Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
30-01-2024
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπιτελεῖ σήμερα λαμπρῶς καί πανηγυρικῶς τήν σύναξη τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, οὐρανοφάντορος τοῦ Μεγαλου, Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, τῶν προστατῶν τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί τῆς Ἑλληνορθοδόξου παιδείας.
Μέ ἀφορμή τό ἐπαίσχυντο νομοσχέδιο τῆς κυβερνήσεως περί λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων καί υἱοθεσίας τέκνων ἐξ αὐτῶν, τό ὁποῖο ἐπίκειται λίαν συντόμως κατά τά σχέδιά τους νά καταστεῖ νόμος ἄνομος τοῦ κράτους, καί μέ τό ὁποῖο αὐτονοήτως εἴμαστε ἀντίθετοι, θεωροῦμε ἀναγκαῖο νά παρουσιάσουμε τήν σταθερή, αἰωνία καί ἄφθιτη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν γιά τόν κολοφῶνα, τό ἀποκορύφωμα, τῶν κακῶν, τό παρά φύσιν, ἄτιμο, βδελυρό καί θεομίσητο ἁμάρτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Μεγάλο Βασίλειο, συνεχίζοντας μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί καταλήγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
1. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
α) Η 160η ἐπιστολή πρός Διόδωρο ἐπίσκοπο
Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν 160ή ἐπιστολή του πρός τόν ἐπίσκοπο Διόδωρο[1], ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Πορνεία δέ καί ἀκαθαρσία πᾶσα μηδέ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὠς πρέπει ἁγίοις»[2], δηλ. «πορνεία δέ καί κάθε εἴδους ἀκαθαρσία οὔτε νά ἀναφέρεται κατ’ ὄνομα μεταξύ σας, ὅπως ἁρμόζει στούς ἁγίους», σημειώνει : «Τῷ τῆς ἀκαθαρσίας ὀνόματι τάς τε τῶν ἀρρένων ἀρρητοποιΐας καί τάς τῶν θηλειῶν περιλαμβάνων», δηλ. «μέσα τό ὄνομα τῆς ἀκαθαρσίας περιλαμβάνει (ὁ Ἀπ. Παῦλος) καί τίς ἀκατανόμαστες πράξεις τῶν ἀρσενικῶν μεταξύ τους, ὅπως καί αὐτές τῶν θυληκῶν».
β) Ὀ ζ΄ (7ος) Κανών
Ἐπίσης, στόν Ζ΄ (7ο) Κανόνα[3] του ὁ Μ. Βασίλειος γράφει τά ἑξῆς : «Ἀρρενοφθόροι καί ζωοφθόροι καί φονεῖς καί φαρμακοί καί μοιχοί καί εἰδωλολάτραι, τῆς αὐτῆς καταδίκης εἰσίν ἠξιωμένοι, ὥστε ὄν ἔχεις ἐπί τῶν ἄλλων τύπον, καί ἐπί τούτων φύλαξον. Τούς δέ ἐν τριάκοντα ἔτεσι μετανοήσαντας ἐπί τῇ ἀκαθαρσίᾳ, ἥν ἐν ἀγνοίᾳ ἔπραξαν, οὐδ’ ἀμφιβάλλειν ἡμᾶς πρσῆκεν εἰς τό παραδέξασθαι. Ἥτε γάρ ἄγνοια συγγνώμης ἀξίους αὐτούς ποιεῖ, καί τό ἐκούσιον τῆς ἐξαγορεύσεως, καί ἠ παράστασις ἐν τοσούτῳ χρόνῳ γινομένη˙ σχεδόν γάρ ὅλην γενεάν ἀνθρώπου παρεδόθησαν τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μή ἀσχημονεῖν. Ὥστε κέλευσον αὐτούς ἤδη ἀνυπερθέτως δεχθῆναι, μάλιστα εἴ καί δάκρυα ἔχουσι δυσωποῦντά σου τήν εὐσπλαγχνίαν, καί βίον ἐπιδείκνυνται ἄξιον συμπαθείας».
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, λέγει : «Στήν ὅμοια παιδεία καί τό ἐπιτίμιο καταδικάζει ὁ παρών Κανόνας τούς ἀρσενοκοίτες καί κτηνοβάτες (περί τῶν ὁποίων βλέπε τόν ιστ΄ (16ο) Κανόνα τής ἐν Ἀγκύρᾳ Συνόδου), καί τούς φονεῖς (βλεπε τόν ξς΄ (66ο) Ἀποστολικό Κανόνα), καί τούς φαρμακούς (βλέπε τόν ξά΄ (61ο) Κανόνα τῆς ς’ (6ης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου), καί τούς μοιχούς (βλέπε τόν μη΄ (48ο) Ἀποστολικό Κανόνα καί τόν πζ΄ (87ο) τῆς στ΄(6ης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου), καί τούς εἰδωλολάτρες, δηλαδή ἤ τούς μάγους, κατά τόν Βαλσαμῶνα καί τόν Ζωναρᾶ, ἐπειδή ἐπικαλοῦνται τούς δαίμονες, ἤ κατ΄ ἄλλους, ὅσους ἐξαιτίας κάποιας περίστασης ἀρνήθηκαν τόν Χριστό καί θυσίασαν στά είδωλα (καί δές τόν ια΄ (11ο) Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Στήν ἴδια δέ παιδεία καταδικάζονται ὅλοι αὐτοί, ὄχι κατά τά χρόνια τῶν ἐπιτιμίων, γιατί ἄλλοι μέν ἀπ’ αὐτούς ἐπιτιμῶνται περισσότερα χρόνια, ἄλλοι δέ λιγότερα, ὅπως φαίνονται στούς τόπους τους καί τους Κανόνες˙ ἀλλά ἐπειδή ὅλοι αὐτοί ὑποβάλλονται σέ πολυχρόνια ἐπιτίμια, κατά τόν Ζωναρᾶ, καί ἐπειδή τοποθετοῦνταν στους τέσσερεις τόπους τῆς μετανοίας, κατά τόν Βαλσαμῶνα. Ὅσοι δέ μετενόησαν ἐπί τριάντα χρόνια γιά τήν σαρκική ἀκαθαρσία, πού ἐν ἀγνοίᾳ ἔπραξαν (ἐπειδή ἴσως σμίχθηκαν μέ γυναῖκα συγγενῆ τους, χωρίς νά ξέρουν τήν συγγένεια, ἤ κάτι ἄλλο παρόμοιο) αὐτοί άναμφιβόλως πρέπει νά γίνονται ἀποδεκτοί στήν κοινωνία τῶν Μυστηρίων γιά πολλά αἰτια˙ γιά τήν ἀγνοια τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν θεληματική ἐξομολόγησή τους, γιά τά δάκρυα καί τήν ἀξία ἐλέους ζωή, πού δείχνουν, καί γιά τό πολυχρόνιο ἐπιτίμιο, πού δοκίμασαν. Διότι, σχεδόν μία ὁλόκληρη γενεά ἀνθρώπων παραδόθηκαν στόν σατανᾶ, ἀφοῦ χωρίστηκαν ἀπό τήν κοινωνία τῶν πιστῶν, ὄπως ὁ Κορίνθιος ἐκεῖνος, πού παραδόθηκε στόν σατανᾶ, γιά νά μάθουν καί αὐτοί, ὅπως ἐκεῖνος, νά μήν κάνουν τέτοια ἀκάθαρτα ἔργα».
γ) Ὁ ξβ΄ (62ος) Κανών
Παράλληλα, ὁ Μ. Βασίλειος στόν ΞΒ΄ (62ο) Κανόνα[4] του γράφει τά ἑξῆς : «Ὁ τήν ἀσχημοσύνην ἐν τοῖς ἄρρεσιν ἐπιδεικνύμενος, τῷ χρόνῳ τοῦ ἐν τῇ μοιχείᾳ παρανομοῦντος οἰκονομηθήσεται».
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, λέγει : «Ὁ παρών Κανόνας κανονίζει τόν ἀρσενοκοίτη ὀμοίως μέ τόν μοιχό, δηλαδή ιε΄ (15) χρόνια».
δ) Ὁ νη΄ (58ος) Κανών
Τέλος, στόν ΝΗ΄ (58ο) Κανόνα[5] του ὁ οὐρανοφάντωρ πατήρ γράφει τά ἑξῆς : «Ὁ μοιχεύσας, ἐν ιε΄ ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν Ἁγιασμάτων. Οἰκονομηθήσεται δέ τά ιε΄ ἔτη ἐπ’ αὐτῷ οὕτως. Ἐν δ΄ μέν ἔτεσι προσκλαίων ἔσται, ἐν ε΄ δέ ἀκροώμενος, ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων, ἐν δυσί συνεστώς ἄνευ Κοινωνίας».
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, λέγει : «Ὁ Κανόνας αὐτός κανονίζει τόν μοιχό νά ἀπέχει ἀπό τήν (Θεία) Κοινωνία γιά ιε΄ (15) χρόνια. Καί δ΄ (4) μέν χρόνια νά προσκλαίει, ε΄ (5) νά ἀκροᾶται, δ΄ (4) νά ὑποπίπτει, β’ (2) νά στέκεται μέ τούς πιστούς καί ἔτσι νά μεταλαμβάνει».
2. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
α) Ὁ λγ΄ (33ος) Λόγος πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν ΛΓ΄ (33ο) Λόγο του πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν λέγει : «Ὑμῶν δέ ποῖον δι’ ἡμᾶς κατωρχήσατο μειράκιον ἀσελγές, αἰσχρά λυγιζόμενον καί καμπτόμενον»[6]; δηλ. «ποιός, ὅμως, νέος ἀπό σᾶς, ἀνώριμος, ἐπιπόλαιος καί ἀσελγής, αἰσχρά θηλυπρεπής καί ὑποκύπτων, χόρεψε περιφρονητικά καί χλευαστικά ἐναντίον σας γιά χάρη μας»;
β) Τό η΄ (8ο) Ποίημα πρός Σέλευκον
Ἐπίσης, στό Η΄ (8ο) Ποίημά του πρός Σέλευκον[7] γράφει ὁ Τριαδικός Θεολόγος Γρηγόριος :
«Ἄλλοι δ΄ ἐκείνων ἔθνος ἀθλιώτερον,
Τῶν ἀρρένων τήν δόξαν ἐξορχούμενοι,
Μελῶν λυγισμοῖς συγκατακλῶντες φύσιν,
ἄνδρες, γυναῖκες, ἄρρενες θηλυδρίαι,
οὐκ ἄνδρες, οὐ γυναῖκες, ἀψευδεῖ λόγῳ.
Τό μέν γάρ, οὐ μένουσι˙ τό δ’ οὐκ ἔφθασαν.
Ὅ μέν γάρ ἐστιν, οὐ μένουσι τῷ τρόπῳ˙
ὅ δ’ αὖ κακῶς θέλουσιν, οὐκ εἰσίν φύσει.
Ἀσωτίας αἴνιγμα, καί γρίφος παθῶν,
ἄνδρες γυναιξί καί γυναῖκες ἀνδράσιν».
Δηλ. «Ἄλλοι ἀπό κείνους, ράτσα πολύ χειρότερη,
πετώντας ἀπό πάνω τους τήν δόξα τῶν ἀνδρῶν,
μέ τά λυγίσματα τῶν μελῶν κατατσακίζοντας τήν φύση,
ἄνδρες – γυναῖκες, ἀρσενικοί – γυναικωτοί,
ὄχι ἄνδρες, ὄχι γυναῖκες, αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός λόγος,
στό πρῶτο δέν παραμένουν, στό δεύτερο δέν ἔφθασαν,
δέν μένουν σ’ αὐτό πού εἶναι μέ τήν συμπεριφορά τους,
κι αὐτό, πού ἄπρεπα ἐπιθυμοῦν, δέν εἶναι ἡ φύση τους.
Αἴνιγμα ἀσωτίας καί γρίφος παθῶν
ἄνδρες μέσα στίς γυναῖκες καί γυναῖκες μέσα στούς ἀνδρες».
3. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
α) Ὁ γ΄ (3ος) Λόγος πρός τούς πολεμούντας τοῖς ἐπί τό μονάζειν ἐνάγουσιν
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στό ἔργο του «Πρός τούς πολεμούντας τοῖς ἐπί τό μονάζειν ἐνάγουσιν»[8], στόν 3ο Λόγο του πρός πιστό πατέρα, ἀποκαλεῖ τήν ὁμοφυλοφιλία «κολοφῶνα τῶν κακῶν». Γράφει ὁ ἴδιος : «Ἀλλ’ οὔπω τὸν κολοφῶνα τῶν κακῶν εἶπον, οὐδὲ τὸ κεφάλαιον ἐξεκάλυψα τῆς συμφορᾶς, πολλάκις μὲν ἐλθὼν εἰπεῖν καὶ ἐρυθριάσας, πολλάκις δὲ καὶ αἰσχυνθείς», δηλ. «Ἀλλ’ ἀκόμη δέν ἀνέφερα τό ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, οὔτε ἀπεκάλυψα τό κυριώτερο μέρος τῆς συμφορᾶς, διότι, ὅσες φορές ἑτοιμάστηκα, κοκκίνισα, πολλές φορές δέ καί ντράπηκα».
Καί λίγο παρακάτω στό ἴδιο ἔργο : «Καὶ εἰ πάντες, ἢ καὶ οἱ πλείους, ἐβούλοντο οὕτω ζῇν, οὐδ’ ἄν τις ἐνενόησε ταῦτα τὰ ῥήματα, οὐδ’ ἂν ὁ τῶν κακῶν τούτων ἐπεισῆλθε κολοφὼν, τὸ ζητεῖν πόθεν τὰ κακά»[9], δηλ.«Καί ἐάν ὅλοι, ἤ ἔστω οἱ περισσότεροι, ἐπιθυμοῦν νά ζοῦν ἔτσι, κανείς δέν θά σκεφτόταν αὐτά τά λόγια, οὔτε θά ἐρχόταν τό ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, τό νά ἐρευνοῦν δηλαδή ἀπό ποῦ προέρχεται τό κακό».
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἐκεινοι οἱ νέοι, πού στέργουν νά πάθουν τέτοιο πράγμα, καλύτερο ἦταν νά πέθαιναν, παρά νά λαμβάνουν τέτοια ἀτιμία. «Βέλτιον ἀποθανεῖν, ἤ ζῆν ὑβριζόμενον˙ ὅπερ ἄν εἴποις ἁμάρτημα, οὐδέν ἴσον ἐρεῖς τῆς παρανομίας ταύτης˙ Καί εἰ ἐπῃσθάνοντο τῶν γινομένων οἱ πάσχοντες, μυρίους ἄν κατεδέξαντο θανάτους, ὥστε μή τοῦτο παθεῖν»[10]. Δηλ. «Εἶναι καλύτερο νά πεθάνεις, παρά νά ζεῖς καί νά σέ βρίζουν. Ὅποιο ἁμάρτημα κι ἄν κατονομάσεις, δέν θά πεῖς τίποτε ἰσάξιο μέ τήν παρανομία αὐτή. Κι ἄν αὐτοί, πού πάσχουν ἀπ’ αὐτό, αἰσθάνονταν τά ὅσα γίνονται, θά δέχονταν νά ὑποστοῦν μύριους θανάτους, γιά νά μήν πάθουν αὐτό».
Ἀξίζει, ὅμως, νά παρατεθεῖ σέ μετάφραση ὁλόκληρο τό 8o κεφάλαιο τοῦ χρυσορρόα πατρός ἀπό τό ἐν λόγῳ ἔργο του[11].
«Ἀλλ’ ἀκόμη δέν ἀνέφερα τό ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, οὔτε τό κυριώτερο μέρος τῆς συμφορᾶς ἀπεκάλυψα, διότι, ὅσες φορές ἐτοιμάστηκα νά τό πῶ, κοκκίνησα, πολλές φορές δέ καί ντράπηκα. Ποιό, λοιπόν, εἶναι αὐτό; Διότι, πρέπει πλέον νά τό ἀποτολμήσουμε καί νά τό ποῦμε. Ἄλλωστε, θά ἦταν μεγάλη ἀνανδρία, ἐνῷ πρόκειται νά ἐκριζώσουμε ἕνα κακό, νά μή τολμᾶμε οὔτε κἄν νά μιλήσουμε γι’ αὐτό, σά νά πρόκειται ἡ σιωπή νά ἰατρεύσει ἐφ’ ἑαυτῆς τήν ἀσθένεια. Δέν θά σιωπήσουμε, λοιπόν, καί ἄν ἀκόμη πρόκειται μυριάκις νά ντραποῦμε καί νά κοκκινίσουμε. Διότι, καί ὁ ἰατρός, προκειμένου νά καθαρίσει τήν μολυσμένη πληγή, θά παραιτηθεῖ ἀπό τοῦ νά χρησημοποιήσει τόν σίδηρο καί νά βυθίσει τά δάκτυλά του στόν πυθμένα τοῦ τραύματος; Λοιπόν, οὔτε κι ἐμεϊς πρόκειται νά σταματήσουμε τόν λόγο αὐτόν, καθ’ ὅοον ἡ μόλυνση εἶναι χειρότερη.
