Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
07-03-2013
Ἡ ἀποστολική περικοπή, πού ἐμμελῶς ἀπαγγέλλεται τό Ψυχοσάββατο, προέρχεται ἀπό τήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί συγκεκριμένα ἀπό τό Δ΄ κεφαλαῖο καί περιλαμβάνει τούς στίχους ἀπό 13 ἕως 17.
Ἡ περικοπή αὐτή κάνει λόγο περί τῶν κεκοιμημένων καί περί ἀναστάσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νά ἀναγινώσκεται σέ κάθε ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅπως ἐπίσης καί στά δύο ψυχοσάββατα˙ τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Θά προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά ἀναλύσουμε αὐτούς τούς πέντε στίχους μέ τήν βοήθεια ἑνός ἀπό τούς ἀρίστους ἑρμηνευτές τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ πρῶτος, λοιπόν, στίχος λέγει : «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων».
Ἐδῶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεκινᾶ τόν περί ἀναστάσεως λόγο, διότι, ἄν καί πρότερον εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς γι’αὐτόν, τώρα, ὅμως, ἀνακαλύπτει καί ξεσκεπάζει σ’αὐτούς ἕνα μυστηριῶδες νόημα περί τῆς ἀναστάσεως. Διότι, οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἄν καί εἶχαν ὅλη τήν γνώση περί ἀναστάσεως, ἐντούτοις θρηνοῦσαν ὑπέρ τό πρέπον τούς κεκοιμημένους καί ἀποθανόντας ἀδελφούς. Γι’ αὐτό τώρα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διορθώνει αὐτό τό σφάλμα. Ἐπειδή πολλά πράγματα, ὅταν δέν τά ξέρουμε, μᾶς λυποῦν, ἀφοῦ, ὅμως, τά μάθουμε, ἐλευθερωνόμασθε ἀπό τήν λύπη τους, γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «δέν θέλω νά μήν ξέρετε, ἀδελφοί». Δέν εἶπε «περί τῶν ἀποθανόντων», ἀλλά «περί τῶν κεκοιμημένων», γιά νά δείξει ὅτι καί ἀπό αὐτό τό ὄνομα, πού λαμβάνουν οἱ ἐν Χριστῷ κοιμηθέντες, φανερώνουν ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθοῦν˙ διότι, φυσικά, ὁποῖος κοιμᾶται, αὐτός πρόκειται νά σηκωθεῖ.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ δεύτερος στίχος λέγει : «ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα».
Ἐκεῖνοι, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πρέπει νά λυποῦνται καί νά θρηνοῦν μέ ὑπερβολή τούς ἀποθανόντας, ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδα. Τίνος πράγματος δέν ἔχουν ἐλπίδα; Τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ποιοί δηλαδή εἶναι αὐτοί; Οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἀσεβεῖς. Καί ὄχι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πού ἔχετε ἐλπίδα ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖτε μέ ἀφθαρσία καί δόξα.
Ἄς ἀκούσουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, μᾶς παροτρύνει ὁ ὅσιος Νικόδημος, αὐτά τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἄς τρομάξουμε, διότι κλαίοντας τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας ἀδελφούς μας, κατά μέν τόν ἱερό Χρυσόστομο, πικρῶς, κατά δέ τόν Θεοδώρητο, ἀμέτρως, γινόμασθε ὅμοιοι μέ τούς ἀσεβεῖς καί ἀπίστους, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ρωτάει, λοιπόν, ὁ ὅσιος Νικόδημος τόν Ἀπόστολο Παῦλο : «Τί, λοιπόν, ᾧ μακάριε Παῦλε; Γι’αὐτό δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν περί τῶν κεκοιμημένων οἱ Θεσσαλονικεῖς, μόνο γιά νά μή λυποῦνται; Καί πῶς δέν λές καλύτερα, ὅτι δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν, γιά νά μήν κολασθοῦν, ἀλλά γιά νά μήν λυποῦνται»; Καί ἀποκρίνεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος : «Ναί, ἐγώ τούς λέω νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτή ἡ λύπη ἡ ὑπερβάλλουσα προξενεῖ σ’ αὐτούς τήν κόλαση».
