Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
28-06-2013
«Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ»[1].
Δέν θέλω νά καυχηθῶ, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος πρός τούς Κορινθίους.«Καυχᾶσθαι δή οὐ συμφέρει μοι». Δέν μέ συμφέρει νά καυχηθῶ. Σέ κανένα μας δέν συμφέρει νά καυχόμασθε. Παρά ταῦτα, ὅμως, γιά τό καλό σας, Κορίνθιοι, «ἐλεύσομαι γάρ εἰς ὀπτασίας καί ἀποκαλύψεις Κυρίου». Θά σᾶς πῶ μερικές ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις. Ἀπό τίς πολλές ἀποκαλύψεις, ὀπτασίες καί ὁράματα, πού εἶδε ὁ Ἀπ. Παῦλος, ἀναφέρει αὐτή τήν συγκλονιστική ἀποκάλυψη, τήν ὁποία δέν ἀποδίδει στόν ἑαυτό του, γιά νά μήν καυχηθεῖ. Τήν ἀναφέρει σέ τρίτο πρόσωπο, ἐνῶ εἶναι ὁ ἴδιος. «Οἶδα»,λέει, «ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων». Εἶδα, λέει, κάποιον ἄνθρωπο πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια. Δεῖτε ἐδῶ τήν ταπείνωση τοῦ Ἀπ. Παύλου! Εἶχαν περάσει δεκατέσσερα χρόνια, εἶχε δεῖ ἕνα συγκλονιστικό ὅραμα, τό ὁποῖο θά μᾶς διηγηθεῖ στή συνέχεια, καί ἐντούτοις τόσα χρόνια δέν τό εἶπε. Κι ἐμεῖς, μερικές φορές, ἄν ὁ Θεός εὐδοκήσει καί ἔχουμε κάποια Χάρι ἀπ’τόν Θεό, καυχόμασθε καί ἀμέσως τό διατυμπανίζουμε. «Ἐμένα μοῦ ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία, ἐμένα μοῦ ἐμφανίστηκε ὁ τάδε Ἅγιος, ἐμένα μοῦ ἔκανε αὐτό, ἐμένα μοῦ ἔκανε ἐκεῖνο». Δεκατέσσερα χρόνια ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐσιώπησε, δέν μίλησε. Καί δέν θά μιλοῦσε ποτέ, ἐάν δέν προκαλοῦνταν ἀπό τούς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τό κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦ Ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος καί κηρύγματος. «Οἶδα», λέει, «ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων˙ εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν». Καί δέν ξέρω, λέει, ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος, κατά τήν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ὁράματος, βρισκόταν μέσα στό σῶμα του ἤ ἔξω ἀπ’αὐτό, σέ ἔκσταση. Δέν ξέρω. Ὁ Θεός ξέρει.
Αὐτόν, λοιπόν, τόν ἄνθρωπο τόν εἶδα, «ἁρπαγέντα ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἡρπάγη, τόν ἅρπαξε ὁ Θεός. Τό σῶμα ἔμεινε στή γῆ, ἐνῶ ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή του ἡρπάγησαν στόν τρίτο οὐρανό, στά σύννεφα, στ’ἀστέρια, στόν πνευματικό κόσμο, στό σύμπαν, στό ἄπειρον.
