ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

Ἐν Πειραιεῖ 03-05-2012

Ἐξέχουσα θέση ἀνάμεσα στόν ὑμνογραφικό πλοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας κατέχει, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Πατέρων : «Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ φωστήρας ἐπί γῆς τούς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας καί δι’ αὐτῶν πρός τήν ἀληθινήν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι». Δέν γνωρίζουμε, ἄν ὅλοι μας, εἴτε λαϊκοί εἴτε θεολόγοι εἴτε κληρικοί, ἔχουμε συλλάβει τό βαθύτερο νόημα, τήν σημασία καί τήν βαρύτητα αὐτοῦ τοῦ τροπαρίου, πού ἐκφράζει μιά πρώτιστη θεολογική πτυχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Ἡ πτυχή αὐτή, πού μαρτυρεῖται ἀπό τό ἀνωτέρω τροπάριο, εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐκτός ἀπό Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, εἶναι κατεξοχήν καί Πατερική. Θά μπορούσαμε κάλλιστα οἱ  Ὀρθόδοξοι, δίπλα ἀπό τά τέσσερα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας, νά προσθέταμε καί τήν Πατερικότητα καί νά ὀμολογούσαμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν,  Ἀποστολικήν καί Πατερικήν  Ἐκκλησίαν». Ἡ προσθήκη, ὅμως, αὐτή, ὅπως καί κάθε ἄλλη προσθήκη ἤ ἀφαίρεση στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀπαγορεύεται ρητῶς ἀπό τόν 7ο Ἱερό Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐντούτοις, ἡ Ἐκκλησία μας παραμένει κατεξοχήν Πατερική, «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσιν», κι ἄς μήν τό ἐνστερνίζονται αὐτό οἱ οἰκουμενιστές θεολόγοι καί κληρικοί. «Ἄς εἶσαι ὑπερδεδοξασμένος, Χριστέ ὁ Θεός μας», λέει ὁ ὑμνογράφος, «ἐπειδή θεμελίωσες στή γῆ τούς ἁγίους καί θεοφόρους Πατέρες ὡς φωστῆρες καί διά μέσου αὐτῶν μᾶς ὁδήγησες ὅλους στήν ἀληθινή πίστη». Αὐτή ἡ φράση «δι’ αὐτῶν» εἶναι μεγίστης σημασίας, γιατί μᾶς δείχνει ὅτι μόνο μέσῳ τῶν ἁγίων Πατέρων ὀδηγούμασθε στήν ἀληθινή πίστη. Ἔχουμε, βέβαια, σέ πρώτη θέση τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά, ἐπειδή αὐτή σέ ἀρκετά σημεῖα εἶναι ἀσαφής καί δυσνόητη, χρησιμοποιοῦμε τούς ἁγίους Πατέρες, μέ τά συγγράμματα καί τούς λόγους τῶν ὁποίων ἑρμηνεύουμε τήν Ἁγία Γραφή σωστά καί ὀρθόδοξα. Νά, λοιπόν, καί μιά εἰδοποιός διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὅτι δηλαδή, ἐμεῖς, οἱ  Ὀρθόδοξοι, στηριζόμασθε στήν  Ἱερά Παράδοση, τήν  Ἁγία Γραφή, τούς ἁγίους Πατέρες καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἐνῶ αὐτοί, οἱ Προτεστάντες, στηρίζονται μόνο στήν Ἁγία Γραφή (sola scriptura).

Ἀνάμεσα στή χορεία τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἀστήρ φαεινός καί ὡς ἀνέσπερος ἥλιος ἀνατέλλει ὁ ὅσιος καί θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, αὐτή ἡ μεγάλη μορφή τῆς φιλοκαλικῆς, νηπτικῆς καί ἀσκητικῆς θεολογίας τοῦ 18ου αἰῶνος.

Θά παρουσιάσουμε, λοιπόν, τόν δογματικό καί ἀντιαιρετικό λόγο τοῦ ὁσίου Πατρός καί συγκεκριμένως τόν ἀντιπαπικό του λόγο. Σπανίως ἀκούγεται σήμερα στήν ἐποχή μας δογματικός καί ἀντιαιρετικός λόγος. Ἀσχολούμασθε συνήθως μέ κοινωνικά, πολιτικά, ἠθικά καί ἐθνικά θέματα καί ἔχουμε ξεχάσει τήν πίστη καί τά δόγματα. Θά παρουσιάσουμε ἐν συνόψει τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Νικοδήμου περί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καί συγκεκριμένα περί τῶν θεμάτων, πού ἀπασχόλησαν τίς τελευταῖες συναντήσεις τῆς Μικτῆς ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου μεταξύ  Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στήν Ραβέννα τόν  Ὀκτώβριο τοῦ 2007, στήν Θεσσαλονίκη τόν Μάιο τοῦ 2009 ὅπου, δυστυχῶς, γιά μία ἀκόμη φορά κυριάρχησαν καί ἐπιβλήθηκαν οἱ παπικές θέσεις, ἐνῶ παραλλήλως περιθωριοποιήθηκε ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία. Στήν Πάφο τῆς Κύπρου τόν  Ὀκτώβριο τοῦ 2009 ἡ Μικτή θεολογική ἐπιτροπή διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν δέν ἔλαβε κάποια ἀπόφαση, λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως παραδοσιακῶν  Ὀρθοδόξων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι συνέταξαν τήν γνωστή «Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καί τῆς  Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀδιέξοδο ἐπίσης ὑπῆρξε καί τό 2010 στή συνάντηση τῆς Βιέννης. Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ θέση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου γιά τά παραπάνω θέματα;

A)  Περί πρεσβείων τιμῆς Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως

Σύμφωνα μέ τόν στ’ (6ο) Ἱερό Κανόνα τῆς Α΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρέπει νά φυλάττονται τά παλαιά ἔθη τῶν τριῶν Πατριαρχῶν, τοῦ Ἀλεξανδρείας μέν κυρίως καί κατά πρῶτο λόγο, τοῦ Ἀντιοχείας δέ κατά δεύτερο λόγο, καί τοῦ Ρώμης συνεπτυγμένως καί περιληπτικῶς, (περί δέ τοῦ  Ἱεροσολύμων ἰδιαιτέρως καί ξεχωριστά λέει ἡ παροῦσα Σύνοδος στόν ζ΄ Κανόνα της καί περί τοῦ Κωνσταντινουπόλεως λέει ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στόν γ΄ Κανόνα της), ὥστε ὁ μέν Πατριάρχης (τόν ὁποῖο Ἐπίσκοπο ὀνομάζει ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἦταν ἀκόμη συνήθεια νά ὀνομάζεται κάποιος μέ τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου) τῆς Ἀλεξανδρείας νά ἔχει τήν ἐξουσία τῶν Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καί Πενταπόλεως. Καθώς καί στόν Πατριάρχη Ρώμης ἐπικράτησε νά ἔχει τήν ἐξουσία καί προεδρία ὅλων τῶν ἑσπερίων  Ἐπισκόπων καί Πατριαρχῶν.

Στό σημεῖο αὐτό ὁ Ὅσιος Νικόδημος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ ὁρμώμενοι ἀπό τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας δέν ἑρμηνεύουν ὀρθῶς τόν παρόντα Κανόνα. Ὁ Πάπας Φίληξ, ἔχοντας διαφορές πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως Ἀκάκιο καί, ἀφοῦ διέφθειρε τόν παρόντα Κανόνα, εἶπε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἔχει τό κύρος σέ κάθε σύνοδο, ὅπως θέλει ὁ παρών Κανών τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου. Καί πρίν ἀπό αὐτόν ὁ τοποτηρητής τοῦ Λέοντος Πασχασῖνος ἀντεστραμμένως προέφερε αὐτόν τόν Κανόνα στήν Δ΄ Σύνοδο. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, ἀπό αὐτά τά ρήματα τοῦ Κανόνος βρίσκει ἀληθινό τό νόημα αὐτῆς τῆς Συνόδου. Λέει, λοιπόν, ὅτι, ἐπειδή ὁ Μελέτιος παρέτρεψε τά δίκαια τοῦ Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ἔδωσε αἰτία στήν σύνοδο αὐτή νά ἐκθέσουν τόν παρόντα Κανόνα καί νά διορίσουν, ὄχι κάποιο νέο, ἀλλά μόνο νά ἐπικυρώσουν τίς τάξεις, πού σώζονταν ἀπό παλαιά συνήθεια, ὄχι μόνο στούς Πατριάρχες, ἀλλά καί στούς Μητροπολίτες καί, ὄχι μόνο στίς χειροτονίες, τίς ὁποῖες ὁ Μελέτιος παρέτρεπε, ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλο δικαίωμα, πού ἀνήκει στούς Πατριάρχες καί τούς Μητροπολίτες κατά τίς Ἐκκλησίες, πού ὑπόκεινται σ’αὐτούς. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔβαλε τά παραπάνω ὡς προϋποθέσεις, λέει ὁ Κανόνας˙ «Τά ἀρχαῖα  ἔθη κρατείτω, τά ἐν Αἰγύπτῳ καί Λιβύῃ καί Πενταπόλει, ὥστε τόν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τήν ἐξουσίαν, ἐπειδή καί τῷ ἐν Ρώμῃ Ἐπισκόπῳ τοῦτο σύνηθές ἐστί». Ἐδῶ, σύμφωνα μέ τόν  Ὅσιο, πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀντωνυμία «τοῦτο» δέν ἀναφέρεται σέ ἄλλο, παρά στό ἔθος, πού θά πεῖ Κοινότερο. Καθώς καί στόν Ἐπίσκοπο Ρώμης ἐπικράτησε αὐτή ἡ συνήθεια. Ποιά συνήθεια; Τό νά ἔχει τήν ἐξουσία ὅλων αὐτῶν, πού ὑπόκεινται σ’αὐτόν. Καθώς ἔχει τήν ἴδια συνήθεια ὁ Ρώμης μέ τόν  Ἀλεξανδρείας, ἔτσι ἔχει καί τήν ἴδια ἐξουσία μ’ ἐκείνον.

Ὅτι αὐτό εἶναι τό νόημα τοῦ Κανόνος, συμμαρτυρεῖ ἡ Ἀραβική μετάφραση αὐτῶν τῶν Κανόνων, δηλαδή ἡ  Ἀλεξανδρινή ἔκδοση, ὁ Αἰγύπτιος Ἰωσήφ ὁ ἀρχαῖος ἑρμηνευτής τῶν Κανόνων αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἡ μετάφραση τοῦ Διονυσίου τοῦ μικροῦ στό Λατινικό, ἡ ἔκδοση τοῦ Ἰσιδώρου Μερκάντορος καί τέλος ἡ μετάφραση τοῦ Ρουφίνου Πρεσβυτέρου Ἀκυληΐας. Ἐπειδή, λοιπόν, ἔτσι ἔχει τό ἀληθές καί ἡ διοίκηση τῆς  Ρώμης εἶναι περιορισμένη, ὅπως καί τοῦ  Ἀλεξανδρείας, μάτην φαντάζονται οἱ Ρωμάνοι ἀπό αὐτόν τόν Κανόνα ὅτι ἔχουν ἀπεριόριστη ἐξουσία σέ ὅλο τόν κόσμο. Σημειώνει, τέλος, ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ παρών Κανόνας δέν ἀνακαίνισε τά πρεσβεία τῆς Ρώμης, ἐπειδή ἦταν ἀκέραια. Ἄν, ὅμως, δέν ἦταν, τό ἴδιο, πού εἶπε περί τοῦ Ἀλεξανδρείας, θά ἔλεγε καί γιά τόν Ρώμης[1].

