ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ 2022

«Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»! (Ἰω. 1, 14)

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

25-12-2022

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

ΧΡΙCΤΟC ΕΤΕΧΘΗ!

Ἕνας ἀπό τούς συγχρόνους ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος, Χάριτι Θεοῦ, κατενόησε εἰς βάθος τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὑπῆρξε ὁ Σερβικῆς καταγωγῆς, καθηγητής τῆς Δογματικῆς,  διαπρύσιος κήρυξ τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Θεανθρωπίνης Ὀρθοδοξίας, ἄσπονδος ἐχθρός τοῦ οὐμανιστικοῦ, ἀνθρωποπαγοῦς καί ἀνθρωπολατρικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀντιοικουμενιστής, ἀποτειχισθείς ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο Πατριάρχη Σερβίας Γερμανό, καί Οἰκουμενικός Διδάσκαλος, Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Ἰουστῖνος Πόποβιτς.

Ἄς τόν ἀκολουθήσουμε κατά πόδας, γιά νά δοῦμε πῶς βιώνει, περιγράφει καί ἀποτυπώνει τήν Θεία Ἐπίσκεψη τοῦ Σωτῆρος μας, μέσα ἀπό τά συγγράμματά του «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος» καί «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός».  

«Κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»[1]. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγαλύτερη χαρμόσυνη ἀγγελία, τὸ πιὸ μεγάλο «εὐ-αγγέλιον», ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ δώσει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ οὐρανὸς στὴν γῆ. Ἐὰν θέλετε, ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερεις λέξεις : «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐ-αγγελισμός δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, οὔτε σ’ αὐτὸν οὔτε στὸν ἄλλο κόσμο. Ἐδῶ βρίσκεται κάθε τί, τὸ ὁποῖο εἶναι αἰωνίως ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὲ ὅλους τοὺς κόσμους.

Μοναδικὸ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὴν ὕλη σὲ ὅλες τὶς μορφὲς της. Ἀπὸ τὴν πλέον σκληρὴ καὶ πυκνὴ ὕλη τοῦ ἀδάμαντος, μέχρι τὴν πλέον λεπτὴ καὶ ἀφανῆ τοῦ ἠλεκτρονίου καὶ φωτονίου.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε Θεο-σάρξ, οὕτως ὥστε οὔτε ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι Θεός, οὔτε ἡ σάρκα νὰ εἶναι σάρκα. Μόνο ποὺ ἡ σάρκα στὴν μυστική, ἀλλὰ πραγματικὴ ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό, ζεῖ καὶ ἀκτινοβολεῖ ὅλες τὶς τελειότητες τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» σημαίνει : ὁ Λόγος ἔγινε ψυχή, Θεο-ψυχή, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ ψυχή. Μόνο ποὺ ἡ ψυχὴ περπατᾶ στοὺς δρόμους τῶν αἰωνίων καὶ χαροποιῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει κι αὐτὸ : ὁ Λόγος ἔγινε αἴσθηση, Θεο-αἴσθηση. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός, ἂν καὶ ἔγινε ἀνθρώπινη αἴσθηση, ἐνῶ πάλι ἡ αἴσθηση παραμένει ἀνθρώπινη αἴσθηση. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἡ αἴσθηση ζεῖ ὅλο τὸ θεῖο ἄπειρο ὡς δικὸ της.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει ἀκόμη κι αὐτὸ : ὁ Λόγος ἔγινε κτίσμα, Θεο-κτίσμα[2]. Μὲ αὐτὸ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ δὲν χάνει τὰ θεῖα της ἰδιώματα, ὅπως καὶ ἡ φύση τοῦ κτίσματος δὲν χάνει τὰ κτιστὰ της ἰδιώματα. Μόνο ποὺ τὸ κτίσμα περνᾶ διὰ μέσου θαυμαστῶν μεταμορφώσεων, οἱ ὁποῖες τὸ ὁδηγοῦν ἀπὸ δόξα σὲ δόξα.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», τέλος, σημαίνει : ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς παραμένει στὰ ὅριά Του καὶ ὁ ἄνθρωπος στὰ δικὰ του, ἂν καὶ εἶναι ἑνωμένοι στενώτατα, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως. Μόνο πὼς ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιεῖται ὅλες τὶς ἀπόρρητες τελειότητες τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτᾶ τὴν θεία αἰωνιότητα καὶ τὴν θεία δόξα, γίνεται «ὁμόθεος», κατὰ τὴν ἔκφραση τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἀρχέτυπό του, πρὸς τὸν Δημιουργό του, διότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε στὴν ἀρχὴ διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔχοντας τὸν χαρακτήρα τοῦ Θείου Λόγου[3] (τὴν lοgosnost). Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε σάρξ, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν σάρκα στὴν πρωταρχικὴ της λογική (logosnost), διότι «πᾶν ὅ γέγονεν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν»[4], δηλ. «κάθε τι πού δημιουργήθηκε, μέσῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου δημιουργήθηκε». Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, Αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ θεμέλιο ὁλοκλήρου τοῦ κοσμικοῦ οἰκοδομήματος[5]. Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ ἀποτελοῦν τὴν τραγικὴ καὶ παράλογη ἀπόπειρα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπομακρύνει τὸν Θεὸ Λόγο ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ σύμπαντος.

