Ἐν Πειραιεῖ πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος 21-6-2014 ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Τήν Κυριακή Β΄ Ματθαίου ἐμμελῶς ἀπαγγέλλεται στούς Ἱερούς Ναούς τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό 2ο κεφάλαιο καί περιλαμβάνει τούς στίχους 10-16.
Ἀφήνοντας τούς δύο πρώτους στίχους (10-11) διά τό εὐκολονόητον («Δόξα δέ καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῶ ἐργαζομένω τό ἀγαθόν, Ἰουδαίω τε πρῶτον καί Ἕλληνι˙ οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρά τῶ Θεῶ»), σπεύδουμε νά παρουσιάσουμε τήν ἑρμηνεία, πού δίδει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στούς ὑπολοίπους στίχους.
Ὁ στίχος 12 λέει : «Ὅσοι γάρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καί ἀπολοῦνται˙ καί ὅσοι ἐν νόμω ἥμαρτον, διά νόμου κριθήσονται».
Σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι μέ τά παραπάνω λόγια ὁ Ἀπ. Παῦλος δείχνει ὅτι, κατά τήν τιμωρία, βαρύτερα κολάζεται ὁ Ἰουδαῖος ἀπό τόν Ἕλληνα (εἰδωλολάτρη), διότι οἱ μέν Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες), λέει, «ἀνόμως ἥμαρτον», δηλ. χωρίς νά ἔχουν τήν διδασκαλία καί τήν κατήχηση τοῦ γραπτοῦ νόμου, γι’αὐτό καί «ἀνόμως ἀπολοῦνται», δηλ. ἐλαφρότερα θά κολασθοῦν, ἐπειδή δέν ἔχουν τόν γραπτό νόμο νά τούς κατηγορεῖ. Γιατί, τό «ἀνόμως», σημαῖνει τό «χωρίς τήν κατάκριση τοῦ γραπτοῦ νόμου». Ὁ δέ Ἰουδαῖος, ἐπειδή ἁμάρτησε μέ τόν γραπτό νόμο, δηλ. ἔχοντας τήν διδασκαλία καί τήν κατήχηση τοῦ γραπτοῦ νόμου, γι’αὐτό καί θά κριθεῖ, δηλ. θά κατακριθεῖ, μέ τόν γραπτό νόμο, ἐπειδή ὁ νόμος σφοδρότερα στέκεται καί τόν κατηγορεῖ ὅτι τόν παρέβη καί ἀκολούθως τοῦ προξενεῖ μεγαλύτερη καταδίκη.
Στό σημεῖο αὐτό ἐπισημαῖνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι ἀπό τόν παραπάνω λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου μαθαίνουμε ὅτι δέν καταδικάζονται τό ἴδιο ἐκεῖνοι, πού ἔπραξαν τό ἴδιο ἁμάρτημα πρό τοῦ νόμου, καί ἐκεῖνοι, πού τό ἔπραξαν μετά τόν νόμο, ἀλλά διαφορετικά, ἀνάλογα μέ τήν γνώση, τήν δύναμη καί τήν τελειότητα τοῦ καθενός καί ἀνάλογα μέ τήν διαφορά τῶν καιρῶν.
Παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος καί τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν Οἰκουμενίου καί Θεοφυλάκτου. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, λέει, ἑρμηνεύουν τό «ἀνόμως» καί τό «διά νόμου κριθήσονται» οἱ ἑρμηνευτές Οἰκουμένιος καί ἱερός Θεοφύλακτος, μέ τήν διαφορά, ὅμως, ὅτι ὁ Οἰκουμένιος προσθέτει πώς οἱ μέν Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες) θά κολασθοῦν ἐλαφρότερα, ἐπειδή παρέβησαν μόνο τόν νόμο τῆς φύσεως, οἱ δέ Ἰουδαῖοι θά κολασθοῦν βαρύτερα, ἐπειδή παρέβησαν καί τόν νόμο τῆς φύσεως καί τόν γραπτό νόμο.
