ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρωτοπρεβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

06-03-2017

 Τὸ ἐπίσημο τελικό κείµενο τῆς οἰκουμενιστικῆς Συνάξεως τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016) µὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον»[1], ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀσκηθεῖσα καὶ ἀσκουµένη κριτική, εἶναι στὸ σύνολό του προβληματικό, ἀπαράδεκτο, αἱρετικό καί γι’αὐτό ἀπορριπτέο. Αὐτό ὀφείλεται, μεταξύ ἄλλων, καί στό ὅτι, ὄχι μόνο ἀγνοεῖ καὶ δὲν λαµβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἀποκτηθεῖσα ἀρνητικὴ ἐµπειρία ἀπὸ τοὺς διεξαχθέντες καὶ διεξαγοµένους Θεολογικοὺς Διαλόγους µὲ τοὺς ἑτεροδόξους-αἱρετικοὺς καὶ ἀπὸ τὴν συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ λεγόµενο «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν»-αἱρέσεων, ἀλλά ἀντιθέτως ἐπαινεῖ τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς, ὅπως γράφεται στίς παραγράφους 16, 17, 18, 19 καί 21.

Ἡ συµµετοχή τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν στὸ «Π.Σ.Ε» ἐξευτελίζει κατ᾽ἀρχὴν τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐπειδή ἀποδέχονται τήν συγκατάλεξή Της ὡς ἕνα µικρὸ µέρος µέσα στὸ συνονθύλευµα αὐτὸ τῶν κατεγνωσμένων ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους ἑκατοντάδων προτεσταντικῶν αἱρέσεων µὲ τὶς ἀπίστευτες δογµατικὲς ἐκτροπὲς καὶ διδασκαλίες, καί τῶν ἐπίσης κατεγνωσμένων αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν Ἀντιχαλκηδονίων, πράξη γιὰ τὴν ὁποία θρηνοῦν οἱ ἐν οὐρανῷ παλαιοὶ καὶ νέοι Ἅγιοι.

Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς σὲ πολλὰ κείµενά του ἐπικρίνει τὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ Συµβούλιο. Σ’ἕνα ἀπ’αὐτά[2], ἀπευθυνόµενος στὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας τό 1974, γράφει µὲ πολὺ πόνο :

«Ἕως πότε θὰ ἐξευτελίζωµεν δουλικῶς τὴν Ἁγίαν µας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικὴν καὶ Ἁγιοσαββιτικὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς οἰκτρῶς καὶ φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς µας ἔναντι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ τοῦ λεγοµένου Οἰκουµενικοῦ Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν; Ἐντροπὴ καταλαµβάνει πάντα εἰλικρινῆ ὀρθόδοξον, ἀνατρεφέντα ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ἀναγιγνώσκῃ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι σύνεδροι τῆς 5ης Πανορθοδόξου διασκέψεως τῆς Γενεύης (8-16 Ἰουνίου 1968), σχετικῶς πρὸς τὴν συµµετοχὴν ὀρθοδόξων εἰς τὸ ἔργον τοῦ “Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν”, ἔλαβον τότε τὴν ἀπόφασιν “ὅπως ἐκφρασθῇ ἡ κοινὴ ἐπίγνωσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι αὕτη ἀποτελεῖ ὀργανικὸν µέλος τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν”.

Αὐτὴ ἡ ἀπόφασις εἶναι κατὰ τὴν ἀνορθοδοξίαν καὶ ἀντιορθοδοξίαν της ἀποκαλυπτικῶς φρικαλέα. Ἦτο ἆραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶµα καὶ ὀργανισµὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθῇ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόµη καὶ ἱεράρχαι, µεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ Σέρβοι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν “ὀργανικήν” µετοχὴν καὶ συµπερίληψιν εἰς τὸ Παγκόσµιον Συµβούλιον Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισµός”, µία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας αἱ Ὀρθόδοξοι καὶ µὴ ὀρθόδοξοι ἐκκλησίαι ἀποτελοῦν µόνον “µέλη” (“ὀργανικῶς” µεταξὺ τῶν συνδεδεµένα!); Ἀλλοίµονον, ἀνήκουστος προδοσία!

