Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ 25-07-2016
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δίνει μεγάλη σημασία στόν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροθρήσκων[1]. Γι’αὐτό καί ὁλόκληρος ὁ τέταρτος «Περί Ἱερωσύνης» λόγος του εἶναι ἀφιερωμένος στό νά δείξει ὅτι ὁ ἱερεύς πρέπει νά ἔχει ὑψηλή θεολογική συγκρότηση, νά γνωρίζει τίς θέσεις καί τά ἐπιχειρήματά τους, καί νά διαθέτει τά ἀπαραίτητα ὅπλα, γιά νά τούς ἀποκρούει. Ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολυμέτωπος˙ «ποικίλος οὗτος ὁ πόλεμος καί ἐκ διαφόρων συγκροτούμενος ἐχθρῶν». Ὁ ἱερεύς πρέπει νά ἀγωνίζεται καλῶς, ὄχι μόνο ἐναντίον ἑνός ἐχθροῦ, ἀλλά ἐναντίον ὅλων. Δέν ὑπάρχουν εἰδικότητες στήν ποιμαντική συγκρότηση τῶν ἱερέων. Τί ὠφελεῖ, λέγει, ὅταν ὁ ἱερεύς ἀγωνίζεται μέ ἐπιτυχία ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν, τόν αἰχμαλωτίζουν, ὅμως, οἱ Ἰουδαῖοι; Ἤ ὅταν νικᾶ καί τούς δύο, τοῦ ἁρπάζουν, ὅμως, τά πρόβατα ἀπό τήν ποίμνη του οἱ Μανιχαῖοι, ἤ ὅσοι διδάσκουν τήν εἱμαρμένη, ἤ ὁ Μαρκίων καί ὁ Οὐαλεντῖνος, ἤ ὁ Σαβέλλιος καί ὁ Ἄρειος, ἤ ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς; Δέν χρειάζεται, λέγει, νά ἀναφέρω ὅλες τίς αἱρέσεις τοῦ Διαβόλου. Ἄν, πάντως, δέν γνωρίζει ὁ ποιμήν νά τίς ἀποκρούει ὅλες, μπορεῖ καί μέ μία νά καταφάγει ὁ λύκος τά περισσότερα πρόβατα : «Καί τί δεῖ πάσας καταλέγειν τοῦ διαβόλου τάς αἱρέσεις; Ἅς ἄν μή πάσας ἀποκρούεσθαι καλῶς ὁ ποιμήν εἰδῇ, δύναιτ’ἄν καί διά μιᾶς τά πλείονα τῶν προβάτων καταφαγεῖν ὁ λύκος»[2]. Ὅπως, ὅταν πρόκειται νά ἀσκήσει κανείς κοσμικά ἐπαγγέλματα, νά γίνει ἔμπορος, στρατιωτικός, ἀρχιτέκτων, ἰατρός, γεωργός, πρέπει νά ἔχει τίς ἀπαραίτητες γνώσεις, πολύ περισσότερο ὁ ἱερεύς πρέπει νά εἶναι γνώστης τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐλέγχει τούς ἀντιλέγοντες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχεδόν ταυτίζει τήν Ἱερωσύνη μέ τό κήρυγμα, μέ τή διδασκαλία τοῦ λόγου, χωρίς βέβαια νά ὑποτιμᾶ τήν τελετουργία τῶν μυστηρίων. Γιά νά διαφυλαχθεῖ ἀκέραιο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἐχθρῶν, «μία τις δέδοται μηχανή καί θεραπείας ὁδός, ἡ διά τοῦ λόγου διδασκαλία». Στό νά ἀποκτήσει κανείς βίο ὀρθό, μπορεῖ νά βοηθήσει ἡ ἐνάρετη καί ἁγία ζωή τοῦ ἱερέως. Ὅταν, ὅμως, νοσεῖ ἡ ψυχή στά δόγματα καί στήν πίστη, ὑπάρχει μεγάλη ἡ ἀνάγκη τοῦ λόγου, ὄχι μόνο γιά τήν ἀσφάλεια τῶν πιστῶν, ἀλλά καί γιά τήν καταπολέμηση τῶν ποικίλων ἐχθρῶν. Γι’αὐτό πρέπει ὁ ἱερεύς νά κάνει τό πᾶν, ὥστε νά ἀποκτήσει τήν δύναμη τοῦ λόγου[3]. Ὅταν γίνεται διάλογος καί συζήτηση γιά τά δόγματα καί ὅλοι στηρίζονται στήν ἴδια Ἁγία Γραφή, ὁ ἐνάρετος καί ἀσκητικός βίος δέν μπορεῖ νά συμβάλει σ’αὐτά. Δέν ὠφελοῦν οἱ ἀσκητικοί κόποι καί ἰδρῶτες, ὅταν, λόγῳ ἀγνοίας καί ἀπειρίας τῶν δογμάτων, πέσει κανείς σέ αἵρεση καί ἀποσχισθεῖ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὅτι γνωρίζει πολλούς, πού τό ἔπαθαν αὐτό. Δέν ὠφελεῖ, λοιπόν, μόνον ὁ ἐνάρετος βίος, χωρίς τά ὑγιῆ δόγματα, οὔτε βέβαια ἡ ὑγιής πίστη, ὅταν ὁ βίος εἶναι διεφθαρμένος[4].
