ΧΡΙCΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ 2023

Θεο-ἐνανθρώπηση καί ἀνθρωπο-ἐνθέωση

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

25-12-2023

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

ΧΡΙCΤΟC ΕΤΕΧΘΗ!

Μέσα στήν ἱερά καί κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς μεγίστης Δεσποτικής ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός, ἐνσυνείδητος καί δή ἀποτειχισθείς Ὀρθόδοξος Χριστιανός αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά δοξάζει τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν πηγή τῆς ζωῆς, τοῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως τῶν ἀνθρώπων. Καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνεται μία αἴσθηση μετοχῆς στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό «νῦν», τό τώρα, γίνεται «ἀεί», γίνεται πάντοτε˙ «νῦν καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Γίνεται ὑπέρβαση τοῦ χρόνου.

Αὐτό τό μυστήριο ἐπιτελεῖται ἀποκλειστικά καί μόνο μέσα στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι, δηλ. οἱ ζῶντες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καί κοινωνοῦντες, δηλ. οἱ ἔχοντες κοινωνία, τό Τίμιο καί Πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ νηπιάσαντος Χριστοῦ, γινόμαστε κοινωνοί τῆς αϊδιότητος τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνίου ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τῆς Ἀγίας Τριάδος. Βέβαια, εἴμαστε ἀκόμη ἐν χρόνῳ περιορισμένοι, καθότι σαρκικοί ἄνθρωποι. Δέν ἔχουμε ἀκόμη λυθεῖ ἀπό τά δεσμά αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς. Ἐν Χάριτι, ὅμως, μετέχουμε, ἤδη ἀπό τοῦ παρόντος αἰῶνος, καί προγευόμαστε τόν μέλλοντα αἰῶνα, τήν ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν αὐτό γίνεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία καί κάθε ἐκκλησιαστική σύναξη, πού ὄντως ἔτσι εἶναι, πολύ περισσότερο τήν αἴσθηση αὐτή τήν ἔχουμε, ὅταν ἑορτάζουμε τά μέγιστα γεγονότα τῆς σωτηρίας μας, ὅπως εἶναι ἡ Θεία Γέννηση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία λαμπρῶς καί πανηγυρικῶς, χαρμοσύνως καί θεϊκῶς ἑορτάζουμε κατά τήν εὔσημον ταύτην ἡμέραν.

Ἔχουμε τήν αἴσθηση σήμερα ὅτι ἡ Γέννηση δέν εἶναι κάτι, πού ἔγινε μόνο στό παρελθόν, ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά εἶναι καί παρόν. Γι’ αύτό μποροῦμε νά λέμε : «Σήμερον ὁ Χριστός γεννᾶται ἐκ Παρθένου». Διότι, ἐμεῖς, ἐν Χάριτι, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μποροῦμε σήμερα, δύο χιλιάδες εἴκοσι τρία (2023) χρόνια μετά τήν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος, νά ζοῦμε σά νά εἶναι τώρα, σά νά εἶναι παρόν αὐτό τό μυστήριο τῆς ἀνερμηνεύτου κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί, τρόπον τινά, ὑπερβαίνοντας τόν χρόνο, ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε ἐκεῖ, πού γεννήθηκε ὁ τεχθείς Βασιλεύς, καί συμμετέχουμε σ’ αὐτή τήν Χάρι τῆς ἀκτίστου εὐλογίας, ὡς ὑμνωδοί, προσκυνητές καί μέτοχοι τοῦ φοβεροῦ αὐτοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο τελέστηκε στό πτωχικό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Καί βλέπουμε τό Θεῖο Βρέφος, βλέπουμε τήν Ἁγία Μητέρα Του, βλέπουμε τόν δίκαιο Ἰωσήφ, βλέπουμε τούς Ποιμένες νά προσκυνοῦν, τούς Μάγους (ἀστρονόμους-ἐπιστήμονες) νά προσκυνοῦν, νά προσφέρουν τά δῶρα τους καί τούς Ἁγίους Ἀγγέλους νά δοξάζουν. Καί ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι κι ἐμεῖς μαζί μέ τούς Ποιμένες δοξολογοῦμε καί προσκυνοῦμε, μαζί μέ τούς Ἀγγέλους ψάλλουμε καί ὑμνοῦμε, μαζί μέ τούς Μάγους ὁδοιποροῦμε καί προσφέρουμε τά δῶρα μας στόν τεχθέντα Σωτῆρα μας.

