Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
25-02-2018
Ἐάν ἔχουμε κάτι νὰ καυχηθοῦμε, αὐτό εἶναι ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία μας. Πιστεύουμε, ὅμως, ἀκραδάντως ὅτι, ἐὰν ὅλοι ἐμεῖς, κλῆρος καὶ λαός, εἴμασταν πραγματικὰ ὀρθόδοξοι, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἕνας αἱρετικός καί ἀλλόθρησκος. Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ μόνο στό ὄνομα καί στὰ χαρτιὰ. Ὀρθόδοξος δὲν σημαίνει νὰ ἔχουμε μόνο τὸ ὄνομα. Ὀρθόδοξος σημαίνει ἀπόφαση γιὰ ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν νόμων τοῦ Κυρίου, τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ πράγματι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀνώτερη πίστη στὸν κόσμο, τότε καὶ τὰ ἔργα ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων πρέπει νὰ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ ὅλων τῶν ἄλλων.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ὅν, πού μόνο τρώγει, κοιμᾶται, πίνει, πεθαίνει καί ἐκμηδενίζεται. Εἶναι μιά πνευματική ὀντότητα. Καί ἐάν δέν ἔχει τήν ἀληθινή πίστη, δέν θά ἔχει καί τό ἀληθινό βίωμα. Λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας˙ «φαῦλος βίος γεννᾶ φαῦλα δόγματα» καί ἀντίστροφα «φαῦλα δόγματα γεννοῦν φαῦλο βίο». Ἡ ἀντίληψη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας διασώζεται καί στήν παλαιά ἑλληνική παροιμία˙ «ὁ πίπτων ἠθικῶς, πίπτει καί κατά τάς ἰδέας». Γενικό συμπέρασμα καί καθολικό ἀξίωμα εἶναι ὅτι τά πονηρά καί διεφθαρμένα δόγματα γεννοῦν πονηρό καί διεφθαρμένο βίο, καθώς καί ἀντιστρόφως ὁ πονηρός καί διεφθαρμένος βίος γεννᾶ πονηρά καί διεφθαρμένα δόγματα. Ὑπάρχει ἄρρηκτη, ὀργανική καί ἀδιάσπαστη σχέση μεταξύ πίστεως καί ζωῆς, δόγματος καί ἤθους, Ὀρθοδοξίας καί ὀρθοπραξίας. Τό ἴδιο κακό εἶναι τά πονηρά δόγματα καί ἡ πονηρή ζωή καί ἀντιστρόφως ἡ πονηρή ζωή καί τά πονηρά δόγματα. Γιατί, τό ἕνα εἶναι γεννητικό τοῦ ἄλλου, καί ὅποιος ἔχει τό ἕνα καταντᾶ καί στό ἄλλο.
Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζεται ἀπό τήν πίστη της. Καί ἡ πίστη ἀποτελεῖ τή βάση καί τόν κανόνα τῆς ζωῆς της. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας διατυπώνεται μέ τά δόγματα. Ἀπό τά δόγματα βγαίνει τό ἦθος. Ἡ συνοπτική παρουσίαση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στό «Πιστεύω». Στήν ἐποχή μας παρατηρεῖται μία ἀκρότητα περί τῶν δογμάτων, πού εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία γι’αὐτά. Σήμερα λησμονοῦνται σχεδόν τά δόγματα, καί οἱ Χριστιανοί ζοῦν, χωρίς νά ἀναφέρονται σ’αὐτά. Τά δόγματα παραμερίζονται, ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν, γιατί ἀπ’αὐτά βγαίνει τό ἦθος. Ἔτσι, ὅμως, φτωχαίνει ἡ ζωή τῶν πιστῶν καί μένει μετέωρο τό ἦθος τους.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δόγματα ὀνομάζει τήν πίστη στόν Χριστό, ἡ ὁποία συνίσταται στά δόγματα περί Θεοῦ[1]. Κατά τόν ἑρμηνευτή Θεοδώρητο, «δόγματα ἐκάλεσε τήν εὐαγγελική διδασκαλία»[2]. «Πατρῶα δόγματα»[3], εἶναι τά ἀπόρρητα δόγματα τοῦ Θεοῦ Πατρός, δηλ. οἱ ὀρθές δόξες καί ὑπολήψεις περί Θεοῦ καί οἱ μυστηριώδεις κρίσεις, ψῆφοι, βουλές, ἀποφάσεις καί ὁρισμοί τοῦ Πατρός. Εἶναι οἱ ὑψηλές θεωρίες καί οἱ θεοπρεπεῖς ὑπολήψεις. Κατά τόν ἑρμηνευτή Βαρίνο, «δόγμα ἐστί πρόσταγμα ἤ εὐσεβές ἀληθείας κράτος»[4]. Τά περί Χριστοῦ δόγματα εἶναι οἱ ρίζες τῆς εὐσεβείας, οἱ θεμέλιοι τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτά εἶναι θεμέλια καί ρίζα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως.
