Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
29-06-2022
Δὲν θέλω νὰ καυχηθῶ, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους. «Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι». Δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχηθῶ. Σὲ κανέναν μας δὲν συμφέρει νὰ καυχόμασθε. Παρὰ ταῦτα, ὅμως, γιὰ τὸ καλὸ σας, Κορίνθιοι, «ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου». Θὰ σᾶς πῶ μερικὲς ὀπτασίες καὶ ἀποκαλύψεις. Ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀποκαλύψεις, ὀπτασίες καὶ ὁράματα, ποὺ εἶδε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφέρει αὐτή τήν συγκλονιστικὴ ἀποκάλυψη, τὴν ὁποῖα δὲν ἀποδίδει στὸν ἑαυτὸ του, γιὰ νὰ μὴν καυχηθεῖ. Τὴν ἀναφέρει σὲ τρίτο πρόσωπο, ἐνῶ εἶναι ὁ ἴδιος. «Οἶδα», λέγει, «ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων». Εἶδα, λέγει, κάποιον ἄνθρωπο πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια. Ἄς δοῦμε ἐδῶ τὴν ταπείνωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου! Εἶχαν περάσει δεκατέσσερα χρόνια, εἶχε δεῖ ἕνα συγκλονιστικὸ ὄραμα, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς διηγηθεῖ στὴ συνέχεια, καὶ ἐντούτοις τόσα χρόνια δὲν τὸ εἶπε. Κι ἐμεῖς, μερικὲς φορές, ἂν ὁ Θεὸς εὐδοκήσει καὶ ἔχουμε κάποια Χάρι ἀπ’ τόν Θεό, καυχόμασθε καὶ ἀμέσως τὸ διατυμπανίζουμε. «Ἐγὼ ἔτσι, ἐγὼ ἀλλιῶς, ἐμένα ἡ Παναγία, ἐμένα ὁ Ἅγιος μοῦ ἔκανε αὐτό, ἐμένα μοῦ ἔκανε ἐκεῖνο». Δεκατέσσερα χρόνια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐσιώπησε, δὲν μίλησε. Καὶ δὲν θὰ μιλοῦσε ποτέ, ἐὰν δὲν προκαλοῦνταν ἀπὸ τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία τοῦ Ἀποστολικοῦ τοῦ ἀξιώματος καὶ κηρύγματος. «Οἶδα», λέγει, «ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων˙ εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν». Καὶ δὲν ξέρω, λέγει, ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ὀράματος, βρισκόταν μέσα στὸ σῶμα του ἢ ἔξω ἀπ’ αὐτό, σὲ ἔκσταση. Δὲν ξέρω. Ὁ Θεὸς ξέρει.
Αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἄνθρωπο τὸν εἶδα «ἀρπαγέντα ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἠρπάγη, τὸν ἄρπαξε ὁ Θεός. Τὸ σῶμα ἔμεινε στὴν γῆ, ἐνῶ ὁ νοῦς καὶ ἡψυχὴ του ἠρπάγησαν στὸν τρίτο οὐρανό, στὰ σύννεφα, στ’ ἀστέρια, στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸ σύμπαν, στὸ ἄπειρον.
«Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον» – ἐπαναλαμβάνει «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν» – «ὅτι ἠρπάγη εἰς τὸν παράδεισον». Ὄχι ἁπλῶς στὸν τρίτο οὐρανὸ ἠρπάγη αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά πιὸ πάνω, στὸν Παράδεισο. Καὶ ἄς ἀκούσουμε τώρα! «Καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Καὶ ἐκεῖ, ποὺ ἠρπάγη αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἄκουσε ρήματα, διδασκαλίες, ὄχι κατὰ τὸν τρόπο τὸν αἰσθητό, μὲ τὴν ἀκοή. Ἑρμηνεύουν οἱ Ἅγιοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀντιλήψεως σ’ αὐτή τὴν κατάσταση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μὲ τὰ αἰσθητὰ αὐτιά, μὲ τὰ αἰσθητά μάτια, ἀλλά κατὰ τρόπο ὑπερνοητό, ὑπεραισθητὸ ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται κανένας κι ἀμέσως ἀκούει. «Καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Καὶ ἄκουσε τέτοια ρήματα καὶ εἶδε τέτοια πράγματα, τὰ ὁποία δὲν μπορεῖ ἢ δὲν ἐπιτρέπεται ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ πεῖ. Οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, σχολιάζοντας, λένε : «Γιατί, ἄραγε, οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»; Μήπως ἐπειδή δέν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς σ’ αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἀποκαλύπτεται, νὰ τὰ φανερώσουν ἢ γιατὶ εἶναι ἀδύνατον ἡ ἀνθρώπινη γλῶσσα νὰ ἐκφράσσει τὰ μυστήρια, ποὺ βλέπει ἐκεῖ ψηλὰ στὸν παράδεισο, στὸν τρίτο οὐρανό; Καὶ τὰ δύο. «Θεὸν φρᾶσαι ἀδύνατον». Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐκφράσει μὲ λόγια, ἀδυνατοῦν οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητες νὰ ἐκφράσουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ μυστήριά Του.