Καί προσκυνώντας καί δοξάζοντας καί αἰνώντας τόν σαρκωθέντα Θεό, ἔχουμε καθένας, κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, καί κατά τό μέτρο τῆς καθορότητας και τῆς δεκτικότητάς του, τήν αἴσθηση τῆς μεγίστης καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Διότι, πίσω ἀπ’ ὅλ’ αὐτά τά φρικτά μυστήρια, κρύβεται ἡ τεράστια, ἄμετρη καί ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός πρός τόν ἄνθρωπο, τό πλάσμα Του, πρός ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος, παρ’ ὄλο πού εἶναι ἀποστάτης ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα, Τοῦ εἶναι τόσο προσφιλής καί ἀγαπητός, ὥστε νά δίνει τόν ἴδιο τόν Υἱό Του πρός θυσίαν. Γι’ αὐτό καί στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν… τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων… καί δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα»[1].

Θεολογῶντας ἀποδεικτικῶς, ἁγιοπατερικῶς καί ἁγιοπνευματικῶς, ὁ Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἰουστῖνος Πόποβιτς, μᾶς μυσταγωγεῖ ἐξαιρέτως στό ἄρρητο, ἀνέκφραστο καί ὑπέρλογο μυστήριο τῆς Θεο-ἐνανθρωπήσεως[2] :

