ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

05-03-2017

Σήμερα, Κυριακή Α΄ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καί πανηγυρίζει λαμπρῶς καί θριαμβευτικῶς τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί χριστιανοκατηγόρων παλαιῶν καί συγχρόνων Εἰκονομάχων, ἀλλά καί κατά πασῶν τῶν παλαιῶν καί νέων αἱρέσεων καί αἱρετικῶν. Στή σκέψη μας ἔρχονται δύο διαφορετικά καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα μεγέθη˙ ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεση. Τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί γιατί αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή σωτηρία; Τί εἶναι αἵρεση καί γιατί αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια; Μ’αὐτά τά ἐρωτήματα θά θέλαμε νά ἀπασχολήσουμε τήν ἀγάπη σας στή σημερινή ἑορτή, καί γι’αὐτό σᾶς παρακαλοῦμε νά ἐντείνετε τήν προσοχή σας, γιά νά λάβετε τίς κατάλληλες ἀπαντήσεις.     

Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία;

Ἡ μοναδική καί ἀποκλειστική ὁδός σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Διότι, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθή πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, στό ἔργο καί στή διδασκαλία του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά ὁποία συνεχίζονται στό Σῶμα Του, τήν Ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοση, τά δόγματα, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἡ ἁγιότητα, τό μαρτύριο, ἡ εὐποιΐα καί ἡ ὀρθοπραξία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μία στατική κατάσταση, ἀλλά ἕνα ἀδιάκοπο ρεῦμα ζωῆς, μία ἁγία φωτιά, τήν ὁποία, παραλαμβάνοντας οἱ νεώτεροι ἀπό τούς προγενεστέρους, μεταδίδουν στούς ἑπομένους, καλώντας τους νά ἀπολαύσουν τό σωτήριο φῶς. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία διαρκής λυχνοκαΐα, μία συνεχής λαμπαδηδρομία, ἡ ὁποία ἄρχισε ἱστορικά στόν κόσμο ἀπό τίς φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς, ἔφθασε μέχρι ἐμᾶς, χωρίς ποτέ νά σβηστεῖ, καί θά συνεχιστεῖ μέχρι τήν Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός εἶναι τό μόνο ἀληθινό φῶς. Δέν ὑπάρχουν ἄλλα φῶτα, γιά νά μᾶς φωτίσουν, οὔτε ἄλλα ὀνόματα, πού μποροῦν νά μᾶς σώσουν. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία˙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ  δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[1]. Μόνον στόν Χριστό ὑπάρχει ἡ δυνατότητα σωτηρίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθής Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία. Μόνο αὐτή μένει πιστή στό Εὐαγγέλιο, στίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους καί στούς ἁγίους Πατέρες, καί συνεπῶς μόνο αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ὀρθοδοξία, λοιπόν, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή θεογνωσία καί στήν ἀναγέννηση μέσῳ τοῦ ὀρθοδόξου θείου βαπτίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι λάβαμε τό Βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πιστεύουμε Ὀρθόδοξα καί εἴμαστε πλήρη μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἀποκλειστικῶς καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δηλ. τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει Κεφαλή τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος λάβαμε τήν Σφραγίδα τῆς Δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τήν θεία Μετάληψη τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἑνωνόμαστε μαζί Του καί γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του. Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑνωνόμαστε μέ τόν Ἀληθινό Θεό καί μποροῦμε νά σωθοῦμε, νά μετέχουμε τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά ἐξαγιασθοῦμε, νά θεωθοῦμε κατά χάριν καί νά μετέχουμε τοῦ Παραδείσου καί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Μ’αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖται ἐργαστήριο ἁγιότητος καί σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ἡ νέα φυτεία, ὁ νέος ἀμπελὼνας, ποὺ φύτευσε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ ν’ἀποτελέσει τὸν μοναδικὸ χῶρο, τὸ μοναδικὸ ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁμως, αὐτό τό μοναδικό ἔργο τῆς σωτηρίας καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου προσπαθεῖ ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του νά τό ἀκυρώσει, σπέρνοντας τίς αἱρέσεις. Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας κατενόησε πάντοτε τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς ὡς μέσα, μέ τά ὁποῖα ἐπιχειρεῖ ὁ διάβολος νά διαμερίσει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ σκοπό τήν ματαίωση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου[2].