γ΄ Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διορίζει ἰδιαιτέρως περί τοῦ Κωνσταντινουπόλεως καί λέει ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως νά ἔχει τά προνόμια τῆς τιμῆς μετά τόν Πάπα καί Πατριάρχη τῆς Ρώμης, ἐπειδή καί αὐτή ἡ Κωνσταντινούπολις δηλαδή εἶναι καί ὀνομάζεται Νέα Ρώμη. Ἡ πρόθεση «μετά» ἐδῶ δέν δηλώνει τό ὕστερο τοῦ χρόνου, καθώς λένε μερικοί μαζί μέ τόν  Ἀριστηνό, ἀλλά οὔτε ὑποβιβασμό καί ἐλάττωση, καθώς λανθασμένα ἑρμηνεύει ὁ Ζωναράς (ἐπειδή μέ τό νά εἶναι μετά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ  Ἀλεξανδρείας, μετά τόν Ἀλεξανδρείας ὁ Ἀντιοχείας καί μετά τόν  Ἀντιοχείας ὁ  Ἱεροσολύμων, κατά τόν λστ΄ τῆς ΣΤ΄, ὑπάρχουν τέσσερα εἴδη ὑποβιβασμοῦ τιμῆς καί ἀκολούθως πέντε διάφορες τιμές ἡ μία ἀνώτερη τῆς ἄλλης, τό ὁποῖο εἶναι ἐνάντιο σέ ὅλη τήν καθολική (Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία καί δεκτό μόνο ἀπό τούς Λατίνους καί τούς Λατινόφρονες), ἀλλά δηλώνει ἰσότητα τιμῆς καί τάξη, κατά τήν ὁποία ὁ μέν εἶναι πρῶτος, ὁ δέ δεύτερος. Ἰσότητα μέν τιμῆς δηλώνει, ἐπειδή καί οἱ ἐν Χαλκηδόνι Πατέρες στόν κη΄ Κανόνα λένε ὅτι οἱ ρν΄ αὐτοί Ἐπίσκοποι ἔδωσαν τά ἴσα πρεσβεία τῆς παλαιᾶς Ρώμης καί στήν νέα Ρώμη καί οἱ ἐν Τρούλλῳ Πατέρες στόν λστ΄ Κανόνα λένε ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀπολαμβάνει τά ἴσια πρεσβεία μέ τόν Ρώμης. Τάξη δέ δηλώνει, ἐπειδή καί αὐτοί καί ἐκεῖνοι στούς Κανόνες τους λένε δεύτερο τόν Κωνσταντινουπόλεως μετά τόν Ρώμης, ὄχι ὡς πρός τήν τιμή, ἀλλά ὡς πρός τήν τάξη τῆς τιμῆς. Γιατί, κατά τήν φύση τῶν πραγμάτων, εἶναι ἀδύνατο νά βρεθοῦν δύο ἴσα καί νά λέγονται πρῶτα καί δεύτερα μεταξύ τους χωρίς τάξη[2].

Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀνανεώνοντας μέ τόν κη΄ Κανόνα της τόν γ΄ τῆς Β΄, ἔδωσε στόν Κωνσταντινουπόλεως καί τά ἴσα προνόμια τῆς τιμῆς τοῦ  Ρώμης, τά ὁποία εἶναι οἱ χειροτονίες τῶν τριῶν διοικήσεων τῶν Μητροπολιτῶν Ἀσίας, Πόντου καί Θράκης, οἱ ὁποῖες ἐπικυρώθησαν καί μέ Κανόνα καί ὄχι μόνο μέ ἔθος, ἐπειδή εἶναι γύρω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Γιατί, ὅπως ὁ Ρώμης ἔχει τά πρεσβεία τιμῆς καί ἐξουσίας, δηλαδή τό Πατριαρχικό ἀξίωμα καί τό ἄρχειν τῆς ἰδίας ἐνορίας τῶν  Ἑσπερίων, ἔτσι καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τά ἴδια πρεσβεία, δηλαδή τό Πατριαρχικό ἀξίωμα καί τό ἄρχειν τῶν ἀνωτέρω Μητροπολιτῶν, ἐπειδή εἶναι ἀπό τήν ἴδια ἐνορία. Αὐτά εἶναι τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, πού ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Κανόνας, στά ὁποία, καθώς μεγαλύνεται ὁ Ρώμης, ἔτσι μεγαλύνεται καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς καμμία διαφορά, ἐκτός ἀπό τήν ἑξῆς : ὅτι ὁ μέν  Ρώμης εἶναι πρῶτος ὡς πρός τήν τάξη, ὁ δέ Κωνσταντινουπόλεως δεύτερος ὡς πρός τήν τάξη. Αὐτά τά προνόμια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἐπεκύρωσαν καί ἐπεσφράγισαν, ὄχι μόνο οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου, ἀλλά καί ὅλη ἡ Σύγκλητος τῶν ἀρχόντων, ἄν καί οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα, βλέποντας νά πλατύνονται τά ὅρια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, σχεδόν λιποθύμησαν, ἐναντιούμενοι σ’αὐτά. Γι’αὐτό προφανῶς ψεύδονται οἱ παπολάτρες, λέγοντας ὅτι τά πρωτεῖα καί πρεσβεία τοῦ  Ρώμης καί τό νά μεγαλύνεται στά ἐκκλησιαστικά πράγματα προσμαρτυροῦν σ’αὐτόν εἰδικό προνόμιο ἐξουσίας στήν καθόλου Ἐκκλησία, δηλαδή μοναρχικό καί ἀναμάρτητο ἀξίωμα. Ἄν τά πράγματα φανέρωναν κάτι τέτοιο, αὐτό ἔπρεπε νά ἔχει καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδή ὁ Κωνσταντινουπόλεως, κατά τούς Κανόνες, εἶναι ἴσο καί ἀπαράλλακτο μέτρο τῆς τιμῆς τῆς ἐξουσίας καί τοῦ μεγαλείου τῆς Ρώμης. Ἀλλά, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔλαβε κάτι τέτοιο ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Κανόνες, ἄρα οὔτε ὁ Ρώμης.

Ἀλλά οὔτε τά πρεσβεία τοῦ  Ρώμης εἶναι αὐτά, πού δόθηκαν ἀπό τό θρυλλούμενο θέσπισμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πρός τόν Σίλβεστρο  Ρώμης, ὅπως αὐτοί λένε, δηλαδή τό νά περπατᾶ μέ τά παράσημα τῆς βασιλικῆς μεγαλειότητος, κατά μίμηση τοῦ βασιλέως, τό νά ἔχει στό κεφάλι του, ἀντί στεφάνου, ὑπέρλαμπρο λῶρο, τό νά φορᾶ Βασιλικό ὠμοφόριο, πορφυρά χλαμύδα καί κόκκινο χιτώνα, τό νά ἔχει τόν ἵππο του στρωμένο βασιλικῶς μέ ὅλα τά βασιλικά σημεῖα, τό νά κρατᾶ ὁ Βασιλεύς, σάν στράτωρ, τό χαλινάρι τοῦ ἵππου του καί τό νά μεγαλύνεται ὁ Κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας του, καθώς καί ἡ Σύγκλητος, τόσο στά φορέματα, ὅσο καί στά ὑποδήματα καί στήν καββαλαρία. Δέν εἶναι αὐτές οἱ ἐξωτερικές λαμπρότητες καί περιφάνειες τά πρεσβεία καί ἀξιώματα, πού δόθηκαν ἀπό τούς Κανόνες στόν Ρώμης, Α΄ γιατί, ἄν ἦταν, ἔπρεπε νά δοθοῦν παρομοίως καί ἴσως καί στόν Κωνσταντινουπόλεως καί Β΄ γιατί, κατά τόν ιστ΄ τῆς Ζ΄ καί τόν κζ΄ τῆς ΣΤ΄, οἱ λαμπρές καί περιφανεῖς ἐσθῆτες καί κάθε βλακεία καί καλλωπισμός τοῦ σώματος εἶναι ἀλλότρια τῶν Κληρικῶν καί τῆς ἱερατικῆς τάξεως καί γιατί ὁ καπνώδης τύφος τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας πρέπει νά εἶναι μακρυά ἀπό τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἐπιστολή τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου πρός τόν Πάπα Κελεστίνο. Ὁ πγ΄ ἀποστολικός καθαιρεῖ ἐκείνους, πού θέλουν νά ἔχουν καί Ρωμαϊκή ἀρχή καί ἱερατική διοίκηση. Καί ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια προστάζει νά φυλαγόμασθε ἀπό ἐκείνους, πού θέλουν νά περπατοῦν ἐν στολαῖς. Γι’ αὐτό, τό μάτην θρυλλούμενο θέσπισμα κρίνεται νόθο καί πεπλασμένο. Ἄν καθ’ ὑπόθεσιν συγχωρήσουμε ὅτι εἶναι ἀληθές, ἀλλ’ ὅμως, ἐπειδή καί ἐναντιώνεται προφανῶς στούς ἱερούς Κανόνες, εἶναι ἀργό καί ἄκυρο. Οἱ πραγματικοί τύποι, πού ἐναντιώνονται στούς Κανόνες, εἶναι ἄκυροι. Πρεσβεία, λοιπόν, καί πρωτεῖα τοῦ Ρώμης εἶναι τό νά ἔχει τήν ἐξουσία ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν στήν Διοίκηση τῆς Ρώμης, ὥστε νά τούς χειροτονεῖ μαζί μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς Διοικήσεως, καί τό νά εἶναι πρῶτος ὡς πρός τήν τάξη τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχῶν. Αὐτά τά προνόμια τά ἔλαβε, ὄχι ἐπειδή ἡ Ρώμη εἶναι καθέδρα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὄχι ἐπειδή ὁ Ρώμης εἶναι βικάριος τοῦ Χριστοῦ, καθώς ματαιολογοῦν οἱ Παπιστές, ἀλλά προκαταρκτικῶς μέν ἐπειδή ἡ Ρώμη ἦταν τιμημένη μέ βασιλεία. Ὁ κη΄ Κανών τῆς Δ΄ λέει˙ «Τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας  Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν ἐκείνην, εἰκότως οἱ Πατέρες ἀποδεδώκασι τά πρεσβεία». Ἑπομένως δέ καί γιά τό ἀρχαῖο ἔθος, πού ἀκολούθησε, καθώς ἦταν πρωτεύουσα πόλη ἡ Ρώμη, ἔτσι νά εἶναι πρῶτος καί ὁ Ἐπίσκοπός της. Συνεπομένως δέ, ἐπειδή οἱ Κανόνες τοῦ ἔδωσαν αὐτό τό προνόμιο, καθώς παρομοίως τό ἴδιο προνόμιο δόθηκε στόν Κωνσταντινουπόλεως, γιατί ἡ Κωνσταντινούπολη στάθηκε Βασιλεύουσα καί νέα Ρώμη, ἔγινε ἀρχαῖο ἔθος νά χειροτονεῖ τούς Ἐπισκόπους στήν Ἀσία, τόν Πόντο καί τήν Θράκη, καί ἐπειδή ἔγινε ἔθος, ἐξεδόθηκαν οἱ Κανόνες καί ἐπισφράγισαν τό ἀρχαῖο ἔθος[3].      

λστ΄ Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀνακαινίζει τόν γ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν κη΄ τῆς Δ΄, πού ἀναφέρονται στά προνόμια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ὁρίζοντας ὅτι αὐτός νά ἀπολαμβάνει τά ἴσα καί τά αὐτά προνόμια μέ τόν  Ρώμης καί νά μεγαλύνεται στά Ἐκκλησιαστικά πράγματα παρομοίως καθώς ἐκεῖνος, δεύτερος ὑπάρχοντας κατά τάξιν μετά ἀπό ἐκείνον, τρίτος δέ ὁ  Ἀλεξανδρείας, τέταρτος ὁ Ἀντιοχείας καί πέμπτος ὁ Ἱεροσολύμων μόνο κατά τήν τάξη τῆς προαριθμήσεως καί ἀριθμήσεως.

Παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος ὅτι, ἐπειδή τά προνόμια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἐπίφθονα, ἀθετήθηκαν ἀπό πολλούς κατά καιρούς, καί ἐπειδή εἶναι καί κανονικά, ἀνακαινίσθηκαν ἀπό πολλούς κατά διαφόρους καιρούς. Π.χ. ὁ Διόσκορος ἔταξε τόν Κωνσταντινουπόλεως πέμπτο, ἀθετώντας τόν γ΄ Κανόνα τῆς Β΄, ἀλλά πάλι τόν ἀνεκαίνησε ἡ Δ΄. Ἔπειτα, ὁ τύραννος Βασιλίσκος τά ἀθέτησε μέ Χρυσόβουλλο, ἀλλά ὁ Ἰουστινιανός τά ἀνεκαίνισε, (ἄν καί ὁ ἴδιος ὁ Βασιλίσκος τά διόρθωσε μέ ἀντεγκύκλια γράμματα). Μετά, ὁ τύραννος Φωκάς ἔδωσε πρωτεῖο στόν Ρώμης, (τό ὁποῖο ἄν καί ὁ Ἡράκλειος ἀνέτρεψε), ἀλλά ἡ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος, ἔχοντας ἀξίωμα Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πάλι τά ἀνεκαίνισε. Δέν ἁμάρτησε ἡ Σύνοδος, κάνοντας αὐτό, ὅπως φλυαροῦν ἀπό φθόνο οἱ Παπιστές, γιατί δέν τό ἔκανε ἀφ’ ἑαυτῆς, ἀλλά ἀκολουθώντας τίς πρό αὐτῆς Συνόδους[4].

Σχολιάζοντας ὁ Ὅσιος Νικόδημος τόν α΄ Κανόνα τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου, διευκρινίζει ὅτι τά προνόμια τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, δηλαδή τό νά εἶναι πρῶτος ὡς πρός τήν τάξη τῆς τιμῆς ἀπό τούς ὑπόλοιπους τέσσερεις Πατριάρχες, ἴσχυαν τότε, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τῶν  Ρωμαίων οὔτε ἔσφαλλε στήν πίστη, οὔτε εἶχε διαφορές μ’ἐμᾶς τούς Γραικούς (Ρωμιούς). Τώρα, ὅμως, ἐμεῖς δέν ἔχουμε καμμία ἕνωση καί κοινωνία μ’αὐτήν, ἐξαιτίας τῶν αἱρετικῶν δογμάτων, στά ὁποία αὐτή ὑπέπεσε[5].

Β) Περί κοσμικῆς καί πνευματικῆς ἐξουσίας Πάπα

Σύμφωνα μέ τόν πγ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, οἱ Θείοι Ἀπόστολοι ἐμποδίζουν τούς ἱερωμένους νά διοικοῦν τά δημόσια πράγματα καί νά δέχονται κοσμικές φροντίδες. Γι’ αὐτό λένε ὅτι ὅποιος  Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος καταγίνεται σέ στρατεία, δηλαδή ὄχι σέ μεταχείρηση ὅπλων καί πολέμων, ἀλλά σέ διοίκηση στρατιωτικῶν πραγμάτων, ὅπως διανομή στρατιωτικῶν σιτηρεσίων, ὑποδοχή αὐτῶν τῶν τροφῶν καί ἄλλες τέτοιες κυβερνήσεις, τίς ὁποῖες οἱ πολιτικοί ὀνομάζουν στρατείες˙ ὅποιος, λοιπόν, καταγίνεται σέ τέτοια καί θέλει νά ἔχει καί τά δύο καί ἐξουσία Ρωμαϊκή βασιλική καί διοίκηση ἱερατική καί Ἐκκλησιαστική, δηλαδή ἐξουσία ἐξωτερική καί ἐσωτερική, αὐτός, ἄν δέν παύσει ἀπό αὐτά, ἄς καθαίρεται, διότι τά πράγματα καί οἱ ἐξουσίες τοῦ Καίσαρος καί βασιλέως, στόν Καίσαρα πρέπει νά δίνονται, δηλαδή σέ ἀνθρώπους ἐξωτερικούς καί βασιλικούς. Τά δέ πράγματα καί οἱ ἐξουσίες τοῦ Θεοῦ, στόν Θεό παρομοίως πρέπει νά δίδονται, δηλαδή σέ ἀνθρώπους θείους καί ἐσωτερικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι.

Σημειώνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὅτι ἡ ἐξουσία καί ἡ ἀρχή διαιρεῖται σέ δύο. Ἄλλη μέν εἶναι κοσμική, τήν ὁποία ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός στούς Βασιλεῖς καί τούς ἄρχοντες, ἄλλη δέ εἶναι πνευματική, τήν ὁποία ἐνεχείρισε ὁ Θεός στούς Ἀρχιερεῖς καί τούς οἰκονόμους τῶν ψυχῶν. Ἡ μία εἶναι ἐνάντια στήν ἄλλη. Γιατί, ἡ μέν εἶναι ἐπίγειος, ἡ δέ Οὐράνιος. Ἡ μέν φορεῖ μάχαιρα καί θανατώνει, ἡ δέ πράως συγχωρεῖ καί ζωοποιεῖ. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει˙ «ἄλλοι ὅροι βασιλείας καί ἄλλοι ὅροι ἱερωσύνης. Ὁ βασιλεύς τά ἐνταῦθα πεπίστευται, ἐγώ τά Οὐράνια˙ (ἐγώ ὅταν εἴπω, τόν ἱερέα λέγω)˙ ὁ βασιλεύς σώματα ἐμπιστεύεται, ὁ δέ ἱερεύς ψυχήν. Ὁ βασιλεύς λοιπάδας χρημάτων ἀφίησιν, ὁ δέ ἱερεύς λοιπάδας ἁμαρτημάτων. Ἐκεῖνος ἀναγκάζει, οὗτος παρακαλεῖ. Ἐκεῖνος ὄπλα ἔχει αἰσθητά, οὗτος ὄπλα πνευματικά»[6]. Τό ἴδιο ἄτοπο ἀκολουθεῖ ἀνίσως ἤ ὁ βασιλεύς τολμήσει νά ἐπιβαίνει τοῦ βήματος ἤ ὁ Ἀρχιερεύς νά βασιλεύει καί νά ζώννυται μάχαιρα, καθώς τό ἔπαθε ὁ Δίκερως Γίγας τῆς Ρώμης, ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος, ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι ἐσωτερικός καί κατά πνεύμα Ἀρχιερεύς, θέλει νά εἶναι ἐξωτερικός καί κατά σῶμα βασιλεύς˙ νά εὐλογεῖ καί νά θανατώνει, νά κρατᾶ τήν ποιμαντική βακτηρία καί μάχαιρα τήν φονευτρία. Μίξις ἄμικτος καί τέρας ἀλλόκοτον! ἀναφωνεῖ ὁ Ὅσιος Νικόδημος. Ἄς δεῖ, λοιπόν, ὅτι βρίσκεται παραβάτης τοῦ παρόντος πγ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος καί ὑπόκειται σέ καθαίρεση, θέλοντας νά ἔχει καί τά δύο, καί Ρωμαϊκή ἀρχή καί ἱερατική διοίκηση. Χρησιμώτατα εἶναι τά λόγια τοῦ Ὁσίου Ἐπισκόπου Κουδρούβης πρός τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο˙ «Σοί βασιλείαν ὁ Θεός ἐνεχείρισεν, ἡμῖν τά τῆς Ἐκκλησίας ἐπίστευσε˙ καί ὥσπερ ὁ τήν σήν ἀρχήν ὑποκλέπτων, ἀντιλέγει τῷ διαταξαμένῳ Θεῷ, οὕτῳ φοβήθητι μή καί σύ τά τῆς Ἐκκλησίας εἰς σεαυτόν ἕλκων, ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένῃ. Ἀπόδοτε, γέγραπται, τά τοῦ Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. Οὔτε τοίνυν ἡμῖν ἄρχειν ἐπί τῆς γῆς ἔξεστι, (τί ἄν εἴποι πρός ταῦτα ὁ διαρχών Πάπας;) οὔτε σύ τοῦ θυμιᾶν ἐξουσίαν ἔχεις ὧ Βασιλεῦ»[7]

Γ) Περί Πάπα ὡς ἐσχάτου κριτῆ τῆς Ἐκκλησίας

Σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο Νικόδημο, τέσσερα εἶναι τά χαρακτηριστικά ἰδιώματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πρῶτο ἰδίωμα ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν εἶναι τό νά συναθροίζονται μέ προσταγές, ὄχι τοῦ Πάπα ἤ τοῦ δείνος Πατριάρχου, ἀλλά μέ βασιλικές προσταγές. Δεύτερο, τό νά γίνεται συζήτηση περί πίστεως καί ἀκολούθως νά ἐκτίθεται ἀπόφαση καί ὄρος δογματικός σέ κάθε μία ἀπό τίς Οἰκουμενικές. Τρίτο, τό νά εἶναι ὅλα τά δόγματα καί οἱ Κανόνες, πού ἐκτίθενται ἀπ’αὐτές, ὀρθόδοξα, εὐσεβή καί σύμφωνα μέ τίς θεῖες Γραφές ἤ τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους. Τέταρτο καί τελευταῖο, τό νά συμφωνήσουν καί νά ἀποδεχθοῦν τά διορισθέντα καί κανονισθέντα ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς (Ὀρθόδοξης) Ἐκκλησίας, εἴτε μέ τήν αὐτοπρόσωπη παρουσία τους, εἴτε μέ τοποτηρητές τους ἤ μέ γράμματά τους. Αὐτή ἡ συμφωνία τῶν Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων τῆς Οἰκουμένης εἶναι ὁ συστατικός καί διακριτικός χαρακτήρας τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων. Ἡ συμφωνία καί ἡ ἀποδοχή ὅλων τῶν Πατριαρχῶν συνιστᾶ τίς Οἰκουμενικές συνόδους καί ὄχι μόνο ἡ αὐτοπρόσωπη παρουσία τους ἤ ἡ διά τοποτηρητῶν. Γιατί, σέ ὅλες τίς ἑπτά Οἰκουμενικές συνόδους, κανένας Πάπας δέν ἦταν παρών αὐτοπροσώπως. Στήν δέ Β΄ καί Ε΄ οἱ Πάπες Δάμασος καί Βιγίλιος δέν ἦταν παρόντες οὔτε αὐτοπροσώπως οὔτε διά τοποτηρητῶν, ἀλλά οἱ Οἰκουμενικές παρέμειναν Οἰκουμενικές, διότι οἱ Πάπες συμφώνησαν μέ αὐτά, πού εἶχαν ὁρισθεῖ, καί τά ἀποδέχθηκαν μέ γράμματα καί ὑπογραφές.