Τά δόγματα συνδέονται ἄμεσα μέ τή ζωή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα μέ διπλή κατεύθυνση. Τά δόγματα ἐκφράζουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι δεῖκτες γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πρακτικότεροι καί ἀναλυτικότεροι δεῖκτες ζωῆς εἶναι οἱ ἠθικές ἐντολές. Τά δόγματα καί οἱ ἐντολές συδέονται ὀργανικά καί ἀναπόσπαστα μεταξύ τους. Ὅπως τά δόγματα συνοψίζονται στήν ταυτότητα «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός», πού εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, ἔτσι καί οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ συνοψίζονται στήν ἐντολή τῆς ἀγάπης : «Ὁ γάρ ἀγαπῶν τόν ἕτερον, νόμον πεπλήρωκε»[5]. Μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης κατανοοῦνται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί προσεγγίζεται τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τά δόγματα δέν ἐξαντλοῦν οὔτε ἀπολιθώνουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκφράζουν τήν ζωντανή ἐμπειρία της ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου φανερώθηκε ὁ Τριαδικός Θεός καί πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακαίνιση καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Με τά δόγματα διαφυλάσσει ἡ Ἐκκλησία τά μέλη της ἀπό τήν πλάνη. Ἀφορμή γιά τήν διατύπωση τῶν δογμάτων ἔδωσε ἡ ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις διατύπωναν θέσεις, πού ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν αἱρέσεων, πού καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὅτι ἀμφισβητοῦσαν ὁλικά ἤ μερικά τήν ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτόν ἀμφισβητοῦσαν τήν φύση καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας. Τά δόγματα, πού διατύπωσε ἡ Ἐκκλησία, μέ τίς Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους, χάραξαν τά ὅριά της σέ σχέση μέ τίς ἐκτροπές, πού ἐμφανίσθηκαν κατά καιρούς. Γιά τόν λόγο αὐτόν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται «ὅροι», δηλαδή ὅρια, μέ τά ὁποῖα περιφρουρεῖται ἡ ἀλήθεια καί προστατεύεται ἡ ἐλευθερία τῶν πιστῶν[6].
Ἦθος εἶναι ἡ ἠθική ζωή. Τό ὀρθόδοξο ἦθος εἶναι Θεανθρωποκεντρικό καί Χριστοκεντρικό˙ ὄχι οὐμανιστικό καί ἀνθρωποκεντρικό. Εἶναι ἦθος ἀγάπης, μετανοίας, ἐξομολογήσεως, συγχωρήσεως, πνευματικοῦ ἀγῶνος, προσευχῆς, ἀσκήσεως καί ἐλευθερίας. Εἶναι ἦθος σταυροαναστάσιμο καί χαρμολύπης. Ὀρθοπραξία σημαίνει πνευματική ἐν Χριστῷ ζωή, ἀποβολή τῶν ἁμαρτιῶν καί παθῶν καί ἐνστερνισμός τῶν ἀρετῶν, τήρηση καί ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὀρθοπραξία σημαίνει ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, σεβασμὸς τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι βλασφημία τῶν θείων, σεβασμὸς τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, ἐκκλησιασμός, Θεία Κοινωνία, μελέτη Ἁγίας Γραφῆς, ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου, σεβασμὸς τοῦ γήρατος, τιμὴ στοὺς γονεῖς, κληρικούς καί διδασκάλους. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ ὄχι προγαμιαῖες σχέσεις, ὄχι πορνεία, ὄχι μοιχεία, ὄχι ὁμοφυλοφιλία, ὄχι παιδεραστία, ὄχι κτηνοβασία, ὄχι ἀλλαγή φύλου. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ «τίμιος ὁ γάμος… καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος»[7]. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καί ἰδεώδης κοινωνία, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ δικαιοσύνη, ὅπου δὲν ὑπάρχει πτωχὸς καὶ πλούσιος, ἀλλά ὅλοι ἔχουν τὰ πάντα κοινά[8]. Ὀρθοπραξία θὰ πεῖ δάκρυα μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, σὰν ἐκεῖνα τῶν ἁγίων.