Τί εἶναι αἵρεση;

Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ Ἱερό Κανόνα του ὀρίζει ὡς ἐξῆς τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς : «Αἱρέσεις (ὠνόμασαν οἱ παλαιοί) τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ’αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους». Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Αγιορείτης ἑρμηνεύει αὐτόν τόν ὀρισμό ὡς ἑξῆς : «Αἱρετικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἡ διαφορά παρευθύς καί ἀμέσως εἶναι περί τῆς εἰς Θεόν πίστεως, ἤτοι οἱ κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα χωρισμένοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί παντελῶς ἀπομεμακρυσμένοι»[3]. Οἱ ἅγιοι Πατέρες θεωροῦν τούς αἱρετικούς, πού ἐπιμένουν στήν αἵρεσή τους, ὡς «ἀκαθάρτους», «ἀντιπάλους Χριστοῦ», «ἱεροσύλους καί ἁμαρτωλούς», «ἀντικειμένους (τῷ Χριστῷ) τουτέστι πολεμίους καί ἀντιχρίστους», «τους ὁποίους ὁ Κύριος πολεμίους καί ἀντιπάλους ὀνομάζει στά Εὐαγγέλια»[4], «νεκρούς»[5], «ἐχθρούς τῆς ἀληθείας»[6]. Κατά τόν Γεώργιο Σχολάριο, αἱρετικός εἶναι καθένας, πού κατ’εὐθείαν ἤ πλαγίως πλανᾶται σχετικά μέ κάποιο ἀπό τά ἄρθρα τῆς Πίστεως. Ἐπιπλέον, αἱρετικός εἶναι αὐτός, πού παρεκκλίνει, ἔστω καί σέ κάτι μικρό, ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Ὁ ἅγιος Ταράσιος λέγει ὅτι «τό νά ἁμαρτάνει κανείς στά δόγματα εἴτε αὐτά εἶναι μικρά εἴτε μεγάλα, εἶναι τό ἴδιο˙ γιατί ἐξαιτίας καί τῶν δύο ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται». Τέλος, ὁ Μέγας Φώτιος προσθέτει  ὅτι «τό νά παρεκκλίνει κανείς ἔστω καί λίγο στά περί τῆς πίστεως, ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά ἁμαρτάνει θανάσιμα»[7].

Ἐπίσης, ἡ αἵρεση χαρακτηρίζεται ὡς «πλάνη» καί «φαυλότης», ἡ ὁποῖα φέρνει τόν ὄλεθρο[8], ὡς «στρεβλότης»[9], ὡς «ἐλεεινή πλάνη», στήν ὁποῖα «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί[10], ὡς «μεμιασμένη κοινωνία»[11] καί ὡς «ρίζα πικρίας ἄνω φύουσα», ἡ ὁποῖα «ἔγινε μίασμα στήν καθολική Ἐκκλησία, ἡ αἵρεσις τῶν χριστιανοκατηγόρων»[12]. Ἡ αἵρεση, «ἐπειδή ἐγκαταλείπει» ἀμέσως ἤ ἐμμέσως «τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρεία»[13] καί ἀθεΐα καί γι’αὐτό αὐτός, πού τήν ἀκολουθεῖ, «πρέπει νά βγεῖ ἔξω ὡς ξένος καί νά ἐκπέσει ἀπό τόν χριστιανικό κατάλογο»[14]. Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος κάνει λόγο γιά «αἱρέσεις ἀπωλείας»[15]. Ἡ αἵρεση ὀνομάζεται καί ἀδικία, διότι ἀδικεῖ καί παραβαίνει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται στίς Ἅγιες Γραφές. Ὁ μισθός καί ἡ πληρωμή, πού ἀνταποδίδει σ’αὐτούς, πού τήν ἀκολουθοῦν, εἶναι ἡ φθορά, μέ τήν ὁποία αὐτοί καταφθείρονται ἀπό τίς ἡδονές[16]. Ἡ αἵρεση εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Λέγει ο Μέγας Βαρσανούφιος ὅτι οἱ αἱρέσεις εἶναι δόγματα τῶν ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν), ματαιολογίες ἀνθρώπων, πού νομίζουν  ὅτι κάτι εἶναι, καί ρήματα ἀργῶν ἀνθρώπων. Τίς αἱρέσεις γέννησε ἡ πλάνη. Μποροῦμε νά τίς ἀναγνωρίσουμε ἀπό τούς καρπούς τους, πού εἶναι ἡ φυσίωση, ἡ ἐξουδένωση, ἡ χαύνωση, ἡ ἀμέλεια, τό πρόσκομμα, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ νόμου ἤ καλύτερα τοῦ νομοθέτου Θεοῦ. Εἶναι οἰκητήριο δαιμόνων καί τοῦ ἄρχοντός τους διαβόλου. Δέν φέρνουν στό φῶς, ἀλλά στό σκότος. Δέν προτρέπουν σέ φόβο Θεοῦ, ἀλλά στήν κατά διάβολον προκοπή. Δέν γλυτώνουν ἀπό τόν βόρβορο, ἀλλά καταποντίζουν σ’αὐτόν. Αὐτές εἶναι τά ζιζάνια, πού ἔσπειρε ὁ ἐχθρός στόν ἀγρό τοῦ οἰκοδεσπότου. Αὐτές εἶναι τά ἀγκάθια, πού φύτρωσαν στήν καταραμένη ἀπό τόν Δεσπότη Θεό γῆ. Εἶναι ψεῦδος, σκότος, πλάνη, καί ἀλλοτρίωση Θεοῦ[17].

