ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Τά δύο ἄρματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

Μάρτιος 2009

1. Δύο ἄρματα συρόμενα ἀπό ἀρετή – ὑπερηφάνεια καί ἁμαρτία – ταπείνωση

Στήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, πού τήν διασώζει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς[1], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔχει ἀρκετές ἀναφορές. Ἡ πιό ἐντυπωσιακή πάντως καί διδακτική εἶναι αὐτή, στήν ὁποία χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῶν δύο ἀρμάτων μέ ἐντυπωσιακή πλοκή[2].

Προβάλλει δυνατά ὁ ἱερός Χρυσόστομος τήν δύναμη τῆς προσευχῆς, ἀκόμη καί τοὐ πιό ἁπλοῦ καί πτωχοῦ ἀνθρώπου, καί στή συνέχεια ἀντιμετωπίζει τήν ἔνσταση, πού προβάλλουν πολλοί ὅτι «ἐγώ δέν ἔχω παρρησία, γιά νά προσευχηθῶ καί νά μέ ἀκούσει ὁ Θεός, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός». Θεωρεῖ ὅτι αὐτή ἡ εὐλάβεια εἶναι σατανική, γιατί ἀποκλείει τό πλησίασμά μας πρός τόν Θεό. Ἀκόμη κι ἄν ἔχει κανείς πολλά ἁμαρτήματα καί μόνο αὐτή ἠ συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητος δημιουργεῖ πολλή παρρησία πρός τόν Θεό. Καί γιά νά δείξει πόση δύναμη ἔχει ἡ προσευχή τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅταν ἀναγνωρίζουν τήν ἁμαρτωλότητά τους, καί πόσο ἀνίσχυρη εἶναι ἡ προσευχή τῶν ἐναρέτων, ὅταν συνδέεται μέ ὑπερηφάνεια, συμβουλεύει τόν ἀκροατή νά κατασκευάσει μέ τό νοῦ του δύο ἄρματα. Στό ἕνα νά ζέψει τήν ἀρετή μέ τήν ὑπερηφάνεια καί στό ἄλλο τήν ἁμαρτία μέ τήν ταπείνωση. Θά δεῖ τότε τό ἄρμα τῆς ἁμαρτίας νά προηγεῖται τοῦ ἅρματος τῆς ἀρετῆς, ὄχι διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι πιό δυνατή ἀπό τήν ἀρετή, ἀλλά λόγῳ τῆς δύναμης, πού ἔχει ἡ συνεζευγμένη ταπείνωση. Ἐνῶ, ἀντίθετα, θά δεῖ τό ἄρμα τῆς ἀρετῆς νά μένει πίσω, ὄχι γιατί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀρετή, ἀλλά λόγῳ τοῦ βάρους καί τοῦ ὄγκου τῆς ὑπερηφανείας. Γιατί, ὅπως ἡ ταπείνωση, λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους της, νικᾶ τήν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας καί κατορθώνει νά ἀνεβεῖ καί νά φθάσει στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἡ ὑπερηφάνεια, λόγῳ τοῦ μεγάλου βάρους καί τοῦ ὄγκου της, κατορθώνει καί νικᾶ τήν ἐλαφρότατη ἀρετή καί τήν τραβᾶ πρός τά κάτω.

Τό ὅτι τό ζεῦγος ἁμαρτία – ταπείνωση εἶναι ἰσχυρότερο μᾶς τό διδάσκει ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Ἔζεψε ὁ Φαρισαῖος τήν ἀρετή μέ τήν ὑπερηφάνεια, μέ τό νά πεῖ «ὅτι οὐκ εἰμί ὡς οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἄρπαγες, πλεονέκται, οὐδέ ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Εἶναι φοβερή ἡ μανία του. Δέν χόρτασε τήν ὑπερηφάνειά του, ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου (οἰκουμενική κατάκριση), ἀλλά παρέλαβε καί τόν πλησίον ἰστάμενο τελώνη. Καί ἐκεῖνος δέν ἀπέκρουσε τίς ὕβρεις, δέν πόνεσε γιά τήν κατηγορία, ἀλλά δέχθηκε μέ εὐγνωμοσύνη τά λεχθέντα. Καί ἔτσι, τό βέλος τοῦ Φαρισαίου ἔγινε γι’αὐτόν φάρμακο καί θεραπεία, ὁ ὀνειδισμός ἐγκώμιο καί ἡ κατηγορία στέφανος.

