ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα καί ἀκοινώνητοι οἱ μνημονεύοντες σχισματοαιρετικούς ὡς ὀρθοδόξους

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

04-10-2022

1. Ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁμολογία καί ταύτιση πίστεως τῶν κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν μέ τήν πίστη τοῦ Ἐπισκόπου

Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται μνημόνευση τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου. Ἡ μνημόνευση αὐτὴ δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ ἀναφορὰ τοὺς ὀνόματός του, ἀλλὰ ἔχει τεράστια θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ σημασία. Ἡ μνημόνευση εἶναι Ὁμολογία Πίστεως, ὅπως μᾶς ἐξηγοῦν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες στὴν ἐπιστολὴ τοὺς πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο ἀναφορικὰ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Λυών[1]. Ὁ λειτουργὸς ἱερεύς μὲ τὴν μνημόνευση ὁμολογεῖ τόσο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἐκκλησίασμα, ποὺ παρευρίσκεται, ὅτι ὅλοι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν Ἐπίσκοπο. Καί, συνεπῶς, ὅτι συνιστοῦν ἐκκλησία. Διότι, ἐκ συστάσεώς της ἡ ἐκκλησία εἶναι μιὰ σύναξη πιστῶν, ποὺ ὅλοι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, Ἀντίθετα, μιὰ σύναξη, ὅπου τὰ μέλη της δὲν ἔχουν ὅλα τὴν ἴδια πίστη, δὲν συνιστᾶ ἐκκλησία. Καί ἂν ἡ πίστη τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἂν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὀρθόδοξος καὶ ἔχει κανονικὴ ἀποστολικὴ διαδοχὴ διά τῆς χειροτονίας του, τότε αὐτὴ ἡ σύναξη πιστῶν (ἐκκλησία) εἶναι πράγματι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ μνημόνευση τοῦ ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου εἶναι τρόπον τινὰ μιὰ νομιμοποίηση ὅτι ἡ συγκεκριμένη σύναξη πιστῶν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι λειτουργεῖ ὡς τέτοια μὲ τὴν πίστη, τὴν λατρεία καὶ τὰ Μυστήριά της. Ἑπομένως, εἶναι θέμα δογματικὸ, ἐκκλησιαστικὸ καὶ λειτουργικό.

Σὲ ὅσους ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ μνημόνευση εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου, μιὰ εὐχὴ ὑπὲρ του ἢ μιὰ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς στὸν ἱεραρχικὰ προϊστάμενό του, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι, ὅπως καὶ στὶς κοσμικὲς ἐκδηλώσεις, κάθε δημόσια ἀναφορὰ ἑνὸς ὑφισταμένου στὸν προϊστάμενό του ἐξυπονοεῖ ὅτι καὶ οἱ δύο ἀνῆκουν στὴν ἴδια ὑπηρεσία, ἔτσι καί ὁ λειτουργὸς ἱερεύς, ποὺ μνημονεύει τὸν Ἐπίσκοπό του, ὁμολογεῖ ταυτόχρονα ὅτι εἶναι στὴν ἴδια ὑπηρεσία μὲ αὐτὸν, δηλ. στὴν ἴδια Ἐκκλησία, καὶ λειτουργεῖ γιὰ λογαριασμὸ του. Ἄν, ὅμως, ἀνήκουμε καὶ ὑπηρετοῦμε τὴν ἴδια Ἐκκλησία, τότε ἀναπόφευκτα ὁμολογοῦμε ὅτι ἔχουμε καὶ τὴν ἴδια πίστη. Διότι, τὸ συστατικὸ στοιχεῖο μιᾶς Ἐκκλησίας, μιᾶς συνάξεως τῶν μελῶν της, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶναι ἡ κοινὴ πίστη ὅλων τῶν  μελῶν. Χωρὶς τὴν κοινὴ πίστη, ἡ σύναξη δὲν εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἐξ ὁρισμοῦ Ἐκκλησία σημαίνει σύναξη πιστῶν μὲ τὴν ἴδια κοινὴ πίστη. Πίστη καὶ Ἐκκλησία ἔχουν ἄρρηκτο δεσμὸ μεταξὺ τους καὶ ἡ μία ἐπικυρώνει ἢ ἀκυρώνει τὴν ἄλλη.