«Ὁ Θεός καί Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔφθασε ἕως τόν ἄνθρωπο, ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος, γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά φρονοῦν «ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», νά μποροῦν νά ζοῦν «ἀξίως τοῦ Κυρίου»[3]. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό, ὅπως πολύ συχνά ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἤ, ἀλλιῶς, ὁ Θεός ἐνηνθρώπησε, γιά νά θεώσει τόν ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, γενόμενος ἄνθρωπος, ἐξακολούθησε νά παραμένει Θεός, πράγμα πού μᾶς ἐπιβεβαιώνουν καί τά λόγια τοῦ θεοφόρου Ἀποστόλου Παύλου : «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων»[4]. Τό ὅτι ὑπάρχει «ἐν μορφῇ Θεοῦ», σημαίνει ὅτι εἶναι Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ θεόσοφος ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἄν καί Θεός, ὁ Χριστός, γενόμενος ἄνθρωπος, «οὔχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ»[5]. «Ὁ Υἰός τοῦ Θεοῦ δέν φοβήθηκε νά κατεβεῖ ἀπό τό θεϊκό Του ἀξίωμα, δηλ. ἀπό τό νά εἶναι ἴσος μέ τόν Θεό καί Πατέρα, ἐπειδή δέν τό εἶχε αὐτό ἀπό ἁρπαγή, ἀλλά τό εἶχε φυσικό. Γι’ αὐτό καί θέλησε νά ταπεινωθεῖ καί νά γίνει ἄνθρωπος, ἐπειδή, εὑρισκόμενος μέσα στήν ταπείνωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, φύλαττε τό ὕψος καί τό ἀξίωμα τῆς Θεότητός Του»[6], κατά τόν θεοφόρο ὅσιο Νικόδημο τόν Ἀγιορείτη. «Ὁ Θεός Λόγος εἶναι κατά τήν φύση Του Θεός. Ὄντας Θεός, δέν ὑποχρεώθηκε νά ὁμοιάσει στόν Θεό, καθώς εἶχε κατά τήν φύση Του αὐτην τήν ἰσότητα»[7], ὑπογραμμίζει ὁ Θεοδώρητος Κύρου. Ἔζησε τόσο ταπεινά, ὅσο κανείς. Ζώντας ἐπί τῆς γῆς μέ ἄφατη ταπείνωση, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος ἔδειξε ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ὁδός τῆς καινῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς, πού ζεῖ ὁ σαρκωθείς Θεός καί ὅλοι οἱ γνήσιοι ἀκόλουθοί Του. Ἡ ταπείνωση εἶναι τό προφανέστερο γνώρισμα «ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Γενόμενος ἄνθρωπος, ὁ Θεός Λόγος, ἀναμφιβόλως «ἑαυτόν ἐκένωσε»[8], ἀφοῦ εἶναι, ἁπλά, ἀπίστευτο τό πῶς ἐξακολούθησε νά παραμένει, διαρκῶς καί ἀναλλοιώτως, Θεός, ζώντας στό ἀπειροελάχιστο καί τιποτένιο ἀνθρώπινο ὄν. Γιατί ἀπό τήν ἴδια τήν φύση του ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερο καί κατώτερο ὄν ἀπό τόν Θεό. Ἐκτός αὐτοῦ, ὁ ἄνθρωπος εἶχε σέ τέτοιο βαθμό εὐτελίσει, μολύνει τήν φύση του μέ τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, πού μόνο ἡ ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά μποροῦσε νά παρακινήσει τόν Θεό νά γίνει ἄνθρωπος. Αὐτό συνιστᾶ συγκατάβαση καί ταπείνωση, πού ὅμοιά της δέν ὑπάρχει, πόσῳ μᾶλλον ἴση μέ αὐτήν. «Τό νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος, εἶναι μεγάλη, ἄρρητη καί ἄφατη ταπείνωση»[9], τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μεγαλύτερη «κένωση» ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά ἐπιλέξει γιά τόν Ἑαυτό Του. Ὡστόσο, χωρίς αὐτήν, δέν θά μποροῦσε νά δείξει καί τήν ἀπαράμιλλη φιλανθρωπία Του. Γι’ αύτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, θέλοντας νά ἐκφράσει αὐτό τό θαῦμα τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεως καί φιλανθρωπίας, χρησιμοποιεῖ τήν ἰδιαίτερη καί ἐξαιρετικά δυναμική ἔκφραση : «ἑαυτόν ἐκένωσε». Γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Θεός Λόγος, ἦταν σά νά ἄδειασε τόν Ἑαυτό Του ἀπό ὁ,τιδήποτε θεϊκό. Καί, πράγματι, ἄν (ὑποθετικά) ἦταν δυνατή μία «πτώση» τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού σημαίνει, ἄν (ὑποθετικά) ἦταν δυνατόν νά πάψει νά εἶναι Θεός, τότε ἡ μεγαλύτερη «πτώση» Του θά ἦταν νά γίνει ἄνθρωπος. Ὅμως, ὁ Θεός Λόγος γίνεται ἄνθρωπος, χωρίς νά παύει νά εἶναι Θεός, καί ζεῖ ὡς ἄνθρωπος, παραμένοντας πάντοτε, ἀναλλοιώτως, Θεός. Αὐτός, «ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[10], («ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ») προσλαμβάνει στόν Ἑαυτό Του τήν μορφή τοῦ ὀρατοῦ ἀνθρώπου, ὡστε νά ἀνυψώσει μέσῳ τοῦ Ἑαυτοῦ του τόν ἄνθρωπο ἕως τόν Θεό. Κι αὐτό σημαίνει νά τόν σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο. Αὐτός, ὁ ἀΐδιος Θεός, εἰσέρχεται ὡς πραγματικός ἄνθρωπος στόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου˙ ζεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς ἀληθινός ἄνθρωπος καί μέ τόν πιό ξεκάθαρο τρόπο καταδεικνύει μέ ποιόν τρόπο, σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει χωρίς τήν ἁμαρτία˙ μέ ποιόν τρόπο, στόν κόσμο τοῦ θανάτου, μπορεῖ νά νικήσει τόν θάνατο καί νά συντρίψει τόν διάβολο. Ἔτσι, γίνεται Σωτήρας καί σωτηρία, Αὐτός, ὁ ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος. Αὐτός, ὁ Θεάνθρωπος καί ἐν Αὐτῷ ἡ Ἐκκλησία μέ ὅλα τά θεανθρώπινα μυστήρια καί τίς πηγές τοῦ ἁγιασμοῦ της. Εἶναι προφανής καί ἁπτή ἡ ἀλήθεια πώς ἡ σωτηρία βρίσκεται στόν Σωτήρα˙ πώς ὁ ἄνθρωπος σώζεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ζώντας μέ τόν Θεό καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μέσα στό Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας Του, καί πώς μέσα σ’ αὐτο τό παν-θαυματουργό καί παν-σωτήριο σῶμα ζεῖ μέ τήν βοήθεια τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Ἡ σωτηρία δέν ἐπιβάλλεται σέ κανέναν διά τῆς βίας. Ὁ Σωτήρας τήν προτείνει καί τήν προσφέρει σ’ ἐμᾶς. Ἐκεῖνος ἔγινε «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων»[11] («ὅμοιος μέ τούς ἀνθρώπους») καί κατά πάντα ἄνθρωπος ἀληθινός, μόνο καί μόνο γιά νά προσφέρει στούς ἀνθρώπους, μέ τρόπο προσιτό καί ἀνθρώπινο, διά τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα τά μέσα καί τίς δυνάμεις τῆς σωτηρίας˙ καί τά προσφέρει ὅλ’ αὐτά ὡς κατά σάρκα καί ἐξ αἵματος ἀδελφός[12]. Ἦταν τόσο πραγματικός, τόσο συνηθισμένος ἄνθρωπος, τόσο «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων», ὥστε οἱ σύγχρονοί Του, ἀντικρίζοντας τά θεῖα ἔργα καί τίς θεῖες δυνάμεις Του, νά διερωτῶνται μέ ἔκπληξη : «Πόθεν τούτῳ ταῦτα; Καί τίς ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καί δυνάμεις τοιαῦται διά τῶν χειρῶν Αὐτοῦ γίνονται; Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων, ὁ υἱός τῆς Μαρίας, ἀδελφός δέ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ καί Ἰούδα καί Σίμωνος»[13]; («Ἀπό ποῦ ἦλθε σ’ Αὐτόν ἡ δύναμη καί ἡ ἐξουσία νά κάνει τά ὅσα βλέπουμε καί ἀκοῦμε; Καί τί εἶναι αὐτή ἡ σοφία, πού Τοῦ δόθηκε, καί πῶς ἐξηγοῦνται τά τόσα καί τόσα θαύματα, πού γίνονται μέ τά χέρια Του; Δέν εἶναι Αὐτός ὁ ξυλουργός, τό παιδί τῆς Μαρίας, ὁ ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωσῆ καί τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Σίμωνος»); Ὁ Θεός Λόγος, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος», ἔπραξε θεῖα ἔργα καί φανέρωσε θεία σοφία, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἔπαυσε νά εἶναι Θεός. «Ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» κατά πάντα, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, πραγματοποιοῦσε ὅλες τίς ἀνθρώπινες δραστηριότητες, ἀμέτοχος ἁμαρτίας˙ αἰσθανόταν ὅλες τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ἀμέτοχος ἁμαρτίας˙ ἐν ὀλίγοις, ἔζησε ὅλο τόν ἀνθρώπινο βίο, ἀμέτοχος ἁμαρτίας.

