Μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῆς ὁσίας Εἰρηνης, ἡγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου
Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
28-07-2012
Ὅπως γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ἡ ὁσία Εἰρήνη ἦταν ἡγουμένη στήν Ἱερά Μονή τοῦ Χρυσοβαλάντου στήν Κωνσταντινούπολη. Δηλ. ἡ ὁσία Εἰρήνη ἦταν μοναχή, ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο, τήν μοναχική πολιτεία καί ἀφιερώθηκε στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό μέσῳ τῆςἐφ’ὄρου ζωῆς παρθενίας της.
Τό γεγονός αὐτό μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά διατυπώσουμε μερικές σκέψεις γύρω ἀπό τόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό, ὁ ὁποῖος στίς ἡμέρες μας βάλλεται ἀνιλεῶς ἀπό διαφόρους ἐκκλησιομάχους.
Α) Σχέση γάμου καί παρθενίας˙ ὑπεροχή παρθενίας ἔναντι γάμου.
Ὁ Χριστός δίδαξε ὅτι ὁ γάμος εἶναι θεσμός θεοσύστατος, ἐπιτρεπόμενος μόνο ὑπό τήν μορφή τῆς μονογαμίας, ὡς δεσμός δηλ. ἑνός ἀνδρός καί μιᾶς γυναικός˙ κατήργησε ἔτσι τήν ἐπιτραπεῖσα καί στήν Παλαιά Διαθήκη πρόσκαιρα πολυγαμία καί ἀπαγόρευσε τήν διάλυση τοῦ γάμου, τό διαζύγιο, διότι αὐτούς, πού ἑνώνει ὁ Θεός μέ τόν γάμο, δέν πρέπει νά τούς χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι˙ «ὅ οὗν ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω»[1]. Γιά νά ξερριζώσει δέ ἀπό τήν χριστιανική κοινότητα, τήν Ἐκκλησία, τά πάθη τῆς πορνείας καί τῆς μοιχείας, θεώρησε ὡς μοιχική συμπεριφορά, ὄχι μόνο τήν πράξη τῆς μοιχείας, ἀλλά ἀκόμη καί τό νά βλέπει κανείς ἐπιθυμητικά κάποια γυναῖκα, καί ἀντίστροφα ἡ γυναῖκα κάποιον ἄνδρα. Ὅπως ἡ ὀργή ὁδηγεῖ στόν φόνο, ἔτσι καί ἡ σαρκική ἐπιθυμία, ἡ ἡδονοβλεψία, ὁδηγεῖ στήν μοιχεία καί τήν πορνεία˙ «πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρός τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ»[2]. Παρέστη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί εὐλόγησε τόν ἐν Κανᾷ γάμο καί διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὕψωσε τόν γάμο σέ περιωπή μυστηρίου, μέ τό νά παραλληλίσει τόν δεσμό ἀνδρός καί γυναικός πρός τόν δεσμό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας πλέον Ἐκκλησίας˙ «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν»[3].
Ἡ ἀνύψωση αὐτή τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου σέ εὐλογημένη ἀπό τό Θεό μονογαμική, ἀγαπητική, θυσιαστική καί ἀδιάλυτη σχέση μεταξύ ἑνός ἀνδρός καί μιᾶς γυναικός, πού σημαίνει ἐπίσης ἐξύψωση καί ἐξίσωση τῆς γυναῖκας πρός τόν ἄνδρα, ἡ ὁποία προηγουμένως ἀντιμετωπιζόταν ὑποτιμητικά καί ἄδικα, ἀποτελεῖ πρόοδο καί ἐξέλιξη σέ σχέση μέ τήν προηγούμενη ἀντιμετώπιση τῶν τοῦ γάμου, ὄχι ὅμως καί τήν τελειότερη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς τελείωσης. Πρέπει νά γνωρίζουν ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὡς πολύ δύσκολη τήν κατόρθωση τοῦ ἑνός, ἀδιαλύτου καί τιμίου γάμου, ὅτι ἔτσι τό θεώρησαν πρό τοῦ φωτισμοῦ τους καί οἱ Ἀπόστολοι, τό θεωροῦν δέ καί σήμερα πολλοί ἐκκοσμικευμένοι καί εὔκολοι σέ ἠθικές ἐκπτώσεις κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἄλλαξαν οἱ ἐποχές, καί σπεύδουν νά δικαιολογήσουν τά καταστροφικά νομοθετήματα τῶν ἀρχόντων τῆς «Νέας Ἐποχῆς» τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ πήχυς, ὅμως, τώρα στά πνευματικά χριστιανικά ἀθλήματα, ἰδιαίτερα στό θέμα τῶν σαρκικῶν σχέσεων, ἔχει τοποθετηθεῖ ἀπό τό Εὐαγγέλιο πολύ ψηλά, πάνω καί ἀπό τόν τίμιο καί εὐλογημένο γάμο, γιά ὅσους ἐπιθυμοῦν καί