Ποιό, λοιπόν, εἶναι τό κακό; Κάποιος παράδοξος καί παράνομος ἔρωτας εἰσῆλθε στή ζωή μας. Ἐπέπεσε ἀσθένεια βαρειά καί ἀθεράπευτη καί ἐνέσκηψε πανώλη χειρότερη ὅλων˙ ἐπινοήθηκε κάποια νέα καί φοβερή παρανομία, διότι ἀνατρέπονται, ὄχι μόνο οἱ ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί οἱ φυσικοί νόμοι. Κατήντησε, λοιπόν, ή πορνεία νά θεωρεῖται ἀσήμαντη ἀσέλγεια. Καί ὅπως στίς ὀδύνες, ὅταν ἐπέλθει βασανιστικώτερο πάθος, καλύπτει τήν ἐντύπωση τοῦ προηγουμένου, ἔτσι καί τό ὑπερβολικό μέγεθος αὐτῆς τῆς ὕβρεως κάνει τό ἀνυπόφορο, νά μήν φαίνεται πλέον ἀνυπόφορο, δηλαδή τήν ἀκολασία περί τήν γυναῖκα. Διότι, φαίνεται ὅτι εἶναι εὐχάριστο τό νά μπορέσει νά διαφύγει κανείς ἀπό τά δίκτυα αὐτά καί κινδυνεύει στό ἑξῆς νά γίνει περιττό τό γυναικεῖο φύλο, ἐφ’ ὅσον οί νέοι ἀναπληρώνουν ἀντί ἐκείνων ὅλα αὐτά, πού ἀνῆκουν σ’ ἐκείνες. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό κακό, ἀλλ’ ὅτι μέ πολλή ἐλευθερία ἀποτολμᾶται τέτοια ἀκολασία καί νομιμοποιήθηκε ἡ παρανομία. Κανείς, λοιπόν, δέν φοβᾶται καί δέν τρέμει. Κανείς δέν ντρέπεται, οὔτε κοκκινίζει, ἀλλά καί ὑπερηφανεύεται γιά τήν γελοία αὐτή πράξη, καί θεωροῦνται παράφρονες οἱ σώφρονες καί ὅτι δῆθεν παραπλανῶνται ὅσοι νουθετοῦν˙ καί ἄν μέν τύχει νά εἶναι κατώτεροι σωματικῶς, δέρνονται, ἄν δέ εἶναι ίσχυρότεροι, χλευάζονται, καταγελῶνται, περιλούονται μέ μυριάδες ἐμπαιγμούς. Σέ τίποτε δέν ὠφελοῦν τά δικαστήρια, οὔτε οἱ νόμοι, οὔτε οἱ παιδαγωγοί, οὔτε οἱ πατέρες, οὔτε οἱ ὑπηρέτες, οὔτε οἱ διδάσκαλοι. Διότι, ἄλλους μέν κατώρθωσαν νά διαφθείρουν μέ χρήματα, αὐτοί δέ ἐνδιαφέρονται πῶς ν’ ἀποκτήσουν μισθό. Ἀπό ἐκείνους δέ πού εἶναι φρονημώτεροι καί φροντίζουν γιά τήν σωτηρία αὐτῶν, πού τούς ἔχουν ἐμπιστευθεῖ, ἄλλοι μέν πολύ εὔκολα ἀποκοιμίζονται καί ἐξαπατῶνται, ἄλλοι δέ φοβοῦνται τήν δύναμη τῶν ἀνηθίκων. Ἄλλωστε, εὐκολώτερα θά μποροῦσε νά γλυτώσει κάποιος, πού ἔχει γίνει ὕποπτος ὅτι ἐποφθαλμιεῖ τό βασιλικό ἀξίωμα, παρά νά ξεφύγει ἀπό τά χέρια τῶν μιαρῶν ἐκείνων κάποιος, πού θά προσπαθήσει ν’ ἀρπάξει ἀπ’ αὐτούς τά παιδιά. Ἔτσι, σάν σέ μεγάλη ἐρημιά μέσα στίς πόλεις, διαπράττουν τήν ἀκολασία οἱ ἀρσενικοί μέ ἀρσενικούς.
Ἐάν δέ μερικοί ἔχουν ξεφύγει τίς παγίδες αὐτές, ὅμως δύσκολα θ’ ἀποφύγουν τήν κακή φήμη αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν τίς ἀσχήμιες αὐτές. Πρῶτον μέν, διότι εἶναι πάρα πολύ λίγοι καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο εὔκολα θά μποροῦσαν νά ἐπισκιάζονται ἀπό τό πλῆθος τῶν κακῶν, δεύτερον δέ, διότι καί οἱ ἴδιοι οἱ μιαροί καί μολυσμένοι ἐκεῖνοι δαίμονες, ἐπειδή δέν μποροῦν μέ ἄλλο τρόπο νά βλάψουν αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τούς περιφρόνησαν, προσπαθοῦν νά τούς τιμωρήσουν μέ τόν τρόπο αὐτόν. Διότι, ἀφοῦ δέν μπόρεσαν νά τούς πλήξουν θανασίμως, οὔτε νά ἀγγίξουν τήν ἴδια τήν ψυχήν τους, ἐπιχειρούν τουλάχιστον νά πληγώσουν τόν διάκοσμο τῆς σωφροσύνης τους, τόν ὁποῖο λαμβάνουν ἀπό τήν κοινωνία, καί νά καταστρέψουν τήν καλή ὑπόληψή τους. Γι’ αὐτό καί ἄκουσα ὅτι πολλοί παραξενεύονται, πῶς ἀκόμη καί σήμερα δέν ἔβρεξε ἄλλη πύρινη βροχή, πῶς δέν ἔπαθε ἡ πόλη μας αὐτά, πού ἔπαθαν τά Σόδομα[12], ἐνῷ εἶναι ἄξια γιά πολύ σκληρότερη τιμωρία, καθόσον δέν σωφρονίστηκε οὔτε μέ τά κακά ἐκείνων; Ἀλλά, μολονότι ἡ χώρα ἐκείνη ἐπί δύο χιλιάδες ἔτη βοᾶ μέ τήν ὄψη της δυνατώτερα καί ἀπό φωνή πρός ὅλη τήν οἰκουμένη, γιά νά μήν ἀποτολμήσει παρόμοιο ἁμάρτημα, ὄχι μόνο δέν μειώθηκε ἡ τάση αὐτῶν γιά τήν ἁμαρτία αὐτή, ἀλλά ἔγιναν καί περισσότερο αὐθάδεις, σά νά φιλονεικοῦν καί νά μάχονται μέ τόν Θεό, καί προσπαθοῦν ν’ ἀποδείξουν ἐμπράκτως ὅτι τόσο περισσότερο θά εἶναι προσκολλημένοι στά κακά αὐτά, ὅσο περισσότερο τούς ἀπειλεῖ. Πῶς, λοιπόν, δέν ἔγινε τίποτε τέτοιο, ἐνῷ τά μέν σοδομιτικά ἁμαρτήματα διαπράττονται, ὅμως δέν ἐπιβάλλονται οἱ τιμωρίες τῶν Σοδόμων; Ἐπειδή τούς ἀναμένει ἄλλο πύρ καυστικώτερο καί τιμωρία ἀτελεύτητη. Ἄλλωστε, κι ἐκεῖνοι, ἐνῷ διέπραξαν πολύ βαρύτερα ἁμαρτήματα ἀπό αὐτούς, πού καταστράφηκαν μέ τόν κατακλυσμό, ἐννοῶ τούς μετέπειτα, καμμία τέτοια ραγδαία βροχή δέν ἔγινε μετά ἀπό ἐκεῖνον. Κι ἔδω πάλι ὁ λόγος εἶναι ὁ ἴδιος. Γιατί τάχα οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ὅταν οὔτε δικαστήρια ὑπῆρχαν, οὔτε φόβος ὑπῆρχε ἀπό τούς ἄρχοντες, οὔτε νόμος νά τούς ἀπειλεῖ, οὔτε ὅμιλος προφητῶν γιά νά τούς ἐπαναφέρει στήν τάξη, οὔτε φόβος κολάσεως, οὔτε ἐλπίδα βασιλείας αἰωνίου, οὔτε ἄλλη γνώση ἀληθείας, οὔτε καί τά θαύματα, πού μποροῦν ν’ ἀναστήσουν καί τούς λίθους, πῶς, λοιπόν, ἐκεῖνοι, πού δέν ἀπήλαυσαν τίποτ’ ἀπ’ αὐτά, τιμωρήθηκαν τόσο αὐστηρά γιά τίς ἁμαρτίες τους, καί αὐτοί, πού ἔχουν συμμετάσχει σ’ ὅλ’ αὐτά και ζοῦν μέσα σέ τόσο φόβο καί θείων καί ἀνθρωπίνων δικαστηρίων, δέν τιμωρήθηκαν ἀκόμη μέχρι σήμερα μέ τίς ἴδιες τιμωρίες, ἐνῷ εἶναι ἄξιοι σκληρότερης τιμωρίας; Ἄρα, δέν εἶναι εὐνόητο καί σ’ ἕνα παιδί ὅτι τούς ἐπιφυλάσσεται αὐστηρότερη τιμωρία; Διότι, ἐάν ἐμεῖς ὀργιζόμαστε ἔτσι καί ἀγανακτοῦμε, ὁ Θεός, πού φροντίζει γιά ὅλα καί ἰδιαιτέρως γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί ἀποστρέφεται καί μισεῖ σφοδρῶς τήν κακία, πῶς θά ἀνεχόταν νά ἀποτολμῶνται αὐτά χωρίς τιμωρία;