Καί συνεχίζει ὁ 13ος στίχος : «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῶ Θεῶ, ἀλλ’ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται».
Ἀντικρούοντας μιά ἑσφαλμένη Ἰουδαϊκή τοποθέτηση, ρωτᾶ ὁ ἅγιος Νικόδημος : Πῶς, λοιπόν, ἐσύ Ἰουδαῖε, λές ὅτι δέν χρειάζεσαι τήν Χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδή δικαιώνεσαι μόνο ἀπό τόν παλαιό νόμο; Γιατί, νά, φάνηκες πώς τίποτε δέν ὠφελήθηκες ἀπό τόν νόμο. Ἄρα, περισσότερο χρειάζεσαι τήν Χάριν τοῦ Χριστοῦ ἐσύ, παρά ὁ Ἕλληνας (εἰδωλολάτρης), ἐπειδή δέν ἔγινες δίκαιος στόν Θεό μόνο ἀπό τήν ἀκρόαση τοῦ νόμου. Διότι, στούς μέν ἀνθρώπους, οἱ ἀκροατές τοῦ νόμου μποροῦν νά φαίνονται σεμνοί και δίκαιοι, ὄχι ὅμως καί στον Θεό, ἀλλά οἱ ποιητές τοῦ νόμου εἶναι αὐτοί, πού δικαιώνονται ἀπό τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος παραθέτει καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Κορεσίου στόν στίχο 13, σύμφωνα μέ τήν ὁποία διττῶς δικαιώνεται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ δικαίωση, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διπλή, ἐπειδή ἤ ἀπό ἁμαρτωλός γίνεται δίκαιος, ἤ ἀπό δίκαιος γίνεται δικαιότερος. Ἡ δέ δικαίωση γίνεται διά μέν τῆς πίστεως ἀρχικῶς καί ποιητικῶς, διά δέ τῶν ἔργων ὀργανικῶς. Καί δι’ἀμφοτέρων γίνεται ἡ δικαίωση. «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου». Νά, ἡ πίστη. «Ἀλλ’ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου». Νά, ἡ πράξη. Ὁ μέν Θεός δικαιώνει, ὁ δέ ἄνθρωπος διαθέτει τόν ἑαυτό του πρός δικαιοσύνη.
Στή συνέχεια, στόν στίχο 14 λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος : «Ὅταν γάρ ἔθνη, τά μή νόμον ἔχοντα, φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ, οὖτοι νόμον μή ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσί νόμος» καί συνεχίζει στό α΄ μέρος τοῦ 15ου στίχου «οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς καλεῖ νά προσέξουμε πώς, ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος λαλεῖ ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, μεταχειρίζεται τά λόγια του τόσο συνετά, ὥστε φαίνεται ὅτι δέν λέει τίποτε ἐναντίον τοῦ νόμου. Γι’αὐτό λέει ἐδῶ, σά νά ὑψώνει καί νά μεγαλώνει τόν νόμο, πώς ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουν μέν νόμο, κάνουν δέ τά ἔργα τοῦ νόμου φύσει, δηλ. πειθόμενοι στόν φυσικό νόμο, τόν ἔμφυτο λόγο τῆς συνειδήσεως, αὐτοί εἶναι θαυμαστοί καί ἐπαινετοί. Γιατί δέν χρειάστηκαν τόν γραπτό νόμο καί γιατί ἐκπλήρωσαν τίς παραγγελίες τοῦ γραπτοῦ νόμου μέ τό νά τύπωσαν μέσα στίς καρδιές τους καί στό συνειδός τους ὄχι γράμματα, ἀλλά ἀγαθά ἔργα, καί μέ τό νά μεταχειρίζονται ἀντί τοῦ γραπτοῦ νόμου, τόν φυσικό νόμο καί λογαριασμό πρός μαρτυρία καί ἀπόδειξη τοῦ καλοῦ καί τῆς ἀρετῆς.
