Η ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΥ ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

29-05-2024

Μέ ἀφορμή τήν βλάσφημη καί ἄκυρη «χειροτονία» στόν ἱερατικό βαθμό τοῦ διακόνου τῆς γυναικός Angelic Molen ἀπό τόν οἰκουμενιστή μητροπολίτη Ζιμπάμπουε καί Ἀγκόλας Σεραφείμ (Κυκκώτη) τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας τήν Ἁγία καί Μεγάλη Πέμπτη 02-05-2024, στήν ἐνορία Ἱεραποστολῆς Ἁγίου Νεκταρίου στό Γουότερ Φόλ[1], τονίζουμε τά ἀκόλουθα αὐτονόητα γιά κάθε συνειδητό ὀρθόδοξο.

Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στά Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶναι ὄντως ἕνα καινο­φανές καί μή ἐπαναλαμβανόμενο γεγονός στήν ἱστορία. Καινοφανές μέν, γιατί πρώτη φορά ἐπετράπη σέ γυναίκα νά εἰσέλθη στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, μή ἐπαναλαμβανόμενο δε, διότι δέν ἐπετράπη ἔκτοτε νά εἰσέρχεται γυναίκα στό Ἅγιο Βῆμα, τό Ἱερό. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή μάλιστα ἔχει πάρει ἄκαμπτο συνοδικό χαρακτήρα μέ ἱεροκανονική ἐπικύρωση.

Στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν οἶκο, πού ἀρχίζει μέ τό γράμμα «Μ», ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἀναφέρει : «Μή τολ­μήση γυνή τις, εἰσελθεῖν ἐν Ἁγίῳ Βήματι, ὅπου μόνη εἰσῆλθε, ἡ Ἁγία ἐν ταῖς γυναιξίν, εἰς τά τῶν Ἁγίων Ἅγια, οὗ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς εἰσήρχετο, τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ». Ἐπίσης, στόν οἶκο μέ τό γράμμα «Ψ», λέγει : «Χαῖρε, μόνη ἡ ἀξία ἐν τῷ Βήματι εἰσελθεῖν˙ χαῖρε, σοί γάρ μόνῃ ἔξεστιν ἐν τῷ Ἱερῷ οἰκεῖν»[2].

Ὁ 69ος Ἱερός Κανών τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει : «Μή ἐξέστω τινί τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι, ἔνδον του ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου». Τό ἅγιον Βῆμα εἶναι ἀφιερωμένο στούς ἱερωμένους. Γι’ αὐ­τό ὁ παρών Κανών ἐμποδίζει τήν εἴσοδο σ’αὐτό τῶν λαϊκῶν. Καί ση­μειώνει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Γι’ αὐτό ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱε­ρεῖς καί οἱ πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομη συνήθεια, πού ἐπικρατεῖ σέ πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχονται λαϊκοί μέσα στό ἅγιο βῆμα, ἡ ὁποία (συνήθεια), μή διακρίνοντας ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί στήν ποινή τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος, λαϊκός ὄντας, τόλμησε νά ἐπιχειρήση τά ἔργα τῶν ἱερωμένων. Κατά κάποιον τρόπο κι αὐτοί, εἰσερ­χόμενοι στόν διορισμένο τόπο τῶν ἱερέων, οἰκειοποιοῦνται τά τῶν ἱερέων»[3].

