Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ 10-07-2012
Κάθε χρόνο στίς 11 Ἰουλίου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τό θαῦμα τῆς ἁγίας ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, μέ τό ὁποῖο ἐκράτυνε τόν τόμο τοῦ ὅρου τῆς πίστεως τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων, πού συνεκρότησαν τήν Δ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο στή Χαλκηδόνα τό 451 μ.Χ.
Ἡ καλλίνικος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Εὐφημία ἤκμασε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καί τοῦ ἀνθυπάτου τῆς Ρώμης Πρίσκου, τό 288 μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν Χαλκηδόνα καί ἦταν κόρη τοῦ Φιλόφρονος καί τῆς Θεοδοσιανῆς. Ἀφοῦ διαβλήθηκε ὅτι ὁμολογοῦσε τόν Χριστό καί δέν θυσίασε στόν ψευδοθεό Ἄρη, τιμωρήθηκε μέ τροχούς καί φωτιά καί μέ πολλά ἄλλα βάσανα. Ὕστερα, ἀφοῦ δόθηκε στά θηρία, γιά νά τήν κατασπαράξουν, ἔμεινε ἀβλαβής ἀπ’ αὐτά. Ἔπειτα δαγκώθηκε ἀπό μιά ἀρκούδα καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε, παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ στό θέατρο. Τό τίμιο λείψανό της ἐναποτέθηκε μέσα σέ θήκη καί ἐνταφιάσθηκε σέ κάποιο τόπο κοντά στήν Χαλκηδόνα, ὅπου παρέμεινε γιά ἀρκετά χρόνια, ἀναβρύοντας παντοδαπάς ἰάσεις καί ἐπιτελώντας ἄπειρα θαύματα. Μετά τήν παρέλευση πολλοῦ χρόνου, ὅταν ἐξαπλώθηκε ἡ εὐσέβεια στόν κόσμο, ἔγινε αὐτό τό παράδοξο.
Στίς ἡμέρες τοῦ Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, τό 410 μ.Χ., ἕνας ἱερομόναχος, Εὐτυχής στό ὄνομα, δυστυχής στό νοῦ, ἔγινε ἀρχηγός τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἰσχυριζόμενος ὁ φρενοβλαβής ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἔχει μόνο μία φύση, τήν φύση τῆς Θεότητος, καί μόνο μία ἐνέργεια, τήν ἐνέργεια τῆς Θεότητος. Καθαιρέθηκε, ὅμως, ἀπό τόν ἅγιο Φλαβιανό Πατριάρχη Κων/λεως. Παρ’όλ’αὐτά μεταχειριζόμενος ὁ ἄθλιος ὡς ὄργανα τούς ἀθέους εὐνούχους τοῦ βασιλέως, δέν ἔπαυε νά ταράττει τήν Ἐκκλησία καί νά στήνει παγίδες, ἕως ὅτου ἐτελεύτησε ὁ βασιλιάς Θεοδόσιος. Ὅταν, ὅμως, βασίλευσε ὁ ἅγιος Μαρκιανός μέ τήν ἁγία Πουλχερία, διέταξε νά συγκροτηθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος στή Χαλκηδόνα, τό 451 μ.Χ., γιά νά ἐξετάσει τήν ὑπόθεση.
Ἀφοῦ συνῆλθαν στή Χαλκηδόνα 630 ἐπίσκοποι, συνεκρότησαν τήν Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Τότε, ἀφοῦ συζήτησαν πολλά, κατεδίκασαν καί ἀναθεμάτισαν τόν Εὐτυχή καί τόν ἀκόλουθό του Διόσκορο, ὅπως καί ὅλους ὅσοι βλασφημοῦσαν ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μία φύση καί μία ἐνέργεια. Διεκήρυξε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅτι οἱ δύο τέλειες φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, παρέμειναν μεταξύ τους ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως». Δέν ὑπῆρξε καμμία ἀπορρόφηση ἤ προσχώρηση ἤ σύγχυση ἤ διαίρεση ἤ τροπή τῶν δύο φύσεων, ἀλλά παρέμειναν καί οἱ δύο ἀκέραιες, διατηρώντας ἡ κάθε μία τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Οἱ δύο φύσεις δηλ. ἀλληλοπεριχωρήθηκαν. Ἑπομένως, τό ὀρθό εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶχε δύο τέλειες φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη, καί ὄχι μόνο μία, τήν θεία. Ἀκολούθως μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά δυοφυσιτισμό μετά τήν ἕνωση καί ὄχι γιά μονοφυσιτισμό.