Ἀκόμη μιὰ ἀπάντηση στὸν ἰσχυρισμὸ αὐτὸ, εἶναι ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία δὲν ὑπάρχουν ρήματα, ποὺ εἶναι τυχαία ἢ περιττὰ, δηλ. ἄχρηστα, καὶ ἀναφορὲς χωρὶς νόημα. Ὅλα ἔχουν θεολογικὴ σημασία καὶ τὸ κάθε τί ἐπὶ μέρους συνεισφέρει καὶ ὑπηρετεῖ τὸ ὅλον. Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας[2] : «Ὅλη ἡ μυσταγωγία εἶναι σὰν ἑνιαῖο σῶμα διηγήσεως, ποὺ διατηρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀκεραιότητα, ὥστε τὸ καθένα ἀπό τά τελούμενα ἢ λεγόμενα νὰ φέρει κάποιο συμπλήρωμα στό σύνολο». Καὶ παρακάτω : «Μὲ τὸ ὅτι εἶναι κατ’ ἀρχήν θεῖες Γραφὲς καί θεόπνευστα λόγια τά ψαλλόμενα καὶ ἀναγινωσκόμενα, ἁγιάζουν αὐτούς, ποὺ ἀναγινώσκουν καὶ ψάλλουν». Καὶ ἡ αἰτία τους εἶναι, ὅπως ἀναφέρει πρωτύτερα, «ὁ προκαταρκτικός καθαρισμός καὶ ἡ προπαρασκευὴ» γιὰ τὸ Μυστήριο. Ἀκόμη καὶ «μὲ τὸ ὅτι δέ τέτοια ἐπιλέχτηκαν καί ἔτσι ταξινομήθηκαν, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δύναμη καὶ ἀρκοῦν γιά ἐπισήμανση τῆς παρουσίας καὶ ζωῆς τοῦ Χριστοῦ» στὸν κόσμο. Ἂν ὁ Ἐπίσκοπος «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμη ἐστίν», ὅπως εἶναι ἡ σχετικὴ φράση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου[3], τότε ἡ μνημόνευσή του ἀπὸ  τὸ ἐκκλησίασμα, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, εἶναι δήλωση καί ὁμολογία ὅτι ὅλοι τοῦ ἐκκλησιάσματος εἶναι πιστὰ τέκνα τοῦ Κυρίου, ποὺ τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς Ποιμένα τους, ἀφοῦ ἕνας Ἐπίσκοπος μὲ «γνώμη Χριστοῦ» καὶ κανονικὴ ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἐπέχει θέση Χριστοῦ ἀνάμεσά τους («εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ»), εἴτε εἶναι παρὼν, εἴτε ἀπὼν, λειτουργώντας διὰ τοῦ ἱερέως, καὶ μᾶς ἐξασφαλίζει ὡς Σῶμα Χριστοῦ διὰ τῆς κοινῆς, ὀρθῆς πίστης. Καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς σημαντικῆς δήλωσης – ὁμολογίας, ποὺ κάνουμε, προσλαμβάνουμε χάρι καὶ ἁγιαζόμαστε στὴν πορεία τῆς προετοιμασίας μας πρὸς τὸ Μυστήριο, γιὰ νὰ γίνουμε κατὰ Χάριν ἅγιοι, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὴν οὐσία τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα. Ταυτόχρονα, ἐπειδὴ ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὡς Ποιμένος μας, διὰ τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, σημαίνει καὶ ὑπακοὴ στὸν Ποιμένα καὶ δέσμευσή μας νὰ ἀκολουθοῦμε πάντα τὴν φωνὴ του, αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅτι κι Αὐτὸς ἀκολουθοῦσε πάντα καὶ ἦταν ὑπάκουος στὸν Θεὸ Πατέρα Του. Γιατί, κατὰ τὸν ἱερό Καβάσιλα, «ὄχι μόνο τά ψαλλόμενα καὶ λεγόμενα ἔχουν αὐτή τήν ἀποστολή, ἀλλὰ καὶ τά τελούμενα, καὶ τὸ καθένα, ἄν καί γίνεται γιὰ μιά παροῦσα ἀνάγκη, σημαίνει καί κάποιο ἀπό τά ἔργα, τὶς πράξεις ἢ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ».