Ὁ Θεὸς Λόγος σαρκώθηκε, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν κτίση πρὸς τὸν Δημουργό, διότι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτο θεμέλιό της καὶ ἡ βάση της. Γι’ αὐτὸ δικαίως εὐαγγελίζεται ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ, ἀρραγὲς καὶ αἰώνιο θεμέλιο καὶ ὅτι «θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θείναι παρὰ τὸν κείμενον»[6], δηλ. «κανένας δέν μπορεῖ νά βάλει ἄλλο θεμέλιο ἀγκωνάρι, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο, πού ἔχει ἤδη τεθεῖ καί κεῖται στήν βάση τῆς οἰκοδομῆς». Ὅποιος θεμελιώνει καὶ οἰκοδομεῖ πάνω σ’ αὐτὴν τὴν ἀρραγὴ καὶ ἀσάλευτη Πέτρα τοῦ σύμπαντος, εἶναι «ἀνὴρ φρόνιμος», «φρόνιμος ἄνθρωπος», ἡ προσωπικότητά του ἔχει λογοποιηθεῖ (ologosena), ἔχει δηλαδὴ ἑνωθεῖ μὲ ὅλα τὰ αἰώνια ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ Λόγου, γι’ αὐτὸ καὶ παραμένει ἀκλόνητος σὲ ὅλες τὶς θύελλες καὶ τὶς καταγίδες τῶν ἀνθρωπίνων σεισμῶν καὶ τοῦ χάους[7].

Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ὁ Θεὸς Λόγος ἔδειξε ὅτι ἡ λογική (logosnost) εἶναι ἡ οὐσία τῆς φύσεώς μας, τὸ θεμέλιο τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μας, ἡ βάση τῆς ἀνθρωπίνης μας ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. Ἡ καταγωγὴ μας εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ εἶναι μας καὶ ἡ ζωὴ μας καὶ ἡ ὕπαρξή μας ἐξαρτῶνται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεὸ[8]. Πράγματι, κατὰ τὸ ἀρχέτυπό της καὶ κατὰ τὴν ἐσωτάτη οὐσία της, ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἀπὸ τὸν Λόγο καὶ διὰ τὸν Λόγον[9]. Εἰς Αὐτόν, δι’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ τὰ πάντα ἐπαναφέρονται στὴν ἔλλογη (logosni) καταγωγὴ καὶ ὕπαρξή τους : στὴν ἀρχέγονη ἁγιότητα καὶ τὸ κάλλος καὶ τὴν δύναμή τους˙ σ’ ἐκεῖνο τὸ «γενηθήτω» καὶ «ἐγένετο»˙ στὸν δικὸ τους παράδεισο. Διότι, στὸν Λόγο βρίσκεται ὁ παράδεισος, ἐνῶ ἐκτὸς τῆς λογικότητος (van – logosnosti), ἡ κόλαση[10].