Τρεῖς νόμους ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο : α) τόν γραπτό, β) τόν φυσικό και γ) τόν διά τῶν ἔργων θεωρούμενον. «Ἔθνη, τά μή νόμον ἔχοντα». Ποιόν νόμο; Τόν γραπτό. «Φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ». Ποιοῦ νόμου. Τοῦ διά τῶν ἔργων θεωρουμένου. «Οὖτοι νόμον μή ἔχοντες». Ποιόν νόμο; Τόν γραπτό. «Ἑαυτοῖς εἰσί νόμος». Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; Μεταχειριζόμενοι τόν φυσικό νόμο καί τόν λόγο τῆς συνειδήσεως. «Οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου». Ποιοῦ νόμου; Τοῦ διά τῶν ἔργων θεωρουμένου.
Σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι οἱ Κορέσιος καί Θεοφύλακτος «νόμο τῶν ἔργων» ὀνομάζουν τόν νόμο τοῦ Μωυσέως, δηλ. τόν ἴδιο γραπτό νόμο.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς δίνει, ἐπίσης, καί τήν ἑρμηνευτική τοῦ σοφοῦ Θεοδωρίτου στόν 14ο στίχο, κατά τήν ὁποία «Ὅτι ὁ θεῖος νόμος ἀπαιτεῖ τήν πράξη, μαρτυροῦν αὐτοί, πού χρησιμοποίησαν εὐσεβεῖς λογισμούς πρό τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, καί κατακόσμησαν τόν βίο τους μέ ἀγαθές πράξεις καί ἔγιναν νομοθέτες τοῦ ἑαυτοῦ τους».
Στηριζόμενος σέ μερικούς Ἠθικούς, ὁ ἅγιος Νικόδημος λέει ὅτι τρία εἶναι τά γενικά καί καθολικά ἀξιώματα, πάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ὁ φυσικός νόμος, καί τά ὁποῖα χρωστᾶ νά φυλάττει, ὅποιος δέν θέλει νά πλανηθεῖ ἀπό τήν ὀδό τῆς ἀρετῆς : Α) Ὅ,τι δέν θέλεις νά γίνεται σ’ἐσένα, μήν τό πράττεις ἐσύ στούς ἄλλους. Β) Ὅ,τι θέλεις νά πράττουν οἱ ἄλλοι στόν ἑαυτό τους, πράξε κι ἐσύ στόν ἑαυτό σου. Καί Γ)Ὅ,τι θέλεις νά πράττουν οἱ ἄλλοι σ’ἐσένα, πράξε κι ἐσύ στούς ἄλλους. Τό πρῶτο ὀνομάζεται ἀξίωμα τοῦ δικαίου. Τό δεύτερο, ἀξίωμα τοῦ τιμίου, καί τό τρίτο, ἀξίωμα τοῦ καθήκοντος ἤ πρέποντος. Ὅλ’αὐτά ὁ Κύριος τά περιέλαβε στά ἑξῆς λόγια : «Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς˙ οὖτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται»
Μᾶς καλεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος νά στοχαστοῦμε τήν σοφία τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁ ὁποῖος δέν ἐπέπληξε τούς Ἰουδαίους, καθώς τό ἀπαιτεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ νόμου. Ἐπειδή, κατά τό ἀκόλουθον, ἔπρεπε νά πεῖ : «Γιατί, ὅταν τά ἔθνη χωρίς νόμο, φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ, βέβαια πολύ καλύτερα εἶναι αὐτά ἀπό τούς Ἰουδαίους, πού διδάσκονται ἀπό τόν νόμο». Ὅμως, δέν εἶπε ἔτσι, ἀλλά ἰλαρώτερα, ὅτι τά ἔθνη εἶναι νόμος στόν ἑαυτό τους.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κορέσιος λέει ὅτι, κατά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, «ἔθνη» ἐδῶ ἐννοοῦνται αὐτά, πού πίστεψαν στόν Χριστό, ἐπειδή ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγγενής μέ τήν φύση, καθώς καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε στό ἐγκώμιο πρός τόν Μ. Ἀθανάσιο ὅτι ἡ ἔλλαμψη εἶναι συγγενής μέ τήν φύση μας. Κατά δέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, τόν Θεοδώριτο καί τόν Οἰκουμένιο «ἔθνη» ἐδῶ ἐννοοῦνται αὐτά, πού δέν πιστεύουν στόν Χριστό, πράττουν, ὅμως, φυσικῶς μερικές ἀγαθοεργίες τῆς συνειδήσεως.