μποροῦν νά κάνουν πνευματικό πρωταθλητισμό. Σέ σχέση μέ τόν καλό καί εὐλογημένο γιά τούς πολλούς γάμο, ὑπάρχει κάτι πολύ καλύτερο καί ὑψηλότερο˙ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγαμία, ὁ εὐλογημένος καί ἡρωϊκός δρόμος τοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ἀγγελικός αὐτός, ὁ ἱσάγγελος βίος. Ἀπαντώντας ὁ Χριστός στίς ἐνστάσεις τῶν μαθητῶν ὅτι μέ τήν διδασκαλία Του καθιστᾶ τόν γάμο βαρύ καί ἀσύμφορο, γι’αὐτό εἶναι καλύτερα νά μήν συνάπτει κανείς γάμο, «οὐ συμφέρει γαμῆσαι», δίδαξε ὅτι ἡ ἀγαμία εἶναι γιά πολύ λίγους, δέν μποροῦν νά τήν ἀσκήσουν ὅλοι, παρά μόνο ἐκεῖνοι, πού ἔχουν θέσει ὡς πρώτη προτεραιότητα στή ζωή τους τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν˙ «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ’οἷς δέδοται». Αὐτοί θέλουν νά ἀνταποκριθοῦν τελειότερα στή Νέα Ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, στήν καινή κτίση, πού ἔχει ἀρχίσει ἤδη νά τελεσιουργεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία˙ ἐγκαταλείπουν ὅλους τούς ἐπίγειους δεσμούς, ὑπερβαίνουν ἀκόμη καί τήν φυσική ἕλξη πρός τό ἑτερόφυλο πρόσωπο καί ζοῦν ἐδῶ καί τώρα τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν˙ «εἰσί εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[4]. Ὁ παλαιός αἰῶνας, στόν ὁποῖο ὁ γάμος εἶχε ἀπόλυτη ἀξία, ἔκλεισε καί ἄρχισε ὁ νέος αἰῶνας, στόν ὁποῖο ἀπόλυτη ἀξία ἔχει ἡ παρθενία, ἡ ἁγνότητα, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐγκράτεια˙ «οἱ υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσιν καί ἐκγαμίζονται, οἱ δέ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καί τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται»[5].
Τά ἴδια δίδαξαν καί ἐφάρμοσαν στή συνέχεια οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας ὡς πρότυπα τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τήν ἀειπάρθενο, ἄσπιλο καί ἀμόλυντο Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀκολουθήσαντες εἴτε τόν σώφρονα καί τίμιο γάμο, εἴτε τήν κατά πολύ ὑπερέχουσα ὁδό τῆς ἱσάγγελης παρθενίας, ὅπως κωδικοποίησε τήν διδασκαλία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος˙ «Δύο οὐσῶν ἐν τῷ βίῳ περί τούτων ὁδῶν, μιᾶς μέν μετριωτέρας καί βιοτικῆς, τοῦ γάμου λέγω, τῆς δέ ἑτέρας ἀγγελικῆς καί ἀνυπερβλήτου, τῆς παρθενίας»[6].
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσοστόμο, «καλόν ἡ παρθενία». Εἶναι καλό πράγμα ὁ μοναχικός βίος. «Σύμφημι κἀγώ». Συμφωνῶ κι ἐγώ. «Ἀλλά καί τοῦ γάμου κρεῖττον»; Ἀλλά, εἶναι καλύτερος ὁ μοναχικός βίος καί ἀπό τόν γάμο; «Καί τοῦτο συνομολογῶ». Συμφωνῶ ὅτι εἶναι καλύτερος ὁ μοναχικός βίος ἀπό τόν γάμο. Δέν εἶναι κακός ὁ γάμος, ἀλλά εἶναι καλύτερος ἁπλῶς ὁ μοναχικός βίος. «Εἰ βούλει καί ὅσον κρεῖττον προτίθημι». Κι ἄν θέλεις, λέγει, θά σοῦ πῶ καί πόσο καλύτερη εἶναι ἡ παρθενία ἀπό τόν γάμο. «Ὅσον γῆς οὐρανός, ὅσον τῶν ἀνθρώπων οἱ ἄγγελοι». Ὅσο ἀνώτερος εἶναι ὁ οὐρανός ἀπό τήν γῆ, ὅσο οἱ ἄγγελοι ἀπό τούς ἀνθρώπους, τόσο καλύτερος εἶναι ὁ μοναχικός βίος ἀπό τόν γάμο. «Εἰ δέ χρῆ τί καί βιασάμενος εἰπεῖν καί πλέον». Κι ἄν πρέπει νά πῶ καί κάτι περισσότερο, οἱ μοναχοί εἶναι ἀνώτεροι καί ἀπό τούς ἀγγέλους, διότι οἱ ἄγγελοι, λέγει, μολονότι δέν ἔχουν σχέση γαμική καί δέν εἶναι συμπεπλεγμένοι μέ τά πάθη τῆς σάρκας, δέν ἔχουν νά ἀγωνισθοῦν μέ τήν σάρκα καί τήν φύση, ἀφοῦ εἶναι πνευματικά ὄντα. Ἐνῶ οἱ μοναχοί ἔχουν ὄχλο ἐπιθυμιῶν καί κατορθώνουν νά νικήσουν αὐτόν τόν ὄχλο τῶν ἐπιθυμιῶν καί νά ξεπεράσουν ἀκόμη καί τούς ἀγγέλους.