Ἐπειδή, ὅμως, οἱ αἱρετικοί δέν πείθονταν στά δόγματα τῆς ἁγίας Συνόδου, οἱ ἅγιοι Πατέρες μετῆλθαν ἄλλο τρόπο. Καί τά δύο μέρη, οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ κακόδοξοι Μονοφυσίτες, ἔγραψαν αὐτά, πού πίστευαν καί κήρυτταν σέ ξεχωριστό τόμο. Ἀφοῦ ἄνοιξαν τή θήκη, πού περιεῖχε τό τίμιο λείψανο τῆς ἁγίας Εὐφημίας, ἀπέθεσαν αὐτά τά δύο βιβλία σφραγισμένα στό στῆθος τῆς ἁγίας. Ἀφοῦ, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ἄνοιξαν πάλι τή θήκη, εἶδαν καί ἐξέστησαν. Διότι, τόν μέν τόμο τῶν αἱρετικῶν τόν βρῆκαν ριγμένο κάτω στά πόδια τῆς ἁγίας, τόν δέ τόμο τῶν Ὀρθοδόξων, πού περιεῖχε τόν ὅρο καί τήν ἀπόφαση τῆς Ἁγίας Συνόδου, τόν βρῆκαν νά κρατιέται ἀπό τήν Μάρτυρα στήν ἀγκαλιά της. Ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, θαύμασαν ὅλοι γι’ αὐτό τό παράδοξο. Ἀπ’ αὐτό οἱ μέν Ὀρθόδοξοι στηρίχθηκαν στήν πίστη καί δόξασαν τόν Θεό, πού καθημερινῶς πράττει μεγάλα καί παράδοξα θαύματα γιά τήν ἐπιστροφή καί τήν διόρθωση πολλῶν, οἱ δέ αἱρετικοί Μονοφυσίτες καταισχύνθηκαν.
Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ παραδόξου θαύματος κατά χρέος ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας πρός τήν ἁγία Ἐὐφημία : «Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε˙ τῆς γάρ τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν˙ μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».
Τό χαριτόβρυτο ἱερό λείψανο τῆς ἁγίας μετακομίσθηκε ἀκέραιο ἀπό τήν Χαλκηδόνα στήν Κων/λη σέ ὁμώνυμο ἱερό ναό. Μετά τήν ἅλωση, μετατέθηκε στόν Ἱερό Ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐνῶ μέχρι σήμερα βρίσκεται στόν Ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου στό Φανάρι[1].
Τό θαῦμα αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα. Διότι, στίς ἡμέρες μας διεξάγεται θεολογικός διάλογος μέ τούς Ἀντιχακληδονίους Μονοφυσίτες, μέ σκοπό τήν ἕνωση τους μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ὁ διάλογος μέ τούς αἱρετικούς εἶναι εὐλογημένο ἔργο, ὅταν ἀποβλέπει στήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ κάθε διάλογος δέν σημαίνει ὅτι ἔχει καί ὀρθόδοξες προϋποθέσεις καί ἀποβλέπει σέ ὀρθόδοξο τέλος. Καί ἐπειδή, μέ τόν πρόσφατο θεολογικό διάλογο μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες ἐπιδιώκεται ἕνωση ἀπαράδεκτη ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἔχουν ἐκφρασθεῖ σοβαρότατες ἀνησυχίες γι’ αὐτόν καί ἔχει ἐπισήμως ἐκφρασθεῖ ἡ διαφωνία μέ μιά ἕνωση, πού δέν θά ἑδράζεται στήν ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Ἕνα ἀπό τά πολλά ἀνορθόδοξα συμπεράσματα τοῦ διαλόγου εἶναι ὅτι ὁ χωρισμός τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν ὀφείλεται σέ παρεξήγηση, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἔχουμε τήν ἴδια πίστη. Προτάσσεται μάλιστα ἡ ἔκδοση βιβλίων, μέ τά ὁποία ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας θά ἐκπαιδευθεῖ νά πιστέψει ὅτι μέχρι τώρα δέν εἶχε δίκαιο, πού θεωροῦσε τούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες αἱρετικούς.
Γιά νά γίνει αὐτό ἀντιληπτό, παραθέτουμε στή συνέχεια μερικές ἀπό τίς ἀπαράδεκτες καί ἐπαίσχυντες θέσεις τῆς συμφωνίας τοῦ Σαμπεζύ τό 1990 μέ τούς Μονοφυσίτες :
1) «Ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι (Ὀρθόδοξοι καi Μονοφυσίτες) διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικούς ὄρους κατά διάφορον τρόπον. Ἡ κοινή αὕτη πίστις καί συνεχής πιστότης πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν δέον ὅπως καταστῆ ἡ βάσις τῆς ἡμετέρας ἑνότητος καί κοινωνίας».
2) «Ἀμφότεραι αἱ Ἐκκλησίαι (Ὀρθόδοξη καί Μονοφυσιτική) συμφωνοῦν ὅτι τά χωρίζοντα ἡμᾶς σήμερον ἀναθέματα καί αἱ καταδίκαι τοῦ παρελθόντος, δέον ὅπως ἀρθοῦν ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν».