Κατά τόν  Ὅσιο Νικόδημο, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀνακηρύττεται ὁ ἔσχατος κριτής τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, κατά τόν στ΄ Κανόνα τῆς Β΄, καί ὄχι ἡ θεία Γραφή, καθώς λένε οἱ Λουθηροκαλβίνοι, ἤ ὁ Πάπας, καθώς λένε οἱ Λατίνοι. Ἐπειδή ἡ ἁγία Γραφή σέ πολλά μέρη μιλᾶ ἀσαφῶς καί καθένας αἱρετικός μπορεῖ νά διαστρεβλώσει τό ἀσαφές νόημα τῶν Γραφῶν πρός τήν αἵρεσή του, γι’ αὐτό χρειάζεται ἑρμηνεία, γιά νά ἐξηγήσει τό ἀληθές νόημά της, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Οἰκουμενική σύνοδο. Ἐπίσης, ἐπειδή οἱ αἱρετικοί μαζί μέ τά γνήσια καί καθολικά βιβλία τῆς Γραφῆς τόλμησαν νά ἐπιγράψουν ὡς Κανονικά καί τά νόθα καί αἱρετικά βιβλία τους, γι’αὐτό ἡ Οἰκουμενική σύνοδος ἐγκρίνει μέν τά γνήσια, ἀποβάλλει δέ τά νόθα καί ἀπόκρυφα, ὅπως ἔκανε ἡ ΣΤ΄ γιά τίς  Ἀποστολικές διαταγές καί ἡ Α΄. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, γνωρίζοντας αὐτό, κομψῶς γνωμάτευσε˙ «Εἰς τό Εὐαγγέλιον δέν ἤθελα πιστεύσῃ, ἄν δέν μέ ἔπειθεν ἡ ἀξιοπιστία τῆς  Ἐκκλησίας»[8]. Ἄρα συμπεραίνεται ἀπό αὐτά, πού εἰπώθηκαν, ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἐναντιωθεῖ στίς Οἰκουμενικές συνόδους, μένοντας εὐσεβής καί ὀρθόδοξος, ἀλλά ἁπλῶς καί ἀδιορίστως ὁ καθένας χρωστᾶ νά πείθεται σ’αὐτές. Γιατί, αὐτός, πού ἀντιφέρεται καί ἀντιπίπτει σ’αὐτές, ἀντιφέρεται καί ἀντιπίπτει στό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα, πού λαλεῖ μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καί γίνεται αἱρετικός καί ἀναθεματισμένος, καθώς καί ὁ Πάπας Δάμασος ἀναθεματίζει ἐκείνους, πού δέν πείθονται στίς Οἰκουμενικές συνόδους. Ἀλλά καί αὐτές οἱ ἴδιες οἱ σύνοδοι ἀναθεματίζουν αὐτούς, πού δέν πείθονται σ’αὐτές. Ὄχι μόνο ὡς αἱρετικός, ἀλλά ὡς ἐθνικός καί ἀσεβής λογίζεται αὐτός, πού παρακούει τῆς Ἐκκλησίας, τό πρόσωπο τῆς ὁποίας ἐπέχει ἡ Οἰκουμενική σύνοδος. Κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, ὁ Κύριος λέει : «ἐάν καί τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικός καί ὁ τελώνης»[9], ἐπειδή ἡ ὕστατη ψῆφος καί κρίση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Οἰκουμενική σύνοδος. Αὐτό τό ἴδιο εἶναι καί ἐκεῖνο, πού πρόσταξε ὁ Θεός νά φυλάττεται καί στή σύνοδο τῶν ἱερέων τοῦ παλαιοῦ Νόμου[10].

Στά προλεγόμενα τῆς ἐν Καρθαγένῃ τοπικῆς ἁγίας Συνόδου, ὁ Ὅσιος Νικόδημος παρατηρεῖ ὅτι παρ’ ὅλο πού στήν Σύνοδο αὐτή ἦταν παρόντες οἱ τοποτηρητές τοῦ Πάπα, ἐντούτοις πάλι ἡ τοπική ἔμεινε τοπική καί δέν ἔγινε Οἰκουμενική, ἐπειδή δέν ἦταν παρόντες ἤ αὐτοί ἤ οἱ τοποτηρητές τους καί οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Ὥστε καί ὁ Πάπας εἶναι μόνο μέρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι Πατριάρχες καί ὄχι πάνω ἀπό τίς Συνόδους, ὅπως φαντάζονται οἱ σημερινοί ποντίφηκες τῆς Ρώμης[11]

Δ) Περί αὐθεντίας Παπῶν

Στά προλεγόμενα τῆς Β΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Ὅσιος Νικόδημος σημειώνει τό ἑξῆς ἀξιόλογο, πού ἀκολούθησε σ’αὐτή τή Σύνοδο, ἐπειδή εἶναι ἀναιρετικό τοῦ φανταστικοῦ προνομίου τῶν σημερινῶν Παπῶν τῆς Ρώμης, ὅτι δηλαδή οἱ Πάπες ἀθροίζουν αὐθεντικῶς τίς οἰκουμενικές Συνόδους. Τήν παροῦσα Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὄχι μόνο δέν ἤθροισε ὁ Πάπας Δάμασος, ἀλλά ἦταν τελείως ἀπών καί δέν ἐκπροσωποῦταν οὔτε αὐτοπροσώπως, οὔτε μέ τοποτηρητές, οὔτε μέ τήν συνήθη συνοδική ἐπιστολή, παρ’ ὅλο πού ὅλοι οἱ Δυτικοί καί τότε συνομολόγησαν καί τώρα συνομολογοῦν αὐτή ὡς ἀληθῶς οἰκουμενική[12].

Ε) Περί μοναρχικοῦ ἀξιώματος, ἐκκλήτου καί ἀναμαρτησίας Πάπα

Ἀναφερόμενος ὁ Ὅσιος Νικόδημος στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί συγκεκριμένα στόν Τόμο τοῦ Λέοντος, λέει ὅτι τήν ἐπιστολή αὐτή ἔστειλε ὁ ἅγιος Λέων (τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη του στίς 18 Φεβρουαρίου) πρός τόν ἅγιο Φλαυϊανό Κωνσταντινουπόλεως κατά τῶν Μονοφυσιτῶν. Λένε ὅτι, ἀφοῦ τήν ἔγραψε, τήν ἔβαλε στόν τάφο τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου καί μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή τόν παρακαλοῦσε, ἄν ἔχει κάποιο λάθος, νά τήν διορθώσει. Ἡ περικοπή, πού ἀκριβῶς καί ὑψηλῶς θεολογεῖ γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ καί τήν μία ὑπόσταση, ἔχει ἐπί λέξει ὡς ἑξῆς˙ « Ἐνεργεῖ γάρ ἐκατέρα μορφή μετά τῆς θατέρου κοινωνίας, ὅπερ ἴδιον ἔσχηκε, τοῦ μέν Λόγου, τοῦ δέ σώματος ἐκτελοῦντος, ὅπερ ἐστί τοῦ σώματος. Καί τό μέν αὐτῶν, διαλάμπει τοῖς θαύμασι, τό δέ, ταῖς ὕβρεσι ὑποπέπτωκε. Καί καθάπερ ὁ Λόγος ἀπό τῆς Πατρός δόξης ἐστίν ἀχώριστος, οὕτω τό σῶμα τήν φύσιν τοῦ ἡμετέρου γένους οὐκ ἀπολέλοιπεν. Εἷς γάρ καί ὁ αὐτός ἀληθῶς τε Υἱός Θεοῦ καί ἀληθῶς υἱός ἀνθρώπου τυγχάνει. Θεός μέν κατά τοῦτο, καθ’ὁ ἐν ἀρχῇ ἧν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἧν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἧν ὁ Λόγος, ἄνθρωπος δέ κατά τοῦτο, καθ’ ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀναγνώσθηκε ἡ ἐπιστολή στήν παροῦσα σύνοδο, οἱ Πατέρες βόησαν˙ «Αὕτη ἡ Πίστις τῶν Πατέρων. Αὕτη ἡ Πίστις τῶν  Ἀποστόλων. Πέτρος διά Λέοντος ταῦτα ἐφώνησε». Γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε αὐτή ἡ ἐπιστολή «Στήλη τῆς ὀρθοδοξίας». Ὁ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων[13] γράφει γι’αὐτή τήν ἐπιστολή ὅτι ὁ Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Λιβύης, πού ἦταν Κουβικουλάριος τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Εὐλογίου, εἶδε στόν ὕπνο του ἕνα ψηλό ἄνθρωπο, ἄξιο πολλῆς τιμῆς καί εὐλαβείας, καί τοῦ εἶπε νά μηνύσει στόν Πατριάρχη Εὐλόγιο ὅτι ἦλθε ὁ Πάπας τῆς Ρώμης Λέων, γιά νά τόν ἀνταμώσει. Ὁ Θεόδωρος ἔδραμε παρευθύς στόν Πατριάρχη καί τοῦ εἶπε τά ρηθέντα. Καί, λοιπόν, ἀφοῦ ἀνταμώθηκαν, χαιρέτισαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί μετά ἀπό λίγο εἶπε ὁ Λέων στόν Εὐλόγιο˙ «Ξέρεις γιατί ἦλθα; Ἦλθα, γιά νά σέ εὐχαριστήσω, ἐπειδή ἐννόησες πολύ καλά τήν ἐπιστολή μου. Νά ξέρεις ὅτι ἔκανες μεγάλη χάρη, ὄχι μόνο σ’ἐμένα, ἀλλά καί στόν κορυφαῖο Πέτρο». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔγινε ἄφαντος. Τό πρωί ὁ Θεόδωρος τό διηγήθηκε στόν Εὐλόγιο κι ἐκεῖνος, κλαίγοντας, εὐχαρίστησε τόν Θεό, πού τόν ἔκανε κήρυκα τῆς ἀληθείας. Αὐτός ὁ Εὐλόγιος ἦταν ἐπί Μαυρικίου βασιλέως.

Ἐπειδή οἱ Παπιστές κακῶς συμπεραίνουν ἀπό αὐτή τήν ἐπιστολή ὅτι ὁ Πάπας εἶναι μονάρχης τῆς οἰκουμένης καί πάνω ἀπό τίς Συνόδους, ἀποκρίνεται ὁ Ὅσιος Νικόδημος, λέγοντας˙ πρῶτον, ὅτι, ἄν καί ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι στ’ἀλήθεια ὀρθοδοξότατη, δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τήν Σύνοδο ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλά ἐξετάσθηκε πρῶτον ἄν εἶναι σύμφωνη μέ τό Σύμβολο τῆς Α΄ καί Β΄ Συνόδου καί μέ τά πραχθέντα ἐπί ἁγίου Κυρίλλου ἀπό τήν Γ΄ Σύνοδο, καί ἔτσι, ἀφοῦ βρέθηκε σύμφωνη, ὑπογράφθηκε ἀπό τούς  Ἀρχιερεῖς στήν δ΄ πράξη τῆς Δ΄ Συνόδου. Δεύτερον, ὅτι, καθώς ἡ ἐπιστολή αὐτή ὀνομάσθηκε «Στήλη τῆς ὀρθοδοξίας» στήν Δ΄ Σύνοδο, ἔτσι καί στήν Ζ΄ Σύνοδο τά μέν γράμματα, πού στάλθηκαν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν ἅγιο Ταράσιο, ὀνομάσθηκαν «Στύλος εὐσεβείας», ἡ δέ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ταρασίου πρός τούς ἀνατολικούς ὀνομάσθηκε «Ὄρος ὀρθοδοξίας»˙ «στήλη δέ ὀρθοδοξίας», «στύλος εὐσεβείας» καί «ὄρος ὀρθοδοξίας» τά ἴδια εἶναι. Ἡ μέν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Λέοντος δέν ὀνομάσθηκε «στήλη» ἁπλῶς, ἀλλά κάποια «στήλη τῆς ὀρθοδοξίας», ἐπειδή εἶναι κι ἄλλες στῆλες τῆς ὀρθοδοξίας. Ἡ δέ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ταρασίου ἁπλῶς «ὄρος τῆς ὀρθοδοξίας» καί τά γράμματα τῶν ἀνατολικῶν ἁπλῶς «στύλος τῆς εὐσεβείας» ὀνομάσθηκαν. Τρίτον, ὅτι, καθώς, μετά τήν ἀνάγνωση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος, ἡ Σύνοδος εἶπε˙ «Αὕτη ἡ Πίστις τῶν Πατέρων», ἔτσι καί μετά τήν ἀνάγνωση τῶν πρακτικῶν τῆς Α΄ καί Β΄ βόησε˙ «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, οὕτω πιστεύομεν πάντες». Καί ὅταν ἀναγνώσθηκε ἡ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ἡ Σύνοδος εἶπε˙ «Λέων καί Ἀνατόλιος οὕτω πιστεύουσι καί ἡμεῖς οὕτω πιστεύομεν. Κύριλλος οὕτω πιστεύει, αἰωνία ἡ μνήμη Κυρίλλου». Προσθέτει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὅτι, μετά τήν ἀνάγνωση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος, ἡ Σύνοδος πρόσθεσε καί τά ἑξῆς˙ «Κύριλλος οὕτω ἐπίστευσεν. Ὁ Πάπας οὕτως ἡρμήνευσε». Καί πάλι˙ «Λέων ἐδίδαξε. Κύριλλος οὕτως ἐδίδαξε. Λέων καί Κύριλλος ὅμοια ἐδίδαξαν». Τέταρτον καί τελευταῖο, ὅτι ἡ μέν Γ΄ Σύνοδος ἔκανε τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρός τόν Νεστόριο ἴδιο ὅρο. Ἡ δέ Δ΄ Σύνοδος δέν ἔκανε ἴδιο ὅρο τήν ἐπιστολή τοῦ Λέοντος, παρ’ὅλο πού πάσχισαν πολύ γι’αὐτό οἱ τοποτηρητές τοῦ Ρώμης, ἀλλά εἶπε ὅτι ἄλλος ὄρος δέν γίνεται. Ὁ ὄρος βεβαίωσε τήν ἐπιστολή. Ἀπό τήν ἐπιστολή μόνο αὐτό τέθηκε στόν ὅρο, ὅτι δηλαδή οἱ δύο φύσεις εἶναι ἑνωμένες ἀμερίστως καί ἀσυγχύτως στόν Χριστό. Γι’ αὐτό ἀπ’ ὅλ’ αὐτά κατακρημνίζεται τό φανταστικό μοναρχικό ἀξίωμα τοῦ Πάπα καί ἀποδεικνύεται ὅτι καί ὁ Πάπας, καί ὅταν φρονεῖ ὀρθόδοξα, κρίνεται καί ἐξετάζεται ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἔσχατος Κριτής στήν Ἐκκλησία[14].