Ὑποβιβάζεται, συνεπῶς, ἐντελῶς ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου ὡς στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ γίνεται «γράμμα» (τύπος), ὅταν χαρακτηρίζεται ὡς μιὰ ἁπλὴ ἀναφορὰ στὸ ὄνομά του, καὶ ἀφαιροῦμε, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια (ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται), εἴτε ἀπὸ σκοπιμότητα, τὸ «πνεῦμα» της, ποὺ εἶναι Πνεῦμα Θεοῦ,  καί αὐτὸ ἀκριβῶς, ποὺ μᾶς ζωοποιεῖ. Καὶ ξεχνᾶμε ὅτι ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία, πού, ὅπως τόνισε παραπάνω ὁ ἅγιος Νικόλαος, εἶναι ἕνα ἑνιαῖο σῶμα μὲ ἁρμονία καὶ ἀκεραιότητα, δὲν εἶναι  μιὰ «τυπικὴ» τελετὴ. Ἀλλὰ καί ὅλη καὶ κάθε ἐπὶ μέρους τμῆμα της, εἶναι μιὰ μυσταγωγία, δηλ. χορήγηση Πνεύματος ἀπὸ τὸ Ἄκτιστο στὴν Κτίση, τόσο τὴν ἔλλογη, ὅσο καὶ τὴν ἄλογη. Καὶ ἴσως νὰ εἶναι προσβολὴ στὸ Θεῖο καὶ ἀλογία νὰ λέμε ὅτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁλοκληρωτικὰ θεόπνευστο καὶ ζωοποιητικό κατασκεύασμα, ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα της, ὅπως ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἐλλιπὲς καὶ δὲν ἔχει «πνεῦμα», δηλ. δὲν ἔχει ζωή. 

2. Ἡ μνημόνευση τῶν Προκαθημένων στά ἱερά Δίπτυχα εἶναι ὁμολογία καί ταύτιση πίστεως μεταξύ τους, ἀλλά καί ταύτιση πίστεως τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν μὲ τὴν πίστη τῶν Προκαθημένων.

Τὸ ἴδιο φυσικά ἰσχύει καὶ γιά τήν μνημόνευση «ὑπέρ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» ἀπό πλευρᾶς τῶν μητροπολιτῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἐπίσης καί γιά τήν μνημόνευση «ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (τάδε) τοῦ ὀρθοτομοῦντος τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» καί «ὑπέρ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας» ἀπό πλευρᾶς τῶν μητροπολιτῶν τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν». Ἡ μνημόνευση αὐτή εἶναι ὁμολογία ταύτισης τῆς πίστεως τῶν μητροπολιτῶν μέ τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν Σύνοδο.    

Τό ἴδιο, στή συνέχεια, ἰσχύει καί γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν Διπτύχων τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀνάγνωση τῶν ὀνομάτων τῶν ἄλλων Ἀρχιεπισκόπων, Πατριαρχῶν κλπ. ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουμε, νὰ τοὺς κάνουμε γνωστοὺς στὸ ποίμνιο κλπ., ὅπως πολλοὶ νομίζουν, κάτι δηλ. χωρὶς «πνεῦμα» καὶ ζωὴ, ἀλλὰ μιὰ δογματική, ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ πράξη μὲ μεγάλη σημασία. Μὲ ἁπλὰ λόγια, ὅπως ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν ἱερέα εἶναι μιὰ ὁμολογία πίστεως τῶν συνηγμένων «ἐπὶ τὸ αὐτό» στὴν πίστη τοῦ Ἐπισκόπου τους καὶ δι’ αὐτοῦ στὸν Χριστό, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς ἔχει πράγματι «γνώμη Χριστοῦ», καί αὐτὴ ἡ μνημόνευση εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν νομιμότητα τῆς συνάξεως ὡς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸ ἴδιο καὶ ἡ μνημόνευση τῶν Διπτύχων εἶναι μιὰ ὁμολογία πίστεως τῆς συγκεκριμένης Τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πίστη ὅλων τῶν ὑπολοίπων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, δηλ. μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπου γῆς, κάτι ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν νομιμότητά της ὡς Ἐκκλησίας καὶ τὴν κανονικότητα τοῦ Ἐπισκόπου της, ἐφ’ὅσον κι αὐτὸς ἀναγνωρίζεται ὡς τέτοιος ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους.

