ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Ἐν Πειραιεῖ 24-06-2017

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει στίς 24 Ἰουνίου τήν μνήμη τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Ἄς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά μερικές ἀπό τίς βασικές πτυχές τῆς διδασκαλίας του, ἔτσι ὅπως μᾶς τίς περιγράφει ὁ ἱεροκανονικῶς διακόψας τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκουμενιστοῦ ἐπισκόπου του, ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης[1].

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή κατά τούς σκληρούς χρόνους τῆς δουλείας ἀντιμετώπιζε ἐκτός ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί τόν κίνδυνο τοῦ ἐκλατινισμοῦ, πού ἀπειλοῦσαν νά ἀφανίσουν τό Γένος. Τήν προκλητική αὐτή ἐπίθεση τῶν Δυτικῶν μισσιοναρίων τήν ἀντιμετώπισε τήν περίοδο αὐτή μέ ἐπιτυχία τό φιλοκαλικό πατερικό κίνημα τῶν ὀνομασθέντων Κολλυβάδων, ἐπιφανές μέλος τοῦ ὁποίου ἦταν καί ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Τίς ὑποτιμητικές καί συκοφαντικές γιά τους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας διαδόσεις τῆς δυτικῆς προπαγάνδας ἀντιμετώπισαν οἱ Κολλυβάδες, προβάλλοντας τόν ἅγιο βίο τους καί τά σοφά τους συγγράμματα, ἰδιαίτερα ἐκείνων τούς ὁποίους εἶχαν βάλει στό στόχαστρό τους οἱ Δυτικοί, γιατί ἦσαν ἀποτελεσματικοί καί ἐπικίνδυνοι ἀντίπαλοί τους, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός[2]. Γνωρίζουμε πολύ καλά τούς ἀγῶνες καί τούς κόπους τῶν ἁγίων Μακαρίου Νοταρᾶ καί Νικοδήμου Ἁγιορείτου γιά τήν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τόν ὁποῖο λυσσωδῶς συκοφαντοῦσε καί πολεμοῦσε ἡ λατινική προπαγάνδα. Τόν ἴδιο δρόμο ἀκολούθησε καί ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, συνεκδίδοντας σέ ἕνα βιβλίο τόν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πού γράφτηκε ἀπό τόν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, καί τόν «Ἀντίπαπα», ὅπως ὀνόμασε τόν ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό, γιά τούς ὑπερθαύμαστους ἀγῶνες καί τά ἡρωϊκά του παλαίσματα ἐναντίον τοῦ «Πάπα», τά ὁποία ἐκθέτει μέ βάση πλῆθος ἱστορικῶν πηγῶν καί στοιχείων. Δύο μικρά ἀποσπάσματα, ἕνα γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί ἕνα γιά τόν ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό ἀρκοῦν, γιά νά δείξουν τό ἀγωνιστικό του φρόνημα. Γράφει γιά τόν πρῶτο : «Ἰδού, λοιπόν, Χριστιανοί, πόσον ὠφέλιμος εἶναι ὁ βίος τοῦ θείου τούτου Γρηγορίου· ἐπειδή γάρ τό ἅγιόν του λείψανον, ὅπου εἶναι μία ὁρατή βεβαίωσις, εἰς ἕνα μόνον μέρος τῆς γῆς καί εἰς μίαν Ἐκκλησίαν μέσα εὑρίσκεται κλεισμένον καί τάς ἰάσεις ὅπου ἐπιτελεῖ, ὅλοι δέν τάς βλέπουσι, οὐδέ ὅλοι τάς μανθάνουσι, διά τοῦτο τώρα ἀπό τόν θαυμάσιον βίον του θέλετε μάθῃ καί βεβαιωθῇ ὅλα αὐτά, ὀποῦ εἴπαμεν ἕως τώρα. Πρῶτον δηλαδή πώς εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, καί οἱ μιαρώτατοι παπισταί ὑβρίζουν καί βλασφημοῦν ἄδικα τόν ἅγιον τοῦ Ὑψίστου. Δεύτερον, πώς δέν εἶναι ἁπλῶς ἅγιος, ἀλλά ἕνας ἀπό τούς μεγίστους ἱεράρχας καί φωστήρας τῆς οἰκουμένης. Τρίτον, ὅτι καί ἐκ τῆς τούτου ἁγιότητος ἀναδείκνυται τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀλήθεια καί ἐκ τοὐναντίον τό ψεῦδος τῆς δυτικῆς, ὅτι ἐκ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται. Τέταρτον, ὅτι δείχνοντας ἐκ τούτου τήν ἀλήθειαν καί ἁγιότητα τῶν δογμάτων τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εὔκολα ἡμπορεῖς νά συμπεράνης ἐκ τούτων καί τήν εὐκληρίαν ὁποῦ ἔχει πρός γονιμότητα ἁγίων τέκνων ἐδικῶν της. Καί ὄχι μόνον λογικῶς νά συμπεράνης, ἀλλά καί πραγματικῶς, ἀπαριθμώντας, ἐάν δύνασαι τούς ὑπέρ ἀριθμόν πληθυνομένους ἁγίους, μετά τό σχίσμα. Καί οὕτω, Θεοῦ διδόντος, νά σαλπίσης τά νικητήρια, ἀποφράττοντας μέ τήν πραγματικήν ἀλήθειαν, τά μιαρά καί ἀπύλωτα στόματα». Καί γιά τόν ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό γράφει στόν «Ἀντίπαπα» : «Τοῦτον λοιπόν ἐγώ, Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι, ἀνάμεσα εἰς πολλούς ἄλλους, ἤ νά εἰπῶ καλλίτερα καί ὑπέρ πολλούς ἄλλους τοιούτους ἁγίους, εἰς ὅλα τά Ὀρθόδοξα τῶν πιστῶν συστήματα τόν ἁγιώτατον Μάρκον τῆς Ἐφέσου παρρησιάζω σήμερον. Μάρκον ἐκεῖνον λέγω, τόν ὁποῖον ἡ Ἀνατολή ἀνέτειλεν, ἀλλ’ ἡ Δύσις ἔφριξε. Μάρκον ἐκεῖνον, τό καύχημα τῆς Ἀσίας καί μάστιγα τῆς Εὐρώπης. Μάρκον ἐκεῖνον, τόν φωστήρα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί κεραυνόν τῆς Δυτικῆς ἀγερωχίας. Μάρκον ἐκεῖνον, τό στόμα τῶν θεολόγων, τήν δόξαν τῶν Ὀρθοδόξων, τόν ὑπερθαύμαστον ἀθλητήν, τόν μόνον ἀήττητον καί ἀδαμάντινον ἄνθρωπον»[3].

