ἑορτάζουμε τήν Ζωηφόρο καί Φωτοφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καί Πάσχα ὀνομάζουμε, τό ὁποῖο θά πεῖ διάβαση.

Ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ἔγινε σ’ ἐμᾶς νοητό καί ἀληθινό Πάσχα, γιατί μᾶς διεβίβασε καί μᾶς πέρασε ἀπό τήν ἀμαρτία στήν οὐράνια ἀφθαρσία, ἐλευθερώνοντάς μας ἀπό τήν τυραννία τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ σατανᾶ.

Ὅμως, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι, κατά τούς θείους Πατέρες, ὅταν κατέβηκε στόν Ἅδη, δέν τούς ἀνέστησε ὅλους, ἀλλ’ ὅσους πίστευσαν σ’ Αὐτόν. Πίστευσαν δέ, ὅσοι ἀξιώθηκαν νά δοῦν ἀκτῖνα τῆς Θεότητός Του. Ἀξιώθηκαν δέ ὅσοι, κατά τό δυνατόν, εἶχαν βίο καθαρό. Ἀλλά, τίς ψυχές τῶν ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίων, τίς ὁποῖες ὁ Ἅδης βιαίως κρατοῦσε, τίς ἐλευθέρωσε, καί σ’ ὅλους χάρισε τήν ἀνάβαση στούς οὐρανούς.

Γι’ αὐτό, μέ ἄφατη χαρά καί μέ κάθε λαμπρότητα τῶν Ἁγίων, ἑορτάζουμε Ἀνάσταση, εἰκονίζοντας τήν ἀφθαρσία, μέ τήν ὁποία πλουτίστηκε ἡ φύση μας, ἐξαιτίας τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ μας.

Δίνουμε δέ καί τόν συνήθη ἀσπασμό αὐτή τήν ἡμέρα, δείχνοντας μ’ αὐτόν τήν κατάλυση τῆς παλαιᾶς ἔχθρας καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί τούς ἀγγέλους.

Ἡ δέ τοῦ Κυρίου Ἀνάσταση ἔγινε κατά τόν ἑξῆς τρόπο :

Κατά τό μέσον τῆς νύχτας, ἔγινε σεισμός μεγάλος, διότι, ἀφοῦ κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου, ἀπεκύλισε τόν λίθο ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου. Ἀπό τόν ὁποῖο σεισμό οἱ στρατιώτες, πού φυλοῦσσαν τόν τάφο, ἀφοῦ κατατρόμαξαν, ἔφυγαν μέ πολλή βιασύνη. Κι ἔτσι βρῆκαν καιρό οἱ γυναῖκες, πού ἔρχονταν μέ τά μῦρα, γιά ν’ ἀλείψουν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πρώτη μέν, πού εἶδε ἀναστάντα τόν Χριστό, στάθηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, μαζί μέ τήν ἁγία Μαρία τήν Μαγδαληνή. Ἀλλά, γιά νά μήν ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάσταση, λόγῳ τῆς οἰκειώσεως τῆς Μητρός, γι’ αὐτό οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές λένε συνεσκιασμένα ὅτι «ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία»[2], ἡ ὁποία ἐννοεῖται ὅτι εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ˙ ἄλλος Εὐαγγελιστής, ὁ Μᾶρκος, λέγει˙ «ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ»[3], «παρουσιάστηκε πρῶτα στήν Μαρία τήν Μαγδαληνή», ἡ ὁποία ἦταν δηλαδή ἀνυποψίαστο πρόσωπο, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ εἶδαν τόν Χριστό καί Τόν προσκύνησαν καί κράτησαν τά πόδια Του, ἔδραμαν μέ χαρά καί ἀπήγγειλαν στούς Μαθητές ὅτι ὁ Διδάσκαλος ὄντως ἀναστήθηκε καί ὅτι αὐτές Τόν εἶδαν καί Τόν προσκύνησαν, καί ἄκουσαν ἀπό τό γλυκύτατο στόμα Του τό «χαίρετε»[4]. Ἔπρεπε βέβαια τό γένος ἐκεῖνο, πού πρῶτο ἄκουσε τό «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα»[5], «μέ λύπες θά γεννᾶς παιδιά», αὐτό πρῶτο νά δεχθεῖ καί τήν χαρά. Καί ἡ μέν Κυρία Θεοτόκος, ὡς κατ’ ἐξοχήν γνωστική, ἀφοῦ μία φορά εἶδε καί δέχτηκε τήν χαρά, δόξασε τόν Θεό καί στό ἑξῆς δέν ἤθέλε νά ξαναδοκιμάσει, ἀλλά ἔμεινε ἡσυχάζοντας. Ἠ δέ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή πῆγε καί δεύτερη φορά στό μνημεῖο, καί εἶδε καί δεύτερη φορά τόν Χριστό, καί θέλησε γιά δεύτερη φορά νά πιάσει τά Ἄχραντα πόδια Του, ὅμως, ἐμποδίστηκε, ἐξαιτίας τῆς μάταιης περιέργειάς της, ἀκούγοντας ἀπ’ Αὐτόν τό «μή μοῦ ἅπτου», «μή μ’ ἀγγίζεις». Καί πέμπεται ἀπ’ Αὐτόν ὡς ἀπόστολος στούς Ἀποστόλους, λέγοντας˙ «πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου καί εἰπέ αὐτοῖς»[6], «πήγαινε στούς ἀδελφούς μου καί πές τους» ὅσα εἶδες καί ὅσα ἄκουσες.