Ἐφαρμόζοντας τά ἀνωτέρω στήν σημερινή ἐκκλησιαστική κατάσταση, κρίνεται ἀναγκαῖο ὁ ἱερεύς, ἔχοντας πάντοτε κατά νοῦν τόν λόγο τοῦ Κυρίου «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς˙ ὅστις δ’ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[5], νά ἐκφωνεῖ λόγους ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν (Παπισμός, Προτεσταντισμός, Μονοφυσιτισμός, Ἰουδαϊσμός, Ἰσλαμισμός κλπ). Νά κηρύττει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν συμπεριλαμβάνει στούς κόλπους της τούς αἱρετικούς καί τούς ἀλλοθρήσκους, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνήκουν στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε μνημονεύονται στό δισκάριο τῆς Προσκομιδῆς, οὔτε κοινωνοῦν ἀπό τό αὐτό ποτήριο. Νά παρουσιάζει στούς ἀποκομμένους ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τά νόθα δόγματα καί τίς πλάνες τους, καί γιά νά γιατρέψει τούς ἴδιους καί γιά νά προφυλάξει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λύμη τῶν αἱρέσεων. Νά μήν τούς καθησυχάζει πώς δέν εἶναι αἱρετικοί. Νά μήν τούς ἀποκαλεῖ «ἀδελφές ἐκκλησίες». Νά μήν συγκροτεῖ μαζί τους συμβούλια. Νά μήν ἀναγνωρίζει τό βάπτισμά τους ὡς ἔγκυρο. Νά μήν συμπροσεύχεται μαζί τους. Νά μήν τούς παραχωρεῖ ὀρθόδοξο ναό, ἀλλά οὔτε καί νά ἀποδέχεται τήν παραχώρηση ἐκ μέρους τους αἱρετικοῦ ναοῦ.
Ἰδιαιτέρως σήμερα στήν ἐποχή μας, ὁ ἱερεύς ὀφείλει νά μιλᾶ καί νά κηρύττει ἐναντίον τῆς παναιρέσεως, ὅπως τόν ἀποκάλεσε ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οικουμενισμοῦ. Ὁ σατανοκίνητος, δαιμονιώδης καί δυσώδης Οἰκουμενισμός διδάσκει ὅτι πρέπει νά ἀφήσουμε τήν ἀκρίβεια τῶν δογμάτων καί νά μήν συζητᾶμε γιά τά δόγματα καί τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ὑποψιθυρίζει στ’αὐτιά τῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν, Ἐπισκόπων, Ἀρχιμανδριτῶν, Ἱερέων, μοναχῶν, θεολόγων καί λαϊκῶν, πού τόν ἀποδέχονται, τόν υἱοθετοῦν, τόν διδάσκουν καί τόν μεταλαμπαδεύουν λόγῳ καί ἔργῳ, μέ προεστῶτα τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, ὅτι ἡ ἑνότητα θά ἐπιτευχθεῖ, ὄχι ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ, ἀλλά μόνο μέ τήν ἀγαπολογία, χωρίς τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὅτι οὔτε ἡ ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, οὔτε ἡ ὀρθότητα τοῦ βίου εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας, ὅπως διδάσκει μέ ἔμφαση ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλά καί σύμπας ὁ χορός τῶν Πατέρων καί τό Εὐαγγέλιο. Ὅτι τώρα θα μᾶς σῶσει, ὄχι ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος καταλύει τήν ἀποκλειστικότητα καί τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί καταργεῖ τήν αὐστηρότητα τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς, διευκολύνοντας τήν ἐκκοσμίκευση.