Ὁ Κύριος εἶπε· «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[9]. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική ἐπιστολή του γράφει : «Δεῖξον μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου»[10]˙ καί προσθέτει˙ ὅποιος εἶναι πιστός «δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τά ἔργα αὐτοῦ»[11]. Δέν ὠφελεῖ τίποτε, ἐάν λέγει κανείς ὅτι ἔχει πίστη, δέν ἔχει, ὅμως, ἔργα πού νά ταιριάζουν μέ τήν πίστη. «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστίν»[12]. Ἡ ἀγάπη ἐμπνέεται ἀπό τήν πίστη. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀληθινή πίστη καί δέν ξέρει τίς προοπτικές του, πῶς θά πορευτεῖ;
Εἶναι δυστύχημα νά διαπιστώνει κανείς ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται σήμερα σέ ἕναν δογματικό καί ἠθικό δαλτονισμό, σέ μιά δογματική καί ἠθική ἀχρωματοψία, καί ὅτι ζεῖ μιά ἠθική χωρίς ἠθική, μιά ἀνήθικη ἠθική, μιά ἠθική χωρίς ὅρια, μιά ἀνηθικότητα, ἕναν ἀμοραλισμό. Αὐτή ἡ νέα σχιζοφρενική ἠθική προτάσσει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο ἕνα νέο σχιζοφρενικό δόγμα˙ ὅτι μπορεῖ νά συζεύξει στό πρόσωπό του τά πιό ἀντιθετικά καί διφορούμενα στοιχεῖα. Ὅτι μπορεῖ νά εἶναι καί ἠθικός καί ἀνήθικος, καί καλός καί κακός, καί δίκαιος καί ἄδικος, καί ἁμαρτωλός καί ἐνάρετος-εὐσεβής, καί διπλωμάτης καί εὐθύς, καί πόρνος, μοιχός, ὁμοφυλόφιλος καί παρθένος, καί θυμώδης, ὀργίλος καί πρᾶος, καί ψεύτης, συκοφάντης, ὑβριστής, κλέπτης καί ἀληθής, καί Ὀρθόδοξος καί αἱρετικός, ἀλλόθρησκος, καί οἰκουμενιστής καί Ὀρθόδοξος, καί Χριστιανός καί Μασόνος, καί Σιωνιστής καί Χριστιανός κ.ο.κ.
Τό ἤθος τό θέλουμε, ὄχι ὅπως μᾶς τό προσφέρει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά μᾶλλον ἐπί μιᾶς φιλοσοφικῆς ἠθικῆς. Ὄχι εὐαγγελικῆς ἠθικῆς, ἀλλά φιλοσοφικῆς ἠθικῆς. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅλα τά φιλοσοφικά συστήματα ἔχουν τήν ἠθική τους. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔχει ἠθική μέ τήν ἔννοια τοῦ εὐσεβισμοῦ. Ζεῖ καί κηρύττει τήν ἁγιότητα καί τήν κατά Χάριν θέωση. Τό θέμα εἶναι ζωτικῆς σημασίας, γιατί κρίνει τήν σωτηρία μας. Ἕνα νόθο Εὐαγγέλιο, νόθο δόγμα καί νόθο ἦθος δέν σώζουν ποτέ. Γι’αὐτό πολέμησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας˙ γιά τήν ἀκρίβεια τοῦ δόγματος στίς Οἰκουμενικές καί στίς Τοπικές Συνόδους. Ἕνα νοθευμένο Εὐαγγέλιο, νόθο δόγμα καί νόθο ἦθος εἶναι ἕνα ἐπικάλλυμα τῶν ἀδυναμιῶν μας καί ἕνας σιγαστήρας τῆς συνειδήσεώς μας. Ἡ ἀκρίβεια τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους ἔχει παραμερισθεῖ σάν κάτι τό ἀναχρονισμένο καί συνεπῶς δύσχρηστο. Ἔτσι, ὅμως, σημειώνεται ραγδαῖα μιά νέα ἐξέλιξη χριστιανικῆς παρακμῆς[13].