Ποιά ὤρα ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, κανείς δέν γνωρίζει σαφῶς. Κάποιοι εἶπαν ὅτι ἀναστήθηκε στό πρῶτο λάλημα τῶν πετεινῶν. Ἄλλοι ὅταν ἔγινε ὁ σεισμός καί ἄλλοι σέ ἄλλο καιρό. Ἀναστήθηκε δέ, ὅπως καί γεννήθηκε, χωρίς νά χαλάσουν ὁλότελα οἱ σφραγῖδες τοῦ τάφου, ὅπως εἰσῆλθε καί ὕστερα στούς Μαθητές, ἐνῶ οἱ θύρες ἦταν κλειστές.

Ἄφοῦ ἔγιναν αὐτά ἔτσι, να! ἔφθασαν μερικοί ἀπ’ αὐτούς, πού φυλοῦσσαν τόν τάφο, καταφοβισμένοι, καί ἀνήγγειλλαν τά συμβάντα στούς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τ’ ἄκουσαν αὐτά, καί μή γνωρίζοντας, οὔτε μπορῶντας νά πράξουν κάτι ἄλλο, κατέφυγαν στό ψεῦδος καί τήν ἀσύστατη συκοφαντία. Ἐπειδή μέ ἀρκετά ἀργύρια κατέπεισαν τούς στρατιώτες νά κηρύξουν ὅτι, ὅσο αὐτοί εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, πῆγαν οἱ Μαθητές Του καί Τόν ἔκλεψαν.

Ὅτι δέ ὁ λόγος αὐτός στάθηκε πλάσμα καί συκοφαντία εἶναι ὁλοφάνερο, διότι οἱ Μαθητές ἦταν κατακλεισμένοι, ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων. Καί πῶς θά ἀποτολμοῦσαν νά κάνουν ἕνα τέτοιο ἔργο, τήν στιγμή μάλιστα πού γνώριζαν ὅτι γι’ αὐτόν καί μόνο τόν λόγο εἶχαν διοριστεῖ οἱ στρατιώτες, γιά νά φυλάνε τόν τάφο; Κι ἔπειτα, ἄς ὑποθέσουμε πώς τόλμησαν νά ριψοκινδυνεύσουν. Πῶς ἐκεῖνοι, πού πήγαιναν μέ ἄκρο φόβο, θά κάθονταν νά ξεκολλήσουν τό σεντόνι ἀπό τό Σῶμα καί νά πάρουν γυμνό τό Σῶμα καί νά φύγουν, τόν καιρό πού μποροῦσαν νά τά πάρουν μαζί καί νά φύγουν τό γρηγορότερο, γιά νά μήν τούς καταλάβουν, χρονοτριβῶντας; Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ἡ κακία εἶναι πράγμα ἀσυλλόγιστο.

Κατά πολλούς δέ τρόπους οἱ διδάσκαλοι προσπαθοῦν νά βροῦν σωστά τριήμερη τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος. Ὅμως, φαίνεται ὅτι συντομώτερα ἀπό τήν τριήμερη ὑπόσχεση, ὁ Κύριος ἔκανε τήν εὐεργεσία σ’ ἐμᾶς καί γι’ αὐτό πρέπει ἀπό ψυχῆς νά Τοῦ προσφέρουμε τήν εὐχαριστία καί τήν δόξα.