«Καί οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον» – ἐπαναλαμβάνει «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν» – «ὅτι ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον». Ὄχι ἁπλῶς στόν τρίτο οὐρανό ἡρπάγη αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά πιό πάνω, στόν Παράδεισο. Καί ἀκοῦστε τώρα! «Καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Καί ἐκεῖ, πού ἡρπάγη αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δηλ. ὁ Ἀπ. Παῦλος, ἄκουσε ρήματα, διδασκαλίες, ὄχι κατά τόν τρόπο τόν αἰσθητό, μέ τήν ἀκοή. Ἑρμηνεύουν οἱ Ἅγιοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀντιλήψεως σ’αὐτή τήν κατάσταση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μέ τά αἰσθητά αὐτιά, μέ τά αἰσθητά μάτια, ἀλλά κατά τρόπο ὑπερνοητό, ὑπεραισθητό ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται κανένας κι ἀμέσως ἀκούει.«Καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Καί ἄκουσε τέτοια ρήματα καί εἶδε τέτοια πράγματα, τά ὁποία δέν μπορεῖ ἤδέν ἐπιτρέπεται ὁ ἄνθρωπος νά τά πεῖ. Οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, σχολιάζοντας, λένε : «Γιατί, ἄραγε, οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»; Μήπως ἐπειδή δέν ἐπιτρέπει ὁ Θεός σ’αὐτούς, τούς ὁποίους ἀποκαλύπτεται, νά τά φανερώσουν ἤ γιατί εἶναι ἀδύνατον ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα νά ἐκφράσσει τά μυστήρια, πού βλέπει ἐκεῖ ψηλά στόν παράδεισο, στόν τρίτο οὐρανό; Καί τά δύο. «Θεόν φρᾶσαι ἀδύνατον». Δέν μπορεῖ κανείς νά ἐκφράσει μέ λόγια, ἀδυνατοῦν οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητες νά ἐκφράσουν τόν Θεό καί τά μυστήριά Του.
Καί ἀφοῦ, λοιπόν, ἀναφέρει ὁ Ἀπ. Παῦλος αὐτή τήν ἀποκάλυψη, λέει : «Ὑπέρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι». Διατηρεῖ ἀκόμη τό τρίτο πρόσωπο, μολονότι εἶναι ὁ ἴδιος. Γι’αὐτόν, λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε ν’ἀνεβεῖ ἐκεῖ πάνω, στόν τρίτο οὐρανό, ἐγώ θά καυχηθῶ. «Ὑπέρ δέ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι». Γιά τόν ἑαυτό μου δέν θά καυχηθῶ. Εἶναι σά νά λέει στούς Κορινθίους : « Ἐσεῖς ἐκεῖ ἔχετε αὐτούς τούς ψευδαποστόλους, τούς ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται ὡς σπουδαῖοι καί τρανοί. Ἐγώ ἀξιώθηκα ν’ἀνεβῶ ἐκεῖ πάνω στόν παράδεισο, στόν τρίτο οὐρανό, καί δεκατέσσερα χρόνια τώρα δέν σᾶς μίλησα. Καί τώρα ἀναγκάζομαι γιά τό καλό σας νά σᾶς τό ἀποκαλύψω». Καί πάλι λέει : «Ὑπέρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπέρ δέ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι, εἰμή ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου». Δέν θά καυχηθῶ, ὅμως, πάλι γι’αὐτό τό ὅραμα, ἀλλά θά καυχηθῶ κι ἐγώ γιά τίς ἀσθένειές μου, γιά τίς θλίψεις μου, γιά τά βάσανά μου. Δέν πρέπει νά καυχόμαστε γιά τά ὁράματα, ἀλλά γιά τίς θλίψεις καί γιά τούς Σταυρούς μας. Ποιός ἀπο’μᾶς καυχᾶται γιά τίς θλίψεις, γιά τούς πόνους καί γιά τούς Σταυρούς μας; Ἄν ὁ Θεός μᾶς στείλει στή ζωή μας κάποια θλίψη, κάποιο πόνο, κάποιο θάνατο, ὄχι μόνο δέν καυχόμαστε καί δέν εὐχαριστοῦμε, ἀλλά, μερικές φορές, ὀργιζόμαστε ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καί ἀκόμη ἐναντίον τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ. «Γιατί ἔγινε αὐτό; Γιατί Θεέ μου»; Ἐγώ, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος «καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος, λέγοντας ὅτι, ἄν ἴσως θελήσει νά καυχηθεῖ, δέν θά γίνει ἄφρων, δέν θά νομισθεῖ ὡς μωρός καί χωρίς γνώση, γιατί αὐτά τά καυχήματα, πού λέει, εἶναι ἀληθινά. Καί γιατί ὁ Ἀπ. Παῦλος δέν θέλει νά καυχᾶται καί νά φανερώνει τά χαρίσματα, τίς ἀποκαλύψεις καί τίς ἁρπαγές, πού ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό; Γιά νά μήν τόν θεοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι καί τόν νομίσουν πώς βγῆκε ἔξω ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση. Γι’αὐτό καί πάντοτε σιωποῦσε τούς δικούς του ἐπαίνους. Κι ἄν καμμιά φορά ἀναγκαζόταν νά πεῖ γιά τόν ἑαυτό του κάποιο ὑψηλό πράγμα, πάλι τό συνεσκίαζε καί τό ἔκρυβε, γιά νά μήν θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι, πού τόν ἔβλεπαν καί τόν ἄκουγαν, ὅτι ἔχει μεγάλη ἀξία, καί γιά νά μήν ἀποκτοῦν μεγάλη καί θεοπρεπῆ ἰδέα γι’αὐτόν.