Δὲν εἶναι οὐτοπιστικὸ νά λεχθεῖ ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσβάλλεται καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς αἱρέσεως καὶ ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς ἠθικῆς σήψεως. Λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι, ὅταν ὑπάρχει μόλυσμα ἠθικῆς σήψεως, τότε αὐτό θὰ γεννήσει δόγματα ὄχι καλά, ὄχι σωστά. Καὶ ἀντίστροφα, τὰ δόγματα τὰ μὴ σωστά, θὰ γεννήσουν ἦθος ὄχι σωστό. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε Ὀρθοπραξία καὶ Ὀρθοδοξία δεμένα ἀδιαχώριστα. Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ δοῦμε στὴν σύγχρονη ἐποχή μας, τόσο τὴν ἠθικὴ σήψη, ὅσο καὶ τὴν μόλυνση τὴν δογματικὴ[14].
Τραγική ἀπόδειξη τῆς διαρρήξεως τοῦ συνδέσμου μεταξύ δόγματος καί ἤθους εἶναι τόσο οἱ παλαιοί εἰκονομάχοι, ὅσο καί οἱ ἀπόγονοί τους, νέοι εἰκονομάχοι, Προτεστάντες, καθώς καί οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες, πού εἶναι ἀνεικονικές. Ἡ Ἐκκλησία στή διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν καί χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων διέκρινε τήν ἀναβίωση τῶν παλαιοτέρων αἱρέσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μέ μιά νέα μορφή καί ἔκφραση. Οἱ εἰκονομάχοι δέν καταπολεμοῦσαν μόνο τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν τιμή τῶν ἁγίων, τῶν λειψάνων τους καί τῶν εἰκόνων τους. Ἀρνοῦνταν τήν προσωπική παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τήν μετάδοση τῆς θείας Χάριτος μέσῳ τῆς ὕλης. Αὐτονομοῦσαν τήν ὕλη καί ἀπέρριπταν τήν δυνατότητα μεταμορφώσεώς της. Μετέτρεπαν τήν θεολογία σέ ἰδεολογία. Μέ τό πρόσχημα ὅτι καταπολεμοῦσαν εἰδωλολατρικές καί μαγικές ἀντιλήψεις, ἐκκοσμίκευαν τήν Ἐκκλησία καί ἀποσποῦσαν τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό καί τήν Χάρι Του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν οἱ εἰκονομάχοι ἀκύρωναν τήν ἐγκοσμίκευση τοῦ Θεοῦ, πού ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἐνανθρώπηση καί διαιωνίζεται μέ τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν περιφρονεῖ τήν ὕλη, γιατί καί αὐτή δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἡ ὕλη δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τόν Θεό, ἀλλά αἰσθητή παρουσία τοῦ θείου θελήματος. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ὕλη, σκήνωσε στήν ὕλη καί ἀπεργάσθηκε μέ τήν ὕλη τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικότερα μάλιστα ἡ ὕλη, πού φέρει τή μορφή κάποιου ἱεροῦ προσώπου, ἡ εἰκόνα, ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἰδιαίτερου σεβασμοῦ. Γι’αὐτό ὁ Χριστιανός σέβεται τήν ὕλη, ὄχι βέβαια ὡς Θεό, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ἔμπλεως θείας ἐνεργείας καί Χάριτος[15].
Φοβερές, ἐπίσης, εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἀμαυρώσεως τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους στήν αἱρετική Δύση.