Ἄν οἱ ἠθικές ἁμαρτίες χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἀκόμη περισσότερο ἡ αἵρεση. Ἡ αἵρεση εἶναι ψέμα καί βλασφημία ἐναντίον τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ αἵρεση δημιουργεῖται ὡς πνευματική πλάνη καί διαμορφώνεται ὡς ἰδεολογία, πού ἐναντιώνεται στήν Ἀλήθεια, μηδενίζοντας τή δυνατότητα ἁγιότητος καί σωτηρίας. Ὅπως μιά ἀρρώστια δέν βλάπτει μόνο τό ἄρρωστο ὄργανο, ἀλλά ὁλόκληρο τόν ὀργανισμό, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ αἵρεση, ἐφόσον δηλητηριάζει κάποια μέλη τῆς Ἐκκλησίας, προκαλεῖ πόνο σέ ὁλόκληρο τό σῶμα της καί τό βλάπτει. Οἱ αἱρέσεις, λοιπόν, εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα καί ἔργα τοῦ Διαβόλου, πλανοῦν τούς ἀνθρώπους καί τούς ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, στό ἀντίπαλο τοῦ Χριστοῦ στρατόπεδο, δηλ. στήν κόλαση μαζί μέ τούς δαίμονες, διότι προβάλλουν ἕναν κίβδηλο, νοθευμένο, παραμορφωμένο καί στρεβλωμένο Χριστό.

Ἡ αὐστηρότητα αὐτὴ τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων δὲν ἔχει, βεβαίως, δικανικό καί τιμωρητικὸ χαρακτήρα, ἀλλά καθαρά παιδαγωγικό καί φιλανθρωπικὸ. Ἀποβλέπει στὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν παρασυρθοῦν καὶ προσχωρήσουν στὶς αἱρέσεις. Σὲ ὅσους βρίσκονται μέσα στὶς αἱρέσεις, εἶτε ἐκ καταγωγῆς καὶ γεννήσεως, εἶτε μὲ ἐθελούσια προσχώρηση, ἡ Ἐκκλησία μεταφέρει τὸ μήνυμα νὰ μὴν ἐπαναπαυθοῦν πὼς μποροῦν δῆθεν καὶ ἐκεῖ νὰ σωθοῦν, ὅπως διακηρύσσουν πολλοὶ οἰκουμενιστὲς ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι φθάνουν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ἀποτρέπουν τὴν προσέλευση ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχει ἕνα μόνο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχουν παράλληλα ἐργαστήρια καί ἄλλοι χῶροι, ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ.

Γι’αὐτόν τόν λόγο, κάθε φορά πού ἐμφανιζόταν μία φοβερή αἵρεση, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες σάλπιζαν, συνήγειραν τόν εὐσεβῆ κλῆρο καί λαό, συνέρχονταν καί συγκροτοῦσαν Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, κατεδίκαζαν τά αἱρετικά φρονήματα, διετύπωναν μέ κρυστάλλινη διαύγεια τά δόγματα, ἀναθεμάτιζαν καί ἀφόριζαν καί τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν ὑπεράσπιζαν, ἀσφάλιζαν τήν ποίμνη, καθιστώντας την «λύκοις ἀνεπίβατον». Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀπέκοπταν ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν αἱρετική διδασκαλία καί αὐτούς, πού τήν προωθοῦσαν. Ἡ Ἐκκλησία, μέ τούς μεγάλους καί φωτισμένους Ἁγίους Πατέρες, ὁριοθέτησε καί περιχαράκωσε τήν Ὀρθόδοξη πίστη μέ ἀποφάσεις Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά συγκεκριμένες ἀμφισβητούμενες διδασκαλίες, ἀλλά καί μέ τήν συμφωνία τῶν Πατέρων γιά τό σύνολο τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Εἴμαστε πλέον ἀσφαλεῖς, ὅταν ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες καί δέν μετακινοῦμε τά ὅρια, πού ἐκεῖνοι ἔθεσαν. Τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατρᾶσι» καί τό «μή μεταίρειν ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν» ἀποτελοῦν σταθερή γραμμή πορείας καί ἀσφαλιστική δικλείδα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς. Ἔτσι, δικαιολογοῦνται ἀπολύτως οἱ ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, ὡς διασφάλιση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Φυσικά, οἱ Ὀρθόδοξοι, μαζί μέ τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἅγιες Συνόδους, ἀπορρίπτουμε καί ἀναθεματίζουμε ὅλες τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς, πού παρουσιάσθηκαν κατά τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας μέχρι καί σήμερα. Τόν Ἀρειανισμό μέ τά κατάλοιπά του τόν Ἱεχωβισμό καί τόν Χιλιασμό, τήν Πνευματομαχία, τόν Νεστοριανισμό, τόν ἀκραῖο καί μετριοπαθῆ Μονοφυσιτισμό, τόν Μονοθελητισμό, τόν Μονοενεργητισμό, τήν Εἰκονομαχία, τόν Ἀντιησυχασμό, τόν Παπισμό, τόν Προτεσταντισμό μέ τίς ποικίλες παραφυάδες του καί τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ τίς διάφορες ἀρχές καί θεωρίες του.