Ἡ ἱερωσύνη, ὅμως, ὅπως εἶναι γνωστό, πηγάζει ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰη­σοῦ Χριστό, δηλαδή τό Ἀρχιερατικό Του ἀξίωμα, γι’αὐτό καί ὁ Ἴδιος ἀπο­καλεῖται ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ προτυπώθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη, τόσο ἀπό τήν ἱερατική φυλή τοῦ Λευί, ὅσο καί ἀπό τόν Μελχισεδέκ, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ Ἀρχιερεύς Χριστός παρέδωσε τήν ἱερωσύνη, χειρο­το­νώντας τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί αὐτοί μέ τήν σειρά τους «ἐπέθηκαν τάς χεῖρας των ἐπί»[4] ἄλλους ἄνδρες ἀξίους τῆς ἱερωσύνης καί ὄχι γυναῖ­κες, ὅπως ἐσφαλμένα συμβαίνει μέ τά ἀπεξηραμμένα φύλλα τῆς αἱρετι­κῆς παρασυναγωγῆς τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί δή τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καί τῶν Μεταρρυθμισμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, ἐπιτρέπουν τήν συμμετοχή γυναικῶν στό Μυ­στήριο τῆς ἱερωσύνης, τήν ὁποία δυστυχῶς υἱοθετοῦν ἀκόμη καί ὀρθόδο­ξοι ἀκαδημαϊκοί οἰκουμενιστές «θεολόγοι». Αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη διαδοχή τῆς ἱερωσύνης συνεχίσθηκε ἀνά τούς αἰῶνες καί φθάνει μέχρι καί τίς ἡμέ­ρες μας, καί ἕως συντελείας αἰώνων. Γι’ αὐτό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία ὁμιλοῦμε περί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς στήν Θεολογική Σχο­λή τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα : «Τό ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἀπό τήν πλευρά τῆς Χριστιανικῆς ἠ­θικῆς συνίσταται κυρίως στήν ἄποψη ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν συνδέεται μέ κάποια γενικότερη ὑποτίμησή τους στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἄποψη, ὅμως, αὐτή παραθεωρεῖ καί βασικά στοιχεῖα, πού ἔχουν σχέση μέ τήν λει­τουργική ὑπεροχή τῆς γυναίκας στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καί πρίν ἀπ’ ὅλα παραμερίζει τήν πρόταξη τῆς γυναίκας στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν συντριβή τοῦ διαβόλου. Ἡ ἔχθρα ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν διάβολο εἶναι κυρίως ἔχθρα ἀνάμεσα στήν γυναίκα καί τόν διάβολο. Εἶ­ναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι γίνεται λόγος καί γιά “σπέρμα” τῆς Εὔας, πού θά συντρίψει τόν διάβολο[5]. Ἡ Εὔα ἔλαβε τό πρωτευαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί ἡ Παναγία δέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ γυναίκα, λοιπόν, πού πρωτοστάτησε στήν πτώση, πρωτοστατεῖ καί στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας συμπαρασύρεται στήν πτώση καί συμπορεύεται στήν ἀνόρθωση. Ὁ πρῶτος ρόλος δέν βρίσκεται σ’αὐτόν, ἀλλά στήν γυναίκα. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ γυναίκα πρωτοστατεῖ καί ὁ ἄνδρας ἀκολουθεῖ. Εἰδικότερα, ἡ Παναγία γίνεται συναίτιος τῆς θείας ἐνανθρω­πή­σεως, μαζί μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Δανείζει στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη φύση, πού γίνεται ἡ ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Παναγία εἶναι «μετά τόν πρῶτον ἱεράρχην Χριστόν, ἕτερος Ἱεράρχης»[6]. Ὁ ἀποκλεισμός, ὅ­μως, τῆς γυναίκας ἀπό τήν μυστηριακή ἱερωσύνη ἔχει πραγματικό καί συμ­βολικό νόημα. Ἡ γυναίκα συνεργεῖ στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνῶ ὁ ἄνδρας διακονεῖ. Οἱ ἱέρειες ἦταν εὐρύτατα γνωστές στόν προχριστιανικό κόσμο ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ. Εἰδικότερα, ὑπῆρχαν στίς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, μέ τίς ὁποῖες ἦρθε σέ ἄμεση σχέση ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ. Γι’ αὐτό ἀπό κοινωνική ἄποψη φαίνεται παράδοξη ἡ ἀπουσία ἱερειῶν στόν ἰουδαιοχριστιανικό κόσμο, ὅπου μάλιστα ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν ὑψηλότερη. Ἐπιπλέον, σέ ὁλόκληρη τήν χριστιανική γραμματεία, ὅπου πα­ρουσιάζονται πλεῖστα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, οὐδέποτε ἀνέκυψε ζήτημα ἱερειῶν. Μόνο ἡ γνωστικίζουσα αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ δεχόταν γυναῖκες στόν ἐπισκοπικό καί τόν πρεσβυτερικό βαθμό, πρᾶγμα πού χαρακτήρισε ὁ ἅ­γιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ὡς “εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα” καί “ἐγχείρημα διαβο­λικόν”»[7].

Οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου δέν πρέπει νά θεωρηθοῦν τυ­χαῖοι, ἀλλά δηλωτικοί τῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν μυστηρια­κή ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν. Οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν ἐξ ἀρχῆς, ὄχι μόνο λειτουργική, ἀλλά καί συμβολική θέση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί ὑπάρχουν “εἰς τύπον τοῦ Πατρός“ ἤ “εἰς τύπον Θεοῦ“[8]. Ἐνῶ στό “βα­σίλειον ἱεράτευμα“[9] προσέρχονται ἀδιακρίτως ἄνδρες καί γυναῖκες, στήν μυστηριακή ἱερωσύνη προσλαμβάνονται μόνο ἄνδρες. Ἡ παρουσία ἱερειῶν θά ὑποδήλωνε τήν ὕπαρξη γυναικείων θεοτήτων, ὅπως συνέβαινε στίς προχριστιανικές θρησκεῖες. Ἡ ἄρνηση δηλαδή τῆς εἰδωλο­λατρίας, πού συνεπά­γεται καί τήν ἄρνηση θεοτήτων τῶν δύο φύλων, συμβαδίζει μέ τήν ἀπουσία ἱερειῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε μόνο διακόνισσες, πού ἐξυπηρετοῦσαν πρακτικές λειτουργικές ἀνάγκες, καί ὄχι ἱέρειες μέ μυστηριακή ἱερωσύνη συμβολικοῦ χαρακτήρα, πού χαρακτηρίζεται ὡς “εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα“ ἤ “ἐγχείρη­μα διαβολικόν“, δηλαδή εἰδωλολατρία. Καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μοντανισμός, ἐκτός ἀπό τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, διατήρησε κί ἄλλα εἰδωλολατρικά στοιχεῖα, ἐνῶ ὁ εἰσηγητής του Μοντανός ἦταν ἀρχικά ἱερέας τῆς θεᾶς Κυβέλης. Ἀλλά, καί σήμερα ἡ προώθηση γυναικῶν στήν ἱερωσύνη δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν διάδοση νεογνωστικῶν καί νεοπαγανιστικῶν ἀντιλήψεων, πού χαρακτηρίζουν τό γενικότερο πνεῦμα τῆς ἐποχή μας»[10].

Ὑπάρχουν καί ἄλλα πάμπολλα ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς χειροτο­νίας τῶν γυναικῶν, τά ὁποῖα παραθέτουμε στή συνέχεια, ὅπως τά κατα­γράφει ὁ κ. Χρῆστος Λιβανός[11]. Ἐπίσης, καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διοργάνωσε διορθόδοξο θεολογικό Συνέδριο στή Ρόδο τό φθινόπωρο τοῦ 1998 μέ θέμα «Τό ἀδύνατον τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν».

α) Ἡ ρίζα τῆς ἀληθείας, ὅτι μόνο ἄρρενες πρέπει νά λαμβάνουν ἱερω­σύνη, βρίσκεται στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη : «Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται»[12].

β) Ἡ ἱερωσύνη, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, δινόταν μόνο σέ ἄνδρες.

γ) Ὁ Χριστός δέν ἐπέλεξε καμμία γυναίκα ὡς Ἀπόστολό Του. Καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοί Του ἦταν ἄνδρες.

δ) Ὁ προδότης Ἰούδας δέν ἀντικαταστάθηκε ἀπό γυναίκα, ἀλλά ἀπό ἄνδρα, τόν Ἀπόστολο Ματθία[13].

ε) Στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Χριστός κάλεσε μόνο τούς Δώδεκα καί σ’αὐτούς παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

στ) Τήν ἐντολή νά βαπτίσουν «πάντα τά ἔθνη» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους καί ὄχι στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του, πού ἀποτελοῦσαν καί γυναῖκες[14].

ζ) Τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους Του καί ὄχι σέ γυναῖκες[15].

η) Ἡ Παναγία, ἄν καί προερχομένη, κατά τόν ἅγιο Γερμανό Κωνσταν­τινουπόλεως, «ἐκ γένους ἱερατικοῦ, φυλῆς Ἀαρωνείτιδος, ρίζης προφητικῆς καί βασιλικῆς»[16], δέν ἔλαβε τήν ἱερωσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της δέν τήν συμ­περιέλαβε μεταξύ τῶν Ἀποστόλων.

θ) Οἱ Ἀπόστολοι οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες.