Αὐτονοήτως εἴμαστε ἐναντίον τῆς ἀκρίτου καί χωρίς ἀποτέλεσμα ἐπικοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, τήν στιγμή πού ἐκεῖνοι ἐμμένουν σκληρά καί μέ προκλητική αὐθάδεια στίς κακοδοξίες τους. Ἕνας τέτοιος ἀτέρμων διάλογος μεταξύ κωφῶν δέν ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα. Ἀποτελεῖ μόνο ἄλλοθι γιά τήν δική τους ἐμμονή.
Ἡ αἰτία τῆς διαφορᾶς εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ διέστρεψε τό εὐαγγελικό μήνυμα, ἀλλοίωσε τήν δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στό Εὐαγγελικό καί ζείδωρο μήνυμα τῆς ζωῆς καί αὐτή τήν στιγμή συνεχίζει νά ἐμμένει στό ἴδιο αὐτό μοτίβο τῆς ἀπαξιώσεως τῆς κανονικῆς τάξεως, τῆς δογματικῆς, πατερικῆς καί ἀποστολικοπαράδοτης πίστεως.
Ὑπάρχει ἕνας διάλογος, πού ἔχει ξεκινήσει τό 1980. Εἴμαστε τώρα στό 2018 καί δέν πρόκειται νά τελειώσει ποτέ. Δέν εἶναι μόνο ἡ αἵρεση τοῦ Filioque (φιλιόκβε), δηλ. ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, πού εἶναι μία τεράστια δογματική ἔκπτωση καί διαστροφή τῆς πίστεως στό Τριαδικό δόγμα. Εἶναι καί τό τεράστιο θέμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Τό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Δύσεως, τό ὁποῖο χάθηκε δυστυχῶς τό 1054, τό κατέλαβαν οἱ Φράγκοι, καί γι’ αὐτό ὑπάρχει ὅλη αὐτή ἡ ἀλλοίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κατ’ἀρχήν, ὁ Παπισμός ἔχει μεταβάλει τήν Ἐκκλησία σέ κράτος. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας εἶναι καί ἀρχηγός κράτους.Ἔχει κυβέρνηση. Εἶναι μία πλήρης ἀλλοτρίωση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος.
Ὑπάρχουν καί ἄλλες πολλές δογματικές ἀποκλίσεις. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται πρωτεῖο ἐξουσίας κανενός ἐπισκόπου. Πρωτεῖο ἐξουσίας δέν ἔχει κανείς, διότι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποιος ἄνθρωπος. Γιά τόν Παπισμό κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Πάπας. Αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Κανείς ἄλλος. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀρχή ἐξουσίας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐκείνη ἀποφαίνεται ἐπί δογματικῶν, κανονικῶν, τυπικῶν καί ὁποιωνδήποτε ἄλλων θεμάτων. Οἱ Προκαθήμενοι τῶν παλαιῶν πόλεων εἶχαν τήν τιμή τῆς πρωτοκαθεδρίας, ἐπειδή οἱ πόλεις εἶχαν μία περιωπή. Ἐπειδή ἡ Ρώμη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁ ἐπίσκοπός της προβάδιζε τῶν ἄλλων ἐπισκόπων. Ὅταν ἡ πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε στή Νέα Ρώμη, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης ἀπέκτησε τά ἴδια πρεσβεῖα τιμῆς, πού εἶχε καί ὁ τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Καί οἱ ἄλλες πόλεις, δηλ. ἡ Ἀλεξάνδρεια, πού εἶναι μία μεγάλη πόλη, εἶναι ἡ τρίτη κατά τιμή, ἡ Ἀντιόχεια τέταρτη, τά Ἱεροσόλυμα, πού εἶναι ἡ μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπειδή εἶναι ἡ μικρότερη πόλη, πέμπτη κατά τιμή. Αὐτός ἦταν ὁ θεσμός τῆς πενταρχίας.