«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς,

τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,

τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον»

(3ο τροπάριο τῆς ζ΄ ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τοῦ Πάσχα)

Σύμφωνα μέ τόν ὅσιο καί θεοφόρο πατέρα ἡμῶν Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[7], «στό ἀνωτέρω τροπάριο δείχνει ὁ Μελωδός ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πόσα ἀγαθά ἀπολαμβάνουμε ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό. Διότι, ἄν καί ἕνα πρᾶγμα φαίνεται ὅτι εἶναι τό ἑορταζόμενο, ἡ Ἀνάσταση, μύρια ὅμως εἶναι τά καλά, πού μαζί μέ τήν Ἀνάσταση χαρίστηκαν  σ’ ἐμᾶς. Γι’ αὐτό λέγει ὀ χαριτώνυμος Ποιητής ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε σήμερα τήν νέκρωση τοῦ θανάτου, διότι, ἐπειδή ἐμεῖς ζήσαμε στόν Ἀναστάντα Χριστό, νεκρώθηκε ὁ θάνατος, δηλ. ἔμεινε ἀργός καί ἀνενέργητος, καί πλέον δέν ἐνεργεῖ στούς ἀνθρώπους τήν νεκροποιά του καί θανατηφόρα ἐνέργεια. Ἑπομένως, ἐμεῖς πρέπει νά περιπαίζουμε τόν θάνατο καί, καταπατῶντας τήν τυραννία του, νά λέμε τόν ἐπινίκιο ἐκεῖνο ὕμνο μαζί μέ τόν προφήτη Ὠσηέ˙ «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον»[8]; δηλ. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό φαρμακερό κεντρί σου»; καί μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο˙ «κατεπόθη ό θάνατος εἰς νῖκος»[9], δηλ. «καταποντίστηκε, κατανικήθηκε καί ἐξαφανίστηκε ἐντελῶς ὁ θάνατος», καί πάλι μέ τόν προφήτη Ὠσηέ˙ «ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς», δηλ. «θά τούς λυτρώσω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου»[10].

Ἐμεῖς ἀκόμη ἑορτάζουμε σήμερα καί τό γκρέμισμα καί τήν ἀπώλεια τοῦ Ἅδη. Ἀφοῦ ὁ Χριστός κατέβηκε γιά ’μᾶς στόν Ἅδη καί ἐλευθέρωσε τίς ψυχές τῶν Δικαίων, πού ἦταν ἐκεῖ φυλακισμένες, ὁ Ἅδης δέν ἔχει πλέον καμμία δύναμη ἐναντίον μας. Ἐπειδή ἐμεῖς, πού πιστεύουμε στόν Χριστό καί φυλάττουμε τίς ἐντολές Του, δέν πηγαίνουμε μετά τόν θάνατο στόν σκοτεινό Ἅδη, ὅπως παλαιά οἱ Δίκαιοι, ἀλλά οἱ ψυχές μας ἀπέρχονται στίς οὐράνιες καί φωτεινές μονές καί ἀπολαμβάνουν μέν μερική ἀπόλαυση, περιμένουν δέ νά λάβουν καί τό τέλειο τῆς μακαριότητας μετά τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση. Ἑπομένως, ἐμεῖς μποροῦμε νά περιπαίζουμε καί τόν Ἅδη καί, καταπατῶντας τον, νά λέμε καί νά φωνάζουμε μαζί μέ τούς τρεῖς Παίδες˙ «Ἐξείλετο ἡμᾶς (ὁ Θεός) ἐξ Ἅδου καί ἐκ χειρός θανάτου ἔσωσεν ἡμᾶς»[11], δηλ. «μᾶς ἔβγαλε ὁ Θεός ἀπό τόν Ἅδη καί μᾶς ἔσωσε ἀπό τόν θάνατο».

