Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
20-08-2019
1. Τί εἶναι οἱ μικτοί γάμοι
Μικτοί γάμοι καλοῦνται ἐκεῖνοι, πού τελοῦνται ἀνάμεσα σέ Ὀρθοδόξους καί αἱρετικούς (δηλ. Παπικούς, Προτεστάντες, Διαμαρτυρομένους, Λουθηρανούς, Καλβινιστές, Ἀγγλικανούς, Μεθοδιστές, Βαπτιστές, Εὐαγγελιστές, Πρεσβυτεριανούς, Μονοφυσίτες – Ἀντιχαλκηδονίους, Αἰθίοπες, Ἀρμενίους, Ἰακωβῖτες, Κόπτες κ.ἄ.) ἤ ἀλλοθρήσκους (δηλ. Μωαμεθανούς, Ἰουδαίους, Βουδιστές κ.ἄ.) ἤ ἀπίστους (ἀποκρυφιστές, νεοεποχίτες, μασόνους κ.ἄ.). Οἱ μικτοί γάμοι εἶναι ἕνα ἀπό τά μέσα, μέ τά ὁποῖα προσπαθεῖ ἡ ἀντίχριστη λεγομένη «Νέα Ἐποχή», ἡ «Νέα Τάξη Πραγμάτων» καί ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά νοθεύσει καί νά ἀλλοιώσει τήν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Μέ τούς μικτούς γάμους προωθεῖται καί ἐφαρμόζεται ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός. Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων σημαίνει ἀναγνώριση τοῦ ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος καί τῶν ἄλλων μυστηρίων τοῦ αἱρετικοῦ καί κατ’ἐπέκτασιν ἀναγνώριση ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης, Χάριτος καί μυστηρίων στήν αἵρεση. Στούς αἱρετικούς, ὅμως, δέν ὑφίστανται τά ἀνωτέρω, καί ἄρα εἶναι ἀβάπτιστοι. Πῶς, λοιπόν, ἕνας ἀβάπτιστος καί μή μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο εἰσάγεται στόν Ὀρθόδοξο Ναό, ἀλλά καί ἱερολογεῖται ἐπ’αὐτοῦ ἕνα ἀπό τά ἱερά μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν προκειμένῳ τοῦ Γάμου, ἐφ’ὅσον αὐτός δέν ἀποτελεῖ μέλος Της καί ἐφ’ὅσον τά μυστήρια τελοῦνται ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τά μέλη Της; Δέν εἰσάγονται ἔτσι στόν Ὀρθόδοξο χῶρο οἱ ἀντορθόδοξες καί κακόδοξες οἰκουμενιστικές ἀρχές τῆς λεγομένης βαπτισματικῆς «θεολογίας» καί τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων; Καί ἐφ’ὅσον συμμετέχει σ’ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιατί νά μήν μπορεῖ νά συμμετέχει καί στά ὑπόλοιπα μυστήρια καί δή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί νά κοινωνήσει μάλιστα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ;
2. Κολυμπάρια ψευδοσύνοδος καί μικτοί γάμοι
Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016) παρέσχε, δυστυχῶς, τήν δυνατότητα τελέσεως μικτῶν γάμων. Στό τελικό ἐπίσημο κείμενό της μέ τίτλο «Τό μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» στήν § ΙΙ 5 γράφονται τά ἑξῆς :
«Περί τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως
i. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου).
ii. Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως νά ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
iii. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν»[1].
3. Κανονική ἀκρίβεια καί μικτοί γάμοι
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν κανονική ἀκρίβεια τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως θα δοῦμε πιο κάτω, οἱ μικτοί γάμοι ἀπαγορεύονται. Ὅταν ἕνας Ὀρθόδοξος θέλει νά ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν μέ ἕναν αἱρετικό, ἀλλόθρησκο ἤ ἄπιστο, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά τονίσει μέ ἀγάπη ὅτι ἡ τέλεση ἑνός τέτοιου γάμου πρέπει ὁπωσδήποτε νά διέλθει ἀπό τήν βασική προϋπόθεση ὅτι τό αἱρετικό, ἀλλόθρησκο ἤ ἄπιστο μέλος πρέπει νά ἀποκηρύξει τήν αἵρεση καί τήν πλάνη του γραπτῶς καί προφορικῶς, νά κατηχηθεῖ, νά βαπτισθεῖ, νά συμφωνήσει ὅτι τά παιδιά θά βαπτιστοῦν καί θά ἀνατραφοῦν μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί ἔπειτα νά τελεσθεῖ ὁ γάμος.
4. Οἱ Ἱεροί Κανόνες γιά τούς μικτούς γάμους
Ἄς δοῦμε τῶρα ποιοί Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στό θέμα, πού μᾶς ἀπασχολεῖ.