Καί στή συνέχεια ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς παρουσιάζει ὅτι κι αὐτός ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος ὡς μεγάλος Ἀπόστολος ἄλλαξε μέ τό κήρυγμά του ὅλη τήν οἰκουμένη, εἶχε κι αὐτός πολλές δυσκολίες στό κήρυγμά του.
«Καί τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μή ὑπεραίρῳμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα μέ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρῳμαι».
Ἐγώ, λοιπόν, ὁ ὁποῖος εἶδα αὐτές τίς ὑπερβολικές ἀποκαλύψεις, τά ὑπερβολικά ὁράματα, μοῦ δόθηκε, λέει, σκόλοπας στό σῶμα. Μοῦ δόθηκε ἕνα ἀγκάθι, μιά ἀκίδα, πού διαρκῶς μέ τσιμπάει καί μέ ἐνοχλεῖ. Μοῦ δόθηκε κάποια ἀσθένεια, κάποιος πειρασμός, κάποια θλίψη. Γιά ποιό λόγο; «Ἵνα μέ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρῳμαι».
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουμε κάποιον σκόλοπα, κάποια θλίψη, κάποια ἀρρώστεια, κάποιο βάσανο, ξεχνιόμαστε καί υπερηφανευόμαστε. Κάνουμε αὐτό, κάνουμε ἐκεῖνο, κάνουμε προγράμματα, ἀγοράζουμε οἰκόπεδα, χτίζουμε σπίτια καί νιώθουμε δυνατοί καί ὑπεραιρόμαστε. «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα μέ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρῳμαι». Οἱ Ἅγιοι, σχολιάζοντας καί ἑρμηνεύοντας ποιός ἦταν αὐτός ὁ σκόλοψ, πού εἶχε ὁ Ἀπ. Παῦλος, δέχονται ὅτι αὐτός «ὁ σκόλοψ τῇ σαρκί» ἦταν οἱ ἀντίπαλοί του, οἱ ἐχθροί του στό κήρυγμα. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἄφηναν τόν Ἀπ. Παῦλο σέ χλωρό κλαρί. Πήγαινε ὁ Ἀπ. Παῦλος καί κήρυττε, πήγαιναν αὐτοί καί τά γκρέμιζαν. Καί μερικούς ἀπό αὐτούς τούς κατονομάζει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Χαλκεύς στήν Ἔφεσο δημιούργησε πολλά προβλήματα. Ὁ Ἐλύμας ὁ μάγος. Ὁ Ὑμέναιος. Ὁ Φιλητός. Νά, λοιπόν! Ἐνῶ ἐγώ πηγαίνω καί κηρύττω καί αὐξάνει τό κήρυγμα καί ἔχω μιά ἰκανοποίηση, ὁ Θεός μοῦ στέλνει ἀντιπάλους, μοῦ στέλνει ἀνταγωνιστές, «ἵνα μέ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρῳμαι». Γιατί, ἐγώ θά ὑπερηφανευόμουν, ἄν δέν εἶχα αὐτή τήν ἀντίδραση, καί θά ἔλεγα : «Τί σπουδαῖος Ἀπόστολος εἶμαι ἐγώ! Δέστε! Ἀλλάζω τόν κόσμο»!
Καί ἄς ἀκούσουμε τώρα ἐδῶ πόσο διδακτικό γιά’μᾶς εἶναι αὐτό, πού λέει στή συνέχεια.