Τὸ σῶμα! Ὁ Θεὸς ἔθεσε ἀναρίθμητα αἰνίγματα, δημιουργώντας τo ὅπως εἶναι. Στὸν πηλὸ του τύλιξε τὸν θεῖο χρυσὸ Του, καὶ τὸν ἄφησε ἐδῶ στὸν μακρινὸ πλανήτη μας. Καὶ στὸ θαῦμα προσέθεσε θαῦμα : ὁ Λόγος ἔγινε σῶμα! Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμεγάλυνε τὸ σῶμα πάνω ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ Ἀρχαγγέλους. Τὸ δόξασε καὶ τὸ ἑρμήνευσε, διακηρύττοντας : «τὸ δὲ σῶμα τῷ Κυρίῳ»[11], δηλ. «τό σῶμα ἔχει γίνει γιά τόν Κύριο». Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ στὸ ὁποῖο θὰ παραμείνει στοὺς αἰῶνες. Καὶ ὁ ἀρραβώνας αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν δικῶν μας σωμάτων κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἡ παναξία καὶ ἡ λογική (logosnost) τοῦ σώματος ἔγκειται ἀκριβῶς σ’ αὐτό, ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» καὶ αἰωνίως παραμένει στὴ σάρκα[12].

Ὁ ἄνθρωπος! Ὅλα τὰ κτίσματα σιγοῦν μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικώτερο θαῦμα ὅλων τῶν κόσμων. Σά νὰ ἔχει συγκεντρώσει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ θαύματα ἀπὸ ὅλους τοὺς κόσμους Του καὶ τὰ ἔχει συνοψίσει σὲ Ἕνα, στὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν ψυχὴ τὸν συνέδεσε μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ μὲ τὸ σῶμα μὲ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ ἔτσι τὸν ἄφησε στὸ μέσον αὐτῆς τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἕλκουν ἐξ ἴσου τὰ μυστήρια τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ ἡ γοητεία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τεντωμένος μὲ ὅλο τὸ εἶναι του μεταξὺ τῶν δύο κόσμων σὰν μία κλωστή. Γι’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἔχει μετατρέψει τὴν περὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀνθρώπινη σκέψη σὲ κραυγὴ καὶ σπαραγμὸ καὶ θρῆνο, σὲ πένθος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ ἕως ὅτου ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος. Διότι, γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος, ἐξήγησε στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἄνθρωπο καὶ λογοποίησε (χριστοποίησε) καὶ νοηματοποίησε τὴν ζωὴ του καὶ σ’ αὐτὸν καὶ στὸν ἄλλο κόσμο.

Μόνον διὰ τοῦ Θεανθρώπου ἐπέστρεψε ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτὸ του. Διότι, στὸ βάθος τοῦ πολύπλοκου εἶναι του εἶναι λογικὸς (logosan). Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο νὰ μὴν φωτίζει ὁ Λόγος κατὰ τὴν εἴσοδό του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ[13]. Κάθε τί ποὺ εἶναι ἀνθρώπινο, ἕως ὅτου ἐπιστρέψει πρὸς τὸν Θεάνθρωπο, ἕως ὅτου λογοποιηθεῖ καὶ Θεανθρωποποιηθεῖ, παραμένει παρὰ-λογο, ἀ-νόητο καὶ στὴν βάση του ἀπ-άνθρωπο. Διότι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ. Ὁ ἔσχατος σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔγκειται ἀκριβῶς στὸ νὰ λογοποιήσει (χριστοποιήσει) καὶ θεώσει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλο τὸ εἶναι του. Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ λογοποιήσει καὶ θεώσει τὸν ἄνθρωπο : καὶ τὴν ψυχὴ του, καὶ τὸ σῶμα του, καὶ τὴν σκέψη του, καὶ τὴν αἴσθησή του, καὶ κάθε τί ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἄνθρωπο. Χωρὶς αὐτὴν τὴν λογοποίηση καὶ θέωση στὸν Θεὸ Λόγο, καὶ ἡ ψυχὴ μας καὶ τὸ σῶμα μας καὶ ἡ σκέψη μας καὶ οἱ αἰσθήσεις μας εἶναι τέρατα καὶ φαντάσματα καὶ φρίκη. Διότι, τί μᾶς χρειάζονται πράγματι ὅλ’ αὐτά; Γιὰ νὰ τρεμοσβήνουμε ἄφωνοι καὶ νὰ παγώνουμε, ἀντικρύζοντας τὸν θάνατο καὶ ὅλο τὸ χάος τῆς ζωῆς[14];

Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε «σάρξ», ἔλαβε «σῶμα», καὶ ἐνήργησε ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου διὰ τοῦ σώματος καὶ ἐν τῷ σώματι. Ἔτσι, τὸ σῶμα Του ἔγινε Ἐκκλησία, στὴν ὁποία συνεχίζεται ἀδιάκοπα ἡ ὅλη οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο. Γι’ αὐτὸ, ὁ θεῖος Ἀπόστολος ὑπογραμμίζει συνεχῶς ὅτι ὁ Σωτὴρ ἐνήργησε «ἐν τῷ σώματι Αὐτοῦ»[15].

Γιατὶ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ τὴν θεμελιώσει ἐν Ἑαυτῷ καὶ ἐπὶ Ἑαυτοῦ˙ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Θεανθρώπινο σῶμα Του, ὅπου Αὐτὸς ζεῖ μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῶν θείων τελειοτήτων Του, ἁγιάζοντας αὐτὴν καὶ ὅλους τοὺς «συσσώμους» της, σώζοντάς τους μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο[16]. Ἡ σωτηρία εἶναι ἔργο διπλὸ : ἁγιασμὸς καὶ κάθαρση. Αὐτό, τὸ ὁποῖο ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία («ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ, καθαρίσας τῷ λουτρῷ»[17], δηλ. «γιά νά τήν ἁγιάσει, καθαρίζοντάς την μέ τό λουτρό»), τὸ κάνει ἡ Ἐκκλησία σὲ καθένα καὶ μὲ κάθε μέλος της. Διότι, κάθε μέλος της ζεῖ ὅλη τὴν ζωὴ της ὡς δική του, ἐπαναλαμβάνει ὅλη τὴν ζωὴ της, ἐμφανίζεται ὡς ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία[18].

Ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ἡ Ἐκκλησία : ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος : ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου ἔγκειται στὸ ὅτι ὃ Θεὸς ἔγινε «σάρξ», ὅτι δηλαδὴ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα κατοίκησε ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητός Του μὲ ὅλες τὶς θείες δυνάμεις καὶ τελειότητες, δηλαδὴ ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ συνοψίζεται στὸ ἑξῆς παγχαρμόσυνο μήνυμα : «Μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον : Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[19], δηλ. «εἶναι μεγάλο το μυστήριο τῆς εὐσεβείας : ὁ Θεός φανερώθηκε μέ ἀνθρώπινη σάρκα». Τὸ ἐλάχιστο ἀνθρώπινο σῶμα χώρεσε μέσα του ὁλόκληρο τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἄρρητο καὶ ἄπειρο μεγαλεῖο Του! Ἔτσι, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, πλήρης καὶ τέλειος ἄνθρωπος, παραμένοντας, ὅμως, πλήρης καὶ τέλειος Θεός. Ἐδῶ δὲν πρόκειται ἁπλῶς περὶ ἑνὸς μυστηρίου, ἀλλὰ περὶ ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὰ ὁποία συνενώθηκαν σὲ ἕνα μυστήριο : στὸ μυστήριο τοῦ Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου, δηλαδὴ στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ πάντα, γνωστὰ καὶ ἄγνωστα, ρητὰ καὶ ἄρρητα, συνοψίζονται καὶ συνενώνονται στὸ σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου, στὴν σάρκωση καὶ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια αὐτή περὶ τῆς σαρκώσεως περιέχει μέσα της καὶ ὅλη τὴν θεανθρώπινη ζωὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δι’ αὐτῆς καὶ μόνο γνωρίζουμε «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»[20], δηλ. «πῶς πρέπει νά ζοῦμε καί νά φερόμαστε στόν οἴκο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι στῦλος καί στερεό θεμέλιο τῆς Ἀληθείας».

Στὸ «ὁ Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί», λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, συνίσταται ὅλη ἡ Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς Ἀγγέλους διὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι μέγα : ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος Θεός. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ζοῦμε οἱ ἄνθρωποι ἀξίως αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου[21].

Τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι τόσο μεγάλο καὶ τόσο πρωτοφανὲς καὶ μοναδικό, ὥστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς δικαίως νὰ λέγει ὅτι ὁ Θεάνθρωπος εἶναι «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον»[22]. Θὰ προσέθετα : καὶ τὸ πάντοτε καινόν, τὸ καινόν, τὸ μὴ παλαιούμενον, οὔτε στὸν χρόνο, οὔτε στὴν αἰωνιότητα. Ἀλλὰ, στὸν Θεάνθρωπο καὶ μὲ τὸν Θεάνθρωπο καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἕνα «καινὸ» ὂν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἕνα ὂν θεϊκό, θεανθρώπινο, κατὰ Θεὸν σπουδαῖο καὶ πολύτιμο, θείως αἰώνιο καὶ σύνθετο. Τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου ἑνώθηκαν ἀχωρίστως, καὶ ἔτσι ἔγινε ἕνα δυενικό μυστήριο ἢ μᾶλλον τὸ παν-μυστήριο τοῦ ὄντος καὶ παντὸς τοῦ ὑπάρχοντος.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔγινε ἡ Ἐκκλησία. Διότι, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώθηκε μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἔχει ὡς Κεφαλὴ του τὴν δεύτερη Ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διότι, ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἡ Κεφαλὴ τοῦ Θεανθρώπινου σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὸν θεόσοφο Ἀπόστολο, ὁ Θεὸς Πατὴρ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἔδωκε» τὸν Θεάνθρωπο, «κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα Αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[23], δηλ. «τόν ἔνδοξο αὐτόν Κύριό μας Τόν κατέστησε Κεφαλή στήν Ἐκκλησία παρά πάνω ἀπ’ ὅλα. Αὐτή δέ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα Του, τό συμπλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀνθρώπου καί ὡς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὡς ἄπειρος Θεός, γεμίζει τά πάντα μέ τήν πανάγαθη παρουσία Του καί χορηγεῖ τά πάντα σέ ὅλα τά δημιουργήματά Του».

Μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ ὡς τὴν Κεφαλὴ της, ἡ Ἐκκλησία κατέστη ἡ πλέον τέλεια καὶ πλέον σπουδαία ὕπαρξη σὲ ὅλους τοὺς κόσμους. Ὅλα τὰ τοῦ Θεανθρώπου, οἱ θεῖες καὶ μεταμορφωτικές θεοποιές καὶ θεανθρωποποιές δυνάμεις Του, ἔγιναν αἰωνίως δικὰ της.

Τὸ σπουδαιότερο καὶ θαυμασιώτερο ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐξ αἰτίας τῆς ἄπειρης φιλανθρωπίας, ἔγινε ἡ αἰώνια Ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας[24].

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ἐπίγειο κόσμο μας καὶ μὲ τὴν δικὴ Του Θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας, κάθε τί τὸ θεῖο ἔχει γίνει ἀνθρώπινο, γήινο, δικὸ μας, καὶ μάλιστα «σῶμα» μας, δηλαδὴ ἡ πλέον ἄμεση πραγματικότητά μας. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», δηλαδὴ ἄνθρωπος, καὶ ἔτσι μᾶς χάρισε τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πολυτιμώτερο δῶρο, τὸ ὁποῖο δύναται νὰ δώσει μόνο ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης. Τί εἶναι «δόματα», «δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ»[25]; Ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποία ἔφερε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Θεάνθρωπος, στὸν κόσμο, καὶ τὰ ὁποῖα ἑτοίμασε γιὰ τὸν κόσμο. Ἔφερε δὲ τὸ «πλήρωμα τῆς Θεότητος», γιὰ νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι, ὅπως στὴν δωρεὰ Του, νὰ ζοῦν σ’ αὐτὸ καὶ ἀπ’ αὐτὸ καὶ νὰ πληρωθοῦν «εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ»[26], δηλ. «ἀπό ὅλα τά πλούσια καί πολυάριθμα χαρίσματα, πού πηγάζουν καί δίνονται ἀπό τόν Θεό». Ἀκόμη ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους ὡς δωρεὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νὰ ἐνοικίσει στὸν ἑαυτὸ τοὺς μὲ τὶς δυνάμεις τῆς Χάριτός Του τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν κυρίως δωρεὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ στὸν κόσμο, τὴν ὄντως δωρεά, τὴν Ἐκκλησία. Μέσα σ’ αὐτὴν ὑπάρχουν ὅλες οἱ δωρεὲς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος[27].