ι) Ἡ Παύλειος διδασκαλία εἶναι ἀληθινός καταπέλτης ἐναντίον τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν. «Αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτω­σαν», παραγγέλλει στούς Κορινθίους[17]. «Γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέ­πω», γράφει πρός τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο[18]. Πῶς, λοιπόν, θά χειροτονηθοῦν γυναῖκες, ἐφ’ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[19] ἀπαγορεύει σ’ αὐτές τό «διδάσκειν», τό ὁποῖο εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας Λατρείας καί ἀπό τά βασι­κότερα καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου;

ια) Ὁ πρεσβύτερος πρέπει νά εἶναι «μιᾶς γυναικός ἀνήρ»[20], συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χωρίς ὅμως νά προσθέσει καί τό ἀντίστροφο, «ἑνός ἀνδρός γυνή».

ιβ) Ὁ Ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Ὁ Χριστός εἶ­ναι ἄνδρας. Μπορεῖ γυναίκα νά σταθῆ εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ἀνδρός Χριστοῦ;

ιγ) Ὁ ἱερεύς εἶναι «alter Christus», ἄλλος Χριστός. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ δέ Ἐκκλησία ἡ Νύμφη. Μπορεῖ γυναίκα νά θεωρηθεῖ Νυμφίος; Θά τολμήσουμε νά συμβολίσουμε τήν ὑπερφυά σχέση Χριστοῦ – Ἐκκλησίας μέ τή διεστραμμένη σχέση ὁμοφυλοφίλου ζεύγους; Αὐτό ἀκριβῶς πράτ­τουν ὅσοι ἑτερόδοξοι παρέχουν τήν ἱερωσύνη στίς γυναῖκες.

ιδ) Ἡ Ἱερά Παράδοση, τήν ὁποία δέν παραδέχονται οἱ Προτεστάντες, μαρτυρεῖ κατά τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἀφοῦ ἐπί 2013 ἔτη τώρα ὅλοι οἱ φορεῖς τῆς ἱερωσύνης ἦταν καί εἶναι ἄνδρες.

ιε) Πλῆθος ἁγίων γυναικῶν κοσμεῖ τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ αὐτῶν οἱ Μυροφόρες, οἱ ἰσαπόστολοι Φωτεινή καί Ἑλένη, καθώς καί ἅγιες μητέρες μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία ἀπ’ αὐτές δέν ὑπῆρξε ἱερουργός τῶν θείων Μυστηρίων. Καμμία ἀπό τίς ἀρ­χαῖες διακόνισσες ἤ τίς ἀνά τούς αἰῶνες μοναχές δέν ἀπαίτησε νά λάβη τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.

ιστ) Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές εἶναι σαφεῖς καί κατηγορηματικές: «Οὐκ ἐπιτρέπομεν οὖν γυναῖκας διδάσκειν ἐν ἐκκλησίᾳ, ἀλλά μόνον προσεύ­χεσθαι καί τῶν διδασκάλων ἐπακούειν. Καί γάρ καί αὐτός ὁ διδάσκαλος ἡ­μῶν Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἡμᾶς τούς δώδεκα πέμψας μαθητεῦσαι τόν λαόν καί τά ἔθνη, γυναῖκας οὐδαμοῦ ἑξαπέστειλεν εἰς τό κήρυγμα… Εἰ δέ ἐν τοῖς προλαβοῦσι διδάσκειν αὐταῖς οὐκ ἐπιτρέπομεν, πῶς ἱερατεῦσαι ταύτας πα­ρά φύσιν τις συγχωρήσει; Τοῦτο γάρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τό ἀγνόημα θηλείαις θεαῖς ἱερείας χειροτονεῖν, ἀλλ’ οὐ τῆς τοῦ Χριστοῦ διατά­ξεως»[21].

ιζ) Ὁ Τερτυλλιανός γράφει : «Δέν ἐπιτρέπεται στή γυναίκα νά ὁμιλῆ στήν ἐκκλησία, οὔτε νά διδάσκη, οὔτε νά χρίη, οὔτε νά κάνη τήν προσκομιδή, οὔτε νά διεκδικῆ γιά τόν ἑαυτό της ὁποιοδήποτε ἀξίωμα, πού ἔχουν οἱ ἄν­δρες, ἤ κάποιο ἱερατικό λειτούργημα»[22].