Ἐμεῖς ἐπιπροσθέτως ἑορτάζουμε σήμερα ἀρχή ἄλλης ζωῆς, δηλ. τῆς αἰωνίας, αὐτῆς πού μένει γιά πάντα καί δέν ἔχει τέλος, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα ὑπέρτατο χάρισμα καί μία εύρεγεσία μεγαλύτερη ἀπό τίς ἄλλες δύο. Διότι, ἄν – καθ’ ὑπόθεσιν – ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε, μᾶς χάριζε νά ζήσουμε μιά μακάρια ζωή στούς οὐρανούς, πού νά συνοδευόταν ἀπ’ ὅλα τά ἀγαθά, ὄχι ὅμως αἰώνια καί ἀτελεύτητη, κι αὐτό βέβαια θά νομιζόταν σ’ ἐμᾶς ἕνα μεγάλο χάρισμα καί μιά πλουσιότατη εὐτυχία. Τό νά μᾶς χαρίσει, ὅμως, τέτοια μακάρια καί πλήρη ὅλων τῶν ἀγαθῶν ζωή, κι ἔπειτα νά προσθέσει καί τό νά μήν ἔχει τέλος αὐτή ἡ ζωή, ἀλλά νά εἶναι αἰώνια καί ἀτελεύτητη, αὐτό ἀληθινά εἶναι ἕνα χάρισμα τῶν χαρισμάτων, ἕνα ἀγαθό τῶν ἀγαθῶν καί μιά εὐεργεσία τῶν εὐεργεσιῶν. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος ἔλεγε σχετικά : «Ἐγώ ἦλθον, ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν»[12]. Τί, ὅμως, εἶναι αὐτό τό «περισσόν»; Εἶναι τό αἰώνιο ἐκείνης τῆς ζωῆς καί γεμάτο ἀπό κάθε ἀγαθό, καθώς ἑρμηνεύει ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος. Γι’ αὐτό εἶχε δίκαιο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νά πανηγυρίζει στό Πάσχα καί νά λέγει στό προοίμιο τοῦ πανηγυρικοῦ Λόγου του στό Ἅγιον Πάσχα τά ἑξῆς : «Εἰ ταῖς τῶν Ἀγγέλων ἐνῆν πρό τό παρόν χρήσασθαι γλώτταις καί φωνάς ἀθανάτους ἡ τῶν θνητῶν ἐκτήσατο φύσις, ἐτόλμησε μόλις ἄν τάς τῆς ἑορτῆς ὑμνῆσαι δωρεάς˙ ὑπερβαίνει γάρ ἀληθῶς κτίσεως μέτρα τά δῶρα τῆς χάριτος˙ θάνατος ἐξ ἀνθρώπων ἐλαύνεται καί Ἅδης τήν πολυετή δυναστείαν ἀποτίθεται˙ καί γένος ἀνθρώπων ἁμαρτίας νόμῳ κατάδικον τῇ τῆς χάριτος δωρεᾷ βασιλεύειν διδάσκεται»[13]. Δηλ. «Ἀκόμη κι ἄν ἦταν δυνατόν ἡ φύση τῶν θνητῶν ν’ ἀποκτήσει καί νά χρησιμοποιήσει πρός τό παρόν τίς ἀθάνατες γλώσσες καί φωνές τῶν Ἀγγέλων, μόλις καί μετά βίας θά τολμοῦσε νά ὑμνήσει τίς δωρεές τῆς ἑορτῆς˙ γιατί πραγματικά τά δῶρα τῆς χάριτος ὑπερβαίνουν τά μέτρα τῆς κτίσεως˙ ὁ θάνατος ἀποδιώκεται ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ὁ Ἅδης ἀποθέτει τήν πολυετή δυναστεία του˙ καί τό κατάδικο γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐξαιτίας τοῦ νόμου τῆς ἅμαρτίας, διδάσκεται νά βασιλεύει μέ τήν δωρεά τῆς χάριτος». Καί στόν πανηγυρικό Λόγο του στήν Καινή Κυριακή, δηλ. τοῦ Θωμᾶ, καί στούς Νεοφωτίστους ἔτσι ἀρχίζει τό προοίμιο : «Χριστός, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ὅλην τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων ἑορτήν ἀπειργάσατο»[14]. Δηλ. «Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, μετέβαλε ὅλη τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων σέ ἑορτή».

Ἐπιφέρει δέ ὁ Μελωδός ὅτι, ἐξαιτίας τῶν ἀνωτέρω τριῶν μεγάλων εὐεργεσιῶν, πού λάβαμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, πρέπει νά σκιρτᾶμε καί νά χορεύουμε, καί, χορεύοντας, νά ὑμνοῦμε καί νά εὐχαριστοῦμε τόν πρωταίτιό τους Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς χάρισε τά ἀγαθά αὐτά, καί μόνος Αὐτός εἶναι εὐλογητός καί ὑπερένδοξος Θεός τῶν Πατέρων μας. Γιατί, ἄν γιά κάθε παραμικρό ἀγαθό, πού λάβαμε ἀπό τόν Θεό, ἔχουμε χρέος νά Τόν εὐχαριστοῦμε, καθώς μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος˙ «Ἐν παντί εὐχαριστεῖτε»[15], δηλ. «γιά κάθε τί, εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο, νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό», πόσο μᾶλλον χρωστᾶμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, πού μᾶς χάρισε τέτοια μεγάλα, τέτοια θεοπρεπῆ καί τέτοια ἀκατάληπτα καί ἀνεκδιήγητα ἀγαθά.

