ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ : Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ, ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ, ΤΕΛΕΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΩΔΟΥΣ, ΘΕΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΑΝΔΡΙΚΟΝ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

ἐφημέριος Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιῶς

Ἐν Πειραιεῖ 11-12-2012

Πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ εἴμασταν ἁμαρτωλοί. Καί ὡς ἁμαρτωλοί ἤμασταν καταδικασμένοι. Ἡ θέση μας μετά τόν θάνατο ἦταν στήν κόλαση, τήν κατάσταση τῆς αἰωνίου ἀμεθεξίας τοῦ Θεοῦ. Καί συνεπῶς εἴχαμε ἀνάγκη σωτηρίας. Καί ποιός θά μποροῦσε νά μᾶς σώσει; Μόνο ὁ Θεός, στόν Ὁποῖο ἔχουν ἀναφορά οἱ ἁμαρτίες μας. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦλθε τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου»[1], δηλαδή ὅταν ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ ἐκπλήρωσε κάθε εἶδος κακίας, χρειαζόταν ἰατρεῖα[2], «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη», ἐνηνθρώπησε, ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, τήν ἕνωσε στό Θεανδρικό Πρόσωπό Του καί ἦλθε στόν κόσμο, ὄχι μόνο γιά νά μᾶς σώσει, ἀλλά καί γιά νά μᾶς θεώσει. Σύμφωνα μέ τόν Μεγάλο Ἀθανάσιο, «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[3]. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, γιά γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός κατά Χάριν. Αὐτό τό γεγονός ἑορτάζουμε κατά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.

Πῶς ἦλθε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου; Τόν καλέσαμε; Ἀλλά, ἐμεῖς οἱ ἐθνικοί πῶς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, τήν στιγμή πού Τόν ἀγνοούσαμε; Ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἁμαρτία μᾶς εἶχαν σκοτίσει˙ εἴχαμε καταντήσει μωροί, ἀνόητοι˙ θεοποιήσαμε καί λατρεύσαμε τά κτίσματα καί τά πάθη μας, ἀντί γιά τόν Κτίστη. Πῶς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, ἀφοῦ θεωρούσαμε τήν ἁμαρτία ἁπλῶς σάν μιά ἀστοχία, σάν ἕνα μαθηματικό λάθος, καί ὄχι ὡς τήν ὀντολογική ρήξη μέ τόν Ἴδιο τόν Θεό, καί συνεπῶς δέν αἰσθανόμασταν τήν ἀνάγκη μετανοίας; Καί πάλι πῶς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, ἀφοῦ πολλοί δέν πιστεύαμε στήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, σέ αἰώνια ζωή καί σέ ἀνταπόδοση κατά τά ἔργα μας;

Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο χωρίς κλήση ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπό δική Του πρωτοβουλία, αὐτεπαγγέλτως. Δέν καλέσαμε ἐμεῖς τόν Θεό νά ἔλθει σ’ἐμᾶς, ἀλλά ὁ Θεός ἦλθε καί μᾶς κάλεσε νά πᾶμε πρός Αὐτόν, ὅπως ὡραιότατα λέγει ὁ 18ος οἶκος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου˙ «Σῶσαι θέλων τόν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ πρός τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε˙ καί Ποιμήν ὑπάρχων ὡς Θεός, δι’ἡμᾶς ἐφάνη καθ’ἡμᾶς ἄνθρωπος˙ ὁμοίῳ γάρ τό ὅμοιον καλέσας, ὡς Θεός ἀκούει˙ Ἀλληλούια».

Ὁ Χριστός ἦλθε, ὄχι μόνο αὐτεπαγγέλτως, ἀλλά καί αὐτοπροσώπως. Αὐτοπροσώπως μᾶς δημιούργησε καί αὐτοπροσώπως ἦλθε καί μᾶς ἀναδημιούργησε. Ὁ Θεός Πατήρ δέν ἔστειλε ἀγγέλους, γιά νά τούς καταστήσει σωτῆρες τοῦ κόσμου, ἀλλά ἔστειλε ἕνα ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ, τόν Χριστό. Ὁ Χριστός, ὅμως, δέν εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Σωτήρ, ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος, στόν ὁποῖο κατοικεῖ ὅλη ἡ Θεότητα, ὁ ὅλος Θεός. Ὁ Υἱός τῆς Παρθένου δέν εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος.