3) «Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων καί τῶν καταδικῶν θά πραγματοποιηθῆ ὑπό τόν ὅρον ὅτι οἱ κατά τό παρελθόν ἀναθεματισθέντες καί καταδικασθέντες Πατέρες καί Σύνοδοι δέν εἶναι αἱρετικοί».
4) «Αἱ δύο οἰκογένειαι Ἐκκλησιῶν (Ὀρθόδοξη καί Μονοφυσιτική) (καλοῦνται ὅπως) ἐνθαρρυνθοῦν νά ἐξετάσουν τό θεολογικό πρόγραμμα σπουδῶν καί τά χρησιμοποιούμενα βιβλία εἰς τά ἱδρύματα αὐτῶν καί νά ἐπιφέρουν εἰς αὐτά ἀναγκαίας προσθήκας καί ἀλλαγάς»[2].
Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (1964-1971, 1971, 1979, 1985-1993) τυπικά ὁλοκληρώθηκε μέ τήν δημοσίευση τῶν Α΄ καί Β΄ Κοινῶν Δηλώσεων (1989, 1990), μέ τίς ὁποῖες διακηρύσσεται ὅτι ἡ Χριστολογία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων εἶναι οὐσιαστικά ὀρθόδοξη, παρά τήν λεκτική διαφοροποίησή της ἀπό ἐκείνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς παραδοχῆς ἔχει προταθεῖ ἡ δυνατότητα νά ἀρθοῦν τά ἀναθέματα, πού οἱ ἅγιες Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐξεφώνησαν κατά τῶν Ἀντιχαλκηδονίων αἱρεσιαρχῶν, ἐφ’ὅσον μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ ὅτι οἱ συγκεκριμένοι αἱρεσιάρχες ἔχουν καταδικασθεῖ, ὄχι ἐπί αἱρέσει, ἀλλά ἐπειδή προκάλεσαν τό ἀντιχαλκηδόνιο σχίσμα στήν Ἐκκλησία (δηλ. γιά κανονικούς λόγους).
Ἡ ἄποψη αὐτή, ἀποτέλεσμα τῶν θεολογικῶν διεργασιῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, δεδομένου ὅτι ὁ σεβηριανός μονοφυσιτισμός στή διάρκεια δεκαπέντε αἰώνων ἔχει ἀποτελέσει πολλές φορές θέμα θεολογικῶν συζητήσεων ἐπί Ἰουστινιανοῦ, ἐπί Ἡρακλείου, ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί Μανουήλ Κομνηνοῦ. Εἶναι περισσότερο ἀπό προφανές, βάσει τῶν πηγῶν, ὅτι ὁ σεβηριανός μονοφυσιτισμός συζητήθηκε ὅλες αὐτές τίς ἐποχές ὡς δογματικό ζήτημα καί ὄχι ὡς κανονικό. Κατά τόν ἅγιο μάλιστα Μάξιμο τόν Ὁμολογητή συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς Τριαδολογικῆς καί τῆς Χριστολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη θέση εἶναι ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες Διόσκορος καί Σεβήρος εἶναι κατά κυριολεξίαν αἱρετικοί, δηλ. ἡ Χριστολογία τους εἶναι αἱρετική καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατον οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι νά ἑνωθοῦν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, χωρίς προηγουμένως νά ἀπαρνηθοῦν τό σεβηριανό μονοφυσιτικό τους φρόνημα καί νά καταδικάσουν τούς παραπάνω αἱρεσιάρχες.
Μέσα σ’αὐτό τό κλίμα κατά τά ἔτη 2000 καί 2002 ὑποστηρίχθηκαν στό Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δύο θεολογικές διατριβές, πού στοιχίζονται στή γνωστή θέση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες Διόσκορος καί Σεβήρος ἔχουν ὀρθόδοξη Χριστολογία. Ἡ ἐκπόνηση τῶν διατριβῶν προφανῶς ἀποβλέπει στήν ἐνίσχυση τῶν θεολογικῶν ἀπόψεων τοῦ περατωθέντος Θεολογικοῦ Διαλόγου καί στήν προώθηση τῆς μεθόδου ἑνώσεως, πού αὐτός πρότεινε, δηλ. τήν ἀναγνώρηση ἐκ μέρους τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς ὀρθοδόξου τῆς ἀντιχαλκηδονίου πλευρᾶς καί τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τῶν ἀντιχαλκηδονίων αἱρεσιαρχῶν ἐπί τῇ παραδοχῇ ὅτι καταδικάσθηκαν ἀπό τίς ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους γιά κανονικά παραπτώματα καί ὄχι γιά αἱρετική διδασκαλία.