Ὁ Πάπας τῆς Ρώμης θέλει νά ἔχει τό παγκόσμιο imperium (ἰμπέριουμ), τόν παγκόσμιο ἔλεγχο, δηλ. ὅτι εἶναι ὁ βικάριος, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς, πράγματα τά ὁποῖα ἐπί χίλια χρόνια ποτέ δέν ὑπῆρχαν. Ἐκεῖ πάνω στηρίχτηκε ἕνα κακέκτυπο χριστιανισμοῦ, γιά τό ὁποῖο σήμερα ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπολογούμαστε, χωρίς νά ἔχουμε καμμία εὐθύνη. Π.χ. Ἱερά Ἐξέταση, θρησκευτικοί πόλεμοι, ἀποικιοκρατία, ἰμπεριαλισμός (ἐπεκτατισμός). Τί σχέση ἔχουν αὐτά μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε μέσα σέ μία φάτνη ἀλόγων καί σταυρώθηκε γιά τόν ἄνθρωπο;
Ἀπό΄κεῖ καί μετά πήγαμε στήν Μεταρρύθμιση, ἡ ὁποία, ὡς ἀντίδραση σέ αὐτό τό κακέκτυπο ἐξουσίας καί τό imperium (ἰμπέριουμ), τόν ἔλεγχο, διέλυσε τά πάντα. Ἀπό αὐτή τήν διαμάχη μέ τόν Παπισμό προέκυψε ἡ Μεταρρύθμιση. Ἀπό τήν Μεταρρύθμιση προέκυψε ἡ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Τό προτεσταντικό δόγμα λέγει ὅτι, ἄν ὁ Θεός εἶναι μαζί σου, ἔχεις λεφτά. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅμως, λέγει ὅτι δέν εἴμαστε ἰδιοκτῆτες, ἀλλά διαχειριστές˙ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν λατρεύουν τήν κτίση, ἀλλά τόν Κτίσαντα˙ ὅτι ὁ ἄλλος γιά μένα δέν εἶναι ὁ ἐχθρός μου, δέν εἶναι ἡ κόλαση μου, πού λέγει ἡ «Διανόηση», ἀλλά εἶναι ὁ παράδεισός μου. Ἄν, λοιπόν, ζήσουμε μέ αὐτό τό κοινοτικό πνεῦμα, πού ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία, νά πῶς ὑπερβαίνονται τά προβλήματα.
Ἐμεῖς ὀφείλουμε γιά τήν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν νά τούς ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι λάθος, αὐτό εἶναι ἀλήθεια. Ὀφείλουμε νά τούς προσκαλέσουμε στήν Ἀλήθεια, γιά νά εἴμαστε μία κοινωνία ἀγάπης. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀρθρώνει λόγο ζωῆς, πού δέν εἶναι ἁπλῶς γιά τήν κατά κόσμον ἐπιβίωση, ἀλλά καί γιά την μεταφυσική ἀναγωγή τοῦ ἀνθρώπου.
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία ἀρχή, πού λέει ὅτι ἡ Ἀλήθεια καί ὁ εἷς (ἕνας) εἶναι ἡ πλειοψηφία. Γιατί, ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδεολογική προσέγγιση. Εἶναι Πρόσωπο. Εἶναι ὁ Χριστός. Ἄρα, λοιπόν, ὁ Χριστός καί εἷς εἶναι ἡ πλειοψηφία. Ἀπέναντι μπορεῖ νά εἶναι δισεκατομμύρια, ἀλλά νά εἶναι στήν πλάνη. Αὐτό ἔχει ἀποδειχθεῖ ἱστορικά σέ πάρα πολλά θέματα. Π.χ. στήν εἰκονομαχική «σύνοδο» τῆς Ἱερείας μετεῖχαν τέσσερεις Πατριάρχες, ὁ Αὐτοκράτορας, 648 ἐπίσκοποι – μητροπολῖτες καί ἀπέναντι σέ αὐτούς ὁλίγοι ἐπίσκοποι, κληρικοί καί μοναχοί. Καί κατίσχυσαν οἱ ὀλίγοι, γιατί ἦταν μαζί μέ τόν Χριστό, μαζί μέ τήν Ἀλήθεια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, δέν εἶναι ἀριθμητικό θέμα ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Στήν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας μετεῖχαν ἑκατοντάδες ἐπισκόπων ἀπό Ἀνατολή καί Δύση. Ἀπέναντί τους ἕνας μόνον˙ ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος, ἔχοντας τήν Ἀλήθεια, νίκησε τούς πολλούς.