3. Ὅταν ἕνας Προκαθήμενος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ μιά Τοπική Ἐκκλησία αἱρετίζει

Τὰ προβλήματα ξεκινοῦν, ὅταν ἕνας Προκαθημενος ἤ Ἐπίσκοπος μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας προδήλως καὶ ἐμφανῶς δὲν ἔχει «γνώμη Χριστοῦ», μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὶς πράξεις του, ἀλλὰ αἱρετίζει. Ἀλλά καί ὅταν, μιὰ Τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ ἢ δὲν εἶναι κανονικὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ μὲ γνήσια ἀποστολικὴ διαδοχὴ, καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἐξακολουθεῖ ἡ μνημόνευσή τους ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, δηλ. ὁμολογοῦν κι αὐτοὶ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια αἱρετικὴ πίστη μὲ αὐτούς, ἄρα ὄχι τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ συμμερίζονται καὶ ἀνέχονται τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀντικανονικότητά τους, σχίζοντας τὸ Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτὸ, ποὺ ἀκριβῶς βιώνουμε σήμερα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, μέ τόν Οἰκουμενισμό, τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης καί τήν σχισματοαίρεση τῶν Οὐκρανῶν καί τῶν Σκοπιανῶν, ποὺ ἔχουν ἐπικρατήσει.

4. Τραγικές καί φρικτές οἱ συνέπειες τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ. Ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα καί ἀκοινώνητοι οἱ μνημονεύοντες αἱρετικούς ὡς ὀρθοδόξους.  

Γιά τό θέμα τῆς κοινωνίας καί τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ ὁ Ἀθανάσιος ὁ Γ΄, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (1276-1316), θεωρεῖ ὅτι ὅσοι ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μνημονεύουν τούς αἱρετικούς ὡς ὀρθοδόξους στά Ἱερά Δίπτυχα, βρίσκονται ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα καί εἶναι ἀκοινώνητοι.  

Γράφει σέ ἐπιστολή του τό 1276 : «Οἵτινες δέ παρά ταύτας καί θείας καί σωστικάς παραδόσεις ἤ πιστεύουσιν ἤ πράττουσιν ἤ κακοσχόλως εὐαγγελίζονται τῷ λαῷ τοῦ Χριστοῦ εἰς σύστασιν μέν τῶν οἰκείων ἐρεσχηλιῶν, ἀθέτησιν δέ τῶν θείων καί ἱερῶν συνόδων, εἰς ἀπάτην δέ τῶν ἁπλουστέρων καί ὄλεθρον, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα! Ἀλλά καί οἱ τοῖς τοιούτοις πρός οἱανδήποτε κοινωνοῦντες κοινωνίαν, ἤ κοινωνήσαντες, ἤ τούτων ὡς εὐσεβῶν μνημονεύοντες, ἐπιμενόντων ἔτι αὐτῶν κακογνωμοσύνῃ καί ἀθεότητι, ὑπό κατάραν καί ἀνάθεμα ἔστωσαν, ἔστ’ ἄν μετά τούτων αἱροῦνται τήν ἀπό Θεοῦ χωρίζουσαν ἕνωσιν. Εἰ γάρ «ὁ ἀκοινωνήτῳ κἀν ἐν οἴκῳ συνευξάμενος ἀκοινώνητος», ὡς ὁ ἀποστολικός διαγορεύει κανών, πολλῷ μᾶλλον ἀκοινώνητος ὁ ἐπ’ ἐκκλησίας αὐτοῖς συνευχόμενος καί τούτων ἐν ἱεροῖς διπτύχοις μνημονεύων ὡς εὐσεβῶν καί τήν αὐτῶν ἐπιφημίζων κακοδοξίαν ὡς ἔννομον, ἥν τό πρίν, ὡς οὐκ ἀντίθεος, χλεύης οὖσαν ἀξίαν ἐχλεύαζε καί κατ’αὐτῆς ὡς εἰκός ἔλεγέ τε καί ἔγραψε. † οἱ καί εἰς τό ἑξῆς μνημονεύσαντες, οὕτω φρονοῦντες, οὕτω πράττοντες †»[4].