Πρόκειται Α) γιά τήν διδακτορική διατριβή τοῦ κ. Ἠλία Δ. Κεσμίρη μέ τίτλο «Ἡ Χριστολογία καί ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Διοσκόρου Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 2000, ἡ ὁποία συμπεραίνει ὅτι ἡ Χριστολογία τοῦ ἐν λόγῳ αἱρεσιάρχου ἕπεται αὐθεντικά τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί ὅτι οἱ ἐναντίον της κατηγορίες γιά δοκητισμό καί εὐτυχιανισμό δέν ἐπιβεβαιώνονται ἀπό τίς σωζόμενες, καί Β) γιά τήν διδακτορική διατριβή τοῦ κ. Ἰωάννου Θ. Νικολοπούλου, «Ἡ Χριστολογία τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας καί ὁ Ὄρος τῆς Χαλκηδόνος», Θεσσαλονίκη 2002, ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ἡ Χριστολογία τοῦ ἐν λόγῳ αἱρεσιάρχου εἶναι σαφῶς κυρίλλειος καί ἑπομένως ὀρθόδοξη. Καί οἱ δύο διδακτορικές διατριβές εἶχαν τήν ἐποπτεία καί ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς κ. Γεωργίου Μαρτζέλου, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, εἶναι πρόεδρος τῶν Ὀρθοδόξων στήν Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Διαλόγου[3].
Ὅμως, σύμφωνα μέ τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτη Γεώργιο Καψάνη,
α) Ἡ δογματική ταυτότητα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων προσδιορίζεται ἀπό τό σύνολο τῆς ἀντισεβηριανῆς γραμματείας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τῶν λοιπῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο ἀπό τήν ἐπιγραμματική ἀναφορά «προφάσει τοῦ ἐν Χαλκηδόνι συντάγματος… ἀποσχίσαντες, τά δέ ἄλλα πάντα ὀρθόδοξοι ὑπάρχοντες». Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ὀνομάζουν μονοφυσίτας καί δίνουν σέ ἐκτενεῖς πραγματεῖες τους τό δογματικό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ χαρακτηρισμοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀνέπτυξε ἀνεπανάληπτη ἐπιχειρηματολογία, μέ τήν ὁποία ἀποδεικνύει τόν αἱρετικό χαρακτήρα τῆς σεβηριανῆς Χριστολογίας.
β) Ἑρμηνευμένο μέ γνώμονα τήν συνοδική, πατερική καί λατρευτική παράδοση τό ἐπίμαχο ἀπόσπασμα «προφάσει τοῦ ἐν Χαλκηδόνι συντάγματος τοῦ τόπου ἀποσχίσαντες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τά δέ ἄλλα πάντα ὀρθόδοξοι ὑπάρχοντες», μαρτυρεῖ γιά τήν αἱρετική Χριστολογία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων. Τά «ἄλλα πάντα», στά ὁποία, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, εἶναι ὀρθόδοξοι, ἀναφέρονται σέ θέματα, πού δέν ἀφοροῦν τήν Χριστολογία. Στήν ἴδια πατερική παράδοση βασίζεται καί ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ σεβηριανή Χριστολογία εἶναι παραχάραξη τῆς κυριλλείου Χριστολογίας.
γ) Οἱ ἀποφάνσεις τῶν καθηγητῶν Ἰω. Καρμίρη καί π. Ἰω. Ρωμανίδη ὑπέρ τῆς ὀρθοδοξίας τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἦταν ἀποτέλεσμα πρώιμου ἐνθουσιασμοῦ καί γι’αὐτό σύντομα παρεχώρησαν τή θέση τους σέ σοβαρές ἀμφιβολίες καί πολλή περίσκεψη.
δ) Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ὁ Διόσκορος ἔχει ὀρθόδοξη Χριστολογία, ἐπειδή δέν καταδικάσθηκε γιά δογματικούς λόγους, σύμφωνα μέ τήν δήλωση τοῦ ἁγίου Ἀνατολίου, ἀποδεικνύεται ἀβάσιμος. Ἡ δήλωση τοῦ ἁγίου Ἀνατολίου ἦταν αὐθαίρετη καί αὐτό πιστοποιεῖται ἀπό τά Πρακτικά καί τόν τρόπο, πού κατανοήθηκαν ἀπό τούς μεταγενεστέρους Πατέρες. Ὁ ἰσχυρισμός, ἐπίσης, ὅτι ὁ Διόσκορος ἔχει ὀρθόδοξη Χριστολογία, ἐπειδή ἡ ἔκφραση «ἐκ δύο φύσεων» εἶναι δῆθεν δογματικῶς ἰσοδύναμη μέ τήν ἔκφραση «ἐν δύο φύσεσιν», δέν ἔχει ἔρεισμα. Ἡ ἔκφραση «ἐκ δύο φύσεων», ἄν καί ὀρθόδοξη καθ’ἑαυτή, χωρίς τήν ἔκφραση «ἐν δύο φύσεσιν», δέν ἐξασφαλίζει ἀπό τήν ἐκτροπή τοῦ χριστολογικοῦ φρονήματος σέ αὐτό, πού ὀνομάζουμε σεβηριανή Χριστολογία. Ἄν καί ὁ ἀρχικός Ὄρος περιεῖχε τήν φράση «ἐκ δύο φύσεων» καί ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς συνόδου χαρακτηρίσθηκε ἐπιμόνως ὀρθόδοξος, δέν εἶχε τήν δογματική πληρότητα, πού ἀπέκτησε ὁ τελικός Ὄρος μέ τήν ἔκφραση «ἐν δύο φύσεσιν».