Ἀπό τά παραπάνω, σύμφωνα πάντα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, δείχνει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι καί στούς παλαιούς χρόνους καί πρό τοῦ νά δοθεῖ ὁ νόμος, ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων λάμβανε ἀπό τόν Θεό κάθε πρόνοια καί ἐπιμέλεια. Ταυτόχρονα ἐπιστομίζει ὁ Ἀπόστολος καί ἐκείνους, πού ρωτοῦν : «Γιά ποιά ἀφορμή δέν ἤλθε ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν ἐργασία τοῦ καλοῦ»; Ἀποκρίνεται σ’αὐτούς ὁ Ἀπ. Παῦλος, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός ἐξ ἀρχῆς ἔβαλε σέ ὄλους τούς ἀνθρώπους τήν γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ἀφοῦ, ὅμως, εἶδε ὅτι δέν κατορθώνει τίποτα, ἤλθε κι Αὐτός στούς ἐσχάτους καιρούς.
Παρακάτω τό β΄ μέρος τοῦ 15ου στίχου λέει : «καί μεταξύ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγοροῦντων ἤ καί ἀπολογουμένων»».
Ἀπό ἄλλη ἀρχή, συμβουλεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος, πρέπει νά ἀναγνωσθεῖ αὐτό τό ρητό, διότι ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐδῶ διδάσκει περί τοῦ πῶς θά κριθοῦμε ὅλοι κοινῶς οἱ ἄνθρωποι. Γιατί, τότε στέκονται οἱ λογισμοί μας, ἄλλοι μέν κατηγορώντας μας, ἄλλοι δέ ἀπολογούμενοι πρός βοήθειά μας. Δέν χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος κανένα ἄλλον κατήγορο ἤ συμβοηθό σ’ἐκεῖνο τό κριτήριο.
Κατά τόν Οἰκουμένιο τό «κατηγοροῦντων ἤ καί ἀπολογουμένων» ἑρμηνεύεται ὄχι ἐπί ἑνός προσώπου, ἀλλ’ἐπί διαφορετικῶν. Γιατί, οἱ λογισμοί κατηγοροῦν μέν αὐτούς, πού πρόκειται νά κολασθοῦν, ἀπολογοῦνται δέ πρός βοήθεια αὐτῶν, πού πρόκειται νά δικαιωθοῦν. Ἐπειδή, ὅμως, κανένας δέν εἶναι ἀναμάρτητος, γι’αυτό καί οἱ λογισμοί αὐτῶν, πού πρόκειται νά δικαιωθοῦν, τούς κατηγοροῦν, ἐπειδή ἁμάρτησαν συγγνωστά. Νικοῦν, ὅμως, οἱ λογισμοί, πού απολογοῦνται πρός βοήθειά τους, προβάλλοντας τό ἀσθενές τῆς φύσεως καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Σ’αὐτούς, πού πρόκειται νά κολασθοῦν, ὑπερνικοῦν οἱ λογισμοί, πού τούς κατηγοροῦν, ἐπειδή ἁμάρτησαν ἀσύγγνωστα καί ἀμετανόητα. Ὅμως, καί τήν κατάκριση τῶν κατηγορούντων λογισμῶν καί τήν δικαίωση τῶν ἀπολογουμένων, μόνος ὁ Κριτής ἐπάγει. Ἔτσι, λοιπόν, στό μέλλον κριτήριον ὅσοι πολιτεύθηκαν ἔξω ἀπό τόν νόμο ἤ κατηγοροῦνται ἀπό τό συνειδός ὅτι ἁμάρτησαν, δικαίως θά κολασθοῦν ἀπό τόν Θεό. Ἤ ἡ συνείδησή τους ἀπολογεῖται ὑπέρ αὐτῶν, προβάλλοντας ὅτι ἁμάρτησαν ἐν ἀγνοία.