Δηλ. «Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἤ πιστεύουν ἤ πράττουν ἤ εὐαγγελίζονται μέ ἐπιπολαιότητα τόν λαό τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στίς θεῖες αὐτές καί σωστικές παραδόσεις, μέ σκοπό νά συστήσουν τίς δικές τους ἐρεσχελίες (φλυαρίες, μωρολογίες) καί νά ἀθετήσουν τίς θεῖες καί ἱερές συνόδους, γιά νά ἐξαπατήσουν καί νά ἐπιφέρουν τόν ὄλεθρο στούς ἁπλούστερους, αὐτοί ἄς εἶναι ἀνάθεμα (χωρισμένοι ἀπό τόν Κυριο). Ἀλλά καί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦν μ’αὐτούς μέ ὁποιαδήποτε κοινωνία, ἤ κοινώνησαν ἤ τούς μνημόνευσαν ὡς εὐσεβεῖς, ἐνῶ αὐτοί ἐπιμένουν ἀκόμη στήν κακογνωμοσύνη καί τήν ἀθεότητά τους, αὐτοί νά εἶναι κάτω ἀπό κατάρα καί ἀνάθεμα, διότι ἐπέλεξαν τήν ἕνωση, πού χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Γιατί, ἄν «αὐτός, πού συμπροσευχήθηκε μόνο σέ σπίτι μέ ἀκοινώνητο, εἶναι ἀκοινώνητος», ὅπως διαγορεύει ὁ Ἀποστολικός Κανόνας, πολύ περισσότερο εἶναι ἀκοινώνητος αὐτός, ὁ ὁποῖος συμπροσευχήθηκε μ’αὐτούς στήν Ἐκκλησία καί τούς μνημόνευσε ὡς εὐσεβεῖς στά ἱερά δίπτυχα καί ἀνεκήρυξε μέ βοή τήν κακοδοξία τους ὡς νόμιμη, τήν ὁποία προηγουμένως, ἐπειδή δέν ἦταν ἀντίθεος, τήν χλεύαζε, ἐπειδή ἦταν ἄξια χλεύης, καί ἔλεγε καί ἔγραφε φυσικά ἐναντίον της. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι στό ἑξῆς θά μνημονεύσουν, ἔτσι θά φρονοῦν καί ἔτσι θά πράττουν».

Ἑπομένως, μέ βάση τά ἀνωτέρω, ὅσοι Προκαθήμενοι, Ἀρχιερεῖς, Ἀρχιμανδρῖτες καί ἱερεῖς συλλειτούργησαν, μνημόνευσαν καί εἶχαν κοινό ποτήριο στό παρελθόν ἤ θά συλλειτουργήσουν, θά μνημονεύσουν καί θά ἔχουν κοινό ποτήριο στό μέλλον μέ τούς σχισματοαιρετικούς ψευδομητροπολίτες Κιέβου Ἐπιφάνιο καί Σκοπίων Στέφανο καί τούς σύν αὐτοῖς, καί ὅσοι λαϊκοί συμμετεῖχαν ἤ θά συμμετέχουν σέ τέτοια ἄκυρα, ἀνίερα καί βέβηλα συλλείτουργα, βρίσκονται κάτω ἀπό κατάρα καί ἀνάθεμα καί εἶναι ἀκοινώνητοι.

5. Ἡ κακή δογματική διπλωματία τοῦ Πάπα Ἰωάννου Η΄ 

Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὅτι ἡ Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπί Μ. Φωτίου (879-880), στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ὀρθοδόξου τότε Πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, Πέτρος πρεσβύτερος, Παῦλος καί Εὐγένιος, κατεδίκασε μέν τήν αἱρετική διδασκαλία τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque), δέν καταδίκασε δέ ὀνομαστικῶς κανέναν ἀπό τούς ὑποστηρικτές τῆς αἱρέσεως αὐτῆς στήν Δύση. Ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας Ρώμης Ἰωάννης Η΄, ἐνῷ βρισκόταν σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τόν Πατριάρχη Μέγα Φώτιο, παρέμεινε ἐπίσης σέ κοινωνία καί μέ τούς Φράγκους ἐπισκόπους, πού διατηροῦσαν τό Filioque, ἀκόμη καί μετά τήν συνοδική καταδίκη αὐτῆς τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο.

Γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης : «Φαίνεται ὅτι συντελεῖ εἰς τὴν συγκάλυψιν τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τῶν σχέσεων μεταξὺ Ρωμαίων καὶ Φράγκων τὸ γεγονὸς ὅτι οὐδέποτε πρὸ τοῦ ια’ αἰῶνος χαρακτηρίζουν οἱ Ρωμαῖοι τοῦ Φράγκους ὀνομαστὶ ὡς αἱρετικούς, ἐνῶ οἱ Φράγκοι ἤδη ἀπὸ τοῦ 794 χαρακτηρίζουν τοὺς «Γραικοὺς» ὡς αἱρετικούς, ὡς εἴδομεν.

Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν Φράγκων πάμπολλα ἑκατομμύρια ὑποδούλων Ρωμαίων καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, δηλαδὴ τῆς παπικῆς Ρωμανίας ἢ τὸ παπικὸν κράτος ἀπὸ τὸ 774.