ε) Οἱ ἐκβοήσεις τῶν Πατέρων, πού κατεδίκαζαν μέ ἀναθεματισμό τόν Διόσκορο, ἐξέφραζαν τό καθολικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἦταν ἐκβοήσεις ὅλων τῶν Πατέρων ἐν μιᾷ καρδίᾳ καί ὄχι μεμονομένες φωνές ὀλίγων ἤ περισσοτέρων ἐπισκόπων.
στ) Ἡ ληστρική σύνοδος ἦταν αἱρετική, ἐπειδή παρέκαμψε τίς Διαλλαγές τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί συντάχθηκε μέ τήν αἱρετική δήλωση τοῦ Εὐτυχοῦς «δύο φύσεις πρό τῆς ἑνώσεως, μία φύσις μετά τήν ἕνωσι».
ζ) Οἱ ὅροι ἀνάκραση, σύγχυση, φυρμός, πού ἀποδίδονται στούς Ἀντιχαλκηδονίους, εἶναι θεολογικῶς ἀκριβεῖς, ἐπειδή εἶναι ἡ φυσική συνεπαγωγή τῆς ὁμολογίας τῆς μιᾶς συνθέτου φύσεως τῆς σεβηριανῆς Χριστολογίας. Δέν εἶναι ποιμαντική ὁρολογία (ἀντιλογία), πού δῆθεν ἔχει τήν δυνατότητα νά μήν ἀκριβολογεῖ στό δόγμα. Ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ἀκόμη καί σέ Ὁμολογίες Πίστεως (ὁμολογία), πού ἀναμφιβόλως ἀπαιτεῖ ἀκριβολογία. Τό ἀσυγχύτως τοῦ Σεβήρου δέν ἐξασφαλίζει ἀπό τήν σύγχυση, ἐνόσῳ ὀμολογεῖται ἡ μία σύνθετη φύση. Ὁ παραλληλισμός τῆς ὁμολογίας μέ τίς «σύγχρονες ἐπιστημονικές προσεγγίσεις» τῶν δογματικῶν θεμάτων εἶναι ἄστοχος, ἐπειδή συχνά οἱ προσεγγίσεις αὐτές ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά βασικά δόγματα τῆς πίστεως.
η) Οἱ αἱρετικοί, πού δέν ἔχουν καταδικασθεῖ γιά δογματικούς λόγους, ὅπως οἱ Ἱκέτες καί οἱ Αὐτοπροσκόπτες, μπορεῖ νά ἔχουν καθ’ὅλα ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ἀλλά καί αὐτό ἄχρι καιροῦ, διότι συχνά μεταπίπτουν σέ ἐτεροδοξία, «ἵνα δόξωσιν εὐλόγως χωρισθῆναι τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[4]. Ὅμως, οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχες Διόσκορος καί Σεβήρος ἔχουν καταδικασθεῖ γιά συγκεκριμένες δογματικές διδασκαλίες, ὁπότε δέν εἶναι δυνατόν νά συγκαταριθμηθοῦν μεταξύ τῶν ἀνωτέρω σχισματοαιρετικῶν.
θ) Οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχες ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ βάση τό ‘ἐκκλησιολογικό’ κριτήριο, τήν οἰκουμενική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τους˙ ὄχι ὅμως ἄνευ τοῦ δογματικοῦ περιεχομένου της, ἀλλά λόγῳ αὐτοῦ, τό ὁποῖο στήν περίπτωσή τους ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ δογματικοῦ Ὅρου τῆς Συνόδου. Εἶναι πολλάκις μαρτυρημένη στήν πατερική γραμματεία ἡ ἀλληλοπεριχώρηση μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τῶν ἱερῶν Συνόδων, πού τήν βεβαίωσαν, καί τῶν καταδικῶν, πού αὐτές ἐπέβαλαν ἐναντίον ἐκείνων, πού τήν ἀπέρριψαν.