Ἡ σατανοκίνητη καί δυσώδης παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ υἱοθετεῖ καί νομιμοποιεῖ ὅλες τίς αἱρέ­σεις ὡς «ἐκκλησίες» καί προσβάλλει τήν μοναδικότητα, τήν ἀποκλειστικότητα καί τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀνα­πτύσσεται, πλέον, διδάσκεται καί ἐπιβάλλεται ἀπό Οἰκουμενιστές Πα­τριάρχες καί Ἐπισκόπους νέο δόγμα περί Ἐκκλησίας, νέα ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποῖα καμμία αἵρεση, οὔτε καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν δικαιοῦνται νά διεκδικήσουν ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό τους τόν χαρακτήρα τῆς καθολικῆς καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Κάθε αἵρεση, ἀκόμη καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἕνα κομμάτι, ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς νέας «ἐκκλησίας» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλες μαζί οἱ αἱρέσεις καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν τή νέα οἰκουμενιστική Ἐκκλησία.

Μέ τόν Οἰκουμενισμό πίπτουν ὅλα τά ὅρια, πού ἔθεσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δέν ὑπάρ­χει πλέον ὀριοθετική γραμμή μεταξύ αἱρέσεως καί Ἐκκλησίας, μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης. Οἱ αἱρέσεις εἶναι «εκκλη­σίες» καί θεωροῦνται τώρα ὡς «ἀδελφές ἐκκλησίες», στίς ὁποῖες ἀπό κοινοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέθεσε ὁ Θεός τήν φροντίδα γιά τήν σωτηρία τῶν ανθρώπων. Στά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διδάσκεται ὅτι ὑπάρχει καί στίς αἱρέσεις ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γι’ αὐτό καί τό βάπτισμά τους, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα μυστήρια εἶναι ἔγκυρα. Ἰσχυρίζονται ἐσφαλμένως οἱ Οἰκουμενιστές ὅτι ὅσοι ἔχουν βαπτισθεῖ, σέ ὁποιαδήποτε αἵρεση κι ἄν ἀνήκουν, εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι οἱ ἀρές καί τά ἀναθέματα τῶν Συνόδων δέν ἰσχύουν καί πρέπει νά διαγραφοῦν ἀπό τά λειτουργικά βιβλία. Ἡ συμμετοχή συστέγαση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέσα στό λεγόμενο «Παγκό­σμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»-αἱρέσεων μαζί μέ τίς αἱρετικές προτεσταντικές παραφυάδες καί τούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες-Ἀντιχαλκηδονίους ἱσοδυναμεῖ οὐσιαστικά μέ προδοσία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογικῆς μας αὐτο­συνειδησίας, διότι ἀφαιρεῖται τό δόγμα περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τό δόγμα «εἷςΚύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[18].  

 Ἡ λεγομένη «Σύνοδος» τῆς Κρήτης κατεστάθη σύμμαχος καὶ προαγωγὸς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι, οἱ λέξεις «αἵρεση» καί «αἱρετικός» δὲν ὑπάρχουν οὔτε μία φορὰ μέσα στὰ κείμενά της, ἀμνηστεύοντάς τες οὐσιαστικῶς, καί διότι, ἀντιθέτως πρὸς ὅλες τὶς προηγούμενες ὄντως Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν καὶ ἀνεθεμάτισαν τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς, αὐτή προσπάθησε νά ἐπιβάλλει τήν ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς ἐκκλησιῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν φράση τοῦ τελικοῦ ἐπισήμου κειμένου της μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[19], πού λέει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[20].