Ὁ Θεός ἀνέλαβε αὐτό τό ἔργο τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ φθαρτοῦ κόσμου, διότι ἔχει πολλή, ἀνιδιοτελή, ὑπερβάλλουσα, τελεία ἀγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»[4], λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε ἀπό ἀγάπη καί πάλι ἀπό ἀγάπη αὐτεπαγγέλτως καί αὐτοπροσώπως ἦλθε νά μᾶς σώσει, διότι εἴχαμε διαφθαρεῖ καί βαδίζαμε στήν ἀπώλεια, ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ἀνυπακοῆς καί τῆς ἐχθρότητας πρός τόν Θεό. Ὁ Θεός ἀγάπησε ἀνθρώπους, πού δέν Τόν ἀγαποῦσαν, ἀλλά Τόν ἐχθρεύονταν. Ὁ Θεός ἀγάπησε ἐχθρούς, πού ἤξερε ὅτι θά Τόν ἀνέβαζαν στόν Σταυρό καί θά Τόν πότιζαν ὄξος καί χολή. Ὁ Θεός ἀγάπησε καθάρματα! Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «ὁ Θεός ἐπεθύμησε πόρνη. Πόρνη ἐπεθύμησε ὁ Θεός; Ναί, πόρνη», ἐννοώντας τήν δική μας λερωμένη καί ἀμαυρωμένη ἀνθρώπινη φύση[5]. Ὄντως ἀκατάληπτη σέ μᾶς τούς μικρόψυχους καί ἰδιοτελεῖς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ[6].

Γιά ποιόν ἄλλο λόγο ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο; Γιά νά γνωρίσουμε τήν ἀλήθεια καί νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν πλάνη. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»[7], μᾶς λέγει ὁ Ἴδιος. Βέβαια, ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη καί ἀπρόσωπη ἔννοια, ἀλλά βρίσκει τό τέλειο περιεχόμενό της στό Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Ἴδιος˙ «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[8]. Ἡ μοναδική ἀλήθεια, προσωπική μάλιστα, ὄχι ἀλήθεια ὡς ἔννοια, ἀλλά ἀλήθεια προσωποποιημένη, σέ πρόσωπο, εἶναι ἡ χριστιανική ἀλήθεια, εἶναι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν, εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἕνα ἀπό τά πρόσωπα τό γνωρίσαμε στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας φανερώθηκε ποιά εἶναι ἡ πραγματική ἀλήθεια.

Αὐτές τίς ἡμέρες θά ἀκούσουμε ἕναν πολύ ὄμορφο χριστουγεννιάτικο ὕμνο˙ «Βηθλεέμ ἐτοιμάζου, εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη, τό σπήλαιον δεχέσθω, ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμε»[9]. Ἐτοιμάζου Βηθλεέμ˙ κι ἐσύ φάτνη˙ ἡ ἀλήθεια ἦλθε. Γεννιέται ὁ Χριστός, κατεβαίνει στή γῆ τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά μᾶς παρουσιάσει προσωπικά τήν ἀλήθεια˙ «ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια». Ἐλᾶτε νά βιώσετε κοντά σ’ Ἐμένα τήν ἀλήθεια καί ν’ ἀναπαυθεῖτε. «Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμε».

Ὁ ἅγιος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του ὡς ἑξῆς : «Ἐν ἀρχῇ ἧν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἧν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἧν ὁ Λόγος», «καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»[10]. Νά, λοιπόν! Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε σάρκα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Προσωπική πραγματικότητα.

Ὁ Χριστός, ὅταν ἦλθε καί κήρυξε τό Εὐαγγέλιο, δέν κήρυξε μία ἀλήθεια μερική, δέν εἶπε ὅτι «ἐγώ εἶμαι ἕνας ἀπό αὐτούς, πού λένε τήν ἀλήθεια». Εἶπε˙ «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[11], ἀποκλειστικά. Ὁ Χριστός εἶναι τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πλήρωμα, ὁ στύλος τῆς ἀληθείας, συνεχίζοντας τόν Χριστό.