ι) Ἀποδεικνύοντας ἐσφαλμένη τήν θεωρία τοῦ κ. Μαρτζέλου, συνάγει κανείς τό συμπέρασμα ὅτι γιά νά γίνει μία συνεπής πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἕνωση τῶν Ἀντιχαλκηδονίων μέ τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀποδεχθοῦν τίς Οἰκουμενικές Συνόδους Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ μέ ὅ,τι αὐτή ἡ ἀποδοχή συνεπάγεται˙ νά ἀποκηρύξουν δηλ. τήν σεβηριανή Χριστολογία τους, νά ἀποδεχθοῦν τίς καταδίκες, πού ἔχουν ἐπιβληθεῖ στούς αἱρεσιάρχες Διόσκορο καί Σεβήρο, καί νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους παραμένουν στά ἀντιχαλκηδόνια φρονήματά τους. Αὐτή ἡ τακτική εἶναι σύμφωνη μέ τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἑνωτικές προσπάθειες, πού ἀπέτυχαν, καί ἀπό ἐκεῖνες, πού καρποφόρησαν τήν ἀληθινή ἑνότητα. Στήν τελευταία ἀνήκει ἡ ἐπί ἁγίου Φωτίου. Ἡ μεθόδευση, πού θά παρακάμψει τίς ἀνωτέρω στοιχειώδεις ἀπαιτήσεις, δῆθεν ὡς οἰκονομία, θά ζημιώσει τήν Ἐκκλησία[5].
Παρ’ὅλ’ἀὐτά, τό 1990 στό Σαμπεζύ ἀναγνωρίσθηκαν τά αἱρετικά μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν.
Ὁ Οἰκουμενιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ἀπευθυνόμενος σέ ‘ἱεράρχες’ τῆς Ἀρμενικῆς, Αἰθιοπικῆς καί Συριακῆς Κοινότητας, στίς 26-10-2009, στή Νέα Ὑόρκη, τόνισε :
«Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τῶν δύο Χριστιανικῶν Οἰκογένειών μας – πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες (=οἱ Μονοφυσίτες) – ἔβαλε καί ἐπισήμως ἕνα τέλος στίς παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος. Δέν εἶναι ἡ θεολογία, πού μᾶς χωρίζει. Μᾶλλον, εἴμαστε ἑνωμένοι στή δέσμευσή μας νά θέσουμε τά ποιμαντικά, λειτουργικά, ἐκκλησιαστικά ζητήματα, στά ὁποία θά οἰκοδομήσουμε τήν ἑνότητά μας ὅλο καί περισσότερο»[6].
Ὅπως ἀναφέραμε, «τό 1990 στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας ὑπογράφηκε συμφωνία τῶν οἰκουμενιστῶν ἐκπροσώπων τῶν Πατριαρχείων ὅτι οἱ Μονοφυσίτες εἶναι Ὀρθόδοξοι, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθει κοινωνία τους μέ τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καί ἐν μέρει μέ τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας! Κατόπιν τούτου, στήν Ἀντιόχεια οἱ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἀναγνωρίζουν καί προσκυνοῦν ὡς ‘’ἅγιο’’ τόν μονοφυσίτη Διόσκορο, τόν φονέα τοῦ Ἁγίου Φλαβιανοῦ, καί στό Τορόντο, συντρώγουν, συμπίνουν καί συμπροσεύχονται μέ τούς ἀμετανοήτους αἱρετικούς μονοφυσίτες»[7].
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος Β’, κατά τήν συνάντησή του μέ τόν Πρόεδρο τῆς Ἀρμενίας κ. Serzh Sargsyan (19 Ἰανουαρίου 2011) εἶπε τά ἀκόλουθα :
«Τό πρῶτο, πού θά μποροῦσε κανείς νά σημειώσει, εἶναι ὅτι αὐτός ὁ λαός τῆς Ἀρμενίας δέχθηκε καί τίς δυσκολίες καί τίς ξεπέρασε, στηριζόμενος στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Καί ὁ λαός σας ἔμεινε χωρίς κρατική ὑπόσταση καί τή θέση της ἀνέλαβε ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἐθναρχούσα νά καθοδηγήσει καί νά συντηρήσει αὐτόν τόν λαό. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καί σ’ αὐτό τόν τόπο γιά αἰῶνες, ὅταν ἡ Ἐκκλησία σκέπαζε, στήριζε καί βοηθοῦσε αὐτόν τόν λαό. Αὐτά, ὅμως, ὅλα πέρασαν, κύριε Πρόεδρε, καί σήμερα ζοῦμε σέ μιά ἄλλη ἐποχή, πού ἔχει τίς δικές της δυσκολίες καί τά δικά της προβλήματα.