Στήν Καινή Διαθήκη τό καινούριο στοιχεῖο, πού εἰσάγει ὁ Χριστός μέσα στόν κόσμο σέ σχέση μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, εἶναι ἡ παρθενία. Στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ὑπῆρχε ὁ μοναχισμός καί ἡ παρθενία. Ἀκόμη καί οἱ Προφῆτες καί οἱ Πατριάρχες ἦταν ἔγγαμοι. Ἔρχεται, λοιπόν, τώρα ἡ Καινή Διαθήκη, συμπληρώνοντας καί ὁλοκληρώνοντας τήν Παλαιά Διαθήκη, καί εἰσάγει πλέον μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς σωτηρίας μας νέο τρόπο ζωῆς. Ὁ γάμος, βέβαια, εἶναι καλός, ὅπως εἴπαμε. Εἶναι, ὅμως, ἀγαθό τοῦ παρόντος αἰῶνος, τό ὁποῖο, χάριν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τῆς πρός τόν Χριστόν ἀγάπης, πρέπει νά ἐγκαταλειφθεῖ μαζί μέ ἄλλους ἐπιγείους δεσμούς καί ἐπίγεια ἀγαθά. Στή νέα ἐν Χριστῷ κτίση, πού ἐγκαινιάζει καί ἐγκαθιστᾶ μέσα στήν Ἐκκλησία τά ἔσχατα, πιό ταιριαστός καί πιό κατάλληλος τρόπος ζωῆς εἶναι ὁ μοναχικός βίος. Ἡ ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό ἀπαιτοῦν νά ἐγκαταλείψουμε τόν πατέρα, τήν μητέρα, τήν γυναῖκ, τά τέκνα, τούς ἀδελφούς, νά ἀρνηθοῦμε τούς ἑαυτούς μας καί νά πάρουμε τόν Σταυρό στούς ὤμους μας. Ὁ γάμος ἀποτελεῖ δεσμό, ὁ ὁποῖος τίς περισσότερες φορές, ὄχι ὅλες, ἐμποδίζει νά ἀνταποκριθοῦμε στήν πρόσκληση τῆς συμμετοχῆς στό δεῖπνο τῆς Βασιλείας καί δημιουργεῖ δουλεία καί δεσμεύσεις. Ὅλ’αὐτά εἶναι φροντίδες, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀποσποῦν ἀπό τό νά ἀφιερωθοῦμε ὁλοκληρωτικά στόν Χριστό. Ὅσοι ἐγκατέλειψαν οἰκίες, ἀδελφούς, γυναῖκες, γονεῖς γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά λάβουν πολλαπλάσια ἀμοιβή. Ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι προτίμησαν τόν παρθενικό βίο, «ηὐνούχισαν ἑαυτούς», γιά ἐπιτύχουν τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἐγκαταλείπει κανείς τόν πατέρα καί τήν μητέρα, γιά νά προσκολληθεῖ πρός τήν γυναιῖκα του. Αὐτό, πού λέμε μέσα στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου, εἶναι παρμένο ἀπό τήν Γένεση. «Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ»[7]. Τώρα αὐτό ἐδῶ ἔχει ἀλλάξει. Παραμένει καί στήν Καινή Διαθήκη καί τό ἐπαναλαμβάνουμε, ἀλλά τώρα προστίθεται, ὑπάρχει πλέον ἰσχυρότερος δεσμός συγγενείας ἀπό κάθε ἄλλη σαρκική καί ἐπίγεια˙ ὁ δεσμός τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπακοῦν στό θέλημά Του καί τηροῦν τίς ἐντολές Του. Ὁ Μεσσίας, τόν Ὁποῖο περίμεναν στήν Παλαιά Διαθήκη νά προέλθει ἀπό κάποιο γάμο καί ἀπό κάποιο γένος, εἶναι ἤδη παρών στήν Καινή Διαθήκη καί ἄνοιξε νέο αἰῶνα. Ὁ παλαιός αἰῶνας, στόν ὁποῖο ὁ γάμος εἶχε ἀπόλυτη ἀξία, ἔκλεισε, καί ἄρχισε ὁ νέος αἰῶνας, στόν ὁποῖο ἀπόλυτη ἀξία ἔχει ἡ παρθενία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἦταν ἄγαμος. Ἦταν πολύ φυσικό ἡ προτροπή τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ – «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ»[8] – σέ συνδυασμό μέ ὅσα λέγει περί ἐγκαταλείψεως τῆς οἰκογενείας καί τῶν ἐπιγείων δεσμῶν, νά κατανοηθεῖ καί ὡς μίμησή Του στήν ἀγαμία.