Τέλος, ὁ ἱερεύς πρέπει νά μιλᾶ καί νά κηρύττει ἐναντίον τῆς διευρυμένης Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν δέκα ἀπό τίς δεκατέσσερεις Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού πραγματοποιήθηκε στό Κολυμπάρι τῶν Χανίων τῆς Κρήτης ἀπό 16 ἕως 28 Ἰουνίου 2016, ἡ ὁποία οὐσιαστικά δέν εἶναι οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη οὔτε Σύνοδος, ἀλλά ἀντιθέτως αἱρετική καί ληστρική ψευδοσύνοδος, διότι, ὅπως φάνηκε ἀπό τήν μεθοδολογία, τόν κανονισμό λειτουργίας καί τά τελικά ἐπίσημα κείμενά της, αὐτή ἐδράστηκε ὄχι σέ ὀρθόδοξα, ἁγιοπατερικά, ἱεροκανονικά καί παραδοσιακά κριτήρια, ἀλλά σέ αἱρετικά, παπικά καί βατικάνεια τοιαύτα. Πιό συγκεκριμένα, ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀπέκλεισε τήν συμμετοχή ὅλων τῶν ἀπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, κατέλυσε τήν ὀρθόδοξη συνοδικότητα, δέν ἐνημέρωσε ἀντικειμενικά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα, κλῆρο καί λαό, διακρίθηκε γιά τίς θεολογικές ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις της, ἀπέδωσε στόν ἑαυτό της ἀποκλειστικό ρόλο «ἀρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ» σέ θέματα πίστεως, ἐπέβαλλε καί κατοχύρωσε «ἀλάθητες» ἀποφάσεις, δημιούργησε ἀλλοιωμένη ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, καθιέρωσε τήν μεταπατερική αἵρεση, τίς θεωρίες τῆς «Μιᾶς καί Διηρημένης Ἐκκλησίας» καί τῆς «ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπολεσθεῖσης ἑνότητος», τούς μικτούς γάμους μέ τούς αἱρετικούς, ἐπέβαλλε ὡς ἐπίσημη πλέον γραμμή τῆς Ἐκκλησίας τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες καί Μονοφυσῖτες καί τήν μόνιμη συμμετοχή στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων, τό ὁποῖο οὐσιαστικά εἶναι ἕνας παμπροτεσταντικός ὁμογενοποιητικός ὀργανισμός, ξένος καί ἀλλότριος πρός τήν Ὀρθοδοξία.
Μόνον ἔτσι, καί πρωτίστως μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερεύς καθίσταται ἀληθινός, γνήσιος καί αὐθεντικός ὑπερασπιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
[1] Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοί προβληματισμοί μέ βάση τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», Θεοδρομία Θ3 (Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2007) 404-441.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί Ἱερωσύνης 4, 4, ΕΠΕ 28, 214-222.
[3] Αὐτόθι 4, 3, ΕΠΕ 28, 212 καί Αὐτόθι 4, 5, ΕΠΕ 28, 222.
[4] Αὐτόθι, 4, 9, ΕΠΕ 28, 234-236.
[5] Ματθ. 10, 32-33.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-11-12 15:42:30%ce%bf-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%b5%cf%85%cf%83-%cf%89%cf%83-%cf%85%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b1%cf%83%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%89%cf%83-%ce%ba