Εἶναι γνωστὸν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Φράγκοι ἔσφαζον αδιστάκτως τοὺς ὑπ’ αὐτῶν θεωρουμένους αἱρετικοὺς ὡς ἐχθροὺς τῆς Φραγκοσύνης. Ἡ Ἱερὰ Ἐξέτασις εἶναι ἡ ἀπ’ ἀρχῆς γραμμὴ τῶν Φράγκων καὶ ὄχι μεταγενεστέρα μόνον ἐξέλιξις. Διὰ τοῦτο ἀσφαλῶς ἐγένετο ἀποδεκτὴ ἡ πρότασις τοῦ πάπα Ἰωάννη Η’ πρὸς τὸν μέγα Φώτιον καὶ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο νὰ χρησιμοποιηθεῖ διπλωματία διὰ τὴν ἀπάλειψιν τοῦ Filioque.

Ἀκολουθοῦντες, λοιπόν, τὴν γραμμὴν αὐτὴν τοῦ πάπα Ἰωάννη Ἡ’ καὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου, οἱ Ρωμαῖοι πάπαι μέχρι καὶ τοῦ τελευταίου αὐτῶν τὸ 1009 δὲν ἔπαυσαν τὴν προσπάθειάν των νὰ διοικοῦν ὀρθοδόξως κυρίως τοὺς Λατινοφράγκους (Φραντσέζους) καὶ ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκοντο εἰς μυστηριακὴν κοινωνία μετ’ αὐτῶν, ἐλπίζοντες ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ἐν καιρῷ θὰ συμμορφωθοῦν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου δὲ φοβούμενοι ὅτι διακοπὴ μυστηριακῆς κοινωνίας θὰ ἐθεωρεῖτο ὡς διακήρυξις ὅτι οἱ ἐν τῇ Δύσει Ρωμαῖοι θεωροῦν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς»[5].

Τό γεγονός αὐτό τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας τοῦ Ρώμης Ἰωάννου Η΄, τόσο μέ τόν Κωνσταντινουπόλεως Μέγα Φώτιο, ὅσο καί μέ τούς Φράγκους ἐπισκόπους, πού πίστευαν τό Filioque, χρησιμοποιεῖται τόσο ἀπό οἰκουμενιστές, ὅσο καί ἀπό ἀποτειχισμένους μέ διαφορετική βεβαίως στοχοθεσία.

Οἱ μέν οἰκουμενιστές φέρουν τό ἀνωτέρω παράδειγμα, καταφερόμενοι ἐναντίον τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως καί κοινωνίας τῶν οἰκουμενιστῶν ἀπό τούς ἀποτειχισμένους καί ἰσχυρίζονται ὅτι, ἀφοῦ ὁ ὀρθοδόξων φρονημάτων Πάπας Ἰωάννης Η΄ εἶχε μυστηριακή κοινωνία καί μέ τούς δύο, ἀκόμη καί μετά τήν συνοδική καταδίκη τοῦ Filioque ἀπό τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, πῶς οἱ ἀποτειχισμένοι διακόπτουν τήν μνημόνευση καί τήν κοινωνία μέ τούς οἰκουμενιστές ἐπισκόπους, παρά τήν ὑφισταμένη μυστηριακή κοινωνία τους μέ αἱρετικούς καί σχισματικούς καί τίς συνοδικές καταδίκες τῶν τελευταίων; Ἑπομένως εἶναι λάθος, ἀφοῦ δέν ἀκολουθοῦν τό παράδειγμα τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα Ἰωάννου Η΄. 

Κάποιοι δέ ἀποτειχισμένοι φέρουν τό ἀνωτέρω παράδειγμα τοῦ ἐμφορουμένου ἀπό ὀρθόδοξα φρονήματα Πάπα Ἰωάννου Η΄, καταφερόμενοι ἐναντίον τῆς ἀκριβείας, καί προσαρμόζοντάς το στίς σημερινές ἐκκλησιαστικές συνθῆκες, γιά νά στηρίξουν, προβάλλουν καί ἐπιβάλλουν μιά «οἰκονομία», ἡ ὁποία ἐπιτρέπει στούς μέν ἀποτειχισμένους ἱερεῖς νά ἔχουν μυστηριακή κοινωνία μέ ὀρθοδόξου φρονήματος μνημονεύοντες, ἱερεῖς, στούς δέ πιστούς νά πηγαίνουν στούς ναούς, ὅπου λειτουργοῦν ὀρθοδόξου φρονήματος ἱερεῖς, καί νά ἔχουν μυστηριακή κοινωνία μαζί τους, παρ’ ὅλο πού αὐτοί μνημονεύουν ἀκόμη τούς οἰκουμενιστές καί ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μ’ αὐτούς[6].         