Μπορεῖ ἀκόμη νά λεχθεῖ ὅτι ἡ παρθενία, ὡς τελειότερος τρόπος, γιά νά ἀκολουθήσει κανείς τόν Χριστό, προβάλλεται καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, γραμμένο ἀπό τόν παρθένο, μοναχό καί Εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη μᾶς λέγει ὅτι τό ἱστάμενο ἐπάνω στό ὄρος Σιών ἀρνίον, ὁ Χριστός, στήν μέλλουσα κρίση περιβάλλεται ἀπό 144.000 παρθένους, μοναχούς, πιστούς. «Οὗτοι εἰσίν οἱ μετά γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν˙ παρθένοι γάρ εἰσίν˙ οὗτοι οἱ ἀκολουθήσαντες τῷ ἀρνίῳ, ὅπου ἄν ὑπάγει»[9]. Δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό διαρκῶς, ὅταν ἔχουμε οἰκογένεια, παιδιά, περισπασμούς. Ὑπάρχουν, λοιπόν, ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν νά ἀφιερωθοῦν ὁλοκληρωτικά στόν Χριστό καί δέν δεσμεύονται μέ τά δεσμά τοῦ γάμου.
Στή συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει θαυμάσια κείμενα, πού δείχνουν ὅτι μέσα στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ριζωμένος ὁ μοναχισμός. «Λέγω δέ τοῖς ἀγάμοις καί ταῖς χῆρες καλόν αὐτοῖς, ἐάν μείνωσιν ὡς κἀγώ»[10]. Λέγει στούς ἀγάμους καί στίς χῆρες ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά μείνουν, ὅπως εἶναι αὐτός, δηλ. ἄγαμος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀπευθυνόμενος πρός νέους ἀνθρώπους, λέει : – Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι οἱ νέοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, κάποια φορά στή ζωή τους ἀμφιταλαντεύονται ποιό δρόμο νά ἀκολουθήσουν˙ νάγίνουν μοναχοί ἤ νά γίνουν ἔγγαμοι; – «Εἰ μέν γάρ τό καλόν καί σφόδρα ὑπερέχον ζητεῖς», ἄν ζητᾶς κάτι πολύ ὑψηλό, ὑπεροχικό γιά τούς λίγους, «βέλτιον μηδόλως ὁμιλεῖν γυναικί» ἤ «μηδόλως ὁμιλεῖν ἀνδρί» γιά τίς γυναῖκες. Ἄν, λοιπόν, θέλεις κάτι πολύ ὑψηλό, δέν χρειάζεται νά ἐμπλακεῖς μέ γυναῖκες ἤ ἄνδρες. «Εἰ δέ τό ἀσφαλές καί βοηθοῦν σου τῇ ἀσθενείᾳ ομίλει γάμῳ». Ἄν, ὅμως, δέν μπορεῖς νά κατανικήσεις τήν σάρκα, τήν φύση σου καί θέλεις νά ἔχεις ἕνα λιμάνι, μιά ἀσφάλεια, τότε νά ὁμιλήσεις μέ γάμο καί νά ἀκολουθήσεις τόν γάμο. Ἀλλά, τό ὑψηλόν καί ὑπερέχον εἶναι ἡ παρθενία.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τέλος, ὁ μεγάλος αὐτός σαββαΐτης ὑμνογράφος καί μεγάλος θεολόγος λέγει τά ἑξῆς στό κλασικό δογματικό του ἔργο, πού εἶναι ἕνας ὕμνος γιά τόν μοναχικό βίο, γιά τό καύχημα αὐτό τῆς Ὀρθοδοξίας μας : «Παρθενία τό τῶν ἀγγέλων πολίτευμα, τό πάσης ἀσωμάτου φύσεως ἰδίωμα». Παρθενία, εἶσαι τό πολίτευμα τῶν ἀγγέλων. «Ταῦτα λέγομεν οὐ τόν γάμον κακίζοντες». Καί τά λέμε αὐτά, χωρίς νά κακίζουμε τόν γάμο. «Μή γένοιτο! Οἴδαμεν γάρ τόν Κύριον ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ τόν γάμον εὐλογήσαντα». Γιατί, ἀκόμη καί ὁ Χριστός εὐλόγησε τόν γάμο, τόν ἐν Κάνᾷ. «Τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος»[11]. «Ἀλλά, καλοῦ κρείττονα τήν παρθενίαν γινώσκομεν». Ἀλλά, ἀπό τόν καλό γάμο πολύ καλύτερη εἶναι ἡ παρθενία, ὁ μοναχικός βίος.