Ταπείνωσε τόν Ἑαυτό Του, τόν τόσο ἐξυψωμένο, τόσο τέλειο, τόσο ἀναμάρτητο, «γενόμενος ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων»… Γι’ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία, σ’ αὐτό τό Θεανθρώπινο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας καί τῆς χριστοποιήσεως, ἡ ταπείνωση ἔγινε ἀπαραίτητη εὐαγγελική ἀρετή καί ἁγία δύναμη σωτηρίας, ἡ ὁποία παρέχεται μόνο ἀπό τόν Θεό στούς ἀνθρώπους, γιά τήν ἄμετρη αὐτοταπείνωση ἐνώπιον τοῦ ἀναμαρτήτου καί παν-ταπεινοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστου. Τήν σωτήρια ταπεινοφροσύνη καί την παντοδύναμη ταπείνωση οί χριστιανοί τίς διδάσκονται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ[14].

Χάρις σ’ αὐτήν τήν τόσο μοναδική καί ἄπειρη σωτήρια ὑπέρβαση, ὁ Θεός ἐξύψωσε μέ τόσο κραταιό τρόπο τόν Χριστό, Τόν ἐξύψωσε ὡς ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός ὡς Θεός Λόγος εἶναι σέ ὅλα ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, συνεπῶς καί στήν θεία ἐξύψωση. Ἐξυψώνοντάς Τον ὡς ἄνθρωπο, ὁ Θεός κατέδειξε γιά ποιά μεταρσίωση καί δόξα ἔχει δημιουργηθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι, ἀποκαλύφθηκε ὅλη ἡ πορεία τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου : ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ ἄδη ἕως τήν κορυφή τῶν οὐρανῶν, ἀπό τόν διάβολο ἕως τόν Θεό[15]».