Γι’ αὐτό καί ὁ χρυσός στήν γλῶσσα Ἰωάννης εἶπε προσφυῶς στήν ὁμιλία του στήν τριήμερη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ : «Κηρύξωμεν τήν τοῦ Σωτῆρος Ἀνάστασιν, μᾶλλον δέ τήν ἡμετέραν βοήσωμεν σωτηρίαν˙ διά γάρ τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ σβέννυται γέεννα πυρός˙ σκώληξ δέ ἀκοίμητος τελευτᾷ˙ Ἅδης ταράττεται˙ πενθεῖ Διάβολος˙ ἁμαρτία νεκροῦται˙ πνεύματα πονηρά διώκονται˙ οἱ ἀπό γῆς εἰς Οὐρανόν ἀνατρέχουσιν˙ οἱ ἐν τῷ Ἅδη ἐλευθεροῦνται τῶν δεσμῶν τοῦ Διαβόλου καί, Θεῷ προσφεύγοντες, λέγουσι τῷ Διαβόλῳ˙ «Ποῦ σου, θάνατε, τό νῖκος; Ποῦ σου, Ἅδη, τό κέντρον»; Αἴτιος δέ ἡμῖν τῆς ἁγίας ἑορτῆς τε καί πανηγύρεως ὁ Χριστός, ὁ καί πάντων ἡμῶν τῶν καλῶν πρόξενος˙ Οὗτος γάρ ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν˙ Οὗτος καί νῦν ἀπολλυμένους ἔσωσε˙ νεκρωθέντας ἐζωοποίησε καί τῆς τοῦ Ἅδου τυραννίδος ἀφείλετο»[16]. Δηλ. «Ἄς κηρύξουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα, μᾶλλον ἄς φωνάξουμε δυνατά γιά τήν σωτηρία μας˙ διότι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σβύνεται ἡ γέεννα τῆς φωτιᾶς˙ τό ἀκοίμητο σκουλήκι πεθαίνει˙ ὁ Ἅδης ταράσσεται˙ ὁ Διάβολος πενθεῖ˙ ἡ ἁμαρτία νεκρώνεται˙ τά πονηρά πνεύματα διώκονται˙ αὐτοί, πού εἶναι ἀπό τή γῆ, ἀνεβαίνουν στόν Οὐρανό˙ ὅσοι βρίσκονται στόν Ἅδη ἐλευθερώνονται ἀπό τά δεσμά τοῦ Διαβόλου καί, ἀφοῦ προσφύγουν στόν Θεό, λένε στόν Διάβολο˙  «Ποῦ εἶναι, θάνατε, ἡ νίκη σου; Ποῦ εἶναι, Ἅδη, τό κεντρί σου»; Αἴτιος δέ σ’ ἐμᾶς τῆς ἀγίας αὐτῆς ἑορτῆς καί πανήγυρης εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι καί ὁ πρόξενος ὅλων τῶν ἀγαθῶν μας˙ γιατί Αὐτός ἀπό τήν ἀρχή μᾶς ἔπλασε ˙ Αὐτός καί τώρα ἔσωσε ἐμᾶς, πού εἴμασταν χαμένοι˙ ἔδωσε ζωή στούς νεκρούς καί τούς γλίτωσε ἀπό τήν τυραννία τοῦ Ἅδη».

«Μακάρι, λοιπόν, ὅλοι μας, νά εἴμαστε ποιητές μέ τά ἔργα τῶν νοημάτων καί παραγγελμάτων, πού περιέχονται στό ἀνωτέρω τροπαριο. Ἐμεῖς συναναστηθήκαμε μέ τόν ἀναστάντα Χριστό καί μέ τήν πίστη καί μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, πού γίνεται σέ τύπο τῆς ταφῆς καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Μακάρι, λοιπόν, νά ζήσουμε μιά καινούργια πολιτεία, ἡ ὁποία ταιριάζει σ’ ὅσους ἔχουν συναναστηθεῖ μέ τόν Δεσπότη Χριστό, καθώς μᾶς παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος˙ «Ἵνα, ὥσπερ ἡγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν»[17], δηλ. «ἑπομένως, ὅπως ἀναστήθηκε ὁ Χριστός ἀπό τούς νεκρούς μέ τήν δόξα τοῦ Πατρός, ἔτσι κι ἐμεῖς θά περπατήσουμε σέ μιά καινούργια ζωή». Ἐμεῖς μάθαμε σήμερα ἀπό τόν Ἀναστάντα μιά καινούργια ζωή. Μακάρι, λοιπόν, νά τήν φυλάξουμε μέχρι τέλους, ἔχοντας καινούργιους συλλογισμούς, λαλῶντας καινούργια λόγια καί πράττοντας καινούργια ἔργα, ἄξια τῆς καινῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τρυφῶντας μέ συμπόσια καί ξεφαντώματα, ὄχι τραγουδῶντας αἰσχρά καί διαβολικά τραγούδια, ὄχι παίζοντας καί χορεύοντας, ὄχι καταγινόμενοι σέ φιληδονίες καί φιλοδοξίες, σέ μέθες καί ἀσωτίες, σέ φιλαργυρίες καί ἄλλες ἁμαρτίες, διότι αὐτά εἶναι ἔργα τῆς φθαρτῆς ζωῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο ἔχουμε ἐκδυθεῖ στό ἅγιο Βάπτισμα. Καί ὅποιος πράττει αὐτά, θά πεθάνει τόν ἀθάνατο θάνατο τῆς ψυχῆς, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος˙ «Εἰ γάρ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν»[18], δηλ. «διότι, ἑάν ζεῖτε κατά τίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός, πρόκειται νά πεθάνετε τόν αἰώνιο θάνατο».