Καὶ ἀφοῦ, λοιπόν, ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτή τὴν ἀποκάλυψη, λέγει : «Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι». Διατηρεῖ ἀκόμη τὸ τρίτο πρόσωπο, μολονότι εἶναι ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτόν, λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε ν’ ἀνεβεῖ ἐκεῖ πάνω, στὸν τρίτο οὐρανό, ἐγὼ θὰ καυχηθῶ. «Ὑπὲρ δὲ ἐμαυτού οὐ καυχήσομαι». Γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου δὲν θὰ καυχηθῶ. Εἶναι σὰν νὰ λέγει στοὺς Κορινθίους : «Ἐσεῖς ἐκεῖ ἔχετε αὐτοὺς τοὺς ψευδαποστόλους τοὺς ὑποκριτές, οἱ ὁποίοι ἐμφανίζονται ὡς σπουδαῖοι καὶ τρανοί. Ἐγὼ ἀξιώθηκα ν’ ἀνεβῶ ἐκεῖ πάνω, στὸν παράδεισο, στὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ δεκατέσσερα χρόνια τώρα δὲν σᾶς μίλησα. Καὶ τώρα ἀναγκάζομαι γιὰ τὸ καλὸ σας νὰ σᾶς τὸ ἀποκαλύψω». Καὶ πάλι λέγει : «Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι, εἰμὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου». Δὲν θὰ καυχηθῶ, ὅμως, πάλι γι’ αὐτό τὸ ὄραμα, ἀλλά θὰ καυχηθῶ γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, γιὰ τὶς θλίψεις μου, γιὰ τὰ βάσανά μου. Δὲν πρέπει νὰ καυχόμασθε γιὰ τὰ ὀράματα, ἀλλά γιὰ τὶς θλίψεις καὶ γιὰ τοὺς Σταυροὺς μας. Ποιὸς ἀπό’ μᾶς καυχᾶται γιὰ τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους καὶ τοὺς Σταυροὺς του; Ἂν ὁ Θεὸς μᾶς στείλει στὴ ζωὴ μας κάποια θλίψη, κάποιον πόνο, κάποιον θάνατο, ὄχι μόνο δὲν καυχόμασθε καὶ δὲν εὐχαριστοῦμε, ἀλλά, μερικὲς φορές, ὀργιζόμασθε ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀκόμη ἐναντίον τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ. «Γιατὶ ἔγινε αὐτό; Γιατὶ Θεὲ μου»; Ἐγώ, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου».
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας ὅτι, ἂν ἴσως θελήσει νὰ καυχηθεῖ, δὲν θὰ γίνει ἄφρων, δὲν θὰ νομισθεῖ ὡς μωρὸς καὶ ἄγνωστος (χωρίς γνώση), γιατὶ αὐτὰ τά καυχήματα, ποὺ λέγει, εἶναι ἀληθινά. Καὶ γιατὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν θέλει νὰ καυχᾶται καὶ νὰ φανερώνει τὰ χαρίσματα, τὶς ἀποκαλύψειςκαὶ τὶς ἀρπαγές, ποὺ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό; Γιὰ νὰ μὴν τὸν θεοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν νομίσουν πὼς βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό καὶ πάντοτε σιωποῦσε τοὺς δικοὺς του ἐπαίνους. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ ἀναγκαζόταν νὰ πεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κάποιο ὑψηλὸ πράγμα, πάλι τὸ συνεσκίαζε καὶ τὸ ἔκρυβε, γιὰ νὰ μὴν θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἄκουγαν, ὅτι ἔχει μεγάλη ἀξία καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀποκτοῦν μεγάλη καὶ θεοπρεπῆ ἰδέα γι’ αὐτόν.