Ἡ ἔξοδος ἀπ’ ὅλα τ’ ἀδιέξοδα, ἀνθρωπιστικά, οἰκουμενιστικά, παπιστικά», [προτεσταντικά, μονοφυσιτικά, ἰσλαμικά, ἰουδαϊκά, μασονικά, πανσιωνιστικά, καμπαλιστικά, συγκριτιστικά, διαχριστιανικά, διαθρησκειακά, πανθρησκειακά, ψευδοσυνοδικά, ψευδενωτικά, οὐκρανικά, σκοπιανά, συμπροσευχητικά, συλλειτουργικά, νεοεποχήτικα, νεοταξικά, ἀνήθικα, πορνικά, μοιχειανικά, ὁμοφυλοφιλικά, παρα φύσιν, οἰκονομικά, περιβαλλοντικά, οἰκολογικά, κλιματικά, ἐπισιτιστικά, ἐνεργειακά, πολεμικά, μεταναστευτικά, ἀτομικά, κοινωνικά, ἐθνικά, παγκόσμια] «εἶναι ὁ ἱστορικὸς Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἱστορικὸ Θεανθρώπινο οἰκοδόμημά Του, ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰωνία Κεφαλὴ, καὶ ἡ ὁποία εἶναι τὸ αἰώνιο Σῶμα Του. Ἡ Ἀποστολική, Ἁγιοπατερική, Ἁγιοπαραδοσιακή, Ἁγιοσυνοδική, Καθολικὴ Ὀρθόδοξη Πίστη εἶναι τὸ φάρμακο τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ ὅλες τὶς αἱρέσεις, ὅπως κι ἂν αὐτὲς ὀνομάζονται. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, κάθε αἵρεση εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ «κατ’ άνθρωπον»˙ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν θέση τοῦ Θεανθρώπου, ἀντικαθιστᾶ τὸν Θεάνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο. Μ’ αὐτὸ ἀρνεῖται καὶ ἀπορρίπτει τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὅλη στὸν Θεάνθρωπο καὶ εἶναι ὅλη ἐκ τοῦ Θεανθρώπου καὶ ὅλη κατὰ τὸν Θεάνθρωπο. Ἡ μόνη σωτηρία ἀπ’ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποστολική, Θεανθρώπινη πίστη, δηλαδὴ ἡ ὁλικὴ ἐπιστροφὴ στὴν Θεανθρώπινη ὁδὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων[28].

Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ἐπιστροφὴ στὴν ἄμωμη ὀρθόδοξη πίστη τους στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, στὴν κεχαριτωμένη Θεανθρώπινη ζωὴ τους στὴν Ἐκκλησία διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τους, στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε, στὴν Θεανθρώπινη κεχαριτωμένη ἐμπειρία τους ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, στὶς Θεανθρώπινες ἅγιες ἀρετὲς τους. Αὐτὸ καὶ μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ σώσει καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δουλεία σὲ διάφορες οὐμανιστικὲς ἀνθρωπαρέσκειες, ἀνθρωποδουλείες καὶ ἀνθρωπολατρείες, καὶ νὰ καθαρίσει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του. Διότι, ἡ δουλεία αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν λατρεία τῶν ψευδοθεῶν τοῦ ἀναρχικομηδενιστικοῦ αἰώνα μας. Διαφορετικά, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερική ὁδό, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερική ἀκολούθηση ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ σ’ ὅλους τοὺς κόσμους, καὶ τὴν λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καὶ Ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ καταποντισθεῖ στὴν νεκρὰ θάλασσα τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης είδωλολατρείας καὶ, ἀντὶ τοῦ Ζῶντος καὶ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, θὰ λατρεύει τὰ ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, στὰ ὁποία δὲν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάσταση, οὔτε θέωση γιὰ τὸ θλιμμένο ὄν, ποὺ ὀνομάζεται ἄνθρωπος.