Ὁ μέγας Μακάριος, ἐρμηνεύοντας αὐτόν τόν στίχο, λέει : «Ὅπως σ’ἕνα πλοῖο ὁ κυβερνήτης ὄλους διοικεῖ καί οἰκονομεῖ, ἄλλους μέν ἐπιπλήττοντας, ἄλλους δέ καθοδηγώντας, ἔτσι εἶναι καί ἡ καρδιά, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κυβερνήτη τόν νοῦ, ἔχει τήν συνείδηση γιά νά ἐλέγχει καί τούς λογισμούς νά κατηγοροῦν ἤ καί νά ἀπολογοῦνται. Γιατί, λέει : «μεταξύ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγοροῦντων ἤ καί ἀπολογουμένων». Μᾶς καλεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος νά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ συνείδηση δέν ἐγκρίνει τούς λογισμούς, πού ὑπακοῦν στήν ἁμαρτία, ἀλλά εὐθύς τούς ἐλέγχει, γιατί δέν ψεύδεται. Ἐπειδή τί μπορεῖ νά πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως; Μαρτυρεῖται, ἐπειδή ἐλέγχει πάντοτε.
Βασιζόμενος σέ κάποιους Ἠθικούς ὁ ἅγιος Νικόδημος, μᾶς δίδει τόν ὁρισμό τῆς λέξεως συνείδηση. «Συνείδηση εἶναι ἐκείνη ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία κρίνει ὅτι οἱ πράξεις της εἶναι σύμφωνες μέ τόν νόμο ἤ ὄχι». Γι’αὐτό ἀπό τόν ὁρισμό αὐτόν φαίνεται ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι τέλειος συλλογισμός, τοῦ ὁποίου ἡ μεγαλύτερη πρόταση περιέχει τόν νόμο, ἡ μικρότερη τήν πράξη καί τό συμπέρασμα τήν ψῆφο, ἄν ἡ πράξη εἶναι σύμφωνη μέ τόν νόμο ἤ ὄχι. Γι’αὐτό καί ἡ συνείδηση ὀνομάζεται κανόνας τῶν πράξεων τοῦ ἀνθρώπου, κατήγορος, μάρτυς καί κριτής, ὅπως ὁ Ἀπόστολος δηλώνει μέ τά παραπάνω λόγια του.
Κατακλείει ἡ ἀποστολική περικοπή μέ τόν 16ο στίχο : «ἐν ἡμέρα ὅτε κρινεῖ ὁ Θεός τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων κατά τό εὐαγγέλιόν μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Θέλοντας νά αὐξήσει ὁ Ἀπόστολος τόν φόβο, δέν εἶπε ὅτι ὁ Θεός θά κρίνει τά ἁμαρτήματα, ἀλλά τά κρυπτά, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι κρίνουν μόνο τά φανερά ἁμαρτήματα, ὁ δέ Θεός θά κρίνει τά κρυπτά διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ. Διότι, «ὁ Πατήρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά τήν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῶ Υἱῶ». Ἤ μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τό «διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» ὡς κατά τό εὐαγγέλιο, πού ἀφιερώθηκε σ’ἐμένα διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δείχνει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος ὅτι δέν διδάσκει τούς Ρωμαίους διά τοῦ εὐαγγελίου του, δηλ. διά τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος, κανένα πρᾶγμα ἀλλόκοτο καί καινούριο, ἀλλά ἐκεῖνα, τα ὁποία τούς δίδαξε ἡ φύση, δηλ. τήν κρίση καί τήν κόλαση. Αὐτά τά ἴδια διδάσκει καί τό εὐαγγέλιό του.
- ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου, τ. Α΄. εκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989, σσ. 92-99.
- Ματθ. 7, 12.
- Ἰω. 5, 22.