Τό συμπέρασμα, λοιπόν, ἀπό ὅλα τά προαναφερθέντα εἶναι ὅτι ναί μέν ὁ γάμος εἶναι εὐλογημένος, ἀλλά ἡ παρθενία εἶναι ἀνώτερη.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀποκαλεῖ τόν μοναχισμό «Τέχνη Παρθενίας». Τί σημαίνει αὐτός ὁ τίτλος; Ὁ τίτλος αὐτός θέλει νά δείξει ὅτι ἡ παρθενία, ὁ μοναχισμός, εἶναι μία ἐνασχόληση, ὅπου κανένας, γιά νά εὐδοκιμήσει, ὅταν ἀποφασίσει νά γίνει μοναχός καί νά μείνει παρθένος, πρέπει νά ἀσχοληθεῖ πολύ σοβαρά. Ὅπως ὅλες οἱ τέχνες πρέπει νά γίνουν ἀντικείμενο σπουδῆς καί μαθήσεως μέ πολύ σοβαρότητα, ἔτσι πρέπει καί τό μοναχικό «ἐπάγγελμα». Θά συναντήσουν ἐχθρότητες, δυσκολίες ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές.
Ὄντως ὁ μοναχισμός εἶναι τό καύχημα ὅλων μας καί θά πρέπει ὅλοι μας νά καυχώμασθε καί νά καμαρώνουμε γιά τόν μοναχισμό. Καί μακάρι νά ἦταν δυνατόν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ν’ἀκολουθήσουν αὐτόν τόν δρόμο. Ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν. «Οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ’οἷς δέδοται»[12]. Δέν πρόκειται νά γίνουν ὅλοι καλόγεροι. Μακάρι νά μποροῦσαν νά γίνουν ὅλοι καλόγεροι καί μακάρι νά ἤθελαν καί νά εἶχαν τήν δύναμη ὅλοι νά γίνουν καλόγεροι, διότι αὐτό τό εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας εἶπε ὅτι «εἰσίν εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνούχησαν ἑαυτούς διά τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[13]. Ὑπάρχουν μερικά πρόσωπα διαλεχτά, ἐκλεκτά πρότυπα, τά ὁποία δέν ἀσχολοῦνται μέ τόν γάμο, μέ τά κοσμικά καί μέ τίς φροντίδες. Δέν εἶναι κακός ὁ γάμος, ἀλλά δέν εἶναι ὑψηλός, ὅσο ὑψηλός εἶναι ὁ μοναχισμός. «Εἰσίν εὐνοῦχοι, οἵτινες εὐνούχησαν ἑαυτούς διά τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», οἱ ὁποῖοι κατήργησαν τά σαρκικά, μόνο καί μόνο γιά νά ἀρχίσει νά ἐφαρμόζεται ἐδῶ στή γῆ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιά νά ζοῦν ἀπό’δῶ τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί σέ μία ἄλλη περίπτωση ὁ Κύριός μας εἶπε : «οἱ υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καί ἐκγαμίζονται»[14]. Ὅπως ἔκαναν καί τήν ἐποχή πρό τοῦ κατακλυσμοῦ. Ἐδῶ, οἱ συνήθεις κοσμικοί ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μέ τούς γάμους, πολλοί μέ τίς πορνεῖες καί μέ τίς μοιχεῖες, ὅλη ἡ σκέψη εἶναι στό σέξ. Ἐκεῖνοι, ὅμως, πού καταξιώθηκαν νά ἔχουν τά μάτια τους στραμμένα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν αἰώνα ἐκεῖνο, πού ἔρχεται, «οἱ δέ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν οὔτε γαμοῦσι οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ὡς ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ εἰσί»[15]. Δέν ἀσχολοῦνται μέ τόν γάμο καί μέ τίς ἀνατροφές παιδιῶν. Καλά εἶναι κι αὐτά γιά τούς ἀδυνάτους. Ἀλλά, ὅσοι δυνατοί μποροῦν νά τά ξεπεράσουν ὅλ’αὐτά, ἀνοίγεται αὐτός ὁ ὑπέροχος βίος.