Παρ’ ὅλη, ὅμως, τήν θεία συγκατάβασή Του καί τά ἄφατα θεία δωρήματά Του, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, δυστυχῶς, προτιμᾶ, μανιωδῶς καί ἀφρόνως, νά βολεύεται καί ν’ ἀναπαύεται  στήν ἄβυσσο τοῦ ἄδου καί νά διαφεντεύεται ἀπό τόν διάβολο, ἀφοῦ ἔχει σέ μέγιστο βαθμό εὐτελίσει καί μολύνει τήν φύση του.

Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ὁ Δεσπότης Χριστός κλαυθμήρησε στό σπήλαιο, ὅταν γεννήθηκε˙ γιά νά φανερώσει τίς ἀταξίες, τίς ἁμαρτίες, τόν εὐτελισμό, τήν μόλυνση τῶν Χριστιανῶν. Ὁ μέν Χριστός γεννήθηκε, γιά νά καταργήσει τά ἔργα τοῦ Σατανᾶ, ὅπως λέγει ὁ ἡγαπημένος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής καί Θεολόγος : «Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ Διαβόλου»[16] («Γι’ αὐτόν τόν σκοπό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε ὡς ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς, γιά νά καταλύσει καί καταστρέψει ἐντελῶς τά ἔργα τοῦ διαβόλου»), οἱ δέ Χριστιανοί, τά τέκνα του, οἱ μαθητές του, καί ὅσοι πιστεύουν στό ὄνομά Του, ἀνακαινίζουν πάλι τά ἔργα τοῦ Διαβόλου μέ τίς πονηρές πράξεις τους καί ἀνατρέπουν τόν σκοπό τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο σήμερα γεννήθηκε. Μπορεῖ νά βρεθεῖ μεγαλύτερη κακία ἀπό αὐτήν[17];

Εἶναι γνωστά τά σημεῖα αὐτοῦ δογματικοῦ καί ἠθικοῦ εὐτελισμοῦ καί τῆς μολύνσεως τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου :

1) ἡ πλήρης ἐκκοσμίκευση,

2) ὁ ἀνθρωπισμός (οὐμανισμός), μετανθρωπισμός,  

3) ὁ συγκρητισμός,

4) ἡ παναίρεση τοῦ δυσώδους καί σατανοκίνητου διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ,

5) οἱ σύγχρονοι ἀλυσιτελεῖς διαχριστιανικοί καί διαθρησκειακοί οἰκουμενιστικοί διάλογοι,

6) ἡ ὑπογραφή καί υἱοθέτηση κοινῶν ἀντορθοδόξων κειμένων μέ αἱρετικούς, σχισματικούς καί ἀλλοδόξους,

7) ἡ ἀναγνώριση ὡς «ἐκκλησιῶν» τῶν συνοδικῶς κατεγνωσμένων αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ,

8) ἡ ἀθώωση, ἀμνήστευση καί ἐκκλησιοποίηση τοῦ δούρειου ἴππου τοῦ Παπισμοῦ, τῆς δαιμονικῆς καί ἐπάρατης Οὐνίας

9) ἡ ἐκκλησιαστική ἀποδοχή τῆς ἀλλοδοξίας τοῦ Μουσουλμανισμοῦ,

10) τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, καί

11) τῆς ἑωσφορικῆς Μασονίας,

12) ὁ διεθνής φρικώδης πανσιωνισμός,

13) ἡ δαιμονική Πανθρησκεία,

14) ἡ ἀνέφικτη, οὐτοπική καί ἀντι-Γραφική «εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν»,

15) ἡ Παγκοσμιοποίηση,

16) ἡ τῶν αἱρέσεων αἵρεση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, στηριζομένη σέ ἀναιδέστατη, θρασύτατη καί τραγικότατη στρέβλωση τῆς περί τάξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὀρθοδόξου διδασκαλίας,

17) ἡ μεταπατερική, νεοπατερική καί συναφειακή αἵρεση,

18) ἡ ληστρική, αἱρετική, οἰκουμενιστική, βατικάνεια, ἀμερικανική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης τοῦ 2016,