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος εἶναι ἀντιδυτικός στόν χῶρο τῶν δογμάτων, τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἐδῶ ἔχει ἀντιπάλους, ὄχι τούς Διαφωτιστές, ἀλλά τόν Παπισμό καί τούς μισσιοναρίους του, οἱ ὁποῖοι, ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἀμάθεια καί τήν φτώχεια τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἐπεδίωκαν νά τούς ἀποσπάσουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά τούς προσδέσουν στόν Παπισμό. Ὅπως ὁ Διαφωτισμός, ἔτσι καί ὁ Παπισμός, εἶναι οὐσιαστικά ἀνθρωποκεντρισμός· ἐξήρτησε τά πάντα ἀπό τόν «ἀλάθητο» ἄνθρωπο τῆς Ρώμης, τόν «Πάπα», καί ἐξοβέλισε τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού λειτουργεῖ συμμετοχικά, συμπεριλαμβάνοντας τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρο καί λαό. Εἰσήγαγε τόν σχολαστικισμό καί τήν φιλοσοφία στή Θεολογία, ἀγνοώντας καί καταργώντας τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτό φάνηκε στήν σύγκρουση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ μέ τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἐκπρόσωπο τῆς Ἀναγεννήσεως καί πρόδρομο τῶν Διαφωτιστῶν, προσέδωσε ποινικό καί νομικό χαρακτήρα στήν πνευματική ζωή καί, μέ τίς δυνατότητες τῶν δογμάτων τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου, μετέβαλε καί ἄλλαξε τά πάντα στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας πάμπολλες καινοτομίες καί αἱρέσεις, ἀντίθετες πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καί ἐδῶ μέ τόν Διαφωτισμό. Ἔξω οἱ προφῆτες, ἔξω οἱ Ἀπόστολοι, ἔξω οἱ Πατέρες, ἔξω ὁ Χριστός, ἔξω ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Διαφωτισμός ἄλλωστε εἶναι τέκνο τοῦ Παπισμοῦ, ὅπως καί ὁ Προτεσταντισμός.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἀντιμετωπίζοντας τόν Παπισμό, προέβαλλε τούς ἀγῶνες τῶν μεγάλων ἁγίων καί τήν σχετική διδασκαλία τους. Τά ἔργα του «Ὁ Παλαμᾶς ἐκεῖνος», στό ὁποῖο μεταφράζει καί σχολιάζει τόν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, καί «Ἀντίπαπας», ὅπως ὀνομάζει τόν ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, αὐτόν τόν σκοπό ἐξυπηρετοῦν. Στό περίφημο δογματικό του σύγγραμμα, τήν «Ἐπιτομήν τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων», ἐκθέτει μέ λόγο θετικῆς διδαχῆς τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μέ βάση τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀκολουθώντας ἀντίστοιχο ἔργο τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως, τό «Θεολογικόν», δέν παραλείπει, ὅμως, νά τονίσει σέ κάθε συνάφεια τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις τῶν Λατίνων καί τῶν Λουθηροκαλβίνων, ὅπως ὀνομάζει τούς Προτεστάντες. Καί ἐπειδή οἱ διαφορές δέν εἶναι πάντοτε κατανοητές, καί πολλοί δέν ἀντιλαμβάνονται, γιατί οἱ αἱρετικοί εἶναι χωρισμένοι καί διηρημένοι ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν παραλείπει στό ἔργο του «Οὐρανοῦ κρίσις» νά ἐπικαλεσθεῖ τήν ἐτυμηγορία τῶν οὐρανῶν, τήν γνώμη τοῦ Θεοῦ γιά τόν Παπισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, διηγούμενος τό θαῦμα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα, ὅταν ὁ Βενετός ἡγεμών θέλησε, διά τῆς βίας, νά οἰκοδομήσει παπικό «ἀλτάρι», παπική «ἁγία τράπεζα», μέσα στόν Ὀρθόδοξο Ναό τοῦ Ἁγίου. Ἡ βεβήλωση αὐτή τοῦ Ὀρθοδόξου Ναοῦ ἀπό τό παπικό «ἀλτάρι» προκάλεσε τήν τιμωρητική θαυματουργό ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἡ ὁποία θεωρήθηκε ὡς «Οὐρανοῦ κρίσις».