Λυτρωμένοι διὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ειδωλολατρεία σ’ ὅλες τὶς μορφὲς της, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς εὐαγγελίζονται, παραγγέλλουν καὶ ἀφήνουν ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη, ὡς τὴν μόνη ὀρθόδοξη ὁδό, τὴν ὁδὸ τοῦ Θεανθρώπου, τὴν ὁποία πρέπει κανεὶς ν’ ἀκολουθήσει ἀνάμεσα ἀπ’ ὅλα τὰ ἱστορικὰ σκότη καὶ τοὺς ζόφους τοῦ αἰώνα καὶ τοῦ κόσμου αὐτοῦ»[29].

ἱερά καί ἁγία ἀποτείχιση, ἡ ἁγιοπνευματική, ἁγιοσυνοδική, ἁγιοπατερική διακοπή μνημονεύσεως τῶν συγχρόνων αἱρετιζόντων, οἰκουμενιστῶν καί σχισματοποιῶν ψευδεπισκόπων, δέν μπορεῖ παρά νά ἀκολουθεῖ τὴν μόνη ὀρθόδοξη ὁδό, τὴν ὁδὸ τοῦ Θεανθρώπου, ὅπως αὐτή ὑποδείχθηκε αἰῶνες τώρα ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέ τόν 31ο Ἰερό Κανόνα τους, τήν Πρωτοδευτέρα (ΑΒ΄) Σύνοδο μέ τον 15ο Ἱερό Κανόνα της καί βιώθηκε, ἑρμηνεύτηκε καί ἐφαρμόστηκε ἀπό τούς ἀποτειχισθέντες ἁγίους. Οἱ σύγχρονοι ἀποτειχισμένοι εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη αὐτήν τήν Θεανθρώπινη ὁδό νά ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἀνθρωπολατρική ὁδό, τήν ἰδιωτική ὁδό τῆς αὐτοπροβολῆς, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς κενοδοξίας καί τῶν διαφόρων σκοπιμοτήτων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τήν ἐγκόλπωση πλανῶν καί τήν ἐμφάνιση σχισματικῶν τάσεων καί καταστάσεων, πού ἀσφαλῶς δέν ὁδηγοῦν στήν σωτηρία.        

«Γιὰ ὅλ’ αὐτὰ ἡ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐν σαρκί – τὰ Χριστούγεννα – εἶναι ἑορτὴ θαυμαστὴ καὶ γιὰ τὸ μεγαλεῖο της καὶ γιὰ τὸ μυστήριό της καὶ γιὰ τὸ νόημά της. Ἑορτάζοντας τὰ Χριστούγεννα, οὐσιαστικῶς ὁμολογοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ τὸν λόγο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Διότι, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τοῦ Κυρίου Γεννήσεως «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως»[30], τοῦ θείου νοήματος, καὶ γέμισε ὅλο τὸν κόσμο μέχρι τῶν περάτων του, καὶ ἀπεκάλυψε σ’ ἐμᾶς τὸ αἰώνιο νόημα καὶ τὸν λόγο αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο.

Στὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δόθηκε ἡ ἀποκάλυψη καὶ τὸ νόημα τόσο τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Γι’ αὐτὸ, μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς ὁ ἄνθρωπος : διότι, ἀνήκει στὸν Θεὸ Λόγο καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ εἶναι λογικὸς (logosan). Ἀλλά, μᾶς εἶναι ἀγαπητὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀνήκει κι αὐτὴ στὸν Λόγο καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι λογικὴ (logosna)˙ καὶ ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου μᾶς εἶναι ἀγαπητή, διότι ἀνήκει στὸν Λόγο καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι λογικὴ (logosna)˙ καὶ ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου ἐπίσης, διότι ἀνήκει στὸν Λόγο καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι κι αὐτὴ λογικὴ (logosna)˙ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ γι’ αὐτὸ λογικὴ (logosna)˙ μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς καὶ ὁ κόσμος ἀκόμη, διότι εἶναι τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ γι’ αὐτὸ κι αὐτὸς  εἶναι λογικὸς (logosant)˙ καθὼς καὶ ὁ οὐρανός, διότι κι αὐτὸς εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι λογικὸς (logosan).