Σύμφωνα μέ τόν ιδ΄ Ἱερό Κανόνα τῆς Δ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν ἐπιτρέπεται ὁ Ἀναγνώστης καί ὁ Ψάλτης νά λαμβάνει γυναίκα ἑτερόδοξη – αἱρετική. Ὅσοι γέννησαν παιδιά ἀπό τέτοιο παράνομο γάμο, ὀφείλουν νά τα φέρνουν στήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄν τά βάπτισαν μέ τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, δηλ. ἄν τό αἱρετικό ἐκεῖνο βάπτισμα, στό ὁποῖο βαπτίσθηκαν, δέν ἦταν διαφορετικό ἀπό τό ὀρθόδοξο κατά τήν ὕλη καί τό εἶδος, ἀλλά εἶναι ἀποδεκτό στήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τότε νά τά χρίουν μόνο μέ τό μύρο, ὅπως λέει ὁ Ζωναράς. (Το ὀρθότερο, ὅμως, καί ἀσφαλέστερο εἶναι νά βαπτίζονται, ἐπειδή ὅλων των αἱρετικῶν τό βάπτισμα εἶναι μόλυσμα καί ὄχι βάπτισμα, σύμφωνα μέ τους μστ΄, μζ΄ καί ξη΄ Ἀποστολικούς Κανόνες). Ἐάν, ὅμως, τό βάπτισμα ἐκεῖνο δέν εἶναι ἀποδεκτό, ὀφείλουν νά τά ἀναβαπτίζουν. Καί ἄν δέν τά βάπτισαν ἀκόμη, νά μήν τά βαπτίζουν πλέον στό αἱρετικό βάπτισμα, οὔτε νά τά συνάπτουν σέ γάμο μέ αἱρετικό, δηλαδή ἤ μέ Ἰουδαῖο ἤ μέ Ἕλληνα ἄπιστο καί εἰδωλολάτρη. Ἄν, ὅμως, ὁ αἱρετικός ὑπόσχεται νά γίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἄς γίνει πρῶτα κατά τήν ὑπόσχεσή του καί τότε νά τελειώνεται ὁ γάμος. Ὅποιος παραβεῖ τά ἀνωτέρω, νά εἶναι ὑποκείμενος στά ἐπιτίμια τῶν παραπάνω Ἀποστολικῶν Κανόνων[2].
Ὁ οβ΄ Ἱερός Κανών τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου διορίζει ὅτι δέν εἶναι συγχωρημένο νά παίρνει Ὀρθόδοξος ἄνδρας αἱρετική γυναίκα ἤ Ὀρθόδοξη γυναίκα αἱρετικό ἄνδρα. Ἄν κάποιος τό κάνει αὐτό, νά εἶναι ὁ γάμος ἄκυρος καί τό παράνομο αὐτό συνοικέσιο νά χωρίζεται, διότι δέν πρέπει νά ἑνώνεται ποτέ ὁ λύκος μέ τό πρόβατο καί ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν καί αἱρετικῶν μέ τήν μερίδα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅποιος παραβεῖ τόν παρόντα κανόνα, νά ἀφορίζεται. Ἐάν, ὅμως, καί τά δύο μέρη, ἐνῶ εἶναι ἄπιστα καί συζεύχθηκαν στήν ἀπιστία καί ὁμοθρησκεία, ἔπειτα τό ἕνα μέρος πίστεψε στόν Χριστό, τό ἄλλο ἔμεινε στό σκότος τῆς ἀπιστίας, ἄν τό ἄπιστο μέρος εὐχαριστεῖται νά συγκατοικεῖ μέ τό πιστό, ἄς μή χωρίζεται, καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ θ΄ Ἱερός Κανών τοῦ Μ. Βασιλείου, πρῶτον γιατί ἁγιάσθηκε ὁ ἄπιστος ἄνδρας, συγκατοικῶντας μέ τήν πιστή γυναίκα καί ἁγιάσθηκε ἡ ἄπιστη γυναίκα, συγκατοικῶντας μέ τόν πιστό ἄνδρα, καί δεύτερον γιατί ἴσως ἀπό αὐτή τήν συγκατοίκηση ὁδηγηθεῖ καί τό ἄλλο μέρος πρός τήν εὐσέβεια. Γιατί, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιφέρει: «Τί γάρ οἶδας, γύναι, εἰ τόν ἄνδρα σώσεις; Καί τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τήν γυναίκα σώσεις»[3];