Ἀπορρίπτοµεν τὴν ὀρθόδοξον θεανθρωπίνην πίστιν, αὐτὸν τὸν ὀργανικὸν δεσµὸν µετὰ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τοῦ παναχράντου Του Σώµατος – τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων καὶ Οἰκουµενικῶν Συνόδων – καὶ θέλοµεν νὰ γίνωµεν “ὀργανικὰ µέλη” τοῦ αἱρετικοῦ, οὐµανιστικοῦ, ἀνθρωποπαγοῦς καὶ ἀνθρωπολατρικοῦ συλλόγου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ 263 αἱρέσεις, ἡ δὲ κάθε µία ἀπὸ αὐτὰς πνευµατικὸς θάνατος!

Ὡς ὀρθόδοξοι, εἴµεθα “µέλη Χριστοῦ”. “Ἄρας οὖν τὰ µέλη τοῦ Χριστοῦ, ποιήσω πόρνης µέλη; Μὴ γένοιτο!” (Α´ Κορ. 6, 15). Καὶ ἡµεῖς τοῦτο πράττοµεν διὰ τῆς “ὀργανικῆς” συνδέσεώς µας µετὰ τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖον οὐδὲν ἄλλο εἶναι, εἰµὴ ἀναβίωσις τῆς ἀθέου ἀνθρωπολατρείας-εἰδωλολατρείας.

Εἶναι πλέον ἔσχατος καιρός, Πανιερώτατοι Πατέρες, ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἁγιοπατερικὴ καὶ Ἁγιοσαββιτικὴ Ἐκκλησία µας, ἡ Ἐκκλησία τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν ἁγίων Ὁµολογητῶν, Μαρτύρων καὶ Νεοµαρτύρων, παύσῃ νὰ ἀναµιγνύεται ἐκκλησιαστικῶς, ἱεραρχικῶς καὶ λατρευτικῶς µετὰ τοῦ οὕτω καλουµένου Οἰκουµενικοῦ Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὅπως ἀρνηθῇ διὰ παντὸς τὴν οἱανδήποτε συµµετοχὴν εἰς τὰς κοινὰς προσευχὰς καὶ τὴν λατρείαν (ἡ ὁποία λατρεία εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἶναι ὀργανικῶς συνδεδεµένη εἰς µίαν ὁλότητα καὶ συγκεφαλαιοῦται εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν), καὶ γενικῶς τὴν συµµετοχὴν εἰς οἱανδήποτε ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν».