Δέν εἶναι αὐτά ἔτσι, δέν εἶναι˙ ἀλλά, θά ἐπιφέρει πάνω τους τό παντοδύναμο χέρι του καί τήν ἀφόρητη πληγή καί τήν ὀδύνη τῶν βασανιστηρίων ἐκείνων, πού εἶναι τόσο φοβερά, ὥστε οἱ συμφορές τῶν Σοδόμων, συγκρινόμενες μέ αὐτά, νά θεωροῦνται ἀστεῖες. Διότι, ποιούς βαρβάρους, ποιό γένος θηρίων δέν ξεπέρασαν, μέ τήν μιαρή αὐτή σαρκική μίξη; Ὑπάρχει σέ μερικά ἀπό τά ἄλογα ζῶα μεγάλη γενετήσια ὁρμή καί ἐπιθυμία ἀσυγκράτητη, πού δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τήν τρέλλα. Ἀλλ’ ὅμως, δέν γνωρίζουν τόν ἔρωτα αὐτόν τοῦ ἀρσενικοῦ πρός τό ἀρσενικό, ἀλλά σταματοῦν στά ὅρια, πού ἔθεσε ἡ φύση. Κι ἄν ἀκόμη μυριάκις κοχλάζει μέσα τους τό πάθος, ὅμως δέν ἀνατρέπουν τούς νόμους τῆς φύσεως. Οἱ δῆθεν, ὅμως, λογικοί, πού γνώρισαν τήν θεία διδασκαλία καί διδάσκουν σέ ἄλλους τί πρέπει καί τί δέν πρέπει νά κάνουν καί ἄκουσαν τίς Γραφές, πού κατῆλθαν ἀπό τόν οὐρανό, συνάπτουν σχέσεις μέ τίς πόρνες, ὄχι τόσο ἀδίστακτα, ὅσο μέ τούς νέους. Ἀποτολμοῦν τά πάντα μέ τόση μανία, σά νά μήν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, μήτε νά ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τιμωρεῖ τίς παρανομίες, ἀλλά σά νά κατέλαβε τά πάντα σκότος, καί κανείς πλέον οὔτε τά βλέπει, οὔτε τ’ ἀκούει. Οἱ δέ πατέρες τῶν διαφθειρομένων παιδιῶν τά ὑπομένουν σιωπηλῶς καί δέν ἐξαφανίζονται μαζί μ’ αὐτά, οὔτε σκέπτονται καμμιά διόρθωση τοῦ κακοῦ. Διότι, κι ἄν ἔπρεπε νά μεταφέρουν τά παιδιά τους ἐξορία σέ ξένη χώρα ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ πάθους, εἰτε στή θάλασσα, εἴτε στά νησιά, εἴτε σέ ἀπάτητη γῆ, εἴτε στήν πάνω ἀπό μᾶς οἰκουμένη, δέν θά ἔπρεπε νά κάνουν τό πᾶν, καί νά ὑποφέρουν τά πάντα, ὥστε νά μή συμβοῦν αὐτές οἱ αἰσχρότητες; Κι ἄν ὑπάρχει κάπου ἕνα χωριό, πού προσβλήθηκε ἀπό ἀσθένεια καί μάλιστα χολέρα, δέν θά μεταφέρουμε ἀπ’ κεῖ τούς υἱούς, κι ἄν ἀκόμη πρόκειται νά κερδίσουν ἐκεῖ πολλά καί ἡ ὑγεία τους εἶναι ἄριστη; Τώρα, ὅμως, πού τόση διαφθορά ὐπάρχει παντοῦ, ὄχι μόνο τούς σέρνουμε πρός αὐτά τά βάραθρα, ἀλλά ἀπομακρύνουμε κι ἐκείνους, πού θέλουν νά τούς ἀπαλλάξουν σάν καταστροφεῖς. Καί πόσης ὁργής ἄξια δέν εἶναι αὐτά καί πόσων κεραυνῶν, ὅταν τό μέν λεκτικό τους προσπαθοῦμε νά τό διορθώσουμε καί νά τό καθορίσουμε μέ τήν κοσμική σοφία, τήν δέ ψυχή, πού κεῖται μέσα στόν βόρβορο τῆς ἀσελγείας καί σαπίζει διαρκῶς, ὄχι μόνο παραμελοῦμε, ἀλλά καί, ὅταν θέλει ν’ ἀνορθωθεῖ, τήν ἐμποδίζουμε;
Ἀκόμη, λοιπόν, θά τολμήσει νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι δυνατόν αὐτοί, πού εἶναι τόσο βυθισμένοι σέ τέτοιες ἁμαρτίες, νά σωθοῦν; Ἀπό ποῦ; Διότι, αὐτοί, πού διέφυγαν τήν μανία τῶν ἀκολάστων (εἶναι ὅμως λίγοι αὐτοί), τους τυραννικούς ἐκείνους ἔρωτες, πού διαφθείρουν τά πάντα, ὅμως δέν διαφεύγουν τόν πόθο τοῦ πλούτου καί τῆς δόξας. Οἱ περισσότεροι μάλιστα καταλαμβάνονται μέ μεγάλη ὁρμή καί ἀπό τά ἴδια αὐτά πάθη καί ἀπό τά πάθη τῆς ἀσέλγειας συγχρόνως. Ἔπειτα, θέλοντας νά τούς καλλιεργήσουμε τήν εὐγλωττία, δέν ἀπορρίπτουμε μόνο αὐτά, πού ἐμποδίζουν τήν παίδευση, ἀλλά δημιουργοῦμε καί αὐτά, πού τήν διευκολύνουν, διορίζοντας καί παιδαγωγούς καί διδασκάλους καί δαπανώντας χρήματα καί ἀπαλλάσσοντάς τους ἀπό τίς ἄλλες ἀσχολίες καί τονίζοντας σ’ αὐτούς, τακτικώτερα ἀπ’ ὅσο οἱ δάσκαλοι πάλης καί γυμναστικῆς στούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, ἀφ’ ἑνός μέν τήν πενία λόγῳ τῆς ἀπαιδευσίας, καί ἀφ’ ἑτέρου τόν πλούτο, πού ἀποκτᾶ κανείς ἀπό τήν μόρφωση, καί πράττοντας καί λέγοντας τό πάν καί μόνοι μας καί μέ τούς ἄλλους, ὥστε νά τούς ὁδηγήσουμε στόν σκοπό τῆς ἐν λόγῳ παιδείας, καί παρά ταύτα πολλές φορές οὔτε ἔτσι τό ἐπιτυγχάνουμε. Νομίζουμε δέ ὅτι θά προκύψει καλλιέργεια συμπεριφορᾶς καί ὀρθότητος ἀρίστου βίου, ἐνῷ ὑπάρχουν τόσα πολλά, πού τήν διακόπτουν; Καί τί χειρότερο θά μποροῦσε νά γίνει ἀπό αὐτόν τόν παραλογισμό; Τό μέν εὐκολώτερο δηλαδή νά γίνεται ἀντικείμενο τόσο μεγάλης τιμῆς καί ἐπιμέλειας, σά νά μήν εἶναι δυνατόν χωρίς αὐτήν νά κατορθωθεῖ ποτέ αὐτό, ἐκεῖνο δέ, πού εἶναι δυσκολώτερο, αὐτό νά νομίζουμε ὅτι θά μᾶς ἔλθει, ἐνῷ κοιμώμαστε, σά νά ἦταν κάτι ἀπό τά εὐτελῆ καί μηδαμινά; Διότι, ἡ παίδευση τῆς ψυχῆς εἶναι ἔργο τόσο δυσκολώτερο καί ἐπίπονο κάθε ἄλλης παιδεύσεως, ὅσο κοπιαστικώτερο εἶναι τό πράττειν ἀπό τό λέγειν καί τά ἔργα ἀπό τούς λόγους».
β) Ἡ ε΄ (5η) ὁμιλία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρεται στό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας στήν ε΄ (5η) ὁμιλία του, ὅπου ἑρμηνεύει τούς στίχους 26 καί 27 τοῦ α΄ κεφαλαίου τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[13], τήν ὁποία παραθέτουμε κατωτέρω σέ μετάφραση.
« «Γι’ αὐτό ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀτιμωτικά πάθη. Γιατί καί οἱ γυναῖκες τους ἄλλαξαν τήν φυσική σχέση μέ τήν παρά φύσιν. Κατά παρόμοιο ἀκριβῶς τρόπο καί οἱ ἄνδρες, ἀφήνοντας τήν φυσική χρήση τῆς γυναῖκας, κάηκαν ἀπό ἐπιθυμία μεταξύ τους»[14].
1. Ὅλα βέβαια τά πάθη εἶναι ἀτιμωτικά, ἰδιαίτερα, ὅμως, ἡ μανία γιά τούς ἄνδρες. Γιατί πραγματικά στά ἁμαρτήματα ἡ ψυχή ὑποφέρει περισσότερο καί καταντροπιάζεται, ἀπ’ ὅ,τι τό σῶμα στίς ἀρρώστιες. Βλέπε, ὅμως, πῶς τούς στερεῖ κι ἐδῶ τήν συγγνώμη, ὅπως ἀκριβῶς καί στά δόγματα, λέγοντας γιά τίς γυναῖκες «ἄλλαξαν τήν φυσική σχέση». Γιατί, δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς, λέγει, πώς ἔφθασαν σ’ αὐτό, ἐπειδή ἐμποδίστηκαν ἀπό τήν φυσική συνουσία, οὔτε πώς κατάντησαν σ’ αὐτή τήν ἀλλόκοτη λύσσα, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἐκπληρώσουν τήν ἐπιθυμία τους, γιατί ἡ ἀλλαγή εἶναι γνώρισμα αὐτῶν, πού μποροῦν νά τήν κάνουν. Αὐτό ἔλεγε, μιλῶντας καί γιά τά δόγματα˙ «Ἄλλαξαν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέ τό ψέμα»[15]. Καί γιά τούς ἄνδρες πάλι τό ἴδιο δήλωσε διαφορετικά, λέγοντας˙ «ἀφήνοντας τήν φυσική χρήση τῆς γυναῖκας»[16]. Καί ὅμοια μ’ ἐκεῖνες τούς στερεῖ κι αὐτούς κάθε δικαιολογία, κατηγορώντας τους, ὄχι μόνο ὅτι εἶχαν ἀπόλαυση καί, ἀφοῦ ἄφησαν αὐτή, πού εἶχαν, ἦρθαν σ’ ἄλλη, ἀλλ’ ὅτι, ἀφοῦ ἀτίμασαν τήν φυσική ἀπόλαυση, ἔτρεξαν στήν παρά φύσιν.