«Ὑπέρ τούτου τρίς τόν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ἐμοῦ». Προσευχήθηκα, λέει, στόν Θεό τρεῖς φορές. Οἱ Ἅγιοι λένε ὅτι τό «τρεῖς φορές» σημαίνει «πολλές, ἄπειρες φορές». Προσευχήθηκα, λέει, στόν Θεό πολλές φορές νά μέ γλυτώσει ἀπ’αὐτόν τόν σκόλοπα. Κι ἐμεῖς, πολλές φορές, δέν λέμε : «Θεέ μου, πάρε μου αὐτή τήν ἀρρώστεια ἤ αὐτούς τούς κακούς ἀνθρώπους βγάλ’τους ἀπό τή μέση, νά μήν τούς ἔχω στά πόδια μου»; «Τρίς τόν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ἐμοῦ˙ καί εἴρηκέ μοι». Καί τί εἶπε ὁ Θεός; Τοῦ πῆρε τόν σκόλοπα τοῦ Ἀπ. Παύλου τοῦ οὐρανοβάμωνος, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στούς οὐρανούς; Προσευχήθηκε καί ὁ Θεός δέν τόν ἄκουγε. Κι ἐμεῖς ἐδῶ οἱ ἁμαρτωλοί, μερικές φορές, προσευχόμαστε. Κι ἄν ὁ Θεός δέν ἱκανοποιήσει τό αἴτημά μας, θυμώνουμε. «Γιατί δέν ἀκούει ὁ Θεός»; Τί τοῦ εἶπε του Ἀπ. Παύλου ὁ Θεός; «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου˙ ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Μή ζητᾶς˙ δέν ξέρεις τό συμφέρον σου. Ἄν Ἐγώ σοῦ πάρω ἀπό τή μέση ὅλ’αὐτά, ἄν σοῦ πάρω τούς πόνους, τίς θλίψεις, τούς ἀντιπάλους, τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, θά εἶναι εἰς βάρος σου. Στόν Ἀπ. Παῦλο τά λέει αὐτά ὁ Θεός, ὄχι σ’ἐμᾶς. Κι ἐμεῖς τά θέλουμε στή ζωή μας ὅλα ρόδινα. «Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Γιατί, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀδυναμία, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἔχεις τήν δύναμη καί ἀντιμετωπίζεις τούς ἀντιπάλους σου, τίς ἀρρώστειες, τόν θάνατο, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη τῆς δικῆς Μου παρουσίας καί δυνάμεως. Ἐγώ, λοιπόν, στέλνω θλίψεις, θανάτους, ἀρρώστειες, δυσκολίες, ἀλλά, συγχρόνως, στέλνω καί τήν δύναμη νά τά ἀντιμετωπίσετε. Αὐτό, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά παρακαλοῦμε τόν Θεό εἶναι : «Θεέ μου, ὄχι μή μοῦ στείλεις θλίψεις, θανάτους, ἀρρώστειες» – ἄν ὁ Θεός κρίνει ὅτι εἶναι γιά τό συμφέρον μας, νά μᾶς στείλει ὁ,τιδήποτε καί θανάτους ἀκόμη – ἀλλά «Θεέ μου, δῶσ’μου τήν δύναμη νά τ’ἀντέξω ὅλ’αὐτά». «Καί εἴρηκέ μοι˙ ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου˙ ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Σοῦ ἀρκεῖ ἡ Χάρις Μου˙ ἔχεις τήν δύναμή Μου. Ἐγώ θά σέ κρατήσω ὄρθιο. Τελειώνοντας ὁ Ἀπ. Παῦλος καί λέει˙ «Ἤδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου». Μέ πολλή χαρά, λέει, θά καυχηθῶ γιά τίς ἀσθένειές μου, τίς θλίψεις μου. Θά καυχηθῶ γι’ αὐτά, πού μοῦ στέλνει ὁ Θεός. Γιατί; Διότι, μέσα στίς θλίψεις ἐπισκηνώνει ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Μέσα στίς θλίψεις βλέπουμε τήν παρουσία τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. «Ἤδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ἐμέ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ».
[1] Β΄ Κορ. 12, 1-9.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-06-29 09:26:08%ce%b5%cf%81%ce%bc%ce%b7%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%b9%ce%ba%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%b7%cf%83-%ce%b2