19) ἡ διδασκαλία στά σχολεία τοῦ συγκρητιστικοῦ, οἰκουμενιστικοῦ καί πανθρησκειαοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, 

20) ἡ ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας ἀβαπτίστων, αὐτοχειροτονήτων, κατεγνωσμένων καί ἀναθεματισμένων σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας καί τῶν Σκοπίων,

21) ἡ ψευδοένωση μέ σχισματικούς καί αἱρετικούς,

22) οἱ ἀνίερες καί ἀντικανονικές κοινές συμπροσευχές, τά κοινά συλλείτουργα καί τό κοινό ποτήριο μέ αἱρετικούς, σχισματικούς καί ἀλλοθρήσκους,

23) ἡ ἀντιπαραδοσιακή καί ἀντιπατερική «ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν»,

24) ἡ ἀντίχριστη «Νέα Ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου» καί ἡ Παγκόσμια «Νέα Τάξη Πραγμάτων»,

25) οἱ ἀπαγορευμένες προγαμιαῖες σχέσεις,

26) οἱ πορνεῖες,

27) οἱ μοιχεῖες,

28) οἱ παρά φύσιν ἀσέλγειες,

29) ὁ κολοφών τῶν ἁμαρτημάτων, ἡ ὁμοφυλοφιλία, μέ τά συνεπαγόμενά της˙ παρελάσεις ὑπερηφανείας, γάμοι ὁμοφυλοφίλων, υἱοθεσίες τέκνων ἀπό ὁμοφυλόφιλους, βαπτίσεις τέκνων ὁμοφυλοφίλων,

30) τό ἀλλότριο καί ὑπερβολικό ἐνδιαφέρον γιά τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος,

31) ἡ ἀνάπτυξη τῆς καινοφανοῦς καί ἀμάρτυρης λεγομένης «θεολογίας τῆς οἰκολογίας», τῶν πράσινων πόλεων καί ἐνοριῶν, τῶν οἰκολογικῶν σχολείων,

32) ἡ ἀνύπαρκτη καί ψευδής «κλιματική ἀλλαγή»,

33) τό φόβητρο τῆς λεγομένης «ἐπισιτιστικῆς καί ἐνεργειακῆς κρίσεως»,

34) οἱ ἀνά τόν κόσμο ποικίλοι πόλεμοι (βλ. Οὐκρανία, Μέση Ἀνατολή, Ἀφγανιστάν, Κεντρική Δημοκρατία τῆς Αφρικής, Αἰθιοπία, Λιβύη, Μάλι, Σομαλία, Ὑεμένη, Μιανμάρ, Συρία, Ἀλγερία, Μπουρκίνα Φάσο, Τσάντ, Λαϊκή Δημοκρατία τοῦ Κογκό, Μπενίν, Καμερούν, Ἰράκ, Γκάνα, Ἀκτή Ἐλεφαντοστοῦ, Μαυριτανία, Μοζαμβίκη, Νίγηρας, Σουδάν, Τανζανία, Τόγκο, Τυνησία, Οὐγκάντα, Νιγηρία, Μεξικό, Κολομβία, Νότιο Σουδάν),

35) ἡ ἀνεξέλεγκτη ἀθρόα λαθρομετανάστευση,

36) ἡ ἐμβολιολαγνεία κατά τοῦ κορωναϊοῦ, πού ἀποτελεῖ τσιπάρισμα – σφράγισμα τῶν ἀνθρώπων,

37) ἡ αἵρεση τῆς μασκοφορίας ἐντός τῶν Ναῶν,

38) ἡ θεοποίηση τῆς κτιστῆς, πεπερασμένης καί διαρκῶς μεταβαλλομένης ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης,

39) ἡ κατάργηση τῶν μετρητῶν, τό πλαστικό χρῆμα, ἡ ἀχρήματη κοινωνία,

40) ἡ ἡλεκτρονική διακυβέρνηση,

41) ἡ ψηφιοποίηση τῶν πάντων,

42) ἡ νέα ψηφιακή ταυτότητα, πού ἀποτελεῖ τσιπάρισμα καί ταύτιση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν ἀριθμό τοῦ ὀνόματος τοῦ θηρίου (666).