Γι’ αὐτό εἶπε καί ὁ Χρυσορρήμων στόν α΄ Λόγο του στό Ἅγιον Πάσχα˙ «Πᾶς ὁ γινώσκων τό τεθυμένον ὑπέρ αὐτοῦ Πάσχα, ἀρχήν ἑαυτῷ ζωῆς ὑποτιθέσθω ταύτην, ἀφ’ οὗ τέθυται Χριστός ὑπέρ αὐτοῦ˙ τέθυται δέ ὑπέρ αὐτοῦ τότε, ἡνίκα ἄν ἐπιγνῶ τήν χάριν, καί συνῇ τήν διά τῆς θυσίας ἐκείνης ζωήν˙ καί τοῦτο γινώσκων, τῆς νεαρᾶς ὁρεγέσθω ζωῆς λαμβάνειν τήν ἀρχήν, καί μηκέτι ἀνατρεχέτω πρός τήν παλαιάν, ἧς ἐπί τέλος ἔφθασεν»[19], δηλ. «Καθένας, πού γνωρίζει τήν ἀλήθεια ὅτι τό Πάσχα ὁ Χριστός θυσιάστηκε γι’ αὐτόν, ἄς τήν βάλει ὡς ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς του˙ τότε ὁ Χριστός θυσιάζεται γι’ αὐτόν, ὅταν γνωρίσει τήν χάρι καί ἐννοήσει τήν ζωή ἐκείνη μέσῳ τῆς θυσίας˙ καί ἀφοῦ τήν γνωρίσει, λαμβάνει τήν ἀρχή νά ὀρέγεται τή νέα ζωή καί νά μήν ἀνατρέχει στήν παλαιά ζωή, ἡ ὁποία ἔφθασε στό τέλος της».

Ἄς παρακαλέσουμε, ἀγαπητοί, τόν Ἀναστάντα Χριστό νά νεκρώσει μέν τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς καί δαίμονες, πού παρακάθονται στήν καρδιά μας, ν’ ἀναστηθεῖ δέ Αὐτός μέσα μας, ὑπερβαίνοντας σάν σφραγῖδες τούς ἐμπαθεῖς τύπους καί τίς προλήψεις τῆς ἁμαρτίας, πού βρίσκονται στήν ψυχή μας, ὅπως λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στό 63ο κεφάλαιο τῆς α΄ ἑκατοντάδος περί Θεολογίας : «Οὐκ ἀγνοῶν πῶς τε καί ποσαχῶς σταυροῦται ὁ Κύριος καί θάπτεται καί ἀνίσταται˙ ὡσεί νεκρούς μέν ποιών τούς ὑπό δαιμόνων τῇ καρδίᾳ παρακαθημένους ἐμπαθεῖς λογισμούς, τούς διαμεριζομένους ἐν τοῖς πειρασμοῖς ὥσπερ ἰμάτια τούς τρόπους τῆς ἠθικῆς εὐπρεπείας, καί ὑπερβαίνων ὥσπερ σφραγίδας τούς ἐπικειμένους τῇ ψυχῇ τύπους τῶν κατά πρόληψιν ἁμαρτημάτων»[20]. Δηλ. «Δέν τοῦ εἶναι ἄγνωστο μέ ποιούς τρόπους καί πόσες φορές ὁ Κύριος σταυρώνεται καί ἐνταφιάζεται καί ἀνασταίνεται˙ αὐτό γίνεται ὅταν θανατώνει τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, πού βάζουν στήν καρδιά οἱ δαίμονες, καί διαιροῦν μέ τούς διάφορους πειρασμούς τούς τρόπους τῆς ἠθικῆς ἀρμονίας σά νά ἦταν ἰμάτια, καί ὅταν παραμερίζει, σάν σφραγίδες, τους τύπους τῶν μελλοντικῶν ἁμαρτημάτων, πού ἔχουν ἀποτεθεῖ στήν ψυχή».