Μὲ τὴν γέννηση τοῦ Θεοῦ ἐν σώματι, γεννήθηκε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅλος ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅλο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὅλοι ὅσοι πεινᾶμε καὶ διψᾶμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Δικαιοσύνη Του, μέσα στὴν πνευματικὴ ἔξαρση καὶ τὴν ἄπειρη χαρὰ μας, χαιρετίζουμε ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλη τὴν κτίση μὲ τὸν χριστουγεννιάτικο χαιρετισμὸ : «Χριστὸς ἐγεννήθη»! Ἐνῶ ἀπὸ τὰ χριστονοσταλγικά βάθη τῶν ὄντων καὶ τῆς κτίσεως ἀντηχεῖ συγκινητικὴ ἡ ἀπάντηση : «Ἀληθῶς ἐγεννήθη»[31]»!

ΑΓΙΑ ΧΡΙCΤΟΥΓΕΝΝΑ 2022


[1] Ἰω. 1, 14.

[2] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος 45, 9. P.G. 36, 633-6, «Ὁ ὢν γίνεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται».

[3] Γέν. 1, 26-27, Ἰω. 1, 9 καί Κολ. 3, 10.

[4] Ἰω. 1, 3 καί Κολ. 1, 16.

[5] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, P.G. 91, 668 καὶ 1308-9.

[6] Α΄ Κορ. 3, 11.

[7] πρβλ. Ματθ. 5, 24-25 καί Ρωμ. 8, 35-39.

[8] πρβλ. Πράξ. 17, 28 καί Κολ. 3, 1-4.

[9] Κολ. 1, 16-17.

[10] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τρίτη ἔκδοση, ἐκδοτικὸς οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καὶ Ἔ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1974, σσ. 30-32.

[11] Α΄ Κορ. 6, 13.

[12] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, 16η  Ὁμιλία, PG 151, 201-204 καὶ ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ, «Ἐπιστολὴ πρὸς Νικόλαον μονάζοντα», ἐν Φιλοκαλίᾳ, ἐκδ. Ἀστήρ, 1957, τ. Ι΄, σ. 134 : «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, ἵνα ἡ σὰρξ γένηται Λόγος».

[13] πρβλ. Ἰω. 1, 9.

[14] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 36-38.

[15] Ὅ. π., σ. 173.

[16] πρβλ. Κολ. 1, 12-29.

[17] Ἐφ. 5, 26.

[18] Ὁ. π., σ. 181.

[19] Α’ Τιμ. 3, 16.

[20] Α’ Τιμ. 3, 15.

[21] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία 11, 1, PG 62, 553-556.

[22] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου πίστεως, 3, 1, P.G. 34, 984B.

[23] Ἐφ. 1, 22-23.

[24] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974, σσ. 17-19.

[25] Ἐφ. 4, 7-8.

[26] Ἐφ. 3, 19˙ 4, 8-10˙ 1, 23 καί Κολ. 2, 10.

[27] Ὅ. π., σσ. 38-39.

[28] Ὁ «δέκατος τρίτος ἀπόστολος», ὁ «πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας» ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, εὐαγγελίζεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ σοφία ὅλη τὴν ἀλήθεια περὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως, λέγοντας ὅτι ἐμεῖς κρατᾶμε «αὐτὴν τὴν ἐξ ἀρχῆς παράδοση καὶ διδασκαλία καὶ πίστη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὁ μὲν Κύριος ἔδωσε, οἱ δὲ ἀπόστολοι κήρυξαν καὶ οἱ πατέρες φύλαξαν. Γιατὶ σ’ αὐτὴν θεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐκπίπτει ἀπ’ αὐτήν, δέν μπορεῖ οὔτε νὰ εἶναι, οὔτε νὰ λέγεται Χριστιανὸς». Βλ. ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ὁ ΜΕΓΑΣ, Πρὸς Σεραπίωνα ἐπιστολὴ Α’, PG 26, c. 593C, 596A.

[29] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, σσ. 256-257.

[30] Ἀπολυτίκιον Γεννήσεως : «Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι», ἐν Μηναίῳ Δεκεμβρίου, ἐκδ. Φῶς, σ. 387.

[31] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τρίτη ἔκδοση, ἐκδοτικὸς οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καὶ Ἔ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1974, σσ. 38-39.

Share:
πνευματική ιδιοκτησία π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
error: Content is protected !!