Ἔγινε προσπάθεια νὰ διορθωθεῖ τὸ φρικαλέο αὐτὸ ἐκκλησιολογικό λάθος µὲ τὴν ὑποβολὴ ξεχωριστῶν «Δηλώσεων» τῶν Ὀρθοδόξων στὶς πρῶτες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.» µέχρι τήν Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί (1961), ὅπου γιὰ τελευταία φορὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἐξέφρασαν τὴν αὐτοσυνειδησία τους, λέγοντας ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι µία Ὁµολογία, µία ἐκ τῶν πολλῶν, µία µεταξὺ τῶν πολλῶν. Διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι “ἡ” Ἐκκλησία». Αὐτὴ ἡ ἀξιέπαινη ὀρθόδοξη µαρτυρία κράτησε πολὺ λίγο. Μετὰ τὸ Νέο Δελχὶ οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές, ὄχι µόνον ἔπαυσαν νὰ καταθέτουν ξεχωριστές «Δηλώσεις», ἀλλὰ σὲ Γενικὲς Συνελέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως στὸ Porto Alagre τῆς Βραζιλίας (2006) καὶ στὸ Pusan τῆς Νοτίου Κορέας (2013) συνυπέγραψαν µὲ τοὺς Προτεστάντες ἀπαράδεκτα κείµενα, στὰ ὁποῖα καταρρακώνουν φρικτὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἀρνοῦνται ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη καὶ ὅτι ὑπάρχει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι ἐλλιπεῖς καὶ ὁλοκληρώνουν τὴν καθολικότητά τους, µόνον ὅταν ἑνωθοῦν µὲ τὶς ἄλλες. Τὸ βάπτισµα, ὁπουδήποτε καὶ ἂν τελεῖται, εἶναι ἔγκυρο καὶ ὑποστατὸ καὶ αὐτὸ καθορίζει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας· ὅσοι βαπτίζονται ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία. Οἱ διαφορετικὲς διδασκαλίες δὲν εἶναι πλάνες καὶ αἱρέσεις, ἀλλὰ διαφορετικοὶ τρόποι διατύπωσης τῆς Πίστης, πρᾶγµα ποὺ θεωρεῖται θεµιτό. Οἱ πλάνες αὐτὲς, ποὺ ἐπανελήφθησαν ἔντονα καὶ στὸ κείµενο τοῦ Pusan (2013), προκάλεσαν τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, ξεσήκωσαν θύελλα διαµαρτυριῶν, μέ ἀποτέλεσμα ἕξι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ Σεβ. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως κ. Ἀνδρέας, Γλυφάδας κ. Παῦλος, Κυθήρων κ. Σεραφείµ, Αἰτωλίας κ. Κοσµᾶς, Γόρτυνος κ. Ἰερεµίας καί Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ὑπέβαλανπρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 30 Ἀπριλίου τοῦ 2014 «Ὑπόµνηµα κατὰ τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν», στὸ ὁποῖο ἐκφράζουν τὴν λύπη τους γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ κειµένου ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀντιπροσώπους καὶ ζητοῦν νὰ ἀποχωρήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ νὰ παύσει νὰ συµµετέχει στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους[3].

Νωρίτερα, τὸ 2007, τὸ Ἅγιον Ὄρος, µὲ ἐκτενὲς Ὑπόµνηµα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος «Περὶ τῆς συµµετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν»[4], προέβη σὲ συντριπτικὴ καὶ τεκµηριωµένη κριτικὴ γιὰ τὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στό «Π.Σ.Ε.».

Στήν «Εἰσαγωγή» γράφεται : «Ὁ προβληµατισµὸς γιὰ τὴν συµµετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν (στὸ ἑξῆς Π.Σ.Ε.) εἶναι ἀπολύτως εὔλογος. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ τῆς συστάσεως τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἐντεῦθεν πολλὲς φορὲς ἐξέφρασαν τὶς ἀνησυχίες τους γιὰ ποικίλες τάσεις καὶ ἐκδηλώσεις του. Τὸ 1997 ἀπεχώρησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καὶ τὸ 1998 ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας. Στὴν Διορθόδοξο Συνάντησι τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1998 διατυπώθηκε ἔντονα ἡ πιὸ πρόσφατη δυσαρέσκεια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιὰ τὸν τρόπο συµµετοχῆς τους στὸ Π.Σ.Ε., ὁπότε ἀπείλησαν µὲ ἀποχώρησι οἱ Ἐκλησίες τῆς Σερβίας καὶ τῆς Ρωσίας».

Στὰ «Συµπεράσµατα» ἐπίσης σηµειώνεται : «Ἡ διακοπὴ τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν µὲ τὸ Π.Σ.Ε. ἦταν ἕνα µόνιµο ἐρώτηµα, ποὺ συνεχίζει νὰ εἶναι ἐπίκαιρο, ὅσο οἱ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες – µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν φαίνεται νὰ ἀφίστανται τῶν ἐκκλησιολογικῶν τους προϋποθέσεως. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες µὲ τὴν συµµετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. δείχνουν στὴν πρᾶξι ὅτι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στὸ σηµεῖο αὐτὸ οἱ Ρωµαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικὰ ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε., εἶναι συνεπέστεροι στὴν ἐκκλησιολογία τους ἀπὸ ὅ,τι εἴµαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν δική µας.

Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν κερδίζουµε τίποτε ἀπὸ τὴν συµµετοχή µας στὸ Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκοµίζουµε ζηµία καὶ φθορά. Ἡ ἀποστολή µας, νὰ κηρύξουµε τὸ µήνυµα τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, δὲν εὐοδώνεται, ἐπειδὴ οἱ Προτεστάντες στὸ Π.Σ.Ε. δὲν προσανατολίζονται πρὸς ἀποδοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ πρὸς συνύπαρξι µαζί της στὸ ἐπιδιωκόµενο µόρφωµα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζοµένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισµός τους αὐτὸς εἶναι σύµφωνος µὲ τὴν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅµως, µποροῦµε νὰ συµµετέχουµε σὲ ἕνα Ὀργανισµό (τὸ Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δοµὴ καὶ λειτουργία βασίζονται στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, χωρὶς ἡ συµµετοχή µας νὰ σηµαίνῃ παραίτησι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογία µας»;

Μετὰ, λοιπὸν, ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαχρονικὴ καὶ συγχρονικὴ ἀποδοκιµασία τοῦ συµφυρµοῦ µὲ τὴν πολυποίκιλη αἱρετικὴ πανσπερµία στὸ προτεσταντικὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὰ ἀπαράδεκτα αἱρετικὰ κείµενα τοῦ Porto Alegre καὶ τοῦ Pusan, τὸ τελικό ἐπίσημο κείµενο τῆς Συνάξεως τῆς Κρήτης, ἀντὶ νὰ θέσει τὸ θέµα τῆς ἀποχωρήσεως τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τό «Π.Σ.Ε.», πρόλαβε τὴν ἀπόφαση, θεώρησε αὐτονόητη καὶ σηµαντική τὴν συµµετοχὴ στὸ «Π.Σ.Ε.», ἀφοῦ αὐτὸ καὶ ἄλλοι διαχριστιανικοὶ ὀργανισµοί «πληροῦν σηµαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου» (παράγραφος 16). Χαρακτήρισε δὲ ἁπλῶς ὡς «ἰδίαν γνώµην» τὴν ἀποχώρηση τῶν Πατριαρχείων Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας ἀπὸ τὸ «Π.Σ.Ε.», ἐνῶ αὐτὴ ἡ γνώµη ἐκφράζει τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ὀρθοδόξου πληρώµατος καὶ συµφωνεῖ µὲ τὴν διαχρονικὴ στάση τῶν Ἁγίων. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι «ἐκτιµᾶ θετικῶς τὰ ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείµενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων» (παράγραφος 21) ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπή «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ «Π.Σ.Ε.», ἐνῶ σιωπᾶ ἐκκωφαντικὰ γιὰ τὰ ἀπαράδεκτα κείµενα τοῦ Porto Alegre καὶ τοῦ Pusan. Τέλος, θεωρεῖ ὅτι ἡ συμμετοχή τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό «Π.Σ.Ε.» θεμελιώνεται στήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»[5] τοῦ 1950 (παράγραφος 19), κείμενο τό ὁποῖο ἐκκλησιολογικῶς εἶναι πολύ προβληματικό.

Εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν µὲ τέτοιες µεθοδεύσεις νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τήν γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας αὐτό τὸ ἀπαράδεκτο καί αἱρετικό κείµενο, τὸ ὁποῖο κλίνει γόνυ καὶ προσκυνᾶ τὸν συγκρητιστικὸ παναιρετικὸ Οἰκουµενισµό;


[1] https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR

[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμενισμός. Μιά Ὀρθόδοξος γνωμάτευσις καί μαρτυρία», Θεοδρομία ΙΔ3 (Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2012) 425-432.

[3] Ὑπόμνημα πέντε Μητροπολιτῶν κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν, www.impantokratoros.gr/D416764F.el.aspx, Ὑπόμνημα Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν, www.impantokratoros.gr/Α8092Ε5.el.aspx,

[4] ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, «Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Θεοδρομία Ι2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2008) 207-272.

[5] https://www.oikoumene.org/en/resources/documents/central-committee/1950/toronto-statement

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-06-22 10:19:38%ce%b7-%ce%b8%ce%b5%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%b9%ce%bc%ce%b7%cf%83%ce%b7