«Ἐνῶ ὁ 72ος Κανόνας τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θέτει τίς ἐκκλησιολογικές–δογματικές προϋποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἡ ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης – ὅλως ἀντικανονικῶς καί ἀναρμοδίως – δίνει τήν δυνατότητα στίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νά ἀποκλίνουν ἀπό τήν περί τῶν μυστηρίων δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ προταθεῖσα εἰσήγηση τῶν μικτῶν γάμων ὡς οἰκονομία – πέρα ἀπό τήν ἀντικανονικότητα καί τήν παρανομία της, ἀλλά καί τό ὀξύμωρο τῆς σχετικοποιήσεως ἑνός Κανόνα (72) Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ἔκτης) ἀπό ἥσσονα «Σύνοδο», στήν ὁποία παραπέμπει τό θέμα – εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη, ἐκκλησιολογικῶς. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνιστᾶται αὐστηρῶς ἀπό τόν 72ο Κανόνα ἡ ἀκύρωση καί ἡ διάλυση αὐτοῦ τοῦ γάμου, ὡς παράνομη ἐκκλησιολογικῶς συμβίωση. Ἡ περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση τοῦ Κανόνα, δέν ἀφήνει καθόλου περιθώρια γιά ὁποιαδήποτε οἰκονομία. «Οὐ γάρ χρή τά ἄμικτα μιγνῦναι», σημειώνει ὁ Κανόνας, «οὐδέ τῷ προβάτῳ τόν λύκον συμπλέκεσθαι, καί τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τόν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δε παραβῇ τις τά παρ’ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δέν εἰσηγεῖται, δηλαδή, ὁ 72ος Κανόνας οἰκονομία, ἀλλά ἐφιστᾶ τήν προσοχή γιά τήν σοβαρότατη παρανομία. Ἡ παρέκκλιση ἀπό τόν συγκεκριμένο Κανόνα συνιστᾶ σοβαρότατη Κανονική παρανομία καί «παραοικονομία», πού ἔχει, ἐπίσης, σοβαρότατες ἐκκλησιολογικές συνέπειες, ἀφοῦ ἀναμειγνύει τά ἄμικτα σέ «ἄμικτη μίξη», «συμπλέκει» ἐκκλησιολογικῶς τό «πρόβατο» μέ τόν «λύκο» καί τήν «μερίδα» τοῦ Χριστοῦ μέ τόν «κλῆρο» τῶν ἁμαρτωλῶν. Τέτοια, ὅμως, μίξη εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητη καί θεολογικῶς καί πνευματικῶς ἀπαράδεκτη»[4].
Ὁ ι΄ Ἱερός Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι δέν πρέπει οἱ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τόσο οἱ Κληρικοί, ὅσο καί οἱ λαϊκοί Ὀρθόδοξοι νά παντρεύουν τά παιδιά τους μέ αἱρετικούς, χωρίς νά κάνουν καμμία διαφορά Ὀρθοδόξου ἀπό αἱρετικό.
Ὁ λα΄ Ἱερός Κανών τῆς ἰδίας Συνόδου λέγει ὅτι δέν πρέπει οἱ Χριστιανοί νά δίδουν σέ κανένα αἱρετικό τούς υἱούς καί τίς θυγατέρες τους πρός γάμου κοινωνία, γιά νά μήν τούς μεταστρέψουν ἀπό τήν ὀρθή πίστη στά κακόδοξα δόγματά τους, ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνουν αὐτοί ἀπό τούς αἱρετικούς, ἐάν, ὅμως, αὐτοί ὑποσχεθοῦν καί μετατεθοῦν πρῶτα ἀπό τήν αἵρεση στήν Ὀρθοδοξία[5].
Ὁ κθ΄ Ἱερός Κανών τῆς ἐν Καρθαγένῃ Τοπικῆς Συνόδου προστάζει τά τέκνα τῶν Ἱερωμένων καί Κληρικῶν νά μήν παντρεύονται μέ γυναῖκες, τόσο τῶν ἀπίστων, ὅσο καί τῶν αἱρετικῶν[6].
Σύμφωνα μέ τό Κανονικό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, πού βρίσκεται στόν παλαιό χειρόγραφο Κώδικα, «ἐάν τινάς πέσῃ μέ ἐθνικήν γυναίκα, ἤγουν Ἑβραίαν, ἤ Τούρκισσαν, ἤ καί Αἱρετικήν˙ ἐάν μέν δέν εἶχε γυναίκα νόμιμον, τρεῖς χρόνους κανονίζεται νά ἀπέχει τῆς Κοινωνίας, ξηροφαγῶν μετά τήν ἐννάτην, καί ποιῶν καθ’ἑκάστην μετανοίας διακοσίας. Παρομοίως νά ἐπιτιμᾶται, καί ἐάν γυνή, ἡ μή ἔχουσα ἄνδρα νόμιμον, πέσῃ μέ Ἑβραῖον, ἤ Τοῦρκον, ἤ καί Αἱρετικόν. Ἐάν δέ ὁ ἄνδρας εἶχε γυναίκα, καί ἡ γυνή εἶχεν ἄνδρα, ἔπειτα ἔπεσαν μέ τά τοιαῦτα ἐθνικά πρόσωπα καί αἱρετικά, τέσσαρας, ἤ πέντε χρόνους κανονίζονται, ξηροφαγοῦντες καθ’ἑκάστην, καί ποιοῦντες μετανοίας διακοσίας πεντήκοντα»[7].