Τά παρά φύσιν, ὅμως, εἶναι πιό δύσκολα καί πιό δυσάρεστα, ὥστε θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς πώς οὔτε ἠδονή ἔχουν, γιατί ἡ γνήσια ἠδονή εἶναι ἡ φυσική. Ἀλλ’ ὅταν ὁ Θεός μᾶς ἐγκαταλείπει, τά πάντα γίνονται ἄνω κάτω. Γι’ αὐτό δέν ἦταν μόνο τό δόγμα σ’ αὐτούς σατανικό, ἀλλά καί ἡ ζωή τους διαβολική. Ὅταν, λοιπόν, μιλοῦσε γιά τά δόγματα, ἔβαλε στή μέση τόν κόσμο καί τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, λέγοντας ὅτι μέ τήν σύνεση, πού τούς δίνει ὁ Θεός, μποροῦσαν νά ὀδηγηθοῦν στόν Δημιουργό μέσα ἀπ’ αὐτά πού ἔβλεπαν, στή συνέχεια, ὅμως, ἐπειδή δέν θέλησαν, ἔμειναν ἀσυγχώρητοι. Ἐδῶ, ὅμως, ἀντί τόν κόσμο, ἀνέφερε τήν φυσική ἠδονή, τήν ὁποία μποροῦσαν ν’ ἀπολαμβάνουν μέ περισσότερη ἐλευθερία καί μεγαλύτερη εὐχαρίστηση καί νά εἶχαν ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τήν ντροπή. Ἀλλά, δέν θέλησαν. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἔξω ἀπό κάθε συγγνώμη, ἀφοῦ προσέβαλαν καί τήν ἴδια τήν φύση. Καί τό πιό ἀτιμωτικό ἀπ’ αὐτά εἶναι, ὅταν καί οἱ γυναῖκες ἐπιζητοῦν αὐτές τίς σαρκικές σχέσεις, οἱ ὁποῖες ἔπρεπε νά ντρέπονται περισσότερο ἀπό τούς ἄνδρες.
Ἀξίζει, ὅμως, νά θαυμάσουμε κι ἐδῶ τήν σύνεση τοῦ Παύλου, πῶς, ἄν καί ἔπεσε σέ δύο πράγματα ἀντίθετα, καί τά δύο τά πραγματοποίησε μέ κάθε ἀκρίβεια. Γιατί, ἤθελε καί νά μιλήσει σεμνά καί νά ἐρεθίσει τόν ἀκροατή˙ αὐτά, ὅμως, δέν μποροῦσαν νά εἶναι μαζί, ἀλλά τό καθένα ἐμποδίζει τό ἄλλο. Γιατί, ἄν μιλήσεις σεμνά, δέν θά μπορέσεις νά ἐρεθίσεις τόν ἀκροατή, ἄν, ὅμως, θελήσεις νά τόν ἐρεθίσεις ὑπερβολικά, πρέπει νά κάνεις σαφέστερα τά λόγια σου. Ἀλλά, ἡ συνετή καί ἅγια ψυχή κατόρθωσε νά ἐπιτύχει καί τά δύο μέ ἀκρίβεια, αὐξάνοντας στό ὄνομα τῆς φύσεως καί τήν κατηγορία, καί χρησιμοποιώντας την σάν κάποιο πρόσχημα γιά τήν σεμνότητα τῆς διηγήσεως. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀναφέρθηκε πρῶτα στίς γυναῖκες, προχωρᾶ καί στούς ἄνδρες, λέγοντας : «Κατά παρόμοιο τρόπο καί οἱ ἄνδρες, ἀφήνοντας τήν φυσική χρήση τῆς γυναῖκας», πράγμα πού εἶναι ἀπόδειξη τῆς χειρότερης καταστροφής, ὅταν καί τά δύο φύλα εἶναι ἀνήθικα, καί αὐτός, πού ὀρίστηκε νά εἶναι διδάσκαλος τῆς γυναῖκας, καί αὐτή, πού διατάχθηκε νά γίνει βοηθός τοῦ ἄνδρα, κάνουν μεταξύ τους τά ἐχθρικά πράγματα.
Πρόσεχε, ὅμως, πῶς καί μέ ἔμφαση χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις. Γιατί, δέν εἶπε ὅτι ἀγάπησαν καί ἐπιθύμησαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἀλλά «κάηκαν ἀπό ἐπιθυμία μεταξύ τους». Βλέπεις ὅτι τό πᾶν τῆς ἐπιθυμίας προέρχεται ἀπό τήν πλεονεξία, ἐπειδή δέν ἀνέχεται νά μένει μέσα στά δικά της ὅρια; Γιατί, κάθε τί, πού ξεπερνᾶ τούς νόμους, πού ὅρισε ὁ Θεός, ἐπιθυμεῖ πράγματα ἀλλόκοτα καί ὄχι τά νόμιμα. Ὅπως, λοιπόν, πολλοί, ἀφοῦ ἐγκαταλείψουν πολλές φορές τήν ἐπιθυμία τῶν φαγητῶν, τρῶνε χῶμα καί μικρές πέτρες, καί ἄλλοι, ὅταν διψοῦν ὑπερβολικά, ἐπιθυμοῦν πολλές φορές καί βούρκο, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ἔπεσαν στόν παράνομο αὐτόν ἔρωτα. Ἐάν, ὅμως, λές «καί ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ δύναμη αὐτή τῆς ἐπιθυμίας»; Ἀπό τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. «Καί ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπό ποῦ»; Ἀπό τήν παρανομία αὐτῶν, πού Τόν ἐγκατέλειψαν «κάνοντας ἄνδρες μέ ἄνδρες τήν ἀσχημοσύνη».
2. Μή νομίσεις, λοιπόν, λέγει, ἐπειδή ἄκουσες πώς κάηκαν, ὅτι ἡ ἀρρώστια ὀφείλεται μόνο στήν ἐπιθυμία˙ γιατί πραγματικά τό περισσότερο μέρος ὀφείλεται στήν ἀδιαφορία τους, πού ἄναψε καί τήν ἐπιθυμία. Γι’ αὐτό δέν εἶπε «παρασυρόμενοι» ἤ «κυριευόμενοι», πράγμα πού λέγει ἀλλοῦ, ἀλλά τί; «Κάνοντας». Θεώρησαν ἔργο τήν ἁμαρτία, καί ὄχι ἁπλά ἔργο, ἀλλά καί φροντισμένο. Καί δέν εἶπε «ἐπιθυμία», ἀλλά «ἀσχημοσύνη», μέ κυριολεκτική σημασία. Γιατί, πραγματικά καί τήν φύση ντρόπιασαν καί τους νόμους καταπάτησαν. Καί πρόσεξε πώς γίνεται μεγάλη σύγχυση καί ἀπό τά δύο μέρη. Γιατί, δέν πῆγε μόνο τό κεφάλι κάτω, ἀλλά καί τά πόδια πάνω, καί ἔγιναν ἐχθροί τοῦ ἑαυτοῦ τους καί μεταξύ τους, κάνοντας κάποια φοβερή μάχη πιό παράνομη ἀπό κάθε ἐμφύλιο πόλεμο καί πολύμορφη καί πολύτροπη. Γιατί, χώρισαν τήν μάχη αὐτή σέ τέσσερα εἴδη ἀνόητα καί παράνομα, ἐπειδή αὐτός ὁ πόλεμος δέν ἦταν διπλός καί τριπλός, ἀλλά τετραπλός.