Σύμφωνα μέ τόν λστ΄ Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι καί ὅλοι οἱ κατώτεροι Κληρικοί νά θεωροῦν τίς κρίσεις τους στόν ἴδιο τους Ἐπίσκοπο. Ἄν μέμφονται τήν κρίση καί ἀπόφαση τοῦ Ἐπισκόπου τους, πρέπει νά προσκαλοῦν τούς πλησιοχώρους καί γείτονες Ἐπισκόπους, ὥστε αὐτοί καί ὁ Ἐπίσκοπος, πού τούς ἔκρινε, νά θεωρήσουν τίς διαφορές τους. Ἄν δέν στέρξουν οὔτε στήν κρίση τῶν πλησιοχώρων καί προσκαλεσθέντων Ἐπισκόπων, νά ἀναβιβάζουν καί νά ἐκκαλοῦν τήν κρίση τους στόν Μητροπολίτη τῆς ἐπαρχίας τους. Ὅσοι ἐκκαλέσουν τήν κρίση στά κριτήρια, πού βρίσκονται πέρα ἀπό τήν θάλασσα, δηλαδή στά κριτήρια τῆς Ἰταλίας καί τοῦ Ρώμης, καί γενικά σέ μακρυνά καί ὑπερόρια κριτήρια, αὐτοί νά γίνονται ἀκοινώνητοι ἀπό ὅλους τούς Ἐπισκόπους τῆς  Ἀφρικῆς.

Σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο Νικόδημο, ἀπό τόν παρόντα Κανόνα α΄. μέν καταβάλλεται ἀπό τά θεμέλια ἡ ὀφρύς καί τό γαυρίαμα τῆς μοναρχίας τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος καυχᾶται καί φαντάζεται ὅτι δόθηκαν σ’αὐτόν ὅλες οἱ ἔκκλητες τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς οἰκουμένης. Διότι, ἀνίσως ὁ παρών Κανόνας ἐμποδίζει τό νά ἐκκαλοῦνται οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἀφρικῆς στά ἀντίπερα τῆς θαλάσσης καί σχεδόν γειτονικά τῆς  Ἰταλίας καί τοῦ Ρώμης κριτήρια, πόσο μᾶλλον ἐμποδίζει νά ἐκκαλοῦνται στόν Ρώμης αὐτοί, πού βρίσκονται σέ μακρυνότερους τόπους; β΄. Ἀποδεικνύεται φανερῶς ὅτι οἱ γ΄, δ΄ καί ε΄ Κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ, πού διαλαμβάνουν περί τῆς ἐκκλήτου τοῦ Ρώμης, δέν ἐνοοῦνται γιά τούς Ἐπισκόπους, πού δέν ὑπόκεινται στόν  Ρώμης, ἀλλά μόνο γι’αὐτούς, πού ὑπόκεινται σ’αὐτόν. Καί γ΄. ὅτι ὁ Κανόνας, πού διαλαμβάνει γιά την ἔκκλητο τοῦ Ρώμης, τόν ὁποῖο προέβαλαν στίς ἀρχές τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα, ἦταν ψευδεπίπλαστος καί ὄχι τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, καθώς ἐκεῖνοι ψεύδονταν, ὅπως ἀπέδειξαν καί τά αὐθεντικά ἴσα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως καί Ἀλεξανδρείας. Γιατί, ἄν ἦταν τῆς Α΄ Συνόδου, ἀναγκαίως ἔπρεπε νά τόν φυλάξει καί ἡ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδος, καθώς ὑπόσχεται στόν α΄ Κανόνα της[15].

Ἡ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδος ἔστειλε δύο ἐπιστολές, μία πρός τόν Βονιφάτιο τόν Ἐπίσκοπο τῆς  Ἐκκλησίας τῶν Ρωμαίων καί μία πρός τόν Πάπα Κελεστίνο. Αἰτία καί τῶν δύο αὐτῶν ἐπιστολῶν στάθηκε ὁ Πρεσβύτερος Σίκκης Ἀπιάριος. Σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο Νικόδημο, ἡ ὑπόθεση τοῦ Ἀπιαρίου οἰκονομικῶς ἀκολούθησε, ὥστε νά στηλιτευθοῦν ἀπό τήν παροῦσα Σύνοδο τά ὑπερήφανα νεωτερίσματα, πού ἐπρόκειτο νά ἐπινοήσουν οἱ Πάπες τῆς Ρώμης. Δηλαδή ἡ ἀναμαρτησία, ἡ μοναρχία, ἡ θρυλλουμένη ἔκκλητος καί ἡ νοθεία καί διαφθορά μέν, τήν ὁποία ἀπό τότε ἐπιχείρησαν νά κάνουν οἱ Δυτικοί στά βιβλία τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν κατά μέρος Πατέρων, ἐκ τοῦ ἐναντίου δέ, ἡ ἀνόθευτη φύλαξη ἀπό τούς Γραικούς (Ρωμιούς) καί τούς  Ἀνατολικούς αὐτῶν τῶν βιβλίων, τά ὁποία ἀποδεικνύονται ἀπό τίς δύο αὐτές ἐπιστολές τῆς παρούσης Συνόδου.

Σχολιάζοντας ὁ Ὅσιος Νικόδημος τήν πρώτη ἐπιστολή, λέει ὅτι αὐτός ὁ Πρεσβύτερος Ἀπιάριος, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στήν Ἐπισκοπή τῆς Σίκκης τῆς Ἀφρικῆς, ἀφοῦ ἐλέγχθηκε συνοδικῶς γιά κανονικά ἐγκλήματα, πού ἔκανε, χωρίσθηκε ἀπό τήν κοινωνία τῶν συμπρεσβυτέρων του καί τῶν Ἐπισκόπων καί Κληρικῶν. Ἀφοῦ πῆγε δύο φορές στή Ρώμη, καί στόν καιρό τοῦ Ζωσίμου καί στόν καιρό τοῦ Κελεστίνου, ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός σέ κοινωνία ἀπ’αὐτούς, ἀλλά καί, ἀφοῦ ἐφοδιάσθηκε μέ συστατικά γράμματα ἀπ’ αὐτούς, ἐπέστρεψε στήν Ἀφρική μέ τόν Ἐπίσκοπο Φαυστῖνο, τόν τοποτηρητή αὐτῶν τῶν Παπῶν, ὁ ὁποῖος, παρ’ ὅλο πού ἔβαλε ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά ν’ ἀθωώσει τόν Ἀπιάριο ἀπό τά κανονικά ἐγκλήματά του, γενόμενος προστάτης μᾶλλον παρά κριτής καί ἔκδικος παρά διαγνώστης, εἰς μάτην ἐκοπίασε. Διότι, ὁ  Ἀπιάριος, ἐλεγχόμενος ἀπό τήν συνείδησή του, ὀμολόγησε φανερά ὅτι ἀληθῶς ἦταν ὑπόδικος στά ἐγκλήματα, γιά τά ὁποία κατηγοροῦνταν, ὅπως αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν δεύτερη ἐπιστολή πρός τόν Κελεστίνο, ἡ ὁποία φαίνεται νά στηλιτεύει τήν ἀναμαρτησία τοῦ Πάπα. Γιατί, δύο Πάπες καί ὁ τοποτηρητής τους τρεῖς, φάνηκαν νά συγκοινωνοῦν παρανόμως μέ τόν ἀκοινώνητο καί ἀκολούθως νά ἁμαρτάνουν. Ἡ Σύνοδος ἐλέγχει τόν Κελεστίνο, λέγοντας ὅτι κανείς δέν πιστεύει ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά δώσει ὅλη τήν δικαιοκρισία σέ ἕνα μόνο Ἐπίσκοπο, τόν Ρώμης δηλαδή, καί ὄχι σέ τόσους  Ἐπισκόπους, πού συναθροίζονται σέ Σύνοδο. «Οὐδείς ἐστίν, ὅστις πιστεύσει ἑνί ῷ τινί δήποτε δύνασθαι τόν Θεόν ἡμῶν ἐμπνεύσαι τήν δικαιοσύνην, τοῖς δέ ἀναριθμήτοις εἰς Σύνοδον συνηθροισμένοις Ἱερεύσιν, ἀρνεῖσθαι». Νά πού ἡ μοναρχία τοῦ Πάπα κατακριμνίζεται. Ὁ Πάπας Ζώσιμος δίνει κομμονιτώριο γράμμα, δηλαδή ἐνταλτήριο καί προστακτήριο, στόν Φαυστίνο τόν τοποτηρητή, μέσα στό ὁποῖο γράφει τόν ε΄ Κανόνα τῆς Σαρδικῆς, ὁ ὁποῖος διορίζει ὅτι, ἐάν κατηγορηθεῖ ἕνας Ἐπίσκοπος καί τόν κρίνουν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς ἐπαρχίας, αὐτός νά ἐγκαλεῖ τήν κρίση του στόν Ρώμης, ὁ ὁποῖος νά στέλνει κριτές ἀπό τό μέρος του, γιά νά κρίνουν τόν  Ἐπίσκοπο. Ὁμοίως γράφει καί τόν ιδ΄ τῆς Σαρδικῆς, ὁ ὁποῖος διορίζει ὅτι οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι, πού θά ἀφορισθοῦν ἀπό ὀργίλο  Ἐπίσκοπο, νά ἔχουν τήν ἐξουσία νά πηγαίνουν στούς πλησιοχώρους, γιά νά κρίνονται. Καί τούς δύο αὐτούς Κανόνες ἐπιγράφει ψευδῶς ὅτι εἶναι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου. Ἀλλά αὐτή ἡ Σύνοδος, καί μέ τα ἀντίγραφα ἴσα τῶν Κανόνων, τά ὁποία ἔφερε πρῶτον ὁ Καικιλιανός, καί μέ τά αὐθεντικά καί ἀληθέστατα ἴσα τῶν αὐτῶν Κανόνων τῆς ἐν Νικαίᾳ, πού στάλθηκαν ὕστερα τόσο ἀπό τόν Ἀττικό Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καί ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, μέ τόν Πρεσβύτερο  Ἰννοκέντιο καί τόν Ὑποδιάκονο Μάρκελλο (διά μέσου τῶν ὁποίων στάλησαν τά αὐτά καί στόν Βονιφάτιο  Ρώμης ἀπό αὐτή τήν Σύνοδο), παραβάλλοντας αὐτούς τούς δύο Κανόνες καί μή βρίσκοντας κάτι τέτοιο νά διορίζουν οἱ Κανόνες τῆς ἐν Νικαίᾳ, ἀπέδειξε ψευδόμενο τόν Ζώσιμο καί ἀκολούθως ψευδεπίπλαστη τήν ἔκκλητο, πού ζητοῦσε, τῶν Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, πού δέν ὑπόκεινταν σ’αὐτόν. Γι’ αὐτό, γιά νά ἀποβάλλει κατά κράτος εἰς τό ἑξῆς αὐτή τήν ἔκκλητο στόν Ρώμης, ὄχι μόνο ἐπίτηδες ἐξέδωσε τούς δύο Κανόνες, τόν λστ΄ καί τόν ρλδ΄, ἀλλά καί στόν Κελεστίνο γράφει προστακτικῶς˙ «Ἐκβιαστάς τοίνυν Κληρικούς ὑμῶν, τινῶν αἰτούντων μή θέλετε ἀποστέλλειν, μήτε παραχωρεῖν, ἵνα μή τόν καπνώδη τύφον τοῦ κόσμου δόξῳμεν εἰσάγειν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις τό φῶς τῆς ἁπλότητος καί τῆς ταπεινοφροσύνης τήν ἡμέραν, τοῖς τόν Θεόν ἰδεῖν ἐπιθυμοῦσι προσφέρει». Καί πάλι˙ «Τούς ἐντεῦθεν παραγινομένους εὐχερῶς μή προσδέχεσθε, μηδέ τούς παρ’ ἡμῶν ἀποκοινωνητέους εἰς κοινωνίαν τοῦ λοιποῦ θελήσετε δέξασθαι». Περί τοῦ Ἀπιαρίου γράφει ὅτι, ἄν καί ὁ Πάπας θέλει νά τόν ἀθωώσει, ὅμως ἡ Ἀφρική δέν τόν ὑπομένει στό ἑξῆς, ἀλλά θά τόν καταφρονήσει ὡς παράνομο. Ἐπίσης, ἡ παροῦσα Σύνοδος ἀπέδειξε τούς Δυτικούς καί διαφθορείς τῶν βιβλίων, τούς δέ  Ἀνατολικούς ἀληθεῖς. Γιατί, στήν ἐπιστολή πρός τόν Βονιφάτιο λέει˙ «Τίς γάρ ἀμφιβάλλει τά ἴσα ἀληθέστατα εἶναι ἐν Γραικοῖς (Ρωμιοῖς), τῆς ἐν Νικαίᾳ συναθροισθείσης Συνόδου; ἅτινα ἀπό οὕτω διαφόρων τόπων καί ἐπισήμων Γραικῶν (Ρωμιῶν) προσενεχθέντα καί συγκριθέντα, ὁμονοοῦσιν»[16].