5. Ἡ σύγχρονη πραγματικότητα
Ἐνῶ αὐτά προστάζει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέσῳ τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, στήν ἁγιοτόκο καί ἡρωοτόκο Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα καί πολύ περισσότερο στήν ὁμογένεια τῆς διασπορᾶς, ἡ σύγχρονη πραγματικότητα δείχνει ὅτι οἱ μικτοί γάμοι, ὡς ἔκτροπα, κακῶς τείνουν νά καταντήσουν θεσμός καί γίνoνrαι ἀνεκτοί σέ κάποιο βαθμό. Ἀλλά, εἶναι φοβερό νά νομιμοποιεῖται καί νά ἀμνηστεύεται αὐτό, τό ὁποῖο δέν εἶναι σωστό.
Ὑπάρχει, ἐπίσης, τό ἀπαράδεκτο καί ἀντικανονικό φαινόμενο τό μυστήριο τοῦ Γάμου τοῦ ὀρθοδόξου μέ τόν αἱρετικό νά τελεῖται στόν ὀρθόδοξο ἤ στόν αἱρετικό ναό ταυτόχρονα ἀπό ἕναν ὀρθόδοξο ἱερέα καί ἀπό ἕναν αἰρετικό ψευδοϊερέα καί ὁ ἕνας νά διαβάζει τόν Ἀπόστολο, ὁ ἄλλος τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας τήν μία εὐχή, ὁ ἄλλος τήν ἄλλη εὐχή, ὁ ἕνας νά κάνει τόν ἀρραβῶνα, ὁ ἄλλος τήν στέψη κ.ο.κ.
6. Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί μικτοί γάμοι
Στήν Ἑλλάδα ὁ γάμος Ὀρθοδόξου μέ ἑτερόδοξο χριστιανό ἐπετράπη μέ τόν ἀπό 15-10-1861 νόμο χuσσ΄ «περί μικτῶν γάμων». Αὐτός, ὅμως, καταργήθηκε μέ τήν εἰσαγωγή τοῦ ἀστικοῦ κώδικα (ἄρθρο 75) καί ἰσχύει τό ἄρθρο 1367 τοῦ ἀστικοῦ κώδικα, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ μικτός γάμος εἶναι ἔγκυρος, ἐφ’ὅσον ἱερολογηθεῖ ἀπό ὀρθόδοξο ἱερέα[8].
Ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (2011 – 2015) σχετικά με τους μικτούς γάμους ἔχει ἀποφανθεῖ τά ἑξῆς :
« “Εἰ τίς ἀδελφός γυναῖκα ἔχει ἄπιστον καί αὐτή συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτοῦ, μή ἀφιέτω αὐτήν. καί γυνή ἥτις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον καί αὐτόν συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτῆς, μή ἀφιέτω αὐτόν, ἡγίασται γάρ ὁ ἀνήρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καί ἡγίασται ἡ γυνή ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί”. (Παῦλος, πρός Κορινθίους Α΄ κεφ. Ζ΄ 12, 13 καί 14)
Τό ζήτημα τῶν μετά “ἀπίστων” καί ἑτεροδόξων “χριστιανῶν” (αἱρετικῶν, σχισματικῶν, παρασυναγώγων) συναπτομένων γάμων, τῶν μεικτῶν γάμων ὡς εἴθισται νά λέγωνται, ἀπησχόλησε τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων.
Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἀπηγόρευε – καί ἀπαγορεύει διά κανονικῶν αὐτῆς διατάξεων – τόν μετά ἀπίστων (κανών ΚΑ΄ (ΚΘ΄) τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου) καί αἱρετικῶν (Ζ΄, ΛΑ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ΚΑ΄ (ΚΘ΄) Καρθογένῃ, ΙΔ΄ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου καί ΟΒ΄ τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου) γάμον. Οὐχ ἧττον, μεταγενέστέρως, καί δή σήμερον, τόν μετά τῶν σχισματικῶν καί ἑτεροδόξων γάμον – καίτοι ἀπαντῶσι κανόνες βαρεῖς, ἐξομοιοῦντες τούτους πρός τούς αἱρετικούς, ὡς ὁ ζ΄ κανών τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου – ἐπέτρεψε καί ἐπιτρἐπει, ἐνεργοῦσα κατ’ οίκονομίαν καί συγκατάβασιν, εὐελπιστοῦσα πάντοτε ὅτι ὁ ἐκ τῶν δύο συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν ὀρθόδοξος, ἤθελεν ἐπαναφέρει εἰς τήν ὀρθήν πίστιν τόν ἀποσχισθέντα σύζυγον, “ἵνα μή δια τήν ἀκρίβειαν ὀκνηροτέρους τούτους ποιήσωμεν εἰς τό προσέρχεσθαι τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ”.