Καὶ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρουσιάζει ὅτι κι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος ὡς μέγας Ἀπόστολος ἄλλαξε μὲ τὸ κήρυγμά του ὅλη τὴν οἰκουμένη, εἶχε κι αὐτὸς πολλὲς δυσκολίες στὸ κήρυγμά του.
«Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα μὲ κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι».
Ἐγώ, λοιπόν, ὁ ὁποῖος εἶδα αὐτὲς τὶς ὑπερβολικὲς ἀποκαλύψεις, τὰ ὑπερβολικὰ ὀράματα, μοῦ δόθηκε, λέγει, σκόλοπας στὸ σῶμα. Μοῦ δόθηκε ἕνα ἀγκάθι, μιὰ ἀκίδα, ποὺ διαρκῶς μὲ τσιμπάει καὶ μὲ ἐνοχλεῖ. Μοῦ δόθηκε κάποια ἀσθένεια, κάποιος πειρασμός, κάποια θλίψη. Γιὰ ποιὸν λόγο; «Ἵνα μὲ κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι».
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουμε κάποιον σκόλοπα, κάποια θλίψη, κάποια ἀρρώστεια, κάποιο βάσανο, ξεχνιόμασθε καὶ ὑπερηφανευόμασθε. Κάνουμε αὐτό, κάνουμε ἐκεῖνο, κάνουμε προγράμματα, χτίζουμε σπίτια, ἀγοράζουμε οἰκόπεδα καὶ νιώθουμε δυνατοὶ καὶ ὑπεραιρόμασθε. «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατάν, ἵνα μὲ κολαφίζῃ ἵνα μὴ ύπεραίρωμαι». Οἱ Ἅγιοι, σχολιάζοντας καὶἑρμηνεύοντας ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ σκόλοψ, ποὺ εἶχε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δέχονται ὅτι αὐτὸς «ὁ σκόλοψ τῇ σαρκί» ἦταν οἱ ἀντίπαλοί του, οἱ ἐχθροὶ του στὸ κήρυγμα. Αὐτοί, οἱ ὁποίοι δὲν ἄφηναν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο σὲ χλωρὸ κλαρί. Πήγαινε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ κήρυττε καὶ πήγαιναν αὐτοὶ καὶ τὰ γκρέμιζαν. Καὶ μερικούς ἀπό αὐτοὺς τοὺς κατονομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως τόν Ἐλύμα τόν μάγο, τόν Ὑμέναιο, τόν Φιλητό καί τόν Ἀλέξανδρο τόν Χαλκέα, ὁ ὁποῖος στὴν Ἔφεσο δημιούργησε πολλὰ προβλήματα. Νά, λοιπόν! Ἐνῶ ἐγὼ πηγαίνω καὶ κηρύττω καὶ αὐξάνει τὸ κήρυγμα καὶ ἔχω μιὰ ἰκανοποίηση, ὁ Θεὸς μοῦ στέλνει ἀντιπάλους, μοῦ στέλνει ἀνταγωνιστὲς «ἵνα μὲ κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι». Γιατί, ἐγὼ θὰ ὑπερηφανευόμουν, ἂν δὲν εἶχα αὐτή τὴν ἀντίδραση, καὶ θὰ ἔλεγα : «Τί σπουδαῖος Ἀπόστολος εἶμαι ἐγὼ˙ Δεῖτε! Ἀλλάζω τὸν κόσμο»!