Νομίζω ὅτι ἡ συνεργασία μας, ἰδιαίτερα ὁ σύνδεσμός μας μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ προσπάθειά μας νά εἴμαστε ἑνωμένοι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἕνα μέτρο, πού μπορεῖ νά βοηθήσει στίς σημερινές δυσκολίες.
Κύριε Πρόεδρε, ἀναφέρατε προηγουμένως πώς οἱ ἀξίες τῆς Ὀρθόδοξης πίστης ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι πάντοτε ἀναντικατάστατες. Ὅταν αὐτά ἀκούγονται ἀπό ἁπλούς ἀνθρώπους ἀσφαλῶς ἔχουν τή σημασία τους, ἀλλά ὅταν λέγονται ἀπό τά χείλη τοῦ Προέδρου μιᾶς φίλης χώρας, ὅπως ἡ Ἀρμενία, ἔχουν ἰδιαίτερη βαρύτητα.
Σᾶς παρακαλοῦμε καί πατρικῶς σᾶς προτρέπουμε νά κάνετε τόν ἀγώνα σας καί νά προσθέσετε καί ἐσεῖς τή δική σας πέτρα στήν ἕνωση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπου κι ἄν βρίσκονται»[8].
Εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο νά συμμετέχει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σ’ αὐτή τήν καρικατούρα διαλόγου τοῦ λεγομένου ‘’Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν’’ (Π.Σ.Ε.), πού οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου καί τοῦ ΠΣΕύδους, παρά τῶν «Ἐκκλησιῶν», «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων», πού ἑδρεύει στή Γενεύη, τήν στιγμή πού τό Π.Σ.Ε., ἀναγνωρίζει τούς Μονοφυσίτες ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἀποκαλεῖ «Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες», καί οἱ ὁποῖοι παρακάθονται στό τραπέζι τοῦ διαλόγου μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους ὡς «Ὀρθόδοξοι». Ἀλήθεια, πῶς οἱ Ὀρθόδοξοι δέχονται μιά τέτοια ὑποτίμηση καί πῶς τά ἀνέχονται ὅλ’αὐτά; Αὐτό εἶναι τοὐλάχιστον ἐμπαιγμός.
Ἀδυνατοῦμε νά δεχθοῦμε τέτοιες ἀπόψεις, ὁποιοσδήποτε καί ἄν τίς ἔχει ἐκφράσει. Ἀκόμη καί ἄν Ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ μᾶς διδάξει ἀντίθετα ἀπό αὐτά, πού διδαχθήκαμε στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, ἄς εἶναι ἀνάθεμα. Ἀνατραφήκαμε μέ τήν πίστη ὅτι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχει ἀκέραια τήν ἀποστολική πίστη. Αὐτή τήν πίστη μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες. Τόν θησαυρό αὐτῆς τῆς πίστεως ζοῦμε καθημερινά «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν»[9]. Δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε πεποιθήσεις γιά θέματα, πού ἀφοροῦν τήν αἰώνια σωτηρία μας καί πολύ περισσότερο τήν ταυτότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ὅτι οἱ αἱρετικοί Εὐτυχής, Διόσκορος καί Σεβήρος, οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ, πρέπει νά θεωροῦνται ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς Ὀρθόδοξοι. Δέν μᾶς τό ἐπιτρέπει ἡ ὑμνολογία, οἱ βίοι τῶν ἁγίων, ἡ παράδοση τῶν πατέρων μας. Δέν μας τό ἐπιτρέπει ἡ ἁγία ἔνδοξος μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Εὐφημία. Δέν μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε τά συμπεράσματα ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου, πού θέλει τούς αἱρεσιάρχες Εὐτυχή, Διόσκορο καί Σεβήρο Ὀρθοδόξους, ἰσότιμους μέ τόν ἅγιο Φλαβιανό, τήν ἁγία Εὐφημία, τόν ἅγιο Λέοντα Ρώμης, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ὁ ἁπλός λαός τοῦ Θεοῦ, παρ’ ὅλο πού δέν μπορεῖ νά κατανοήσει τίς λεπτές θεολογικές ἔννοιες, ἐμπιστεύεται, ὅμως, τήν πατροπαράδοτη πίστη, ὅπως αὐτή ἔχει κατασταλάξει στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας καί στούς βίους τῶν ἁγίων. Τό δογματικό του αἰσθητήριο ἔχει καλλιεργηθεῖ μέσα στό ναό μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες καί ἐν γένει μέ τήν πνευματική μελέτη καί ζωή. Τά συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀναφέρονται στούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες, τούς παρουσιάζουν σαφῶς αἱρετικούς, χωρισμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐπιπλέον καί μέ διεστραμμένη πίστη γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μαρτυρία τῶν συναξαρίων εἶναι σπουδαιότατη, διότι συμφωνοῦν ἀπόλυτα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Τέλος, ἐκφράζουμε τήν εὐχή οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες νά συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ «πατέρες» τους ἔπεσαν σέ αἵρεση, νά κατανοήσουν τήν πλάνη, στήν ὁποία δυστυχῶς μέχρι σήμερα βρίσκονται, νά ἀποκηρύξουν τήν αἵρεση καί τούς ἀρχηγούς της Εὐτυχή, Διόσκορο καί Σεβήρο καί νά ἐπανέλθουν στήν ἀγκάλη τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία[10].