Δεδομένου δ’ ὅτι ἡ Ἐκκλησία, χρωμένη ἄκρᾳ οἰκονομίᾳ, ἐπέτρεπε τήν σύναψιν μεικτῶν γάμων, ἀναμφισβήτητον τυγχάνει ὅτι, ὀσάκις ἐπρόκειτο νά εὐλογήσῃ τοιοῦτον γάμον, ἀπήτει πάντοτε νά πληροῖ οὗτος τάς προϋποθέσειες καί τούς ὅρους τοῦ κανονικοῦ ὀρθοδόξου γάμου, ἤτοι εὐλογίαν τοῦ μυστηρίου ὑπό κανονικοῦ ὀρθοδόξου ἱερέως καί ἀνατροφήν τῶν τέκνων κατά τό ὀρθόδοξον δόγμα.
Τό πνεῦμα τῆς ἐπιεικείας δέν ἄφησεν ἀνεπηρέαστον τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία, ἀπό τῶν πρώτων ἐμφανισθεισῶν περιπτώσεων μεικτογαμιῶν, ἐφήρμοσε μεγάλην “οἰκονομίαν”, δεχόμενη τήν σύναψιν τοιούτων μεικτῶν γάμων, ἐπί τῇ χρηστῇ ἐλπίδι ὅτι καί τό ἑτερόδοξον μέλος, θά ἀσπασθῇ τήν ἀληθῆ τοῦ Κυρίου διδασκαλίαν, ἐφ’ ὅσον ὅμως καί καθ’ ὅσον θά ἐτηροῦντο – ἐπί ποινῇ ἀκυρότητος – αἱ παλαιόθεν ἰσχύουσαι ἀκόλουθοι αὐστηραί προϋποθέσεις:
Α) Τό μή ὀρθόδοξον μέλος δέον :
νά προσαγάγῃ “παρά τῆς ἐξ ἧς ἐξήρτηται ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς” δήλωσιν ὅτι εἶναι ἐλεύθερον νά συνάψῃ γάμον, μή ἔχον ἀνατρεπτικόν κώλυμα.
νά ὑπογράψῃ καί καταθέσῃ παρά τῇ ὀρθοδόξῳ ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ, ἥτις θά ἐκδώσῃ τήν ἄδειαν γάμου, ἔγγραφον “ὑποσχετικόν”, ὅτι θά βαπτίσῃ καί ἀναθρέψῃ τά τέκνα του κατά τό ὀρθόδοξον δόγμα, καί ὅτι διά πᾶσαν συζυγικήν διαφοράν θά ὑπάγηται εἰς τό οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τά δικαστήρια καί τούς νόμους αὐτοῦ. Ἐπί τῇ βάσει τῶν προμνησθέντων ἐγγράφων (δηλώσεως, ὑποσχετικοῦ καί ἐπισυναπτόμενου συνήθως ἐγγυητικοῦ τοῦ ἁρμοδίου ἱερέως ἤ προϊσταμένου Ἀρχιερέως) ἐκδίδεται ἡ ἀπαιτούμενη ἄδεια γάμου. Μεθ’ ὅ
Β) ὀρθόδοξος κανονικός ἱερεύς δέον νά εὐλογήσῃ τόν γάμον.
Τοῦτο ὑπῆρξεν ἀπ’ ἀρχῆς τό πνεῦμα τῆς κατ’ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τούς μεικτούς γάμους, καί ἀνέκαθεν ἐφήρμοσεν ἐπί αἰῶνας, καί ἐτηρήθη ὑπό πασῶν τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἵτινες οὐδαμῶς ἀπεμακρύνθησαν αὐτῆς. καί δυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι ἀπετέλεσε δίκαιον, καί δή καί δίκαιον ἀσφαλές καί ἀδιάσειστον, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐφρόντισαν πᾶσαι αἱ νομοθεσίαι τῶν ὀρθοδόξων Κρατῶν νά προσαρμόσουν τήν περί τῶν μεικτῶν γάμων ἀκολουθητέαν διαδικασίαν.