Ἡ ἐν πολλοῖς δυσερμήνευτη καὶ ἀκατανόητη φράση «τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν» εἶναι ἀντιφατική καί ἀπαράδεκτη, διότι, ἄν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη, καί, ἄν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδόξης, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της, μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του, τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι «…αὐτὸν (τόν Χριστόν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[21]. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτερόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστη, πού τό στόμα τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, μᾶς παραδίδει, ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια», σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, καί ἡ ὕπαρξη ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλή τόν Ἴδιο, πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Γι’αὐτό κι ἐμεῖς ἀρνούμαστε κάθε ὀνοματοδοσία τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησιῶν.

Ἑπομένως, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως καὶ λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἐπιχειρησθεῖσα συνοδικὴ κάλυψη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν, ἡ σύναξη μιᾶς μειοψηφίας ἐπισκόπων στὴν Κρήτη δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ οὔτε Σύνοδος, οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη. Ἡ Κολυμπάρια Συνέλευση, ὡς θετικῶς διακειμένη πρός τίς αἱρέσεις, δέν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία, ἀλλά στήν ἀπώλειά της.

Ἑπομένως, ἡ ἀγωνία καί ἡ ἀνησυχία, πού ἐκφράζονται μέ τήν ἐπιστημονική καί θεολογική κριτική κατά τῆς λεγομένης «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἐκ μέρους Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίων, Ἱεραρχῶν, κληρικῶν, μοναχῶν, ἐγκρίτων θεολόγων, ἐπιστημόνων καί λαϊκῶν, μιμουμένη καί στοιχοῦσα τήν γραμμή τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἀποσκοπεῖ ἀποκλειστικά καί μόνο στήν διασφάλιση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Μπροστά στόν ἐμφανῆ καί σοβαρώτατο αὐτόν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, ἄς φροντίσουμε νά μήν μολυνθοῦμε καί μιανθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποφεύγοντας κάθε ἠθελημένη, σχεδιασμένη καί προσευχητική ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Ἄς ἀφυπνιστοῦμε ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν ἀδιαφορία μας. Μή μένουμε προσκολημένοι μόνο στά ὑλικά ἀγαθά, στά χρήματα, τά κτήματα καί τήν σάρκα. Ἄς κρατήσουμε τήν πίστη μας, τήν Ὀρθοδοξία, γιά νά μήν χάσουμε, μαζί μέ τήν πρόσκαιρη ἐθνική μας πατρίδα, καί τήν αἰώνια, τήν ἀληθινή πατρίδα μας, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί τέλος, ἄς πέσουμε στά γόνατα καί ἄς προσευχόμαστε στόν Χριστό νά καταπαύσει τήν τρικυμία, νά καταστείλει τίς ἐπαναστάσεις τῶν αἱρέσεων καί νά ἐπισυναγάγει ὅλους τούς πεπλανημένους καί αἱρετικούς μέσα στήν Ἁγία Του Ἐκκλησία, γιατί μόνο αὐτό συνιστᾶ τήν ἀληθινή ἕνωση.


[1] Πράξ. 4, 14.

[2] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ΙΓ΄ Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 357.

[3] Ὅ. π., σσ.  587-590.

[4] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σ. 368.

[5] Ὁ. π., Ἁγίου Ἀθανασίου λθ΄ ἑορταστική ἐπιστολή, σ. 583. 

[6] Ὁ. π., Α΄ Κανών τῆς ΣΤ΄, σ. 217.

[7] Ὁ. π., σσ. 587-588.

[8] Ὁ. π., νζ΄ Καρθαγένης, σ. 491.

[9] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σσ. 368-369.

[10] Ὁ. π., ξστ΄ Καρθαγένης, σσ. 495-496.

[11] Ὁ. π., ξθ΄ Καρθαγένης, σ. 498.

[12] Ὅ., π., ιστ΄ Ζ΄Οἰκ. Συν., σ. 335.

[13] Ὅ. π., λε΄ Λαοδικείας., σ. 433.

[14] Ὅ. π., α΄ ΣΤ΄Οἰκ. Συν., σ. 218.

[15] Β΄ Πέτρ. 2, 1.

[16] Τοῦ ίδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 392.

[17] Τοῦ ἰδίου, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 283-284.                      

[18] Ἐφ. 4, 5.

[19] https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR

[20] Ὅ. π., παράγραφος 6

[21] Ἐφ.  1, 17-23

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2021-03-19 15:19:25%ce%bf%cf%81%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%ce%b9%cf%81%ce%b5%cf%83%ce%b7