Πρόσεχε, ὅμως. Ἔπρεπε οἱ δύο νά εἶναι ἕνα, ἐννοῶ τήν γυναίκα καί τόν ἄνδρα˙ «Γιατί θά εἶναι», λέγει, «οἱ δύο ἕνα σῶμα»[17]. Τό ἔκανε αὐτό ἡ ἐπιθυμία τῆς συνουσίας καί ἕνωνε τά φύλα μεταξύ τους. Καταστρέφοντας αὐτή τήν ἐπιθυμία ὁ διάβολος καί μεταφέροντάς την σ’ ἄλλο τρόπο, ξεχώρισε ἔτσι τά φύλα μεταξύ τους, καί ἔκανε τό ἕνα νά γίνει δύο μέρη, ἀντίθετα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατί, αὐτός λέγει, «θά εἶναι οἱ δύο μία σάρκα», ἐνῷ ὁ διάβολος χώρισε τήν μία στά δύο. Να, ὁ πρῶτος πόλεμος. Πάλι αὐτά τά ἴδια δύο μέρη τά παρέσυρε σέ πόλεμο καί πρός τόν ἑαυτό τους καί μεταξύ τους. Γιατί, καί οἱ γυναῖκες προσέβαλλαν πάλι τίς γυναῖκες, ὄχι μόνο τούς ἄνδρες, καί οἱ ἄνδρες στέκονταν ἀντιμέτωποι καί μεταξύ τους καί ἐναντίον τοῦ γυναικείου φύλου, ὅπως ἀκριβῶς σέ κάποια μάχη τῆς νύχτας. Εἶδες δεύτερο καί τρίτο πόλεμο, καί τέταρτο καί πέμπτο; Ὑπάρχει κι ἄλλος. Γιατί, μαζί μ’ αὐτά, πού ἀναφέρθηκαν, παρανόμησαν καί στήν ἴδια τήν φύση. Ἐπειδή, λοιπόν, εἶδε ὁ διάβολος πώς αὐτή ἰδιαίτερα ἡ ἐπιθυμία ἑνώνει τά φύλα, φρόντισε νά κόψει τόν δεσμό, ὥστε νά διαλύσει τό ἀνθρώπινο γένος, ὄχι μόνο μέ τό νά μήν σπείρονται νόμιμα οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί μέ τό νά παρασύρονται σέ πόλεμο μεταξύ τους καί να ἐπαναστατοῦν.
«Καί παίρνοντας τόν μισθό, πού τούς ἄξιζε γιά τήν πλάνη τους ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους». Πρόσεχε πῶς πάλι ἔρχεται στήν πηγή τοῦ κακοῦ, δηλαδή τήν ἀσέβεια, πού προέρχεται ἀπό τά δόγματα, καί λέγει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μισθός γιά τήν παρανομία τους ἐκείνη. Ἐπειδή, λοιπόν, μιλώντας γιά τήν γέεννα καί τήν κόλαση, τώρα δέν φαινόταν πώς ἦταν ἀξιόπιστος στούς ἀσεβεῖς καί σ’ αὐτούς, πού προτιμοῦσαν νά ζοῦν μ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά καί γελοῖος, δείχνει πώς στήν ἴδια τήν ἠδονή ὑπάρχει αὐτή ἡ κόλαση. Ἄν, ὅμως, δέν αἰσθάνονται, ἀλλά εὐχαριστιοῦνται, μήν ἀπορήσεις. Γιατί καί αὐτοι, πού κατέχονται ἀπό μανία, καί αὐτοί, πού ὑποφέρουν ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ νοῦ, ἄν καί ἀδικοῦν πολλές φορές τόν ἑαυτό τους καί κάνουν ἐλεεινά πράγματα, γιά τά ὁποῖα ἄλλοι τούς θρηνοῦν, αὐτοί γελοῦν καί ἀπολαμβάνουν αὐτά, πού γίνονται. Ἀλλά, δέν λέμε πώς γι’ αὐτό ἔχουν ἀπαλλαχθεῖ αὐτοί ἀπό τήν κόλαση, ἀλλά πώς καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς βρίσκονται σέ φοβερότερη τιμωρία, γιατί δέν ξέρουν σέ ποιά κατάσταση βρίσκονται. Δέν πρέπει, λοιπόν, ἀπό τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά ἀπό τούς ὑγιεῖς νά βγάζουμε τήν ἀπόφαση. Ἐπειδή βέβαια στήν παλαιά ἐποχή τό πρᾶγμα φαινόταν πώς εἶναι νόμιμο καί κάποιος νομοθέτης σ’ αὐτούς ὅρισε οἱ δοῦλοι νά μήν ἀσχολοῦνται μέ τίς ἀθλητικές ἀσκήσεις, οὔτε νά γίνονται παιδεραστές, παραχωρώντας στούς ἐλεύθερους πολίτες τό δικαίωμα αὐτό[18], ἤ καλύτερα τήν ἀσχημοσύνη. Ἀλλ’ ὅμως, δέν θεώρησαν πώς τό πρᾶγμα αὐτό εἶναι ἀσχημοσύνη, ἀλλ’ ἐπειδή τό θαύμασαν σάν σεμνό καί ἀνώτερο ἀπό τό ἀξίωμα τῶν δούλων, τό ἐπέτρεψαν στούς ἐλεύθερους πολίτες. Καί αὐτό τό ἔκανε ὁ σοφότατος λαός τῶν Ἀθηναίων καί ὁ μεγάλος σ’ αύτούς Σόλων. Καί πολλά ἄλλα βιβλία τῶν φιλοσόφων θά μποροῦσε νά βρεῖ κανείς νά εἶναι γεμάτα ἀπό τήν ἀρρώστια αὐτή. Ὄμως, δέν λέμε πώς γι’ αὐτό εἶναι νόμιμο τό πρᾶγμα, ἀλλά κι αὐτοι, πού δέχθηκαν τόν νόμο αὐτόν, εἶναι δυστυχισμένοι καί ἄξιοι γιά πολλά δάκρυα. Γιατί, ἐκεῖνα, πού παθαίνουν οἱ πόρνες γυναῖκες, αὐτά παθαίνουν κι αὐτοί, ἤ καλύτερα χειρότερα ἀπό ἐκεῖνα. Γιατί, σ’ αὐτές ἄν καί ἡ συνουσία εἶναι παράνομη, εἶναι, ὅμως, σύμφωνη μέ τήν φύση, ἐνῷ αὐτή εἶναι καί παράνομη καί ἀντίθετη μέ τήν φύση. Ἐάν, λοιπόν, δέν ὑπῆρχε ἡ γέεννα, οὔτε ἡ ἀπειλή τῆς τιμωρίας, αὐτό θά ἦταν χειρότερο ἀπό κάθε τιμωρία. Ἐάν, ὅμως, εὐχαριστιοῦνται, μοῦ λέγεις τήν προσθήκη τῆς τιμωρίας. Γιατί, ἄν ἔβλεπα κάποιον γυμνό νά τρέχει, ὅλο τό σῶμα του νά εἶναι μολυσμένο ἀπό βοῦρκο, στή συνέχεια νά μήν σκεπάζεται, ἀλλά καί νά ὑπερηφανεύεται, δέν θά χαιρόμουν μαζί μ’ αὐτόν, ἀλλά περισσότερο θά τόν θρηνοῦσα, γιατί δέν αίσθάνεται ὅτι κάνει ἀσχημοσύνη.
Γιά νά δείξω πιό καθαρά τήν προσβολή, ἐπιτρέψτε μου ν’ ἀναφέρω κι ἄλλο παράδειγμα. Ἐάν, λοιπόν, καταδίκαζε κάποιος μιά νέα, κλεισμένη σέ σπίτι, νά ἔρθει σέ σαρκική σχέση μέ τά ἄλογα ζῶα, καί στή συνέχεια εὐχαριστιόταν μέ τήν συνουσία αὐτή, δέν θά ἦταν γι’ αὐτό πρό πάντων ἄξια γιά δάκρυα, ἐπειδή δέν μποροῦσε ν’ ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τήν ἀρρώστια αὐτή μέ τό νά μήν αἰσθάνεται τήν ἀρρώστια; Στόν καθένα βέβαια εἶναι φανερό αὐτό. Ἐάν, ὅμως, ἐκεῖνο εἶναι φοβερό, οὔτε αὐτό εἶναι μικρότερο ἀπό ἐκεῖνο, γιατί εἶναι χειρότερο τό νά προσβάλλεται κανείς ἀπό τούς δικούς του, παρά ἀπό τούς ξένους. Αὐτούς ἐγώ τούς λέγω πώς εἶναι χειρότεροι καί ἀπό τούς δολοφόνους, γιατί εἶναι καλύτερο νά πεθάνει κανείς, παρά νά ζεῖ καί νά προσβάλλεται ἔτσι. Γιατί, ὁ δολοφόνος ἀπέσπασε τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἐνῷ αὐτός κατέστρεψε τήν ψυχή μαζί μέ τό σῶμα. Καί ὅποιο ἁμάρτημα κι ἄν πεῖς, δέν θά πεῖς κανένα ἴσο μέ τήν παρανομία αὐτή. Κι ἄν ἐκεῖνοι, πού παθαίνουν αὐτά, τά αἰσθάνονταν, θά δέχονταν ἄπειρους θανάτους, προκειμένου νά μήν πάθουν αὐτό.
3. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, πιό ἀνόητο καί πιό φοβερό πρᾶγμα ἀπό τήν προσβολή αὐτή. Γιατί, ἄν ὁ Παῦλος, ὅταν μιλοῦσε γιά τήν πορνεία, ἔλεγε ὅτι «κάθε ἁμάρτημα, πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω ἀπό το σῶμα του, ἐκεῖνος, ὅμως, πού πορνεύει, ἁμαρτάνει στό ἴδιο του τό σῶμα»[19], τί θά μπορούσαμε νά ποῦμε γιά τήν μανία αὐτή, πού εἶναι τόσο πολύ χειρότερη ἀπό τήν πορνεία, ὅσο δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά τό ποῦμε; Γιατί, δέν λέγω αὐτό μόνο, ὅτι δηλαδή ἔγινες γυναίκα, ἀλλ’ ὅτι ἔχασες καί τήν ἰδιότητα τοῦ ἄνδρα, καί οὔτε ἀπέκτησες αὐτήν τήν φύση, οὔτε διετήρησες ἐκείνη, πού εἶχες, ἀλλ’ ἔγινες κοινός προδότης κάθε φύσεως καί ἄξιος νά καταδιώκεσαι καί νά λιθοβολεῖσαι ἀπό ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐπειδή ἀδίκησες καί τά δύο φύλα. Καί γιά νά μάθεις πόσο μεγάλο κακό εἶναι αὐτό, ἄν κάποιος ἐρχόταν καί σοῦ ὑποσχόταν ἀπό ἄνθρωπο νά σέ κάνει σκύλο, ἄραγε δέν θά τόν ἀπέφευγες σάν κακοῦργο; Ἀλλά, νά, δέν ἔκανες τόν ἑαυτό σου σκύλο ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλ’ ἐκεῖνο, πού εἶναι πιό ἀτιμωτικό ἀπό τό ζῶο αὐτό. Γιατί, ἐκεῖνο τό ζῶο εἶναι κατάλληλο γιά χρήση, ἐνῷ αὐτός, πού εἶναι ὅμοιος μέ πόρνη, πουθενά δέν εἶναι χρήσιμος.
Τί, λοιπόν, πές μου, ἄν κάποιος ἀπειλοῦσε νά κάνει τούς ἄνδρες νά γεννοῦν καί νά περνοῦν τό στάδιο τῆς λοχείας, δέν θά θυμώναμε πάρα πολύ; Νά, ὅμως, πού ἔκαναν φοβερότερα τώρα στόν ἑαυτό τους αὐτοί, πού μέ μανία ἐπιθυμοῦν τά παρόμοια. Γιατί, δέν εἶναι ἴδιο νά μεταβάλει κανείς τήν φύση του σέ γυναικεία καί νά γίνει γυναίκα, ἐνῷ παραμένει ἄνδρας, ἤ καλύτερα οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο. Ἐάν, ὅμως, θέλεις νά μάθεις καί ἀπ’ ἀλλοῦ τό μέγεθος τοῦ κακοῦ, κάνε ἐρώτηση γιά ποιό λόγο οί νομοθέτες τιμωροῦν ἐκείνους, πού κάνουν τούς εὐνούχους, καί θά μάθεις ὅτι γιά τίποτε ἄλλο, παρά μόνο γιατί ἀκρωτηριάζουν τήν φύση. Ἄν καί ἐκεῖνοι βέβαια δέν κάνουν κανένα τόσο μεγάλο ἀδίκημα, γιατί οἱ εὐνοῦχοι ἔγιναν σέ πολλές περιπτώσεις χρήσιμοι καί μετά τόν εὐνουχισμό τους. Ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅμως, πού πορνεύει, δέν θά μποροῦσε νά γίνει τίποτε πιό ἄχρηστο. Γιατί, ὄχι ἡ ψυχή μόνο, ἀλλά καί τό σῶμα ἐκείνου, πού παθαίνει αὐτά, εἶναι χωρίς τιμή καί ἄξιο νά διώχνεται ἀπό παντοῦ. Πόσες γέεννες θά εἶναι ἀρκετές γι’ αὐτούς;
Ἐάν, ὅμως, περιγελᾶς, ἀκούγοντας γιά γέεννα, καί δέν πιστεύεις, θυμήσου ἐκείνη τήν φωτιά τῶν Σοδόμων[20]. Γιατί, εἴδαμε, πραγματικά εἴδαμε καί στήν παρούσα ζωή εἰκόνα τῆς γέεννας. Ἐπειδή, λοιπόν, ἐπρόκειτο νά μήν πιστεύουν πολλοί γιά ἐκεῖνα, πού θ’ ἀκολουθήσουν μετά τήν ἀνάσταση, ἀκούγοντας τώρα πώς ὑπάρχει ἄσβεστη φωτιά, τούς σωφρόνισε ὁ Θεός ἀπό τά παρόντα. Τέτοιος βέβαια εἶναι ὁ ἐμπρησμός τῶν Σοδόμων καί ἡ πυρπόληση ἐκείνη. Καί γνωρίζουν αὐτοί, πού ἦταν παρόντες, καί μέ τό θέαμα, τήν θεόσταλτη ἐκείνη συμφορά, καί, βλέποντας, τό ἔργο τῶν κεραυνῶν τοῦ Θεοῦ. Σκέψου πόσο μεγάλο ἦταν τό ἁμάρτημα, ὥστε νά ἐξαναγκάσει νά φανεῖ ἡ γέεννα πρίν ἀπό τήν ὥρα της. Ἐπειδή, λοιπόν, πολλοί περιφρονοῦσαν τά λόγια, μέ τά ἔργα τούς ἔδειξε ὁ Θεός τήν εἰκόνα ἐκείνης τῆς γέεννας μέ κάποιο καινούριο τρόπο. Γιατί, πραγματικά ἐκείνη ἡ βροχή[21] ἦταν παράξενη, ἐπειδή καί ἡ συνουσία τῶν ἀνθρώπων ἦταν παρά φύσιν. Καί πλημμύρισε τήν γῆ, ἐπειδή καί ἡ ἐπιθυμία πλημμύρισε τίς ψυχές τους. Γι’ αὐτό καί ἡ βροχή ἦταν ἀντίθετη ἀπό τήν συνηθισμένη. Γιατί, ὄχι μόνο δέν προκαλοῦσε τήν μήτρα τῆς γῆς γιά τήν δημιουργία τῶν καρπῶν, ἀλλά καί τήν ἔκανε ἄχρηστη γιά τήν ὑποδοχή τῶν σπερμάτων.
Τέτοια, λοιπόν, ἦταν ἡ σαρκική σχέση τῶν ἀνδρῶν τῆς περιοχῆς τῶν Σοδόμων, ἀποδεικνύοντας τό παρόμοιο σῶμα πιό ἄχρηστο. Γιατί; Τί εἶναι περισσότερο σιχαμερό ἀπό τόν ἄνδρα, πού εἶναι πόρνος; Καί τί εἶναι πιό μολυσμένο; Πώ, πώ μανία! Πώ, πώ παραφροσύνη! Ἀπό ποῦ ἦρθε ἡ ἐπιθυμία αὐτή, πού προξένησε στήν ἀνθρώπινη φύση τά κακά τῶν ἐχθρῶν, ἤ καλύτερα καί χειρότερα ἀπ’ αὐτό τόσο, ὅσο καί ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα; Πόσο πιό ἀνόητοι εἶστε ἐσεῖς ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί πιό ἀναιδεῖς ἀπό τούς σκύλους! Γιατί, πουθενά δέν ὑπάρχει τέτοια σχέση σ’ αὐτά, ἀλλά ἡ φύση γνωρίζει καλά τούς δικούς της νόμους. Ἐσεῖς, ὅμως, μέ τό νά φέρεστε ὑβριστικά, κάνατε τό δικό σας φύλο πιό ἀτιμωτικό καί ἀπό τά ζῶα. Ἀπό ποῦ, λοιπόν, γεννήθηκαν αὐτά τά κακά; Ἀπό τίς ἀπολαύσεις, ἀπό τό ὅτι δέν γνώριζαν τόν Θεό. Γιατί, ὅταν ἀπομακρύνουν μερικοί τόν φόβο τοῦ Θεού, φεύγουν στή συνέχεια ὅλα τά καλά.