Καὶ ἂς ἀκούσουμε τώρα ἐδῶ πόσο διδακτικὸ γιὰ’ μᾶς εἶναι αὐτό, πού λέγει στὴ συνέχεια. «Ὑπὲρ τούτου τρίς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ». Προσευχήθηκα, λέγει, στὸν Θεὸ τρεῖς φορές. Οἱ Ἅγιοι λένε ὅτι τὸ «τρεῖς φορὲς» σημαίνει «πολλές, ἄπειρες φορές». Προσευχήθηκα, λέγει, στὸν Θεὸ πολλὲς φορὲς νὰ μὲ γλυτώσει ἀπ’ αὐτόν τὸν σκόλοπα. Κι’ ἐμεῖς, πολλὲς φορές, δὲν λέμε : «Θεὲ μου, πάρε μου αὐτή τὴν ἀρρώστεια ἢ αὐτοὺς τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους βγάλ’ τους ἀπὸ τὴν μέση νὰ μὴν τοὺς ἔχω στὰ πόδια μου»; «Τρίς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἔμου καὶ εἴρηκέ μοι». Καὶ τί εἶπε ὁ Θεός; Τοῦ πῆρε τὸν σκόλοπα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τοῦ οὐρανοβάμωνος, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς; Προσευχήθηκε καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἄκουγε. Κι’ ἐμεῖς ἐδῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ μερικὲς φορές προσευχόμασθε. Κι ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἰκανοποιήσει τὸ αἴτημά μας, θυμώνουμε. «Γιατὶ δὲν ἀκούει ὁ Θεός»; Τί τοῦ εἶπε τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ Θεός; «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου˙ ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Μὴ ζητᾶς˙ δὲν ξέρεις τὸ συμφέρον σου. Ἂν Ἐγὼ σοῦ πάρω ἀπὸ τὴ μέση ὅλ’ αὐτά, ἂν σοῦ πάρω τοὺς πόνους, τὶς θλίψεις, τοὺς ἀντιπάλους, τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, θὰ εἶναι εἰς βάρος σου. Στὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὰ λέγει αὐτὰ ὁ Θεός, ὄχι σ’ ἐμᾶς. Κι ἐμεῖς τὰ θέλουμε στὴ ζωὴ μας ὅλα ρόδινα. «Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Γιατί, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀδυναμία, ἐκεῖ ἀποδεικνύεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἔχεις τὴν δύναμη καὶ ἀντιμετωπίζεις τοὺς ἀντιπάλους σου, τὶς ἀρρώστειες, τὸν θάνατο, αὐτή εἶναι ἀπόδειξη τῆς δικῆς Μου παρουσίας καὶ δυνάμεως. Ἐγώ, λοιπόν, παραχωρῶ θλίψεις, θανάτους, ἀρρώστειες, δυσκολίες, ἀλλά, συγχρόνως, στέλνω καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ ἀντιμετωπίσετε. Αὐτό, τὸ ὁποῖο ὠφείλουμε νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ, εἶναι : «Θεὲ μου, ὄχι μὴ μοῦ στείλεις θλίψεις, θανάτους, ἀρρώστειες» – ἂν ὃ Θεὸς κρίνει ὅτι εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον μας, νὰ μᾶς στείλει ὁ,τιδήποτε καὶ θανάτους ἀκόμη – ἀλλά «Θεὲ μου, δώσ’ μου τὴν δύναμη νὰ τὰ ἀντέξω ὅλ’ αὐτά».
«Καὶ εἴρηκέ μοι˙ ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου˙ ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Σοῦ ἀρκεῖ ἡ Χάρις Μου˙ ἔχεις τὴν δύναμή Μου˙ Ἐγὼ θὰ σὲ κρατήσω ὄρθιο.
Καὶ τελειώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ λέγει˙ «Ἤδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου». Μὲ πολλὴ χαρά, λέγει, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, τὶς θλίψεις μου. Θὰ καυχηθῶ γι’ αὐτὰ, ποὺ μοῦ στέλνει ὁ Θεός. Γιατί; Διότι, μέσα στὶς θλίψεις ἐπισκηνώνει ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὶς θλίψεις βλέπουμε τὴν παρουσία τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. «Ἤδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμέ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ».
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2022-06-29 19:46:13%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b4%ce%b5%ce%b9%ce%b3%ce%bc%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%bf%cf%85-%cf%80%ce%b1%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%85-%ce%b5%cf%81