Ἐπίσης, ἀπό τήν κανονική καί ἐγκύλιο ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς σύν αὐτῷ Συνόδου πρός ἅπαντας τούς Ὁσιωτάτους Μητροπολίτες καί πρός τόν Πάπα  Ρώμης, ἀποδεικνύεται πώς ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως διορθώνει καί βοηθᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, πού ἐνεργοῦσε τήν σιμωνία. Ἡ μία ἀδελφή διορθώνει καί βοηθᾶ τήν ἄλλη ὅμοια ἀδελφή της. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ τωρινή φανταζομένη μοναρχία τοῦ Ρώμης ἐπί τῶν Συνόδων; ρωτάει ὁ Ὅσιος Νικόδημος[17].  

Ἡ ἐν Σαρδικῇ σύνοδος, ἄν καί ὀνομάσθηκε τόσο ἀπό τόν Σωκράτη[18] ὅσο καί ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο[19] Οἰκουμενική, ὀνομάσθηκε ἔτσι μόνο κατά τό κάλεσμα, κατά τήν ἄθροιση καί κατά τήν ἀρχή. Κατά δέ τήν ἀπόβαση καί τό τέλος της, μόνο τοπική εἶναι τῇ ἀληθείᾳ. Διότι, οἱ ἀνατολικοί καί δυτικοί  Ἐπίσκοποι, πού συνῆλθαν, σχίσθηκαν σέ δύο μέρη καί ἀφόριζαν ἀλλήλους. Ὁ Σωζόμενος λέει˙ «Μετά δέ ταύτην τήν Σύνοδον οὐκ ἔτι ἀλλήλοις ὡς ὀρθοδόξοις ἐπεμίγνυντο οὐδέ ἐκοινώνουν». Καί πάλι˙ «Τά δέ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς εἰκός, διχονοίαις συγκέχυτο καί ἐν διαβολαῖς ἧν»[20]. (Γιατί, ἡ συμφωνία τῶν ἁπανταχοῦ Ἐπισκόπων εἶναι ὁ χαρακτήρας καί ἡ συστατική διαφορά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων). Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ ἀνατολικοί δέν συμφώνησαν μέ τούς δυτικούς, γι’ αὐτό ἡ Β΄ Οἰκουμενική στόν ε΄ Κανόνα της τήν περί πίστεως βεβαίωση αὐτή τῆς Συνόδου ὀνόμασε τόμο μόνο τῶν δυτικῶν. Γι’αὐτό καί ὁ Μάξιμος ὁ Μαργούνιος στόν Ἀντιρρητικό περί τοῦ ἁγίου Μάρκου  Ἐφέσου λέει γι’αὐτήν˙ «Τοπική ἐστί καί οὐκ Οἰκουμενική, ἡ ἐν Σαρδικῇ ἁγία Σύνοδος˙ διότι, ἄν ἧτο Οἰκουμενική, πῶς ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει πρώτη Σύνοδος ὠνομάσθη καί εἶναι Δευτέρα Οἰκουμενική, εἰς καιρόν ὅπου ἡ ἐν Σαρδικῇ αὕτη ἔπρεπεν ἔτσι νά ὀνομασθῆ»[21];. Ὡς τοπική τήν δέχθηκαν καί ὅλοι οἱ ἐξηγητές τῶν Κανόνων καί ὅλη ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία. Ἀλλά, οὔτε αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι ἕνα μέ τήν ἐν Νικαίᾳ πρώτη, οὔτε συναριθμεῖται μέ τήν ἐν Νικαίᾳ, ὅπως φλυαροῦν οἱ Ἰησουΐτες, θέλοντας νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ παροῦσα Σύνοδος εἶναι ἴση μέ τήν ἐν Νικαίᾳ καί ἀκολούθως ὅτι ἡ ἔκκλητος, πού δίνει στόν Πάπα, κατά τόν γ΄, δ΄ καί ε΄ Κανόνα της, εἶναι καθολική καί Οἰκουμενική κατά πάσης Ἐκκλησίας. α΄. Ἡ παροῦσα σύνοδος δέν εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν ἐν Νικαίᾳ, γιατί καί ὁ χρόνος καί ὁ τόπος καί οἱ Ἐπίσκοποι, πού συνάχθηκαν, καί ἡ ὑπόθεση καί ὁ σκοπός καί ὅλα τά περιστατικά, πού συνέβησαν σ’αὐτή καί τήν ἐν Νικαίᾳ εἶναι τελείως διαφορετικά καί ὄχι τά ἴδια. β΄. Ὅτι ἡ παροῦσα Σύνοδος δέν εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν ἐν Νικαίᾳ ἀποδεικνύει ἡ φιλονεικία, πού ἀκολούθησε μεταξύ τῶν Πατέρων τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου καί τῶν παπῶν τῆς Ρώμης Ζωσίμου, Βονιφατίου καί Κελεστίνου σχετικά μέ τούς Κανόνες αὐτῆς τῆς Συνόδου. Καί γ΄. γιατί, ἄν ἡ παροῦσα ἦταν ἡ ἴδια μέ τήν ἐν Νικαίᾳ, ἔπρεπε νά τήν θυμηθοῦν οἱ μετέπειτα Οἰκουμενικές Σύνοδοι στούς ἰδίους ὄρους τους, καθώς ἀναφέρουν καί τήν ἐν Νικαίᾳ, καί οἱ ἐξηγητές τῶν Κανόνων καί οἱ ἱστορικοί ἔπρεπε νά τήν ἀναφέρουν σέ κάποιο μέρος. Ἐπειδή, λοιπόν, ὅλ’ αὐτά ἀντίκεινται στήν γνώμη τῶν Ἰησουϊτῶν, ἄρα εἶναι ψεῦδος ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι ἴδια μέ τήν ἐν Νικαίᾳ[22].

Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης καί παλαιά καί τώρα σπουδάζουν νά ἀποδείξουν ἀπό τούς γ΄, δ΄, ε΄ καί ιδ΄ Κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ ὅτι σ’αὐτούς δόθηκε ἡ καθ’ ὅλου ἔκκλητος ἁπάσης τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὅσοι Ἐπίσκοποι, Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς οἰκουμένης ἔχουν κρίση, νά ἀναβιβάζουν αὐτή τήν κρίση στόν Πάπα. Γιά νά κερδίσουν αὐτή τήν πολυθρύλλητη ἔκκλητο, τί δέν μεταχειρίσθηκαν καί ποιά ψεύδη δέν ἔπλασαν; Ὅσα ἔκαναν στήν ἐν Καρθαγένῃ τά διηγηθήκαμε παραπάνω. Ἀλλά καί μέχρι σήμερα δέν παύουν οἱ Παπιστές νά προβάλλουν ὅτι ὁ γ΄, δ΄ καί μάλιστα ὁ ε΄ Κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ διορίζουν γιά τήν καθόλου ἔκκλητο τοῦ Πάπα. Ὅτι δέ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες διορίζουν γιά τήν ἔκκλητο μόνο αὐτῶν, πού ὑπόκεινται στόν Ρώμης, εἶναι φανερό ἀπό τά ἀκόλουθα ἐπιχειρήματα. α΄. Ἐπειδή ὁ ὑπερφυής Ἰωάννης ὁ Ζωναράς, ἐξηγώντας τόν ε΄ Κανόνα, λέει ὅτι αὐτόν τόν Κανόνα προβάλλουν οἱ Ρωμάνοι γιά τήν ἔκκλητό τους, ἐλέγχθηκε ὅμως στήν ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδο ὅτι δέν εἶναι τῆς ἐν Νικαίᾳ, ἀλλά οὔτε ἀναθέτει στόν  Ρώμης ὅλες τίς ἐκκλήτους τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά μόνο αὐτῶν, πού ὑπόκεινται σ’αὐτόν. Αὐτό τό ἴδιο λέει καί ὁ Βαλσαμών. β΄. Ἐπειδή τό παλαιό σχόλιο, πού βρίσκεται σ’αὐτούς τούς Κανόνες, λέει˙ «Βλέπε πώς ὅλοι σχεδόν οἱ Κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ ταύτης Συνόδου μερικάς καί ὄχι καθολικάς κανονίζουσι πράξεις καί μόνας ἐκείνας, ὅπου ἀνήκουσιν εἰς τήν ἐνορίαν τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης. Ὥστε ὅποιος θέλει νά σώζωνται καί νά τιμῶνται οἱ Κανόνες οὗτοι, δέν θέλει τούς βιάσει νά τούς κάμη καθολικούς καί οἰκουμενικούς, διά τί οὐδέ αὐτά τά πράγματα συγχωροῦσι τοῦτο νά γένῃ. Ἀλλά καθώς περί τοῦ Ρώμης οἱ Κανόνες οὗτοι διορίζουσιν, ἔτσι παρομοίως καί περί τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχῶν καί ὁ καθείς ἐξ αὐτῶν ἡμπορεῖ νά τούς μεταχειρισθῆ διά τά ἀνήκοντα πράγματα καί τάς ἐκκλήτους τῶν ὑποκειμένων εἰς τήν ἐδικήν του Πατριαρχίαν, ἐπειδή οἱ Κανόνες οὗτοι δέν ἀναφέρουσιν ὅλας τάς ἐκκλήτους καί διοικήσεις τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τόν Ρωμαϊκόν θρόνον˙ τοῦτο γάρ εἶναι πράγμα καί ἀδύνατον καί ἀλλότριον τῆς Ἐκκλησίας». γ΄. Διότι καί ἡ ἐν Βενεθαλίᾳ τοπική Σύνοδος ἀπαραλλάκτως, κατά τό ἀνωτέρω σχόλιο, ἐννόησε αὐτόν τόν Κανόνα τῆς ἐν Σαρδικῇ, ὥστε δηλαδή οἱ μέν Ἐπίσκοποι, Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι, πού ὑπόκεινται στόν Ρώμης, νά ὑποτάσσονται στίς ψήφους καί τήν κρίση τοῦ Ρώμης, αὐτοί δέ, πού ὑπόκεινται στόν Ἀλεξανδρείας καί στούς ἄλλους Πατριάρχες, νά ὑποτάσσονται στίς κρίσεις καί ἀποφάσεις ἐκείνων, καθώς μαρτυρεῖ ο  Ἀέων Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας περί τῆς ἐν Βενεθαλίᾳ Συνόδου, στούς Κανόνες τῆς ὁποίας βρίσκεται καί τό ρηθέν σχόλιο. δ΄. Ἐπειδή, ἄν οἱ Κανόνες αὐτοί ἐννοηθοῦν ὅτι δίδουν στόν Ρώμης τίς ἐκκλήτους ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, φανερῶς βρίσκονται ἐνάντιοι, ὄχι μόνο μέ τούς ιβ΄, ιστ΄ καί λβ΄  Ἀποστολικούς, ἀλλά καί μέ τόν ε΄ Κανόνα τῆς ἐν Νικαίᾳ, μέ τήν ὁποία σπουδάζουν οἱ παπιστές νά ἀποδείξουν ἴση τήν ἐν Σαρδικῇ καί στό ὄνομα τῆς ὁποίας ψευδῶς ἐπιγράφουν τούς Κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ. Πῶς, λοιπόν, κατ’αὐτούς μπορεῖ ἡ ἐν Σαρδικῇ νά εἶναι μία καί ἡ αὐτή μέ τήν ἐν Νικαίᾳ, ἀφοῦ οἱ Κανόνες της, ὅπως ἐννοοῦνται κατ’αὐτούς, εἶναι ἐναντιώτατοι μέ τούς Κανόνες τῆς ἐν Νικαίᾳ; ε΄. Ἐπειδή ἡ φιλονεικία, πού ἀκολούθησε μεταξύ τῶν Πατέρων τῆς ἐν Καρθαγένῃ καί τῶν παπῶν, ἀπέδειξε βεβαιότατα ὅτι οἱ παρόντες Κανόνες δίδουν στόν Ρώμης τήν ἔκκλητο μόνο στήν ἐνορία καί ἐπαρχία του. Οἱ θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες λένε στήν πρός Κελεστίνον ἐπιστολή ὅτι δέν ἀπαγορεύεται στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀφρικῆς μέ κάποιον ὅρο τῶν Πατέρων νά ζητᾶ κανείς νά μεταθεωρεῖ τίς κρίσεις τῶν ἐν Ἀφρικῇ, δηλαδή παρ’ ἐνορίαν. Καί πάλι, «περί γάρ τοῦ τινάς ὡσανεί ἐκ τοῦ πλευροῦ τῆς σῆς ἁγιωσύνης πέμπεσθαι ἐν οὐδεμίᾳ τῶν Πατέρων Συνόδῳ ὁρισθέν εὑρίσκομεν». Οἱ ἐν Καρθαγένῃ Πατέρες εἶπαν αὐτά τά λόγια, ὄχι ἐπειδή δέν ἤξεραν τελείως τήν ἐν Σαρδικῇ Σύνοδο (γιατί πῶς ἦταν δυνατόν νά μήν τήν ξέρουν, ἀφοῦ 36 Ἐπίσκοποι, κατά τόν Δοσίθεο, ἀπό τήν Ἀφρική ἦταν παρόντες στήν ἐν Σαρδικῇ;), ὄχι ἐπειδή δέν ἤξεραν ὅτι τό νά ἀποστέλλονται κριτές ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ρώμης εἶναι λόγια τοῦ ε΄ Κανόνος τῆς ἐν Σαρδικῇ (γιατί εἶναι ἀπίθανο οἱ Ἀφρικανοί Ἐπίσκοποι νά μήν πῆραν μαζί τους τούς Κανόνες της στήν Ἀφρική), ἀλλά τά εἶπαν αὐτά, γιατί αὐτοί οἱ Κανόνες δέν ἐννοοῦνται γι’αὐτούς, πού δέν ὑπόκεινται στόν  Ρώμης, καθώς τουύς ἐννοοῦν οἱ Πάπες, ἀλλά μόνο γι’αὐτούς, πού ὑπόκεινται σ’αὐτόν. Ἡ Σύνοδος λέει ὅτι αὐτό κανένας ὄρος ἤ Κανόνας τῶν Πατέρων δέν διορίζει, οὔτε βρίσκεται σέ καμμία Σύνοδο τῶν Πατέρων (ἄλλοι δέ εἶπαν ὅτι τό «ἐν οὐδεμίᾳ τῶν Πατέρων Συνόδῳ ὁρισθέν εὑρίσκομεν» ἐννοεῖται ἀντί τοῦ σέ καμμία συνέλευση τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Συνόδου δέν βρίσκεται. Γιατί, ἡ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδος συνηθίζει νά ὀνομάζει Συνόδους τίς συνελεύσεις καί τίς πράξεις τῶν Πατέρων τῶν Συνόδων. Ἤ ἐννοεῖται ὅτι σέ καμμιά Οἰκουμενική Σύνοδο δέν βρίσκεται. Ὁ δέ Δοσίθεος λέει ὅτι μέ τό νά ἦταν οἱ Κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ μερικοί καί τοπικοί, δέν τούς γνώριζαν οἱ ἐν Καρθαγένῃ, ἐπειδή δέν ἦταν εὐθύς παραδεδομένοι σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία).

Αὐτό εἶναι τό ἀληθές νόημα τῶν Κανόνων αὐτῶν καί ψευδής, λοιπόν, εἶναι ἡ ζητουμένη ἔκκλητος τοῦ Πάπα καί ἐδῶ φάνηκε τελείως ἀνίσχυρη. Ἄν καί οἱ Λατίνοι προβάλλουν τόν Ἀρμενόπουλο, ἐπειδή δέχεται τήν καθολική ἔκκλητο τοῦ Πάπα, πρέπει νά λεχθεῖ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἀρμενόπουλου καί ἄλλων ὁμοίων λογίζεται σάν ἕνα τίποτα μπροστά σέ τόσο καί τέτοιο νέφος μαρτύρων, πού ἀνέφερε ὁ Ὅσιος Νικόδημος. Οὔτε πάλι οἱ ἀνωτέρω Κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ ἀνανεώνουν καί βεβαιώνουν τήν ἔκκλητο, πού δόθηκε στόν Πάπα ἀπό τήν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδο. Γιατί, γίνεται φανερό ὅτι δέν ἀνανεώνουν, ἀλλά δίνουν στόν Ρώμης αὐτή τήν ἔκκλητο, ἡ ὁποία δέν ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς, ἀπό ἀγάπη καί σχέση, πού εἶχε ὁ Ὅσιος πρός τόν Ρώμης, ὡς τοποτηρητής του. Γι’ αὐτό καί ἡ Σύνοδος δέν ἀποκρίθηκε τίποτα πρός μέν τόν γ΄ καί δ΄ Κανόνα, μόνο δέ στόν ε΄ εἶπε ὅτι ἀρέσκεται[23]

ΣΤ) Περί Πάπα ὡς ἄκρου Ἀρχιερέως

Πρός ἀναίρεση τῆς ἀλαζονείας καί τοῦ τύφου διορίζει ὁ μστ΄ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ συνόδου ὅτι ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς καθέδρας νά μήν ὀνομάζεται Ἔξαρχος τῶν Ἱερέων ἤ ἄκρος Ἱερεύς ἤ μέ κάποιο ἄλλο παρόμοιο ὑψηλό καί ὑπερήφανο ὄνομα, γιατί αὐτό εἶναι ἀλλότριο τῶν Ἐπισκόπων, πού εἶναι μαθητές τοῦ ταπεινοῦ στήν καρδιά Ἰησοῦ. Ἀλλά, νά ὀνομάζεται μόνο Ἐπίσκοπος τῆς πρώτης καθέδρας. Ἄς αἰσχυνθεῖ ἀπό τόν παρόντα Κανόνα, ἐπισημαίνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ Ποντίφηξ τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος θέλει νά ὀνομάζεται ἄκρος Ἀρχιερεύς καί ἄλλα ὑπερήφανα καί ἱσόθεα ὀνόματα, καί ἄς γνωρίζει ὅτι ἐναντιώνεται σ’αὐτή τήν Σύνοδο, στήν ὁποία ἦταν παρόντες καί οἱ τοποτηρητές του. Δηλαδή ἄς γνωρίζει ὅτι αὐτός ἐναντιώνεται στόν ἑαυτό του[24].

Ἐπίλογος

Πάγια θέση τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, ὅσον ἀφορᾶ τό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα, ἀποτελεῖ ὅτι τά πρεσβεία καί πρωτεῖα τοῦ Ρώμης, ὅταν αὐτός ἦταν ὀρθόδοξος καί δέν εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι δύο πράγματα : α) τό νά ἔχει τήν ἐξουσία ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν στή διοίκηση τῆς Ρώμης, ὥστε νά τούς χειροτονεῖ μαζί μέ τούς ἐπισκόπους τῆς διοικήσεως, καί β) τό νά εἶναι πρῶτος ὡς πρός τήν τάξη τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχῶν. Αὐτά τά προνόμια τά ἔλαβε, ὄχι ἐπειδή ἡ Ρώμη εἶναι καθέδρα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, οὔτε ἐπειδή ὁ Ρώμης εἶναι βικάριος τοῦ Χριστοῦ, καθώς ματαιολογοῦν οἱ Παπιστές, οὔτε ἐξαιτίας τῆς ψευδοκωνσταντίνειας δωρεᾶς, ἀλλά προκαταρκτικῶς μέν ἐπειδή ἡ Ρώμη ἦταν τιμημένη μέ βασιλεία, ἑπομένως δέ ἐξαιτίας τοῦ ἀρχαίου ἔθους, πού ἀκολούθησε, ὅτι δηλαδή καθώς ἡ Ρώμη ἦταν πρωτεύουσα, ἔτσι νά ἦταν πρῶτος καί ὁ Ἐπίσκοπός της.