Ἀλλά, ἄν κάποιοι ἄνθρωποι ὑπερήφανοι, ἐξαιτίας τοῦ φθόνου τους, πολεμοῦν τήν ἀλήθεια, πού λαλήθηκε ἀπό τούς θεοφιλεῖς ἄνδρες, καί τούς διαβάλλουν ψευδῶς, ἄς γνωρίζουμε, ἀγαπητοί, ὅτι σταυρώνεται καί θάπτεται ὁ Κύριος ἀπ’ αὐτούς καί φυλάσσεται μέ σφραγῖδες. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Δεσπότης Χριστός γυρίζει τόν πόλεμο ἐναντίον τους καί ἀνασταίνεται, φαινόμενος περισσότερο λαμπρότερος μέ τόν πόλεμο, ἐπειδή εἶναι δυνατώτερος ἀπ’ ὅλους, ἀφοῦ εἶναι ἡ Ἀλήθεια, κατά τόν ἴδιο Μάξιμο, ὁ ὁποῖος λέγει στό προαναφερθέν ἔργο του : «Ὅταν ἴδῃς τινάς ὑπερηφάνους, μή φέροντας ἐπαινεῖσθαι τούς κρείττονας, ἀκήρυκτόν τε μηχανωμένους ποιεῖν τήν λαλουμένην ἀλήθειαν, μυρίοις αὐτήν ἀπείργοντας πειρασμοῖς καί ἀθεμίτοις διαβολαῖς, νόει μοι πάλιν ὑπό τούτων σταυροῦσθαι τόν Κύριον καί θάπτεσθαι, καί στρατιώταις καί σφραγῖσι φυλάττεσθαι, οὕς ἑαυτοῖς περιτρέπων ὁ Λόγος, ἀνίσταται˙ πλέον τῷ πολεμεῖσθαι, διαφαινόμενος˙ ὡς πρός ἀπάθειαν διά τῶν παθημάτων στομούμενος. Πάντων γάρ ἐστιν ἰσχυρώτερος, ὡς ἀλήθεια καί ὤν καί καλούμενος»[21]. Δηλ. «Ὅταν συναντήσεις κάποιους ὑπερήφανους, πού δέν ἀνέχονται νά ἐπαινοῦνται οἱ καλύτεροι, καί μηχανεύονται τρόπους, γιά νά κάνουν νά μήν ἀκουστεῖ ἡ κοινή ἀλήθεια, ἐμποδίζοντάς την μέ μύριους πειρασμούς καί ἀθέμιτες διαβολές, σκέψου καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ὅτι ὁ Κύριος σταυρώνεται ἀπ’ αὐτούς καί θάπτεται καί φυλάγεται μέ στρατιῶτες καί σφραγίδες. Ὅμως, ὁ Λόγος, μπλέκοντάς τους μέσα στά τεχνάσματά τους, ἀνασταίνεται, προβάλλοντας λαμπρότερος μέ τόν πόλεμο, καθώς τά παθήματα Τόν κάνουν  ἰκανότερο γιά τήν ἀπάθεια. Γιατί εἶναι ἀπ’ ὅλους πιό ἰσχυρός, ἀφοῦ εἶναι καί λέγεται ἀλήθεια».

Ἐάν, λοιπόν, ἐμεῖς θεοφιλῶς καί καινῶς πολιτευόμαστε, ἀδελφοί, ὅπως ἀνωτέρω εἴπαμε, θά γνωρίσουμε μέσα στόν ἑαυτό μας τήν θαυμαστή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία εἶναι ὁ προηγούμενος σκοπός, γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός δημιούργησε τά πάντα, κατά τόν ἴδιο θεῖο Μάξιμο, πού λέγει : «Ὁ δέ τῆς Ἀναστάσεως μυηθείς τήν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τόν ἐφ’ ᾧ τά πάντα προηγουμένως ὁ Θεός ὑπεστήσατο σκοπόν»[22]. Δηλ. «Ὅποιος μυήθηκε τήν ἀπόρρητη δύναμη τῆς Ἀναστάσεως, ἐννόησε τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔδωσε κατά τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὑπόσταση στά πάντα». Καί ἀκολούθως θά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάζουμε τό Ἅγιον Πάσχα τοῦ Κυρίου στήν μέν παρούσα ζωή μέ χαρά πνευματική καί ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς μας, στήν δέ μέλλουσα νά τό ἑορτάζουμε ἐκτυπώτερα καί καθαρώτερα»[23].