Ἡ ἀπάντηση καί στούς δύο ἀνωτέρω δίνεται καί πάλι ἀπό τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος τονίζει : «Ὅμως, ἡ γραμμὴ αὐτὴ ἀπέτυχεν, ἐξ αἰτίας τῆς σκληρότητος τῶν Τευτονοφράγκων (Γερμανῶν), οἵτινες κατέλαβον τὴν παπικὴν Ρωμανίαν τὸ 962, ἐξεδίωξαν τοὺς Ρωμαίους ἀπὸ τὴν παπικὴν ἐθναρχίαν των τὸ 963 καὶ ὁριστικῶς τὸ 1009, καὶ οὕτω ἐπέβαλον εὐθὺς καὶ τὸ Filioque εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν Ὀρθόδοξον Πρεσβυτέρα Ρώμην».

Ἑπομένως, ἡ ἰδιαίτερη αὐτὴ κατάσταση τοῦ Πάπα Ἰωάννου Η΄ ὑπῆρξε προϊὸν εἰδικῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν καὶ ἔγινε κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ θανάτου, ποὺ σήμερα δὲν ἰσχύουν, καὶ στὸ τέλος ἀπέτυχε, διότι δὲν ἦταν εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό.

Τό νά ἔχει κάποιος ὀρθόδοξος Προκαθήμενος ἤ Ἐπίσκοπος μυστηριακή κοινωνία καί μέ ὀρθοδόξους καί μέ αἱρετικούς εἶναι ἀνεπίτρεπτο, ἀπαράδεκτο, καί ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διακοπή μνημονεύσεως καί κοινωνίας ἐπισκόπων, πού ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή κοινό συλλείτουργο και κοινό ποτήριο, μέ αἱρετικούς, αἱρετίζοντες καί σχισματικούς, τόσο πρίν, ὅσο – πολύ περισσότερο – μετά ἀπό συνοδική κατάγνωση καί καταδίκη τῶν τελευταίων, δέν εἶναι μόνο ἡ ἀκρίβεια, ἀλλά αὐτό τοῦτο τό προηγούμενο, τό κατ’ εὐδοκίαν καί κατ’ ἀκρίβειαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκπεφρασμένο διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόοδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς πίστεως», σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό. Σέ δογματικά θέματα, ὅπως καί στό συγκεκριμένο περί τοῦ Filioque, δέν χωρᾶ καμμιά συγκατάβαση καί ἔκπτωση.

Ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄, μπορεῖ νά ἦταν ὀρθοδόξου φρονήματος, ἀλλά δέν εἶναι ἀναγνωρισμένος καί ἑορταζόμενος ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στό συγκεκριμένο θέμα ἔσφαλλε, ἔκανε λάθος. Γι’ αὐτό καί δέν εἶχε ἐπιτυχία αὐτή του ἡ διπλωματία καί μέθοδος.

Ποιός, ὅμως, ὁ λόγος νά προβάλλεται καί νά ἐπιβάλλεται σήμερα αὐτή ἡ ἀνεπιτυχής, κακίστη καί βέβηλη δογματική παραοικονομία;   

Τὰ χρησιμοποιούμενα ἱστορικὰ ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύουν μόνο ὅτι πράγματι ἀρκετὲς φορὲς ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει μιά «οἰκονομία» στοὺς Κανόνες της. Αὐτό, ὅμως, σέ καμμιά περίπτωση δέν καταμαρτυρεῖ ὁπωσδήποτε ὑπέρ τῆς ἐγκυρότητος τῆς συγκεκριμένης «οἰκονομίας», ποὺ προτείνεται.

Οἱ προϋποθέσεις τοῦ τότε καί τοῦ σήμερα σαφῶς καί δὲν εἶναι ἴδιες, ἀλλά διαφέρουν ριζικά. Τότε, δὲν ἐφήρμοζαν τὸν Κανόνα, γιατὶ κινδύνευε ἡ ζωὴ τους ἀπό τήν σφαγή τῶν Φράγκων. Ἀντίθετως, σήμερα ἕνας κληρικὸς ἢ λαϊκὸς δὲν ἐφαρμόζει τόν Κανόνα, ἀλλά προτιμᾶ τήν κακή «οἰκονομία», ὄχι γιατί κινδυνεύει ἡ ζωή του, ἀλλά γιὰ νὰ μὴν χάσει τὴν βόλεψή του, τὶς συνήθειές του, γιά νά μήν διωχθεῖ, γιά νά μήν τοῦ κόψουν τόν μισθό, γιά νά μήν τοῦ πάρουν τήν ὀργανική του θέση, γιά νά μήν καθαιρεθεῖ, γιά νά μήν δημιουγήσει πρόβλημα στήν οἰκογένεια καί στά παιδιά του, γιά νά μήν χάσει τό ποίμνιό του, γιὰ νὰ μὴν χάσει τὰ μυστήρια τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας, γιά νά μήν μπεῖ στόν κόπο καί τήν θυσία νά βρεῖ ὀρθῶς ἀποτειχισμένο ἱερέα κλπ., δηλ. ἀπό σκοπιμότητες, πού δεικνύουν χλιαρὴ ἢ ἐλαττωματικὴ πίστη.