Μέ ὅλα τά ἀνωτέρω ἐκφυλιστικά φαινόμενα, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀντί νά ἐπιβεβαιώνει καί νά εὐγνωμονεῖ τόν Θεό γιά τήν ἐξύψωση, μεταρσίωση καί δόξα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, αὐτός Τόν διαψεύδει μέ τήν καταβίβαση, κατάπτωση, ἀδοξία καί ἀτιμία τῆς φύσεώς του. 

Ἐμεῖς, ὅμως, ὡς Ὀρθόδοξοι ἀποτειχισθέντες Χριστιανοί, πού προσκυνοῦμε σήμερα τόν νηπιάσαντα Κύριο, δοξάζουμε τόν ἐν ὑψίστοις Θεό, διότι μᾶς ἔδωσε ὡς πολύτιμο δῶρο τήν διακοπή μνημονεύσεως, δηλ. τήν ἱερά καί ἁγία, ἱεροκανονική, ἁγιοπατερική καί ἁγιοπνευματική ἐντός Ἐκκλησίας ἀποτείχιση, ὡς τήν μοναδική ὁδό ἀσφαλίσεως καί προφυλάξεως, ἀπομακρύνσεως καί σωτηρίας ἀπό τά ἀνωτέρω αἱρετικότατα καί ἐκφυλιστικότατα φαινόμενα. Ὄντως, ἡ ἀποτείχιση ἀποτελεῖ τήν πιό ἔμφρονα πράξη ἔναντι τῆς τραγικοτάτης αὐτῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ἀφροσύνης, παράνοιας καί παραλογισμοῦ.    

Ἐπειδή, λοιπόν, πιστεύουμε στόν «ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων καί δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα» καί ἀναγνωρίζουμε τήν Θεανθρωπότητά Του, ἄς ἐμπαίξουμε τόν Ἡρώδη, δηλ. τό φρόνημα καί τίς ἡδονές τοῦ σώματος. Διότι, «Ἡρώδης» σημαίνει «δερμάτινος», κατά τόν Θεοφόρο Ὅσιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Μᾶλλον δε, ἄς περιπαίξουμε τόν νοητό ‘Ηρώδη, τόν Διάβολο, ὁ ὁποῖος πασχίζει νά μᾶς ἐμποδίσει ἀπό τήν σωτηρία μας, σηκώνοντας ἐναντίον μας ὅλο τόν Κόσμο (τό κοσμικό καί ἐμπαθές φρόνημα), καί παρακινώντας μας νά ἀφήσουμε τήν καλή στράτα, που διαλέξαμε, καί νά γυρίσουμε εἰς τά ὁπίσω.

Ἄς ἀναχωρήσουμε κι ἐμεῖς «δι’ ἄλλης ὁδοῦ» (ἀπό ἄλλο δρόμο), δηλ. διά τῆς ἀρετῆς, «εἰς τήν χώραν ἡμῶν»[18] (στήν πατρίδα μας), δηλ. στήν ἀρχαία πατρίδα μας, τόν Παράδεισο[19].

Ἄς ἱκετεύσουμε τό Θεῖο Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, πού παρ’ ὅλ’ αύτά εἶναι ὁ Βασιλιάς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, νά σηκώσει τό εὐλογημένο χεράκι Του καί νά εὐλογήσει τήν Μία, Ἅγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν ἀπανταχοῦ τῆς γῆς ἑσταυρωμένη καί διωκομένη, καθώς καί πάσαν ἐπισκοπή Ὀρθοδόξων, πού ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας Του.

Ἄς παρακαλέσουμε τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό μας, νά φωτίσει καί νά βοηθήσει ὅλους μας, μέ τήν μετάνοια καί τήν προσευχή, μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἄσκηση, νά δεχθοῦμε τό δῶρο, πού μᾶς χαρίζει σήμερα ἡ Θεία Εἰρήνη, καί νά τό ζήσουμε, νά τό βιώσουμε.