Τά ἀνωτέρω τρία ἀγαθά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δηλ. τήν νέκρωση τοῦ θανάτου, τό γκρέμισμα καί τήν ἀπώλεια τοῦ Ἅδη καί τήν ἀρχή τῆς ἄλλης, τῆς αἰωνίας ζωῆς, μποροῦμε νά τά ἀπολαύσουμε, ὄχι ζῶντας μέσα στήν αἵρεση καί τό σχίσμα, οὔτε ἀναγνωρίζοντας ὡς ἐκκλησίες τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί τίς σχισματοαιρέσεις τῆς Οὐκρανίας καί τῶν Σκοπίων, οὔτε ἀποδεχόμενοι, υἱοθετῶντας καί ἐφαρμόζοντας τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, οὔτε συμμετέχοντας σέ οἰκουμενιστικούς διαλόγους, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, καί σέ ἀντικανονικές συμπροσευχές, οὔτε ἔχοντας ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αἱρετίζοντες, φανερούς καί κρυφούς οἰκουμενιστές, οὔτε ἀμνηστεύοντας τά σαρκικά πάθη καί ἰδίως τόν, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, κολοφῶνα τους, τήν ὁμοφυλοφιλία, ἀλλά μόνο ὑπό τήν αὐστηρή προϋπόθεση τῆς τηρήσεως καί διαφυλάξεως τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς μέσα στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα μέσα στήν ἁγία, ἱερή, ἁγιοπνευματική, ἱεροκανονική, ἁγιοπατερική καί ὀρθῶς ἐφαρμοζόμενη ἀποτείχιση.

Τά ὁποῖα ἀγαθά τῆς Ἀναστάσεως σᾶς εὐχόμαστε ὅλοι σας, ἀδελφοί, νά ἀπολαύσετε, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὁ Ὁποῖος σήμερα ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί στόν Ὁποῖο ταιριάζει ἡ δόξα καί τό κράτος μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς αἰώνες!    

ΧΡΙCΤΟC ΑΝΕCΤΗ!

ΑΛΗΘΩC ΑΝΕCΤΗ Ο ΚΥΡΙΟC!

ΑΓΙΟΝ ΠΑCΧΑ 2023


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιατοῦ, τ. Ε΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2003, σσ. 381-384.

[2] Ματθ. 28, 1.

[3] Μἀρκ. 16, 9.

[4] Ματθ. 28, 9.

[5] Γέν. 3, 16.

[6] Ἰω. 20, 17.

[7] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1995, σσ. 315-318.

[8] Ὠσ. 13, 14.

[9] Α΄ Κορ. 15, 54.

[10] Ὠσ. 13, 14.

[11] Αἴνος τῶν τριῶν Παίδων 88.

[12] Ἰω. 10, 10.

[13] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Λόγος πανηγυρικός εἰς τό Ἅγιον Πάσχα», ἐν Ἐγκυκλοπαιδεί Φιλολογικ ὑπό Πολυχρονίου Φιλιππίδου, ἐκδ. Ἑλληνική Τυπογραφία τοῦ Φοίνικος, Βενετία 1839, σ. 143.

[14] Τοῦ ἰδίου, «Λόγος πανηγυρικός εἰς τήν Καινήν Κυριακήν, ἤτοι τοῦ Θωμᾶ καί εἰς τούς Νεοφωτίστους», ἔνθ’ ἄνωτ., σ. 148.

[15] Α΄ Θεσ. 5, 18.

[16] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς τήν τριήμερον Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στίχοι 9-19, https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-triduanam-resurrectionem-domini_.pdf

[17] Ρωμ. 6, 4.

[18] Ρωμ. 8, 13.

[19] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος α΄ εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, στίχος 7, https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-sanctum-pascha-sermo-1.pdf

[20] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, «Περί Θεολογίας καί ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἑκατοντάς α΄ κεφ. ξγ’», ἐν Φιλοκαλίᾳ τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν, ΕΠΕ 14, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/κη 1985,  σσ. 476-477.

[21] Ὄ. π., κεφ. ξε’, σσ. 478-479.

[22] Ὅ. π., κεφ. ξστ’, σσ. 478-479.

[23] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον…, σσ. 334-336.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130831-rotated.jpg2023-07-13 13:46:45%cf%80%ce%b1c%cf%87%ce%b1%ce%bb%ce%b9%ce%bf%ce%bd-%ce%bc%ce%b7%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%b1-2023