Κατηγοροῦσαν ἐπί τῆς ἐποχῆς του οἱ παπισταί, ὅπως τούς λέγει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς αἱρετική καί σχισματική, ὅτι ἔπαυσε πλέον νά παράγει ἁγίους καί ὅτι μόνον αὐτοί ἀποτελοῦν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν, γιά νά σωθοῦν. Εἶναι γνωστός ὁ προσηλυτισμός, πού ἀσκήθηκε ἐπί Τουρκοκρατίας εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων, ἰδιαίτερα μέσῳ τοῦ φοβεροῦ μηχανισμοῦ τῆς Οὐνίας, ὅταν διεπίστωσαν ὅτι ἀποτυγχάνουν ὁ βίαιος ἐκλατινισμός, πού ἐπιβλήθηκε μέ τίς σταυροφορίες σ’ ὁλόκληρη τήν Ἀνατολή, καί ὁ προσωπικός προσηλυτισμός, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ πολύ κόπο καί ἔχει μικρή ἀπόδοση[4]. Οἱ κατηγορίες καί οἱ συκοφαντίες ἐναντίον Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶχαν ὀργανωθεῖ ἄριστα ἀπό τούς Ἰησουίτες. Ἀπό τήν ἀρχή διαπιστώνει τίς ἀπίστευτες κατηγορίες καί συκοφαντίες ἐναντίον μεγάλων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ἁγίου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τοῦ ἁγίου Νείλου Καβάσιλα, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ κ.ἄ. Δέν εἶναι εὔκολο στούς πολλούς, ὅταν μάλιστα στεροῦνται θεολογικῆς παιδείας, νά καταλάβουν τίς θεολογικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ καί νά διαπιστώσουν ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, καί ἄν δικαιολογεῖται ὁ χωρισμός καί ἡ διαίρεση τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δύσκολη ἡ εὕρεση τῆς ἀληθείας καί μάλιστα σέ ἐποχές ἀπιστίας καί σκληρύνσεως, ἐπιτελεῖ ὁ Θεός θαύματα, ὅπως ἔγινε στήν Κέρκυρα μετά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τούς Τούρκους ἐκ μέρους τῶν Βενετῶν τό 1716. Αὐτό τό θαῦμα θεωρεῖ ο Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ὡς «Οὐρανοῦ κρίσιν». Λέγει ὅτι ὁ ἡγεμών τῆς Κερκύρας, θέλοντας νά εὐχαριστήσει τόν ἅγιο Σπυρίδωνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως καί μετά ἀπό συμβουλή παπικοῦ θεολόγου, ἀποφάσισε νά οἰκοδομήσει μέσα στόν Ὀρθόδοξο Ναό τοῦ Ἁγίου λατινική «ἁγία τράπεζα», «ἕνα ἀλτάρι μαρμάρινον πολύτιμον, διά νά λέγεται καθ’ ἑκάστην ἐκεῖ μέσα καί μία λατινική λειτουργία, καί ἡ ἐξοχότης σου νά ἀκούης λειτουργίαν τῆς γλώσσης σου, ὅταν εἰς τούς διωρισμένους καιρούς παρουσιάζης ἐκεῖ», ὅπως ἀποδίδει τήν συμβουλή τοῦ θεολόγου ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Παρά τίς ἐπανειλημμένες ἐμφανίσεις τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος κατ’ ὄναρ στόν Βενετό ἡγεμόνα, μέ τίς ὁποῖες τόν ἀπέτρεπε ἀπό τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου, ὡς καί τίς παρακλήσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἱερέων καί τοῦ λαοῦ, ὁ ἡγεμών ἐπέμενε στήν κατασκευή τοῦ παπικοῦ ἀλταρίου. Ὅταν, λοιπόν, κατά τήν ὁρισμένη ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ἀρχίσουν οἱ τεχνίτες νά ἐργάζονται, ὁ φύλακας τοῦ ἡγεμονικοῦ παλατίου εἶδε ἕνα μοναχό, μέσα σέ ἀστραπές καί βροντές, νά κατευθύνεται πρός τό παλάτι, κρατώντας ἀναμμένο δαυλό. Τόν ρώτησε ποιός εἶναι καί ἀπάντησε ὅτι ὀνομάζεται Σπυρίδων. Σέ λίγο τό παλάτι ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρός, μέσα στό ὁποῖο βρῆκαν τραγικό θάνατο καί ὁ ἡγεμών καί ὁ σύμβουλος θεολόγος.