Ἐπίλογος

Ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει ξεκάθρα : «Μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν (τόν αἱρεσιάρχην), κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων»[7]. Δηλ. «μολυσμό ἔχει ἡ κοινωνία καί μόνο, πού ἀναφέρει τόν αἱρεσιάρχη, παρ’ὅλο πού μπορεῖ αὐτός, πού τόν ἀναφέρει, νά εἶναι ὀρθόδοξος». Ἑπομένως, δέν ἀρκεῖ τό νά εἶναι ὁ κληρικός ἐμφορούμενος ἀπό ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά νά μνημονεύει τούς αἱρεσιάρχες οἰκουμενιστές. Χρειάζεται διακοπή μνημονεύσεώς τους.

Ἑπομένως, μόνη λύση παραμένει ἡ ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπό τούς οἰκουμενιστές λυκοποιμένες καί τά διδασκαλεῖα τῆς ἀσεβείας, κατά τόν Μ. Βασίλειο[8], δηλ. τούς ναούς τῆς ἀπιστίας, καί ἡ διακοπή μνημονεύσεώς τους, γιά νά μήν μετέχουμε τῆς ὑβρεώς τους καί ὑποστοῦμε τίς τραγικότατες πνευματικές συνέπειες, πού ἐπιφέρει ἡ συγκοινωνία μαζί τους. Οἱ πιστοί ὀφείλουν νά συνάζονται μόνο ὅπου ὑπάρχουν ὀρθῶς ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς.


[1] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθ’ἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976. 

[2] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν καί περί τῆς ἐν Χριστ ζωῆς, κεφ. 17, ΕΠΕ 22, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὀ Παλαμᾶς», Θεσ/κη 1979, σσ. 98-101.

[3] ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΘΕΟΦΟΡΟΣ, Πρός Ἐφεσίους 3, 18-20, ΕΠΕ 119, Ἀποστολικοί Πατέρες Ἅπαντα τά ἔργα 4, ἐκδ. «Τό Βυζάντιον» καί «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/κη 1994, σσ. 78-79.

[4] ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολή, Lettre d’Athanase d’Alexandrie (1276), στίχ. 8-23, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 345.

[5] π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, ΡωμηοσύνηΡωμανίαΡούμελη, Ἠ ὐπό τῶν Φράγκων κατάληψις τῆς ἐθναρχίας τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης», ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη, Δεκέμβριος 2002, σσ. 72-73.

[6] Σχ. βλ. ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΖΗΣΗΣ, «Περιπτώσεις οἰκονομίας στούς ἀγῶνες γιά τήν Ὀρθοδοξία», 16-06-2018,  ἐν περιοδικῷ Θεοδρομία Κ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2018), Ὀρθοδοξία καί Κολυμπάρι. Δύο χρόνια μετά. Πρακτικά ἡμερίδος, σσ. 315-320, https://katanixi.gr/synergates/m-serafeim-zisis/periptoseis-oikonomias-stoys-agones-gia-tin-orthodoxia-keimeno-vinteo/, https://www.youtube.com/watch?v=QGEoNKEoIDY&t=1s καί https://www.youtube.com/watch?v=stYqDuxyb2c&t=5s

[7] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθ’ἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 9-23, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 399.

[8] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἅπαντα τά ἔργα 3, Ἐπιστολαί Γ΄, «Ἐπιστολή 92 πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους» 2, ΕΠΕ 3, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/κη, σσ. 88-89. «Φεύγουσι τούς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατά δέ τάς ἐρημίας πρός τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετά στεναγμῶν καί δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν».

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2022-10-04 09:45:35%ce%b7-%cf%83%ce%b7%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%bc%ce%bd%ce%b7%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b5%cf%89%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%ce%ba%ce%bf