4. Γιά νά μήν γίνει, λοιπόν, αὐτό, ἄς ἔχουμε μπροστά μας σωστά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Γιατί, τίποτε, πραγματικά τίποτε δέν καταστρέφει τόν ἄνθρωπο ἔτσι, ὅπως τό νά χάσει κανείς αὐτή τήν ἄγκυρα˙ ὅπως τίποτε δέν τόν σώζει τόσο, ὅσο τό νά βλέπει κανείς διαρκῶς ἐκεῖ. Ἄν, λοιπόν, ὅταν ἔχουμε μπροστά μας κάποιον ἄνθρωπο, γινόμαστε πιό διστακτικοί στό νά κάνουμε ἁμαρτήματα καί πολλές φορές κοκκινίσαμε ἀπό ντροπή μπροστά καί στούς δούλους, πού εἶναι πιό ἤπιοι στήν κρίση τους, καί δέν κάνουμε τίποτε τό παράλογο, σκέψου πόση ἀσφάλεια θ’ ἀπολαύσουμε, ὅταν ἔχουμε μπροστά μας τόν Θεό. Γιατί, πουθενά δέν θά μᾶς ἐπιτεθεῖ ὁ διάβολος, ὅταν συμπεριφερόμαστε ἔτσι, ἐπειδή θά κουράζεται ἄσκοπα. Ἐάν, ὅμως, μᾶς δεῖ νά περιπλανόμαστε ἔξω καί νά περιφερόμαστε χωρίς χαλινάρι, παίρνοντας ἀπό μᾶς τήν ἐξουσία, θά μπορέσει παντοῦ στή συνέχεια νά μᾶς ἀποπλανήσει. Καί αὐτό, πού παθαίνουν στήν ἀγορά οἱ ἐπιπόλαιοι ἀπό τούς δούλους, πού ἐγκαταλείπουν τίς ἀναγκαῖες ὑπηρεσίες, γιά τίς ὁποῖες τούς ἔστειλαν οἱ κύριοί τους, καί ἀφοσιώνονται ἄσκοπα καί χωρίς λόγο στούς περαστικούς καί σπαταλοῦν ἐκεῖ τόν ἐλεύθερο χρόνο τους, τό ἴδιο παθαίνουμε κι ἐμεις, ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Σταθήκαμε, λοιπόν, νά θαυμάζουμε τόν πλοῦτο καί τήν ὁμορφιά τοῦ σώματος καί τά ὑπόλοιπα, πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μ’ ἐμᾶς, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι οἱ δοῦλοι, πού προσέχουν τούς θαυματοποιούς ἐπαῖτες, κι ἔπειτα, ἐπειδή ἦρθαν καθυστερημένα, δέχονται τίς χειρότερες τιμωρίες στό σπίτι. Πολλοί μάλιστα ἀπομακρύνθηκαν καί ἀπό τόν δρόμο αὐτόν, ἀκολουθώντας ἄλλους, πού κάνουν τέτοιες ἀσχήμιες. Ἀλλ’ ἐμεῖς ἄς μήν τό κάνομε αὐτό. Γιατί, ἔχουμε σταλθεῖ νά κατορθώσουμε πολλά ἀπό τά ἐπείγοντα, καί ἄν, ἐγκαταλείποντας αὐτά, σταθοῦμε νά παρατηροῦμε αὐτά τά ἀνώφελα πράγματα, ἀφοῦ σπαταλήσουμε ὅλο τόν καιρό μας ἄσκοπα καί μάταια, θά τιμωρηθοῦμε μέ τήν χειρότερη τιμωρία. Γιατί, ἄν πραγματικά θέλεις ν’ ἀπασχολεῖς τόν ἑαυτό σου, ἔχεις ἐκεῖνα, πού πρέπει νά θαυμάζεις καί ν’ ἀφιερώνεις γι’ αὐτά ὅλο τόν καιρό σου. Αὐτά βέβαια δέν εἶναι ἄξια γιά γέλια, ἀλλά γιά θαυμασμό καί πολλούς ἐπαίνους, ὅπως ἀσφαλῶς κι ἐκεῖνος, πού θαυμάζει τά γελοῖα πράγματα, θά εἶναι κι αὐτός γελοῖος καί χειρότερος ἀπό τόν γελωτοποιό. Γιά νά μήν πάθεις τό ἴδιο, ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτά γρήγορα.
Γιατί, λοιπόν, πές μου, στάθηκες μπροστά στόν πλοῦτο μέ ἀνοιχτό τό στόμα καί ξεμυαλισμένος: Τί θαυμαστό βλέπεις καί ἰκανό νά συγκρατήσει τά μάτια σου; Τά χρυσοστολισμένα ἄλογα καί τούς δούλους, πού ἄλλοι εἶναι βάρβαροι καί ἄλλοι εὐνοῦχοι, καί τά πολυτελέστατα ροῦχα καί τήν ψυχή, πού γίνεται μαλθακή μ’ αὐτά, καί τήν σκυθρωπή ἔκφραση τοῦ προσώπου καί τίς περιστροφές καί τούς θορύβους; Καί ποῦ εἶναι αὐτά ἄξια γιά θαυμασμό; Καί τί διαφέρουν αὐτοί ἀπό τούς ἐπαῖτες, πού χορεύουν καί σφυρίζουν στήν ἀγορά; Γιατί, κι αὐτοί, ἐπειδή κατέχονται ἀπό μεγάλη πείνα ἀρετῆς, χορεύουν πιό γελοῖο χορό ἀπό ἐκείνους, ἀφοῦ πηγαίνουν καί περιφέρονται πότε σέ πλούσια τραπέζια, πότε σέ καταγώγιο γυναικῶν, πού εἶναι πόρνες, καί πότε σέ πλῆθος κολάκων καί παρασίτων. Ἐάν, ὅμως, φοροῦν χρυσά ροῦχα, γι’ αὐτό ἰδιαίτερα εἶναι δυστυχισμένοι, ἐπειδή αὐτά, πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μ’ αὐτούς, εἶναι γι’ αὐτούς πολύ περιζήτητα.
Μή, λοιπόν, σέ παρακαλῶ, δεῖς τά ροῦχα, ἀλλά ξεσκέπασε τήν ψυχή τους και πρόσεξε, μήπως δέν εἶναι γεμάτη ἀπό πάρα πολλά τραύματα καί εἶναι ντυμένη μέ ράκη καί εἶναι ἔρημη καί ἀπροστάτευτη. Ποιό, λοιπόν, εἶναι τό κέρδος ἀπό τήν μανία αὐτή τῶν ἐθνικῶν; Γιατί, πραγματικά είναι πολύ καλύτερο νά εἶναι κανείς φτωχός, ἀλλά νά ζεῖ μέ ἀρετή, παρά νά εἶναι βασιλιάς καί νά ζεῖ μέ κακία. Γιατί, ὁ φτωχός ἀπό μόνος του ἀπολαμβάνει ὅλη τήν ψυχική ἀπόλαυση καί δέν αἰσθάνεται καθόλου τήν ἐξωτερική φτώχεια ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσωτερικοῦ του πλούτου, ἐνῷ ὁ βασιλιάς, ἀπολαμβάνοντας αὐτά, πού δέν τοῦ ταιριάζουν καθόλου, τιμωρεῖται μαζί μ’ ἐκείνους, πού διαφέρουν πάρα πολύ ἀπ’ αὐτόν στήν ψυχή καί στίς σκέψεις καί στήν συνείδηση, πού πηγαίνουν μαζί του ἐκεῖ.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, αὐτά, ἄς βγάλουμε τά χρυσά ροῦχα καί ἄς φορέσουμε τήν ἀρετή καί τήν εὐχαρίστηση, πού προέρχεται ἀπ’ αὐτήν. Ἔτσι, λοιπόν, καί στήν ζωή αὐτή καί στήν ἄλλη θ’ ἀπολαύσουμε πολλή ἀπόλαυση καί θά ἐπιτύχουμε τά ἀγαθά, πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ, μέ τήν Χάρι καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τόν Ὁποῖο στόν Πατέρα καί στό Ἅγιον Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ δύναμη, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν»!
[1] ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολή 160 πρός Διόδωρον ἐπίσκοπον, ΕΠΕ 3, Ἐπιστολαί Γ΄, σσ. 310-311.
[2] Ἐφ. 5, 3.
[3] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 593-594.
[4] Ὅ. π., σσ. 622.
[5] Ὅ. π., σσ. 621.
[6] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΛΓ΄ (33ος) Λόγος πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν, ΕΠΕ 2, Λόγοι, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσ/κη 1985, σσ. 94-95.
[7] Τοῦ ἰδίου, Η΄ (8ο) Ποίημα πρός Σέλευκον, ΕΠΕ 11, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσ/κη 1986, σσ. 142-143.
[8] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Πρός τούς πολεμούντας τοῖς ἐπί τό μονάζειν ἐνάγουσιν, Λόγος 3ος πρός πιστόν πατέρα, ΕΠΕ 28, Ποιμαντικά καί Ἀσκητικά Α΄, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσ/κη 1978, σσ. 486-487.
[9] Ὅ. π., σσ. 504-505.
[10] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., ὑποσημείωση 1, σ. 594.
[11] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 486-497.
[12] Ἡ πόλη αὐτή, μαζί μέ τήν ἄλλη πόλη Γόμορα, ἀφοῦ ἐξόργισε τόν Θεό, ἐξ αἰτίας τῆς ἐσχάτης ἀκολασίας της, δέχτηκε ἀπό τόν οὐρανό φωτιά καί θειάφι καί ἐξαφανίστηκε τελείως ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Διασώθηκε μόνο ἡ οἰκογένεια τοῦ εὐσεβοῦς Λώτ, ἐκτός τῆς γυναῖκας του, ἡ ὁποία, ἐξ αἰτίας παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, μεταβλήθηκε σέ στήλη ἄλατος.
[13] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία ε΄ (5η) εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (Ρωμ. 1, 18-25) ΕΠΕ 16Β, σσ. 407-425.
[14] Ρωμ. 1, 26-27.
[15] Ρωμ. 1, 25.
[16] Ρωμ. 1, 27.
[17] Γεν. 2, 24.
[18] Στήν βιογραφία τοῦ Σόλωνος (κεφ. 1) ὁ Πλούταρχος λέγει˙ «καί νόμον ἔγραψε διαγορεύοντα δούλῳ μή ξηραλοιψεῖν, μηδέ παιδεραστεῖν, εἰς τήν τῶν καλῶν μερίδα καί σεμνῶν ἐπιτηδευμάτων τιθέμενος τό πρᾶγμα, καί τρόπον τινά τούς ἀξίους προκαλούμενος, ὧν τούς ἀναξίους ἀπήλαυνε».
[19] Α΄ Κορ. 6, 18.
[20] Γιά τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων βλ. Γέν. 19, 12-30.
[21] Γέν. 19, 24.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130831-rotated.jpg2024-01-29 20:48:28%ce%bf%ce%b9-%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%ce%b9-%cf%84%cf%81%ce%b5%ce%b9%cf%83-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%cf%83-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%bf%ce%bc%ce%bf%cf%86%cf%85%ce%bb