Ἐν ὄψει τῶν τοιούτων δεδομένων, ἡ ἐπί τῶν Νομοκανονικῶν ζητημάτων Συνοδική Ἐπιτροπή κατά τά παγίως πλέον καθιερωμένα Συνοδικῶς, ἀπεφάνθη ὅτι οἱ μεικτοί γάμοι δύνανται νά τελῶνται ὑπό τάς κάτωθι προϋποθέσεις :
α) διαπίστωσιν τοῦ βαπτίσματος τοῦ ἑτεροδόξου μέλους (εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος) καί τῆς ἐλευθερογαμίας αὐτοῦ (πιστοποιητικού ἀγαμίας) ἐγκύρως βεβαιουμένων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἥν οὗτος ἤ αὕτη ἀνήκει καί
β) ρητήν γραπτήν δήλωσιν ὅτι τά γεννηθησόμενα τέκνα θά βαπτισθοῦν καί θά ἀνατραφοῦν κατά τό ὀρθόδοξον δόγμα»[9].
7. Εὔλογη προβληματική
Ἡ ἄποψη ὅτι, ὅταν δηλώσει ὁ αἱρετικός ὅτι τά παιδιά, πού θα προκύψουν ἀπό τόν μικτό γάμο, θά βαπτιστοῦν καί θα ἀνατραφοῦν μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα, τότε μπορεῖ νά ἱερολογηθεῖ αὐτός ό Γάμος, εἶναι προβληματική. Διότι, εὐλόγως τίθενται τά ἑξῆς ἐρωτήματα : α) Ἄν ὁ αἱρετικός δέν θέλει νά κάνει παιδιά, τότε ἔχει νομιμοποιηθεῖ ἐκκλησιαστικά τό μυστήριο; Ἔχει γίνει δηλαδή μυστήριο εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν; Ἀφοῦ ὁ γάμος εἶναι εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, γεννᾶται τό ἐρώτημα : Πῶς θά γίνει αὐτή ἡ ἀναφορά στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αἱρετικός; Πῶς μπορεῖ νά εἰσερχεται δι’ ἄλλης ὁδοῦ στην Ἐκκλησία καί νά γίνεται τό μυστήριο; Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας δέν γίνονται. Ἐντός Ἐκκλησίας γίνovται γιά τούς πιστούς. Δέν γίνoνται γιά τούς μή πιστούς. β) Ἐάν δέν κάνει παιδιά, παρ’ ὅτι θέλει νά κάνει, δέν παραμένει πάλι τό πρόβλημα καί αὐτός θά ἔχει ὡς κοινό παρανομαστή τήν νομιμοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γάμου του; Αὐτό, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά τό πεῖ ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία τίθεται ὡς προμετωπίδα ὁ Κανών τῆς ‘Εκκλησίας καί μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου (72ος Στ΄)[10].
8. Οἱ μικτοί γάμοι ὡς πηγή ποικίλων προβλημάτων στήν πρακτική καθημερινή ζωή τῶν συζύγων καί στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν
«Στήν ἐποχή μας παρουσιάζονται ἀρκετές περιπτώσεις ὀρθοδόξων νέων, πού συνάπτουν σχέσεις μέ αἱρετικούς, ἀλλοθρήσκους καί ἀλλοεθνεῖς (συνήθως συμφοιτητές καί συναδέλφους τους), πού συχνά καταλήγουν σέ μικτό γάμο.
Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι μετά τήν στέψη τῶν νεονύμφων μαγικῷ τῷ τρόπῳ ὅλα θά ἐξελιχθοῦν «κατ’εὐχήν» ἤ ὅπως τά φαντάσθηκαν οἱ ἴδιοι, ἰδίως ἐάν πρόκειται γιά γάμο μέ ἀλλόθρησκο. Ὁ γάμος δέν ἐπηρεάζεται μόνο ἀπό τήν «ἀγάπη» τῶν δύο μελλονύμφων, τούς θερμούς ἐνδεχομένως ἔρωτες ἤ τήν διαφαινόμενη σύμπτωση χαρακτήρων καί ἐνδιαφερόντων, ἀλλά καί ἀπό τίς ἀρχές καί συνήθειες τοῦ καθενός, πού ὅλες ἐμφανίζονται μετά τόν γάμο. Ἐξαιτίας τῶν συμπτώσεων αὐτῶν πολλά τέτοια ζευγάρια παραβλέπουν ἤ ἀγνοοῦν τίς συνέπειες, πού μποροῦν νά προκύψουν ἀπό τήν διαφορετική πίστη τους. Μετά τήν στέψη καί ἰδίως μετά τήν τεκνογονία θά παρουσιασθεῖ πληθώρα ἀπρόβλεπτων προβλημάτων, τά ὁποῖα θά ἀναγκασθοῦν νά ἀντιμετωπίσουν ἀκριβῶς λόγῳ τῆς διαφορετικῆς νοοτροπίας, ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τοῦ αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου συντρόφου τους, ἀλλά καί τῶν συγγενῶν. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναφέρει : «Ὀργώνεται σωστά τό χωράφι μέ ζευγμένα στό ἀλέτρι ἕνα μοσχάρι καί μία ὄνο; Μή ζευγαρώνετε στό κοπάδι σας ζῶα διαφορετικοῦ εἴδους. Μή σπέρνετε τό χωράφι σας μέ σπόρους δύο εἰδῶν καί μή φορᾶτε ροῦχα φτιαγμένα μέ νήματα δύο εἰδῶν»[11]. Ὅταν θά περάσουν οἱ προγαμιαῖες εὔφορες καταστάσεις καί θά προσγειωθοῦν στήν πεζή καθημερινή πραγματικότητα «ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ», χωρίς ὑποκρισίες, πῶς θά μπορέσει τό Ὀρθόδοξο μέλος, πού μέσα στίς φλέβες του τρέχει αἷμα ἡρώων καί ἁγίων, νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀρχές, τίς συνήθειες, τίς παραδοξολογίες, ἀλλά καί δεισιδαιμονίες, πολλές φορές, τοῦ αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου συντρόφου του;
Πῶς θά ἀντέξει τίς ἰδιοτροπίες τῶν γονέων ἤ συγγενῶν, ὅταν θά ἐπεμβαίνουν στήν ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ τους ἀντορθόδοξα;
Πῶς θά ἀντιμετωπίσει τήν ἐνδεχόμενη ἄρνηση λόγῳ χρόνου ἤ ἐξόδων τῆς ἐπιθυμίας του νά ἐπισκεφθοῦν (ἐάν ζοῦν ἐκτός Ἑλλάδος) τούς Ὀρθοδόξους γονεῖς τους; (Φυσικά οὔτε καί αὐτοί θά εἶναι εὔκολο νά ἐπισκέπτονται τό νέο ζευγάρι σέ κάποια ἀνάγκη ἤ χαρά τους).
Καί πῶς θά αἰσθάνονται, ὅταν θά βλέπουν τά παιδιά τους νά ἀμφιταλαντεύονται καί νά διχάζονται ἀπό ὅσα βλέπουν καί ζοῦν μέσα στίς διαφορετικές νοοτροπίες καί συμπεριφορές τῶν γονέων τους;
Ἐάν ὁ αἱρετικός, ἀλλόθρησκος ἤ ἄπιστος βαπτίσθηκε, δέν σημαίνει ὅτι ἀπέκτησε καί τή νοοτροπία τοῦ χριστιανοῦ καί ξέχασε τή νοοτροπία καί τίς συνήθειες, μέ τίς ὁποῖες γαλουχήθηκε ἀπό μικρό παιδί. Ἐκτός ἐάν βαπτισθεῖ 1 ἕως 3 χρόνια πρίν τόν γάμο του καί ἀποδείξει μέ τή ζωή του κοντά σέ ἔμπειρο Πνευματικό ὅτι ἀρνεῖται τήν παλαιά ζωή καί εἰλικρινά προσπαθεῖ νά ζήσει τή νέα χριστιανική πνευματική ζωή. Ἄν πάλι παρακάμφθηκε ἡ βάπτιση μέ τέλεση πολιτικοῦ γάμου, τόσο τό χειρότερο γιά τό ὀρθόδοξο μέλος. Διότι, πρό τοῦ γάμου μπορεῖ νά μήν προκύπτουν ἤ νά παραθεωροῦνται οἱ ἰδιοτροπίες καί ἰδίως τά θρησκευτικά ἤθη καί ἔθιμα, ἀλλά στίς γέννες, στά βαπτίσια καί στίς λοιπές θρησκευτικές ἐκδηλώσεις τῆς θρησκείας του πῶς θά ἀντιδράσει τό ὀρθόδοξο μέλος καί πῶς θά τά ἀνεχθεῖ;
Εἶναι δυνατόν ὁ ὀρθόδοξος νέος ἤ νέα νά συνεννοηθεῖ εὔκολα μέ τό αἱρετικό, ἀλλόθρησκο ἤ ἄπιστο ταίρι του, χωρίς νά «ἐπαναστατήσει», ὅταν αὐτό θά σκέπτεται καί θά ἐνεργεῖ (σέ κρίσιμα προβλήματα του ζεύγους) «λογικά», ἀνθρωποκεντρικά, ἐνῶ ὁ ζυμωμένος μέ ὀρθόδοξο φρόνημα καί ζωή θά σκέπτεται καί θά ἐνεργεῖ καρδιακά καί Χριστοκεντρικά; Βέβαια ὑπάρχουν καί πολλοί ἀδιάφοροι στήν πίστη, οἱ ὁποῖοι σήμερα δέν δίνουν καί πολλή σημασία σ’αὐτά. Ἀλλά, ὅταν δημιουργηθοῦν τά σοβαρά προβλήματα στίς σχέσεις τοῦ ζεύγους (ἀνάρμοστη συμπεριφορά, συζυγική ἀπιστία, διαζύγιο κλπ.), τότε ὅλοι ζητοῦν, ματαίως φυσικά, τήν ἐφαρμογή τῶν ἠθικῶν νόμων καί κανόνων, πού νωρίτερα παραμελοῦσαν. Γι’αὐτό καλό εἶναι νά ἀκοῦνε τούς μεγαλυτέρους τους καί νά ἔχουν, ἐάν θέλουν, λιγότερη ἐμπιστοσύνη στήν πτωχή γνώμη τους.