Παρουσιάζοντας τό θαῦμα αὐτό στό εἰδικό βιβλίο του «Οὐρανοῦ κρίσις» ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος λέγει ὅτι δέν εἶναι ἕνα ἁπλό θαῦμα, «ἀλλά κατά ἀλήθεια μία ἀδέκαστος τοῦ οὐρανοῦ κρίσις. Κρίσις μέ τήν ὁποίαν ὁ οὐρανός ἄνωθεν ἔδειξε σήμερον ποία ἀπό τάς δύω ἐκκλησίας βαστᾶ τήν θείαν ἀλήθειαν, ἤγουν, ποία ἀπό τάς δύω κρατᾶ ἀπαρασάλευτα τά θεοπαράδοτα καί ἀποστολικά δόγματα, καί τάς ἀποστολικάς καί πατρικάς παραδόσεις, καί ποία ἠθέλησε καί ἀνέτρεψεν αὐτά ὅλα καί μέ τάς κακάς της καινοτομίας ἔγινεν ἀφορμή ἡ μία ἐκκλησία νά σχισθῆ εἰς δύω ἐναντίας καί πολεμίας ἀναμεταξύ των… Οἱ φιλονεικίαις ὅλαις, λέγω, σήμερον ἔλαβον τέλος. Σήμερον ὁ οὐρανός ἄνωθεν, διά τῆς δεξιάς τοῦ ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς μεγάλου προστάτου τῆς Ὀρθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος, ὁλοφάνερα καί καθαρώτατα ἀπεφάσισε, πώς ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία εἶναι Ὀρθόδοξος, εὐσεβεστάτη, ἀποστολική καί ἁγία. Ἡ δέ δυτική ἐκ τοῦ ἐναντίου εἶναι κακόδοξος, αἱρετική, δυσσεβεστάτη, παπιστική καί ἀκάθαρτος»[5]. Πῶς νά μή παραλληλίσει κανείς τήν καθαρή, πατερική, ὁμολογητική αὐτή στάση τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μέ τήν ἀπαράδεκτη καί προδοτική τῆς πίστεως στάση πολλῶν σημερινῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων καί Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνο δέν θά διανοοῦνταν ποτέ νά ἀποκαλέσουν τήν δυτική λεγομένη «ἐκκλησία» – κοινότητα κακόδοξη, αἱρετική, δυσεβεστάτη, παπιστική καί ἀκάθαρτη, ἀλλά ἀντίθετα διδάσκουν ὅτι ὁ Παπισμός δέν εἶναι αἵρεση, τό Filioque εἶναι θεολογούμενο, καί συνωθοῦνται συμπροσευχόμενοι καί κοινωνοῦντες μέ τούς αἱρετικούς μέσα σέ παπικούς ναούς, γύρω ἀπό παπικά ἀλτάρια; Καί οἱ ὁποῖοι στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης ἀνεγνώρισαν τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὡς ἐκκλησίες ἰσάξιες, ἰσότιμες καί ἰσόκυρες μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἄν λησμόνησαν καί ἔθαψαν αὐτήν τήν κρίση τοῦ Οὐρανοῦ, πού τελέσθηκε «διά τῆς δεξιᾶς τοῦ ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς μεγάλου προστάτου τῆς Ὀρθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος», δέν πρέπει νά ξεχνοῦν τό διαρκές θαῦμα, τήν διαρκή κρίση τοῦ οὐρανοῦ, πού κραυγάζει μέσα ἀπό τά ἐπί αἰῶνες ἄφθαρτα ἅγια σκηνώματα τῶν τριῶν Ἁγίων τῆς Ἑπτανήσου, τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα, τοῦ ἁγίου Διονυσίου στήν Ζάκυνθο καί τοῦ ἁγίου Γερασίμου στήν Κεφαλλονιά. Εἶναι ἐκεῖ καί οἱ τρεῖς βιγλάτορες τῆς Ὀρθοδοξίας, φυλάγουν τά θαλάσσια σύνορα Ὀρθοδοξίας καί πλάνης, Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς καί αἱρετικῆς Δύσης, ὅπως φυλάγουν τά βορεινά σύνορα στή στεριά οἱ δεινοπαθήσαντες καί δεινοπαθοῦντες ἀπό τήν παπική διπλωματία Ὀρθόδοξοι Σέρβοι. Ἀνθρώπινα φαίνεται εὔκολο νά δρασκελίσεις αὐτά τά σύνορα καί νά βρεθεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα ἤ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν Ρώμη. Πνευματικά, ὅμως, ποιός μπορεῖ νά τά βάλει μέ τούς νόμους τῆς θείας κυβερνητικῆς, ποιός θά ἀθετήσει τήν «Οὐρανοῦ κρίσιν», ποιός θά μετακινήσει τά σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας, «τά ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες», καί θά ἀγνοήσει τούς ἁγίους, πού τά φρουροῦν[6];