Β) Τί εἶναι μοναχός;
«Μοναχός ἐστίν ὁ μηδέν ἔχων, εἰ μή μόνον τόν Χριστόν», κατά τόν ὅσιο Ὀνούφριο.
Γ) Ἐπιχειρήματα ὑπέρ τοῦ μοναχισμοῦ.
Ποιά ἐπιχειρήματα παρουσιάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά νά μᾶς δείξουν τό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τοῦ μοναχισμοῦ;
Ἕνα ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι μέ τόν μοναχισμό, μέ τόν παρθενικό βίο κατορθώνεται ἡ ἐξομοίωση πρός τόν ἄφθαρτο, ἀπαθή καί παρθένο Θεό καί ἡ θέωση. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός εἶναι παρθένος. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. «Πρώτη παρθένος ἐστίν Ἁγία Τριάς». Μέσα στήν Ἁγία Τριάδα δέν ὑπάρχουν γάμοι. Ἐκεῖ ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται κατ’ἄλλον τρόπο, ὄχι μέ γαμική συνάφεια. Ὄποιος, λοιπόν, ἀκολουθεῖ τόν παρθενικό βίο, κατορθώνει νά ἐξομοιωθεῖ, νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἐπίσης παρθένος.
Δεύτερο ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι ἡ παρθενία, ὁ μοναχικός, ὁ παρθενικός βίος εἶναι ἱσάγγελος ἤ ὑπεράγγελος βίος. Εἶναι βίος ἴσος μέ τούς ἀγγέλους ἤ καί ἀνώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους. Ὅπως συνήθως λέμε εἶναι ἀγγελικός βίος ὁ μοναχικός βίος. Οἱ ἄγγελοι δέν ἔχουν γαμικές σχέσεις, εἶναι πνευματικά ὄντα. Οἱ μοναχοί, ἄν καί δέν εἶναι πνευματικά ὄντα καί ἔχουν ἀνάγκη τῆς φύσεως τῆς σάρκας, ἐντούτοις κατορθώνουν καί τήν ξεπερνοῦν. Γι’αὐτό μερικές φορές εἶναι καί ὑπεράγγελοι, διότι οἱ ἄγγελοι δέν ἔχουν σάρκα, γιά νά τήν πολεμοῦν. Ὅσοι μοναχοί κατορθώνουν αὐτό τό ἐπίτευγμα, εἶναι ἀνώτεροι καί ἀπό τούς ἀγγέλους, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐπειδή, λοιπόν, κατορθώνουν αὐτόν τόν ἀγγελικό βίο, κατά κάποιο τρόπο φέρνουν καί τά ἔσχατα μέσα στόν κόσμο. Εἶναι μία πρόληψη τῶν ἐσχάτων. Δέν περιμένουν στή μέλλουσα ζωή μόνον, ὅπου «ἐν δέ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσι οὔτε ἐκγαμίζονται»[16], ἀλλά αὐτή τήν κατάσταση τῶν ἐσχάτων τήν φέρνουν ἤδη τώρα ἐδῶ πού ζοῦμε. Καί φέρνουν μέσα στή ζωή μας αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἀναστάσεως, αὐτόν τόν πνευματικό κόσμο.
Τελευταῖο ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι ἡ παρθενία ἀποτελεῖ μίμηση τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, ὅτι ὁ μοναχικός βίος εἶναι ἀποστολικός καί χριστοκεντρικός βίος. Ἐν πρώτοις, ὁ Χριστός ὁ ἴδιος δέν νυμφεύθηκε, ἦταν ἀρχιπάρθενος, ὁ πρῶτος πού ἔδειξε αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς. Ὅπως καί ἡ Παναγία μας δέν ἔκανε γάμο. Ἦταν πρό τόκου, ἐν τόκῳ καί μετά τόκον παρθένος, τριπάρθενος ἡ Παναγία μας. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός παρέμεινε σ’ὅλη Του τή ζωή παρθένος, ἄγαμος καί μοναχός. Ὁ πρῶτος μοναχός, ὁ πρῶτος ἡγούμενος ἦταν ὁ Χριστός. Καί τό πρῶτο κοινόβιο ἦταν ἡ ὁμάδα τῶν δώδεκα Ἀποστόλων. Ἡγούμενος ὁ Χριστός. Οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι παράτησαν τίς οἰκογένειές τους, τά παιδιά τους, τά πλοῖα, τά δίκτυα κ.λπ, κουβάλησαν τόν σταυρό καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό. Νά, λοιπόν! Τό πρῶτο μοναστήρι, τό πρῶτο κοινόβιο εἶναι ὁ Χριστός μέ τούς Ἀποστόλους. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, ὁ μοναχικός βίος μίμηση τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων.