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μεγάλο καλό, γιατί συντελεῖ στό νά μήν πληγωνόμασθε ἀπό τίς εἰρωνεῖες, οὔτε νά γινόμασθε θηρία, ὅταν μᾶς βρίζουν. Μπορεῖ κανείς καί μέ τή στάση αὐτή νά καρπωθεῖ μεγάλα ἀγαθά, ὅπως ἔγινε μέ τόν Τελώνη. Δέχθηκε τούς ὀνειδισμούς καί ξεφορτώθηκε τά ἁμαρτήματα. Μέ τό νά πεῖ «Ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κατέβηκε ἀπό τό ναό δικαιωμένος, ἀντίθετα μέ τόν Φαρισαῖο. Τά λόγια νίκησαν τά ἔργα, τά ρήματα τίς πράξεις. Γιατί, ὁ μέν Φαρισαῖος προέβαλε τήν ἀρετή του, τή νηστεία καί τό δέκατο τῶν προσφορῶν του. Ὁ δέ Τελώνης προέβαλε μόνο λόγια καί ἀπαλλάχθηκε ἀπ’ ὅλα τά ἁμαρτήματα. Ὁ Θεός, βέβαια, δέν ἄκουσε μόνο τά λόγια, ἀλλά κατάλαβε καί τήν ἐσωτερική διάθεση, πού τόν κινοῦσε, τήν συντριβή καί τήν ταπείνωση καί γι’αὐτό τόν ἐλέησε καί τόν συγχώρησε. Καί γιά νά μήν παρεξηγήσει κανείς ἀκροατής τά λεγόμενά του καί ἀθωώσει τήν ἁμαρτία, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι «αὐτά τά λέω, ὄχι γιά νά ἅμαρτάνουμε, ἀλλά γιά νά ταπεινοφρονοῦμε».

2. Μιμούμασθε τίς ἀρετές καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη. Ἀποφεύγουμε τίς κακίες τους.

Τό ἄρμα τῶν ἀρετῶν, συνοδευόμενο ἀπό οἴηση, καύχηση, ὑπερηφάνεια, ἐξουθένωση τῶν ἄλλων, δέν εἶναι ἀσφαλές μέσο γιά τό ταξίδι μας πρός τήν αἰωνιότητα. Ἐνῶ μέσα στίς δυσκολίες τῆς πεζοπορίας μας, ἔστω κι ἄν σκοντάφτουμε καί ἁμαρτάνουμε, θά φθάσουμε στό τέρμα τῆς πορείας, ἔχοντας συνοδό μας τήν ταπείνωση. Ἀπαντώντας μάλιστα ὁ ὑμνογράφος Γεώργιος στόν φόβο τῆς παρεξηγήσεως, πού ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι δηλαδή δέν πρέπει νά νομίσουμε ὅτι τό παράδειγμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ Τελώνη μᾶς προτρέπει νά ἁμαρτάνουμε, ἀντίθετα μᾶς προτρέπει ἁπλῶς νά ταπεινοφρονοῦμε, σ’ ἕνα τροπάριο τῆς πέμπτης ὠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου συνιστᾶ νά μιμηθοῦμε τίς ἀρετές τοῦ Φαρισαίου καί τήν ταπείνωση τοῦ Τελώνη, ἀποφεύγωντας καί μισώντας τό κακό καί τῶν δύο˙ τήν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου καί τά ἁμαρτήματα τοῦ Τελώνη. Γι’ αὐτό ἔχει μέν δίκαιο ὁ συντάκτης τοῦ συναξαρίου αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, πού ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι προτιμότερο νά ἁμαρτάνει κανείς καί νά ἐπιστρέφει, παρά νά εἶναι ἐνάρετος καί νά ἐπαίρεται. Πρέπει, ὅμως, νά προστεθεῖ ὅτι τό ἄριστο εἶναι οὔτε νά ἁμαρτάνει κανείς οὔτε νά ἐπαίρεται˙ νά κατορθώνει τίς ἀρετές καί συγχρόνως νά εἶναι ταπεινός. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ὁ συγγραφεύς τῆς «Κλίμακος» γράφει ὅτι τό νά μήν πέφτει κανείς στήν ἁμαρτία εἶναι ἀγγελικό˙ τό νά πέφτει κανείς καί νά σηκώνεται εἶναι ἀνθρώπινο˙ τό νά πέφτει κανείς στήν ἁμαρτία καί νά μήν σηκώνεται εἶναι δαιμονικό. Εἶναι ὄντως πολύ τραγικό νά ἐπιτελεῖ κανείς ἀξιομίμητα ἔργα ἀρετῆς καί ἁγιότητος καί νά τά χάνει ὅλα, νά μένει μέ ἄδεια χέρια, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας[3].


[1] Λουκ. 18, 10-14.

[2] Σχ. βλ. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί Ἀκαταλήπτου, πρός Ἀνομοίους, 5, 6-7, PG 48, 743-746.

[3] Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου˙ τά δύο ἄρματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου», ἐν περιοδικῷ Θεοδρομία ΙΑ1 (2009) 25-30.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2021-02-21 17:52:03%ce%b7-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%b5%ce%bb%cf%89%ce%bd%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%ce%b1%ce%b9