Ἀπό τά παραπάνω συμπεραίνεται ὅτι ἡ διοίκηση τοῦ Ρώμης εἶναι περιορισμένη, ὅπως καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν. Γι’αὐτό μάτην φαντάζονται οἱ Παπολάτρες ὅτι ἔχουν ἀπεριόριστη ἐξουσία σέ ὅλο τόν κόσμο καί ψεύδονται, λέγοντας ὅτι τά πρεσβεία καί πρωτεῖα τοῦ Ρώμης καί τό νά μεγαλύνεται στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, προσμαρτυροῦν σ’αὐτόν εἰδικό προνόμια ἐξουσίας στήν καθόλου Ἐκκλησία, δηλαδή μοναρχικό καί ἀναμάρτητο ἀξίωμα. Ἄν τά πράγματα φανέρωναν κάτι τέτοιο, θά ἔπρεπε καί ὁ Κων/λεως νά ἔχει αὐτό τό προνόμιο ἐξουσίας καί τό ἀξίωμα, ἐπειδή ὁ Κων/λεως, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, εἶναι ἵσο καί ἀπαράλλακτο μέτρο τιμῆς, ἐξουσίας καί μεγαλείου τοῦ Ρώμης. Ἀλλά, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔλαβε κάτι τέτοιο ὁ Κων/λεως ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, ἄρα οὔτε καί ὁ Ρώμης.

Διευκρινίζει ὁ Ὅσιος ὅτι τά προνόμια τοῦ Πάπα Ρώμης καί τῶν Ρωμαίων ἴσχυαν μόνο τότε, ὅταν αὐτή οὔτε ἔσφαλλε στήν πίστη οὔτε εἶχε διαφορές μ’ ἐμᾶς τούς Γραικούς (Ρωμιούς). Τώρα, ὅμως, ἐμεῖς δέν ἔχουμε καμμία ἕνωση καί κοινωνία μ’αὐτή, ἐξαιτίας τῶν αἱρετικῶν δογμάτων, στά ὁποία αὐτή ὑπέπεσε.

Τό παπικό δόγμα περί πρωτείου ἐξουσίας εἶναι ἀβάσιμο τόσο ἁγιογραφικῶς ὅσο καί ἱεροκανονικῶς καί στηρίζεται μόνο στήν ὀφρύ καί τό γαυρίαμα τοῦ Πάπα. Κινούμενος ἀπό ἐγωισμό καί φιλαρχία, ὁ Πάπας παρερμήνευσε τόν λόγο τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Ἀπόστολο Πέτρο, κατά τόν ὁποῖο λόγο ὁ Χριστός μακάρισε τόν Ἀπόστολο μετά τήν ἄνωθεν ἀποκάλυψη καί ὁμολογία του ὅτι Αὐτός (ὁ Χριστός) εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. «Μακάριος εἶ Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Καί στή συνέχεια τοῦ λέει : «Καγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[25]. Κατά τούς Παπικούς «πέτρα» εἶναι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, στόν ὁποῖο στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία, καί τόν ὁποῖο ἄφησε ὁ Χριστός ὡς ἀντιπρόσωπό Του στή γῆ. Ὁ δέ Ἀπόστολος Πέτρος, μέ τή σειρά του, ἄφησε τόν Πάπα ὡς ἀντιπρόσωπό Του στή γῆ. Ἔχουμε δηλαδή στόν Παπισμό τό ἑξῆς σχῆμα : Χριστός → Ἀπόστολος Πέτρος → Πάπας. Ἡ ἑρμηνεία, ὅμως, αὐτή εἶναι αὐθαίρετη.

Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι «πέτρα» δέν εἶναι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ἡ ἄνωθεν ἀποκαλυφθεῖσα ὁμολογία καί πίστη του ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Ἄλλωστε ὁλόκληρη ἡ Ἱερά Παράδοση βοᾶ ὅτι «πέτρα τῆς πίστεως» καί «λίθος ἀκρογωνιαῖος» δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Στήν Ὀρθοδοξία πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός ἔδωσε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὄχι σ’ ἕνα μόνο Ἀπόστολο, τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀλλά σέ ὅλους τούς Ἀποστόλους ἰσάξια. Ἑπομένως, δέν δικαιολογεῖται τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, διότι κεφαλή τῆς  Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ψυχή της τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔχουμε δηλαδή τό σχῆμα : Χριστός → Ἅγιον Πνεῦμα → Ἀπόστολοι.

Σχετικά μέ τό θέμα τῆς αὐθεντίας, κατά τόν Ὅσιο Νικόδημο, ἔσχατος κριτής τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων καί αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ θεία Γραφή, καθώς λένε οἱ Λουθηροκαλβίνοι, οὔτε ὁ Πάπας, καθώς λένε οἱ Λατίνοι, ἀλλά ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Αὐτή εἶναι ἡ ὕστατη ψῆφος καί κρίση τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, αὐτός, πού ἀντιφέρεται καί ἀντιπίπτει σ’ αὐτές, ἀντιφέρεται καί ἀντιπίπτει στό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού λαλεῖ μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί γίνεται αἱρετικός, ἀναθεματισμένος, ἐθνικός καί ἀσεβής.

Ἐπιπροσθέτως, καί ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική ἁγία Σύνοδος παρέμεινε τοπική καί δέν ἔγινε Οἰκουμενική, παρ’ ὅλο πού ἦταν παρόντες σ’αὐτή οἱ τοποτηρητές τοῦ Πάπα. Ἑπομένως, καί ὁ Πάπας, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι Πατριάρχες, εἶναι μέρος μόνο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι πάνω ἀπ’ αὐτές, ὅπως φαντάζονται οἱ σημερινοί ποντήφικες τῆς Ρώμης.

Τέλος, ἀναιρετικό τοῦ φανταστικοῦ προνομίου τῶν Παπῶν, ὅτι δηλαδή οἱ Πάπες συναθροίζουν αὐθεντικῶς τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀποτελεῖ καί τό γεγονός ὅτι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὄχι μόνο δέν συνήθροισε ὁ Πάπας, ἀλλά ἦταν τελείως ἀπών καί δέν ἐκπροσωποῦνταν οὔτε αὐτοπροσώπως, οὔτε μέ τοποτηρητή, οὔτε μέ τήν συνήθη συνοδική ἐπιστολή, παρ’ ὅλο πού οἱ Δυτικοί τήν συνομολογοῦν ὡς ἀληθῶς Οἰκουμενική.

Ἀπό τά κατατεθέντα μπορεῖ εὔκολα κανείς νά εἰκάσει ποιά ἦταν ἡ θέση τοῦ Πάπα Ρώμης στήν ἀρχαία Ἐκκλησία πρίν τό σχίσμα καί ποιά μετά ἀπ’αὐτό ἕως καί σήμερα. Ὁ Πάπας στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅταν ὀρθοδοξοῦσε, ἦταν ἕνας ἀπό τούς πέντε Πατριάρχες τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς καμμία διαφορά ἀπ’αὐτούς, ἐκτός ἀπό τά πρεσβεία τιμῆς στήν τάξη τῶν Πατριαρχῶν. Ἡ ἐξουσία του ἦταν περιορισμένη, ἐκτεινόμενη μόνο μέσα στά γεωγραφικά ὅρια τοῦ Πατριαρχείου Ρώμης. Δέν εἶχε καμμία αὐθεντία, ἀλλά ἔκανε ὑπακοή στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τήν Ἁγία Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες καί γενικά τήν Ἱερά Παράδοση.

Δυστυχῶς, ὅμως, ἀπό τόν 8ο καί 9ο αἰ. παρεισέφρυσαν καί ἐγκαταστάθηκαν στόν Παπισμό τά πάθη τοῦ ἑωσφορικοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς κενοδοξίας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς φιλοδοξίας, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀνυπακοή, τήν εἰσαγωγή κενοφανῶν αἱρέσεων, τή νόθευση καί παραχάραξη τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔκτοτε παραμένει προκλητικά ἀμετανόητος. Ἔχει καταστεῖ αἱρετικός καί ὡς ἐκ τούτου βρίσκεται ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦν οἱ οἰκουμενιστές νά μᾶς πείσουν ὅτι καί ὁ Πάπας εἶναι «ἐκκλησία», ἔχει «μυστήρια», ἔχει «ἱερωσύνη», ἔχει «θεία Χάρη».

Εὐχή καί προσευχή ὅλων μας ἀποτελεῖ νά φωτίσει ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, τόν Πάπα, τούς Δυτικούς καί τούς ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι (οἰκουμενιστές) δέν ἔχουν ἀποβληθεῖ ἀκόμη ἀπό Ὀρθόδοξη Σύνοδο ἐκτός Ἐκκλησίας, νά δείξουν καλή διάθεση, προαίρεση καί πνευματική διάκριση, νά μετανοήσουν, νά ἀποκηρύξουν τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις τους καί νά ὁμολογήσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἔτσι ὥστε νά ἐπανέλθουν στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά λάβουν τήν θέση, πού εἶχαν. Τότε, μεγίστη χαρά καί πανήγυρις θά γίνει στούς ἀγγέλους καί τούς οὐρανούς γιά τίς μετανοημένες ψυχές. «Χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι»[26]. Ὁ Θεός νά φωτίσει κι ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους νά ὀρθοδοξοῦμε ἀλιευτικῶς καί ὄχι ἀριστοτελικῶς. Ἄς προσέξουμε, τέλος, νά μήν φθάσουμε στό ἄλλο ἄκρο, τόν Παλαιοημερολογιτισμό – Ζηλωτισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι σχίσμα καί ὁδηγεῖ στόν Προτεσταντισμό.


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, 129-130.

[2] Ὅ. π., σσ. 157-158.

[3] Ὅ. π., σσ. 207-208.

[4] Ὀ. π., σ. 252.

[5] Ὁ. π., σ. 364.

[6] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος δ΄ εἰς τόν Ὀζίαν, τ. Ε΄, σ. 149.

[7] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἐπιστολή πρός τούς ἁπανταχοῦ μοναχούς περί τῶν γεγενημένων παρά τῶν Ἀρειανῶνἐπί Κωνσταντίου, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 9, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 3027-14 καί ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σσ. 109- 110.

[8] ΙΕΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ, Ἐπιστολή 154η, PL 32-47.

[9] Ματθ. 18, 17.

[10] Δευτερ. 17, 2-8. Σχ.βλ. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σσ. 118-120, 193.

[11] Ὅ. π., σ. 462.

[12] Ὅ. π., σ. 153.

[13] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, σ. 527.

[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σσ. 182-183.

[15] Ὅ. π., σ. 482.

[16] Ὅ. π., σσ. 541-542.

[17] Ὅ. π., σ. 693.

[18] ΣΩΚΡΑΤΗΣ, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, βιβλίο 2ο, κεφ. 20ο, PG 67, 236 A.

[19] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν ἤ ἀπολογητικός δεύτερος, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ.8, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 3222, 12612.

[20] ΣΩΖΟΜΕΝΟΣ, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, βιβλίο 3ο, κεφ. 13ο, PG 67, 1065 C.

[21] ΜΑΞΙΜΟΣ ΜΑΡΓΟΥΝΙΟΣ, Ἀντιρρητικός περί ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου.

[22] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἐνθ’ἀνωτ., σ. 443.

[23] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ἐνθ’ἀνωτ., σσ. 146-159 καί ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἐνθ’ἀνωτ., σσ. 445-446.

[24] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 487.

[25] Ματθ. 16, 17-18.  

[26] Λουκ. 15, 10.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-07-14 08:50:39%cf%80%cf%81%cf%89%cf%84%ce%b5%ce%b9%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%cf%85%ce%b8%ce%b5%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1-%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b7%cf%83-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1-%cf%84