Δ) Λόγοι ἀναπτύξεως τοῦ μοναχισμοῦ
Οἱ λόγοι ἀναπτύξεως τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι :
α) Ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν προκάλεσε τήν ἀντίδραση πολλῶν πιστῶν, πού ἐκδηλώθηκε μέ τήν ἀθρόα φυγή τους στήν ἔρημο καί τήν ἀνάπτυξη τῆς μοναχικῆς ζωῆς, καί
β) Ἡ ἰσχυροποίηση τῆς θεσμικῆς μορφῆς τῆς Ἐκκλησίας περιόρισε τίς χαρισματικές διαστάσεις της καί προκάλεσε τήν ἀνάγκη νά δημιουργηθοῦν νέες δυνατότητες γιά τήν καλλιέργεια τῆς χαρισματικῆς ζωῆς. Τήν ἀνάγκη αὐτή κάλυψε ἡ ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.
Ἡ φυγή στήν ἔρημο δέν πραγματοποιήθηκε ὡς φυγή ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὡς φυγή ἀπό τόν κόσμο. Ὅμως, ὁ μοναχός δέν φεύγει ἀπό τόν κόσμο, ἐπειδή τόν μισεῖ, ἀλλά ἐπειδή ἀδυνατεῖ νά συμβαδίσει μέ τούς ἐκκοσμικευμένους ρυθμούς τοῦ κόσμου. Ὁ μοναχός φεύγει στήν ἔρημο, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐντονότερα στή νέα ζωή, πού τοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο, πού ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος αὐτοκτονίας στό ἐπίπεδο τῆς ὁριζόντιας κοινωνικότητας, πραγματοποεῖται ὡς ἀνάσταση στήν προοπτική τῆς κατακόρυφης κοινωνικότητας, δηλ. τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ὅπου ἀποκαθίσταται σέ ἕνα νέο ἐπίπεδο καί ἡ κοινωνία μέ τούς συνανθρώπους. Ὁ μοναχός δέν ἐγκαταλείπει τούς συνανθρώπους του ἀπό ἀντίδραση πρός αὐτούς, ἀλλά ἀπό ἀδυναμία νά ζήσει τήν θρησκευτική ζωή, πού θέλει, κοντά τους. Ἔτσι, ὁ μοναχισμός ἐμφανίζεται ὡς ἕνα εἶδος «ἀντικοινωνίας», ἡ ὁποία, χωρίς νά ἔχει τήν ἔννοία τῆς ἀντιθέσεως πρός τήν κοσμική κοινωνία, δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις γιά μιά συνεπέστερη χριστιανική ζωή, πού ἔχει ὁρίζοντα τήν παγκοσμιότητα[17].
Ε) Εἶναι ὁ μοναχισμός καί ὁ ἐρημιτισμός ἀντικοινωνικός;
Ὁ ἐρημητικός μοναχισμός δέν εἶναι ἀντικοινωνικός γιά δύο λόγους :
α) Πρῶτος λόγος εἶναι τό ἴδιο τό γεγονός τῆς κοινωνικοποιήσεως τοῦ ἐρημίτου, πού ἀρχίζει μέ τή βιολογική του ἐμφάνιση στόν κόσμο καί τόν συνοδεύει ὁπουδήποτε κι ἄν βρίσκεται, κοντά ἤ μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ γλώσσα τοῦ ἐρημίτου, οἱ παραστάσεις του γιά τόν κόσμο καί τόν Θεό, ἡ ὅλη τοποθέτησή του μέσα στόν κόσμο καί τήν ζωή τόν διατηροῦν ἑνωμένο μέ τήν κοινωνική πραγματικότητα, ἀκόμη καί ὅταν βρίσκεται σέ ἀπρόσιτα σπήλαια. Ὁ ἐρημίτης, ὅπως καί κάθε ἄνθρωπος, πού ζεῖ μόνος, διατηρεῖ μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του κάποια σχέση μέ τήν κοινωνική ζωή. Ἡ εὐτυχία ἤ πικρία τῆς μοναξιᾶς εἶναι ἤδη τρόποι ἀνταποκρίσεως στήν ἐμπειρία τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ἡ φυγή, λοιπόν, ἀπό τόν κόσμο δέν εἶναι ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική. Μέ τή φυγή του ὁ μοναχός ἀποκτᾶ τήν δυνατότητα νά ἐξασφαλίσει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας, γιατί ἀποφεύγει τίς κοινωνικές δεσμεύσεις.