Ἄς δεηθοῦμε στόν ἀνέστιο, ἄοικο καί ἄστεγο Κύριο καί τήν ἀνεστία, ἄοικο καί ἄστεγη Μητέρα Του, γιά τούς ὁποίους «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλύματι»[20], νά ἐπιδαψιλεύουν πλουσία τήν Χάρι τους, νά ἀποστέλλουν τήν ἄνωθεν θεία παρηγορία καί βοήθεια, νά χαρίζουν τήν κατ’ ἄμφω ὑγεία καί νά ἐξασφαλίζουν τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα στούς ἀνέστιους, ἄοικους καί ἀστέγους σεισμοπαθεῖς, πυροπαθεῖς, πλημμυροπαθεῖς καί λοιπούς ἐμπεριστάτους ἀδελφούς τῆς πατρίδος μας.  

Ἄς παρακαλέσουμε τόν γεννηθέντα Δεσπότη καί τήν Αὐτόν γεννήσασα Θεοτόκο Μαρία, νά μᾶς ἀξιώσουν νά περάσουμε τίς ἡμέρες αὐτές τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου μέ εὐταξία καί σεμνότητα, μέ σωφροσύνη καί χρηστοήθεια, μέ ἐλεημοσύνη καί φιλοπτωχεία, καί μέ κάθε ἄλλη ἀγαθοεργία καί ἀρετή, καθώς πρέπει στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.

Ἄς εὐθυμοῦμε καί ἄς χαιρόμαστε, ὄχι σαρκικῶς, ἀλλά πνευματικῶς, διότι ἀξιωθήκαμε νά δοῦμε σήμερα ὡς βρέφος νεογέννητο τόν Δεσπότη τῶν ἀπάντων, καί διότι πρόκειται μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες νά δοῦμε τόν ἴδιο Δεσπότη νά περιτέμνεται σαρκί καί μετά ἀπό δώδεκα ἡμέρες νά βαπτίζεται στόν Ἰορδάνη.

Ἄς ἱκετεύσουμε, τέλος, τό προαιώνιο Βρέφος καί τήν ὑπέραγνη Μητέρα Του, νά ἀξιωθοῦμε νά περάσουμε μέν ἀναμαρτήτως τίς δώδεκα αὐτές ἡμέρες, νά προσκυνήσουμε δέ θεαρέστως τήν Ἁγία Περιτομή Του καί τά Ἅγια Θεοφάνεια, μέ τήν Χάρι καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού σήμερα γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο, πού μᾶς ἀναγέννησε μέ τό ἄφατο ἔλεός Του, καί πού μετά ἀπό λίγο πρόκειται νά περιτμηθεῖ καί νά βαπτιστεῖ, στόν Ὁποῖο ταιριάζει ἡ δόξα καί τό κράτος μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς αἰώνες. Ἀμήν[21]!

ΑΓΙΑ ΧΡΙCΤΟΥΓΕΝΝΑ 2023

ΧΡΙCΤΟC ΕΤΕΧΘΗ!

ΑΛΗΘΩC ΕΤΕΧΘΗ Ο ΚΥΡΙΟC!


[1] Σχ. βλ. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὁμιλίες σέ ἀκίνητες Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές (τῶν ἐτῶν 1981-1991), τ. Α΄, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2015, σσ. 52-53, 68-69.

[2] Σχ. βλ. ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Δογματική˙ ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς ἀληθείας, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σσ. 275-279.

[3] Κολ. 1, 10.

[4] Φιλ. 2, 6.

[5] Φιλ. 2, 6.

[6] Σχ. βλ. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σ. 548.

[7] ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ, Εἰς τήν πρός Φιλιππησίους 2, 11, PG 82, 572C.

[8] Φιλ. 2, 7.

[9] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Φιλιππησίους 7, 2, PG  62, 231 (1-2) .

[10] Κολ. 1, 15.

[11] Φιλ. 2, 7.

[12] Ἑβρ 2, 14-18.

[13] Μάρκ. 6, 2-3˙ πρβλ. Mατθ. 13, 55.

[14] Bλ. Mατθ. 11, 29˙ Λουκ. 22, 27˙ Ἰω., 13, 5˙ 13-15.

[15] Φιλιπ. 2. 9.

[16] Α΄ Ἰω. 3, 8.

[17] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 243.

[18] Ματθ. 2, 12.

[19] Ὅ. π., σσ. 203-204.

[20] Λουκ. 2, 7.

[21] Ὅ. π., σσ. 243-244.

Share:
πνευματική ιδιοκτησία π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
error: Content is protected !!