[1] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ ἐπικαιρότης τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου», ἐν Κολυβαδικά, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, Θεσ/κη 2004, σσ. 39-64.

[2]  Γιά τήν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ πολεμική τῆς παλαιᾶς, ἀλλά καί τῆς σύγχρονης δυτικῆς ἔρευνας βλ. τοῦ ἰδίου, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσ/κη 1972, σσ. 105 ἐ., 114 ἐ.

[3]  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ Ἀντίπαπας (ὁ Ἄγιος Μᾶρκος Ἐφέσου), Θεσ/κη 1981, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σσ. 27, 260.

[4] Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, Θεσ/κη 2002, σσ. 55-66.

[5] Οὐρανοῦ Κρίσις, ἤτοι θαῦμα φρικτόν καί ἐξαίσιον τοῦ θαυματουργικωτάτου θείου Σπυρίδωνος, δι’ οὗ τάς βουλάς τῶν παρανόμων Παπιστῶν, ἐματαίωσε, μή συγχωρήσας αὐτοῖς, νά ἐγείρουν Ἀλτάριον, ἤτοι θυσιαστήριον, μέσα εἰς τόν ἐν τῇ Κερκύρᾳ ἅγιόν του Ναόν, συντεθέν, μετά καί Ἱερᾶς καί ἐπινικείου ἀκολουθίας, εἰς αὐτό, παρά ζηλωτοῦ τινος ἐδελφοῦ… Ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξωνίας, Ἐν τῇ τυπογραφίᾳ τοῦ Νάϋμπερτ, 1805, σ. 25.

[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ Θεολογική προσφορά τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου», ἐν Κολυβαδικά, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, Θεσ/κη 2004, σσ. 95-121.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-06-23 09:10:36%ce%bf-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b4%cf%85%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%83-%ce%bf%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%b1%ce%b8%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%bf-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%bf