β) Ὁ δεύτερος λόγος, πού δέν πρέπει νά χαρακτηρίσουμε τήν ζωή τοῦ μοναχοῦ ὡς ἀκοινωνική, εἶναι ὁ θρησκευτικός του χαρακτήρας. Ὁ ἐρημίτης, ἐνῶ φεύγει ἀπό τόν κόσμο, καλλιεργεῖ στήν ἔρημο κοινωνία μέ τόν Θεό καί τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Σκοπός ἄλλωστε τῆς φυγῆς του στήν ἔρημο εἶναι ἡ ἐνίσχυση καί μεγιστοποίηση τῆς κοινωνίας αὐτῆς. Ἡ προσευχή καί ἰδιαίτερα ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, πού καλλιεργοῦν οἱ μοναχοί στήν ἔρημο, εἶναι ὁ σταθερός διάλογός τους μέ τόν Θεό, πού τοποθετεῖ σέ καινούρια βάση καί τήν κοινωνία τους μέ τούς ἀνθρώπους[18].
ΣΤ) Διαφορά Ὀρθοδόξου καί Παπικοῦ μοναχισμοῦ
Τόσο ὁ μοναχισμός ὅσο καί ὁ ἐρημιτισμός στήν Δύση δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν Ὀρθόδοξο Ἀνατολικό μοναχισμό καί ἐρημιτισμό. Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ εὐνόησε τήν διαμόρφωση τῶν μοναχικῶν ταγμάτων (Δομινικανῶν, Φραγκισκανῶν κ. ἄ.), τά ὁποία εἶναι σκορπισμένα σέ διάφορες περιοχές, ἀλλά ἔχουν ἑνιαία ὀργάνωση καί ὑπάγονται στήν κεντρική ἐξουσία. Ἀκόμη, χαρακτηρίζονται συνήθως γιά τήν ἐξειδίκευσή τους σέ κάποια ἰδιαίτερη ἀποστολή (καταπολέμηση αἱρέσεων, φιλανθρωπική δράση κ.λπ) καί διακρίνονται ἐξωτερικά ἀπό τήν διαφορετική ἐνδυμασία τους. Τά μοναχικά τάγματα ἦταν καί παραμένουν ἄγνωστα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἡ ὅλη δομή τους προϋποθέτει κάποια διαφορετική θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας. Γενικά ὁ μοναχισμός στή Δύση τοποθετεῖται στήν ὑπηρεσία κάποιου κοινωνικοῦ σκοποῦ, δηλ. εἶναι κυρίως ὀργανωτικός, ἐνῶ στήν Ἀνατολή εἶναι κυρίως ἐκφραστικός καί ἔχει ὡς κύριο σκοπό τήν προσευχή, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. Στό ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καί ὁ ἐρημιτισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει μεταλλαχθεῖ σέ κάποιο εἶδος κοινωνικοῦ ἐρημιτισμοῦ. Οὐσιαστικά, ὁ ἐρημιτισμός στήν Δύση, ἄν δέν ἔχει ἐκλείψει, ἔχει ἐξασθενήσει[19].
[1] Ματθ. 19, 6.
[2] Ματθ. 5, 28.
[3] Ἐφ. 5, 32.
[4] Ματθ. 19, 10-12.
[5] Λουκ. 20, 34-35, Μρκ. 12, 25, Ματθ. 22, 30.
[6] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἐπιστολή πρός Ἀμμοῦν μονάζοντα, ΕΠΕ 11, 240. Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Σύμφωνο ἐλεύθερης διάλυσης τῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας», ἐν Θεοδρομία Ι1 (2008) 3-14.
[7] Μάρκ. 10, 7 καί Ἐφ. 5,31.
[8] Α΄ Κορ. 11, 1.
[9] Ἀποκ. 14, 4.
[10] Α΄ Κορ. 7, 8.
[11]Ἑβρ. 13, 4.
[12] Ματθ. 19, 11.
[13] Ματθ. 19, 12.
[14] Λουκ. 20, 34.
[15] Λουκ. 20, 35.
[16] Ματθ. 22,30.
[17] Σχ. βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσ/κη 1999, σσ. 105, 106, 108.
[18] Ὅ.π., σσ. 111-112.
[19] Ὅ. π., σσ. 128-132.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-07-28 11:22:49%ce%bf-%ce%bf%cf%81%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%bf%cf%83-%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b1%cf%87%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%83