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἑνιαυτοῦ, τ. Α’, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2003, σσ. 155-156 καί τ. ΣΤ’, σσ. 52-54.
[2] Συμφωνία τοῦ Σαμπεζύ τό 1990 μέ τούς Μονοφυσίτες, ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ, «Έλεγχος προκλητικῆς καί ἐμπρηστικῆς ἐγκυκλίου τοῦ Φαναρίου», Θεοδρομία ΙΒ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2010) 108-109, Δευτέρα κοινή Δήλωσις καί προτάσεις πρός τάς ἐκκλησίας τῆς Μεικτῆς ἐπί τοῦ Διαλόγου Ἐπιτροπῆς, Γενεύη, Σεπτέμβριος 1990, ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἡ ”‘Ὀρθοδοξία” τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, ἐκδ. Βρυέννιος, σειρά ‘Καιρός’, Θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητος, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 28.
[3] ΙΕΡΟΜ. ΛΟΥΚΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Διόσκορος καί Σεβήρος˙ οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι˙ κριτική δύο διδακτορικῶν διατριβῶν», ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους 2003, σσ. 15,17, 23, 25.
[4] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 160, 589.
[5] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ ‘ἰδεολογική’ ὀρθοδοξία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων˙ ἀπάντησις σέ ἀπόψεις τοῦ καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μαρτζέλου, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2005, σσ. 80-83. ΙΕΡΟΜ. ΛΟΥΚΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Διόσκορος καί Σεβήρος˙ οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι˙ κριτική δύο διδακτορικῶν διατριβῶν», ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὀσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους 2003, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἐπιστημονική κριτική μιᾶς διδακτορικῆς διατριβῆς», Γρηγόριος Παλαμάς 792 (2002) 308-316, ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἡ ” Ὀρθοδοξία” τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, ἐκδ. Βρυέννιος 1994 καί Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι; Κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ἄλλων ἁγιορειτῶν Πατέρων περί τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτῶν), ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1995.
[6] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816
[7] Ἑλληνοκαναδική Ὀρθόδοξος Ἱεραποστολική Ἀδελφότης ‘’Ὀρθόδοξη Φωνή’’, «Συμπροσευχαί Ὀρθοδόξων μέ αἰρετικούς μονοφυσίτας», Ὀρθόδοξος Τύπος (14-10-2011) 8.
[8] «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος «ἐβάπτισεν» Ὀρθοδόξους τούς Μονοφυσίτας, ὅταν αὐτοί ἀρνοῦνται τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν εἰς τό χριστολογικόν δόγμα περί τῶν φύσεων τοῦ Χριστοῦ», Ὀρθόδοξος Τύπος (4-2-2011) 1, 7 καί ΠΡΩΤΟΠΕΡΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Οἱ Ἀρμένιοι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι, Μακαριώτατε», Θεοδρομία ΙΓ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2011) 3-8. www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816
[9] Β΄ Κορ. 4, 7.
[10] Ἡ αἵρεσις τῶν μονοφυσιτῶν ἀντιχαλκηδονίων˙ διηγήσεις ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1997, σσ. 7-10, 24-28. καί ΙΕΡΟΜ. ΛΟΥΚΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Διόσκορος καί Σεβήρος˙ οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι˙ κριτική δύο διδακτορικῶν διατριβῶν, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003 καί Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι; Κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλων ἁγιορειτῶν Πατέρων περί τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτῶν), ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1995 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἡ ‘’Ὀρθοδοξία’’ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, ἐκδ. Βρυέννιος, 1994 καί ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ ‘’ἰδεολογική ὀρθοδοξία’’ τῶν ἀντιχαλκηδονίων˙ Ἀπάντησις σέ ἀπόψεις τοῦ καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μαρτζέλου, ἐκδ. Ἰ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2005 καί ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Ὀρθοδοξία καί αἵρεση τῶν Ἀντιχαλκηδονίων κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό», Θεολογία 752 (2004) 593-609.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-07-10 16:23:39%ce%b7-%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b5%cf%85%cf%86%ce%b7%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%ce%b9-%ce%b1%ce%b9%cf%81%ce%b5%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b9-%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%86%cf%85