Ἡ παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαρρηγνύει τήν ὀργανική σχέση δόγματος καί ἤθους. Ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει οὑμανιστικό, ἀνθρωποκεντρικό χαρακτήρα καί ὄχι θεολογικό, πνευματικό, θεανθρωποκεντρικο. Παραμερίζει τήν Πίστη, τό δόγμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποβλέπει περισσότερο σέ πρακτικούς σκοπούς. Βλέπει τήν Ἐκκλησία κυρίως ὡς ἀνθρώπινο ἵδρυμα, τό ὁποῖο ἑνωμένο θά δυνηθεῖ νά ἀντιμετωπίσει καλύτερα τούς ἐχθρούς του. Γι’αὐτό δέν λαμβάνονται σοβαρῶς ὑπ’ὄψιν οἱ βασικές διαφορές περί τήν πίστη καί τό πνεῦμα ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία, τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες, οὔτε ἡ ἱστορία καί ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας[16].
Ἰδιαιτέρως ὁ πρακτικός ἤ λαϊκός Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει τήν διαχριστιανική καί διαθρησκειακή συνεργασία σέ πρακτικά θέματα καί τομεῖς καί ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά, οἰκολογικά κ.ἄ.), ἡ ὁποία συνοδεύεται δυστυχῶς μέ ἀντικανονικές συμπροσευχές καί ὑπογραφή κοινῶν κειμένων, ἔχει σοβαρότατες συνέπειες στό δόγμα καί τό ἦθος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα. Ὡστόσο, ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει μειονεκτήματα. Ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται μέ τίς ἄλλες αἱρετικές καί θρησκευτικές φωνές, χάνει τή διαύγειά της καί ἀδυνατεῖ νά κοινοποιήσει στόν σημερινό ἄνθρωπο τόν δικό της μοναδικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀνθρωποκεντρικό τρόπο ζωῆς τῶν αἱρετικῶν. Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στό κοινωνικό της ἔργο κοσμικές πρακτικές τῶν ἄλλων αἱρέσεων καί θρησκειῶν, σέ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσῳ ἑνός ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός μπορέσει νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κοινωνικές πληγές, ἀλλά ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ θέωσή του μέσα στό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους νά συνεργάζονται μέ την διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἀποκομίζει τήν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς δογματικές διαφορές.
Ὁ πρακτικός ἤ λαϊκός Οἰκουμενισμός προωθεῖται καί μέ τίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ ὑψηλοβάθμων, κυρίως, ἐκπροσώπων τῶν αἱρέσεων, τῶν θρησκειῶν καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτές περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινές ἀνακοινώσεις καί ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης. Ὁ πιστός λαός μας, ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τίς ἐπισκέψεις ἀπό τά ὀπτικοακουστικά μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη· σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλά καί προβληματίζεται, καθώς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τούς ποιμένες του νά μιλοῦν μέ ὀρθόδοξη καί ἁγιοπατερική γλώσσα, καί ἄλλοτε τούς βλέπει ἀνάμεσα στούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους νά συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος, ὅμως, συμβιβασμός στόν χῶρο τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί γιά την ἱερώτερη σκοπιμότητα, εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος[17].