Καί ἐνῶ δέν μποροῦμε νά ἀποκλείσουμε παντελῶς μερικοί τέτοιοι γάμοι νά ὁλοκληρωθοῦν καί τά μέλη τους νά ζήσουν ἁρμονικά, ἔχουμε τή γνώμη ὅτι ὅλα τά ἀνωτέρω καί ἄλλα παρόμοια, πού ἀπρόβλεπτα θά προκύψουν, πρέπει νά τά σκεφθεῖ καλά ὅποιος νέος ἤ νέα σκοπεύει ἤ ἐνδέχεται νά συνδεθεῖ μέ ὁποιονδήποτε αἱρετικό, ἀλλόθρησκο ἤ ἄπιστο μέσα στήν Ἑλλάδα ἤ τό ἐξωτερικό.
Ἐάν εἶναι δύσκολο σήμερα ἕνα νέο ζευγάρι ὁμοδόξων ὀρθοδόξων χριστιανῶν νά ζήσει ἁρμονικά, πόσο δυσκολότερο εἶναι αὐτό νά συμβεῖ μέ αἱρετικούς, ἀλλοθρήσκους ἤ ἀπίστους; Χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς φιλόστοργη μητέρα, μέσῳ τῶν ἔμπειρων Πνευματικῶν, περιμένει καί πρίν ἀπό μιά τέτοια πιθανή γνωριμία καί μετά ἀπό ἕνα τέτοιο μικτό γάμο, γιά νά συμπαρασταθεῖ καί νά βοηθήσει. Ἄς μή λησμονοῦμε, τέλος, τήν συμβουλή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου : «Μή συνδέεστε στενά μέ ἀπίστους, μέ τούς ὁποίους δέν μπορεῖτε νά ἀποτελέσετε ταιριαστό ζευγάρι»[12].
[1] https://www.holycouncil.org/-/marriage?_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 196-197.
[3] Α΄ Κορ. 7, 16. Σχ. βλ. ὅ. π.,σσ. 282-283.
[4] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Ἐπιστολή πρός τήν Ι.Σ.Ι. μέ θέμα «Σύντομη ἀποτίμηση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης (19-26/6/2016), Θεσσαλονίκη 20/7/2016, https://www.katanixis.gr/2016/07/blog-post_914.html
[5] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 424, 432-433.
[6] Ὅ. π., σ. 477.
[7] Τοῦ ἰδίου, Ἐξομολογητάριον, ἔκδ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι, σσ. 146, 151.
[8] Γ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗΣ, «Αἵρεσις», ΘΗΕ 1 (1091) 1962.
[9] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/dogma/dogmatics-0005.htm
[10] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Μάρτιος 2016, σσ. 21-22. https://www.imdleo.gr/diaf/books/2016-03_OCR_Tselegides_Synodos_me_elleima.pdf
[11] Δευτ. 22, 10 καί Λευ. 19, 19.
[12] ΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΓΛΟΥ, Γνωριμία πρίν τό γάμο, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσ/κη 1990, σσ. 213-219. Σχ. βλ. ΧΡΗΣΤΟΣ Κ. ΛΙΒΑΝΟΣ, Μικτοί Γάμοι. Ἡ εὐλογία μιᾶς ἁμαρτίας,ἔκδ.Ἑλληνορθόδοξη Ἱεραποστολική Ἀδελφότητα «Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος», Τορόντο, Καναδᾶ 2001, ἔκδ. Β’, σσ. 227-236.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-09-11 16:53:16%ce%bf%ce%b9-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%bf%ce%b9-%ce%ba%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%bd%ce%b5%cf%83-%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%b5%cf%85%ce%bf%cf%85%ce%bd-%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%83-%ce%bc%ce%b9%ce%ba