ιη) Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ρωτᾶ : «τίνι οὐ σαφές ἐστιν ὅτι τῶν δαι­μόνων ἐστί τό δίδαγμα καί σχῆμα καί ἠλλιοωμένον τό ἐπιχείρημα»; Καί προσθέτει : «Θεῶ γάρ ἀπ’ αἰῶνος οὐδαμῶς γυνή ἱεράτευσεν»[23].

ιθ) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει «οἱ γυναῖκες νά ἀπο­μακρύνονται ἀπό μία τέτοια ὑπηρεσία, ὅπως καί τό πλεῖστον τῶν ἀνθρώ­πων», προσθέτοντας ὅτι «ὁ θεῖος νόμος ἀπομακρύνει τίς γυναῖκες ἀπό τό ἱε­ρατικό λειτούργημα, ἀλλ’ αὐτές ἐπιζητοῦν νά τό κατακτήσουν δυναμι­κά»[24].

Τέλος, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν υἱοθέτησε καί δέν πρέπει νά υἱοθετήσει ποτέ τήν χειροτονία-ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, γιά νά διακρίνεται καί νά μήν ἐξομοιώνεται μέ τήν αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί δή τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καί τῶν Μεταρρυθμισμένων. Μπροστά στήν ἀνωτέρω ἀκαταμάχητη θεολογική ἐπιχειρηματολογία ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, τί ἔχουν νά ἀπολογηθοῦν οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἀδιάντροπα καί ἀνερυθρίαστα συμμετέχουν στό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν δῆθεν «Ἐκκλησιῶν» ἤ καλύτερα τῶν Αἱρέσεων, ἀλληλοασπαζόμενοι, συναγελαζόμενοι, συντρώγοντες, συμπίνοντες καί κυρίως συμπροσευχόμενοι μέ παστόρισσες καί ἱέρειες καί ἀναγνωρίζοντες τήν «ἱερωσύνη» ἤ μᾶλλον μιαροσύνη τους;


[1] Ζιμπάμπουε: Χειροτονήθηκε ἡ πρώτη γυναίκα διακόνισσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, https://orthodoxia.info/news/zimpampoye-cheirotonithike-proti-gyn/

[2] Ὑμνολόγιον τό χαρμόσυνον, ἤγουν χαιρετιστήριοι οἶκοι εἰς ἁγίους καί ἑορτάς τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου, Κύπρος 1995, σσ. 270, 275.

[3] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 280-281.

[4] Πράξ. 6, 6.

[5] Γέν. 3, 15.

[6] ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ, Λόγος εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον 11, εκδ. M. Jugie, Theopha­nes Nicaenus (+ 1381), Sermo in Sanctissimam Deiparam, Lateranum Romae 1935, σ. 64.

[7] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πανάριον 49, PG 42, 745BC.

[8] ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρός Μαγνησιεῖς 4, Πρός Τραλλιανούς 3.

[9]Α΄ Πέτρ. 2, 9.

[10] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, σσ. 384-387.  

[11] ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ, «Ἐμπόδια στόν διάλογο μέ τόν Προτεσταντισμό», ἐν Οἰκουμε­νισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου. Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004,τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 627-632.

[12]Λκ. 2, 23.

[13] Πράξ. 1, 21-26.

[14] Μτθ. 28, 16-20.

[15] Ἰω. 20, 23.

[16] ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τήν Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου Β΄, PG 98, 313A.

[17] Α΄ Κορ. 14, 34.

[18] Α΄ Τιμ. 2, 12.

[19] Α΄ Κορ. 14, 35.

[20] Τίτ. 1, 6.

[21] Ἀποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ, 6, 1-2 καί 9, 1-4.

[22] ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ, De Virginibus, IX, 1, C.C. ii, 1218-19.

[23] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Κατά αἱρέσεων 49, 2-3, PG 41, 881.

[24]ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί Ἱερωσύνης ΙΙ, 1, 2.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130831-rotated.jpg2024-05-29 20:14:48%cf%84%ce%bf-%ce%b1%ce%b4%cf%85%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%87%ce%b5%ce%b9%cf%81%ce%bf%cf%84%ce%bf%ce%bd%ce%b9%ce%b1%cf%83-%ce%b9%ce%b5%cf%81%cf%89%cf%83%cf%85%ce%bd-2