Διάσπαση στόν ἀδιάσπαστο δεσμό δόγματος καί ἤθους ἐπέφερε καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Τό Κολυμπάρι, ὄχι μόνο προώθησε τόν Οἰκουμενισμό, ἐξετίμησε θετικῶς τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς διαλόγους καί τήν συμμετοχή στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, καί διέπραξε τό κακούργημα τῆς μή καταγνώσεως τῶν ἐν χώρῳ καί τόπῳ αἱρέσεων, ἀλλά ταυτοχρόνως ἀναγνώρισε ἐκκλησιαστικότητα στίς κατεγνωσμένες καί ἀναθεματισμένες ἀπό Συνόδους καί Πατέρες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Παρεχώρησε δηλ. τό ἱερό καί ἅγιο ὄνομα «ἐκκλησία» στίς αἱρέσεις. Ἄν ἐθνικό κακούργημα, μειοδοσία καί προδοσία εἶναι ἡ ἀπόδοση καί παραχώρηση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» στό κράτος τῶν Σκοπίων, πόσο ἀνώτερο ἐκκλησιαστικό κακούργημα, μειοδοσία καί προδοσία μπορεῖ νά λογισθεῖ ἡ ἤδη γενομένη ἀπόδοση καί παραχώρηση τοῦ ὀνόματος «ἐκκλησία» στίς αἱρέσεις, πού συντελέστηκε στήν Κρήτη; Ὅπως, λοιπόν, ἡ Μακεδονία εἶναι μία καί ἑλληνική, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί Ὀρθόδοξη.
Ἕνα γνώρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων, εἴτε ἐν Συνόδῳ εἴτε ἐκτός Συνόδου, ἦταν πάντοτε ἡ ἀκρίβεια στήν διατύπωση τῶν ὄρων τῆς πίστεως καί τοῦ ἤθους. Κι αὐτό, γιατί γνώριζαν τήν σημασία καί τήν ἀξία τῆς ἀκριβείας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔμεναν πάντοτε στήν ἀκρίβεια, ἀκριβολογοῦσαν. Ἡ ἀκρίβεια στό δόγμα δίνει ἀκρίβεια καί στό ἦθος, τήν πνευματική ζωή.Ἡ ἀκρίβεια στήν πίστη καί ἡ ἀκρίβεια καί στό ἤθος, δέν εἶναι μία σχολαστικότητα, κάτι τό στεῖρο καί ἄγονο, ἀλλά μία σπουδαιότατη ἀνάγκη. Ἡ ἀπουσία αὐτῆς τῆς ἀκριβείας εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου, πού ἑδράζεται ἐπί τῆς ἀνθρωπίνης ραθυμίας, ἀκηδίας, τεμπελιᾶς, μέ ἀποτελέσμα τήν μεγάλη ποικιλία ἀπόψεων περί πίστεως, ἀλλά καί περί ἤθους[18].
Οὔτε ἡ Ὀρθοδοξία μόνη μᾶς σώζει, οὔτε ἡ ὀρθοπραξία. Χρειάζεται συντονισμός καί τῶν δύο˙ ὀρθά δόγματα, ὀρθή πίστη τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων καί ἀληθής βίος, ἀληθές βίωμα. Μόνο ἡ ἀκρίβεια στήν πίστη καί στό ἤθος σώζει. Μέ αὐτά τά δύο φτερά ἄς πετάξουμε πρός τόν οὐρανό.
[1] Ἐφ. 2, 15.
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, εκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σσ. 399-400.
[3] θ΄ (9ος) ἀναβαθμός τοῦ Δ΄ ἤχου.
[4] Τοῦ ἰδίου, Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1976, σσ. 187, 276.
[5] Ρωμ. 13, 8.
[6] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δείκτες τῆς ζωῆς», ἐν Χριστιανική ἠθική Α΄. Εἰσαγωγή – Γενικές ἀρχές – Σύγχρονη προβληματική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσ/κη 2002, σσ. 167-184.
[7] Ἑβρ. 13, 4.
[8] Πράξ. 4, 32.
[9] Ματθ. 7, 21.
[10] Ἰακ. 2, 18.
[11] Ἰακ. 3, 13.
[12] Ἰακ. 2, 20.
[13] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, Ὁμιλία εἰς τήν Κυριακήν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, μέ θέμα «Ἡ ἀκρίβεια στήν πίστη καί τό ἦθος», 18-7-1999.
[14] Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, ἀριθ. 85, 1997.
[15] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί εἰκόνων 1, PG 94, 1300ΑΒ. Σχ. βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ.
[16] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός. Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σ. 83.
[17] Σχ. βλ. Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004.
[18] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Ὁμιλία εἰς τήν Κυριακήν…
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2021-03-19 15:23:14%ce%bf%cf%81%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%cf%81%ce%b8%ce%bf%cf%80%cf%81%ce%b1%ce%be%ce%b9%ce%b1