Τήν περίοδο αὐτή τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου ἀναγινώσκουμε αὐτή τή φοβερή περικοπή ἀπό τό Εὐαγγέλιο, πού, ὅταν ὁ Χριστός ἄρχισε νά διδάσκει ἐκεῖ στήν Ἰουδαία, λέγει˙ «γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[12]. «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»[13], εἶπε. Δέν ὑπάρχουν ἄλλα φῶτα. Καί δέν τά λέγει αὐτά ἕνας δάσκαλος, ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος. Δέν τά λέγει ὁ Μωάμεθ, ὁ Ἀλλάχ, ὁ Βούδδας, ὁ Κομφούκιος, ὁ Πάπας, τούς ὁποίους δυστυχῶς τά νέα πιλοτικά προγράμματα θρησκευτικῶν στήν ἐκπαίδευση, ἐξυπηρετώντας τίς ἀρχές τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ καί μεταλλάσσοντας τόν κατηχητικό καί ὁμολογιακό χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό, ἐξισώνουν μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τολμοῦμε νά ἀμφισβητήσουμε ὅτι αὐτό, πού λέγει ὁ Χριστός «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ὁδός καί ἡ ζωή»; Ἀποκλειστικά ἐγώ καί κανένας ἄλλος. Αὐτό τό λέμε καί στό ἀπολυτίκιο τῆς Γεννήσεως˙ «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως. Ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο σέ προσκυνεῖν τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης». Ἡ Γέννησή σου, Χριστέ, ἀνέτειλε στόν κόσμο τό φῶς. Δέν ὑπῆρχε φῶς. «Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμεν». Πάει τό σκοτάδι. Ἦλθε ἡ ἀλήθεια. Γι’αὐτό σέ κάθε Θεία Λειτουργία ψάλλουμε : «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον˙ εὕρομεν πίστιν ἀληθή». Ἀλήθεια. «Ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες».

Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ὅσιος Κοσμᾶς ὁ ποιητής ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ καί ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀρκετά τροπάρια τά ἔγραψαν σέ χρόνο ἐνεστώτα καί χρησιμοποιοῦν συχνά τό χρονικό ἐπίρρημα «σήμερον», ὅπως «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε…», «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει…», «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου ὁ δρακί τήν πᾶσαν ἔχων κτίσιν», «Σήμερον τίκτει ἡ Παρθένος τόν Ποιητήν τοῦ παντός…», «Σήμερον δέχεται ἡ Βηθλεέμ τόν καθήμενον διά παντός σύν Πατρί. Σήμερον Ἄγγελοι τό Βρέφος τό τεχθέν θεοπρεπῶς δοξολογοῦσι…» κ.ἄ. Δικαιολογημένα θά ρωτοῦσε κάποιος γιά ποιόν λόγο τό ἔκαναν αὐτό, ἀφοῦ τό ἱστορικό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ πραγματοποιήθηκε μία φορά πρίν ἀπό 2012 χρόνια καί κανονικά θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιήσουν παρελθοντικό χρόνο. Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίδει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τονίζοντας ὅτι οἱ ρήτορες συνηθίζουν νά προφέρουν τά περασμένα πράγματα σέ χρόνο ἐνεστώτα, γιά νά τά δείξουν ὡς παρόντα στά μάτια τῶν ἀκροατῶν καί ἀκολούθως νά τούς κάνουν περισσότερο θεατές παρά ἀκροατές[14]. Ὁ χρόνος μέσα στήν Ἐκκλησία σχετικοποιεῖται, καταργεῖται καί ὅλα τά παρελθόντα γίνονται παρόντα, γιά νά μποροῦν οἱ πιστοί νά τά βιώνουν, σά νά πραγματοποιοῦνται ἀκριβῶς αὐτή τή στιγμή. Τό χρονικό γίνεται ἄχρονο, αἰώνιο καί ἀΐδιο. Καί ὄχι μόνο τά παρελθόντα γίνονται παρόντα, ἀλλά καί τά μέλλοντα. Παράξενο αὐτό! Πῶς γίνεται ἕνα μελλοντικό γεγονός, πού δέν τό γνωρίζουμε καί δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ ἀκόμη, νά εἶναι παρόν; Εἶναι αὐτή ἡ κατάργηση καί σχετικοποίηση τοῦ χρόνου, πού ἀναφέραμε πιό πάνω. Στήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ λειτουργῶν ἱερεύς λέγει : «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καί πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας». Θυμόμαστε, λέγει, περασμένα γεγονότα, πού ἔχουν γίνει. Τήν Σταύρωση, τήν Ταφή, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη. Μέχρι ἐδῶ ἐντάξει. Ἀλλά, ἄς προσέξουμε τί λέει παρακάτω! Θυμόμαστε καί τήν Δευτέρα καί ἔνδοξη Παρουσία. Μά, εἶναι δυνατόν αὐτό; Νά θυμόμαστε ἕνα μελλοντικό γεγονός, πού δέν ἔχει λάβει χώρα; Ἕνας φιλόλογος θά ἐξίστατο καί θά ἔλεγε ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει λάθος. Ὅμως, δέν εἶναι λάθος. Εἶναι ὀρθόν. Διότι, στήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθόδοξη θεολογία τά γεγονότα ὅλα εἶναι παρόντα καί ὁ πιστός τά βιώνει ἐδῶ καί τώρα. Καί γιατί ὁ πιστός δέν πρέπει νά κατανοεῖ τά πράγματα καί τά γεγονότα μόνο μέ τό μυαλό, μέ τή λογική, νοησιαρχικά, ἀλλά κυρίως ὀφείλει νά μετέχει σ’αὐτά καί νά τά βιώνει καρδιακῶς.    

Ὄντως, ἀγαπητοί μου, «μέγα τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον», ἀναφωνεῖ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, διότι «ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[15]. Αὐτό τό μέγα μυστήριο ἄς εἶναι ἡ κύρια μελέτη καί τό ἐντρύφημά μας αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου, ἱκετεύοντας παραλλήλως τό Θεῖον Βρέφος τῆς Βηθλεέμ νά μᾶς ἀνοίξει τά πνευματικά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νά τό βιώσουμε καρδιακῶς ὅσο τό δυνατόν βαθύτερα. Ἄς κάνουμε τίς καρδιές μας φάτνες ταπεινές, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο καί Σωτήρα μας, καί, ὅπως ὁ Χριστός καταδέχθηκε νά γεννηθεῖ ὡς νήπιον, ἔτσι κι ἐμεῖς ἄς γίνουμε νήπια, ὄχι στήν ἡλικία καί τήν φρόνηση, ἀλλά ἄς νηπιάσουμε ὡς πρός τίς ἁμαρτίες μας.


[1] Γαλ. 4, 4.

[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ  Ἀποστόλου  Παύλου, τ. Β΄, σ. 302, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1990.

[3] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192Β.

[4] Ἰω. 3, 16.

[5] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία «ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος…», PG 52, 404Α – 411Β.

[6] Ὁ Σταυρός, μηνιαῖο περιοδικό ὄργανο ὀρθοδόξου ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος, ἔτος ΝΓ΄, Ἀθῆναι, Δεκέμβριος 2005, ἀρ. τ. 507, σσ. 164-166.

[7] Ἰω. 8, 32.

[8] Ἰω. 14, 6.

[9] Ἰδιόμελον Α΄ Μεγάλης Ὥρας Χριστουγέννων.

[10] Ἰω. 1,1,14.

[11] Ἰω. 14,6.

[12] Ματθ. 4,15-16.

[13] Ἰω. 8,12.

[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Α΄, σ. 152, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987.

[15] ΑΘεσσαλονίκη ΄ Τιμ. 3, 16.

Share:
πνευματική ιδιοκτησία π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
error: Content is protected !!