Καί ἐξακολουθεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν τρίτο στίχο τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, λέγοντας : «Εἰ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν αὐτῷ».
Καθώς, λέγει, ὁ Θεός ἀνέστησε τόν Κύριο Ἰησοῦ, πού ἔπαθε καί ἀπέθανε σωματικῶς, ἔτσι θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς.
Μᾶς προτρέπει ὁ ὅσιος Νικόδημος γιά ἄλλη μιά φορά νά προσέξουμε ὅτι ἐπί μέν τοῦ Κυρίου, ἐπειδή ἔγινε ἤδη ἡ Ἀνάστασή Του, γι’ αὐτό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ θάρρος ὅτι «ἀπέθανε»˙ ἐπί ἡμῶν δέ, γιά μᾶς ὅμως, ἐπειδή ἡ ἀνάστασή μας δέν ἔγινε ἀκόμη, ἀλλά πρόκειται νά γίνει, γι’ αὐτό λέγει «τούς κοιμηθέντας», γιά νά φανερώσει μέ τό ὄνομα αὐτό τῆς κοιμήσεως, ὅτι πρόκειται νά σηκωθοῦν καί ν’ ἀναστηθοῦν.
Ἡ φράση τοῦ στίχου «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει» νοεῖται κατά δύο τρόπους, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Νικόδημο. Πρῶτον, ὅτι θά τούς φέρει «διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλαδή ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά γίνει ὁ μεσίτης τῆς ἀναστάσεώς τους καί θά τούς παραστήσει στό πρόσωπο τοῦ Πατρός. Δεύτερον, ὅτι τό «κοιμηθέντας» ἑνώνεται μέ τό «διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλαδή ὅτι ὁ Θεός θά φέρει στή δόξα καί τήν βασιλεία Του «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλαδή τούς πιστούς καί δικαίους Χριστιανούς. Ἐπειδή οἱ δίκαιοι Χριστιανοί, ἔχοντας κάτοικο στήν καρδιά τους τόν Χριστό, μέσῳ τῆς πίστεως καί χάριτος, κοιμοῦνται καί ἀποθνήσκουν «διά τοῦ Ἰησοῦ».
Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ ὁμιλεῖ περί μερικῆς ἀναστάσεως, δηλαδή περί τῆς μετά δόξης ἀναστάσεως τῶν πιστῶν, πού θά γίνει μαζί μέ τόν Κύριο, δηλαδή περί τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων τῶν ἐν πίστει καί χάριτι τελειωθέντων. Γιατί, αὐτούς ὁ Θεός «ἀξει σύν αὐτῷ τῷ Ἰησοῦ», δηλαδή θά ἁρπάξει ἀπό κάθε μέρος τοῦ κόσμου μέ τίς νεφέλες «σύν τῷ Κυρίῳ». Περί μερικῆς, λοιπόν, ἀναστάσεως ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περί τῆς ὁποίας δέν ἤξεραν οἱ Θεσσαλονικεῖς, καί ὄχι περί τῆς καθολικῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή περί αὐτῆς ἤξεραν. Θέλει, λοιπόν, τώρα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά παρηγορήσει τούς Χριστιανούς, μέ τό νά τούς ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν πιστῶν θά γίνει ἔντιμος καί ἔνδοξος καί ἀπό αὐτό νά τούς πείσει νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους. Διότι, ὅλοι μέν οἱ ἄνθρωποι, καί πιστοί καί ἄπιστοι, θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά δέν θά ἀναστηθοῦν ὅλοι μέ δόξα καί τιμή, παρά μόνο οἱ πιστοί, δηλαδή αὐτοί πού ἔχουν τήν πίστη συνδεδεμένη μέ τά καλά ἔργα, δηλαδή οἱ δίκαιοι.
Πιό κάτω λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος : «Τοῦτο γάρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου».
Ἐπειδή πρόκειται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά πεῖ ἕνα παράδοξο πράγμα, γι’ αὐτό τό κάνει ἀξιόπιστο μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου. «Δέν σᾶς λέω», λέει, «ἀπό τοῦ λόγου μου, ἀπό τό μυαλό μου, αὐτό πού πρόκειται νά πῶ˙ ὄχι, ἀλλά τό ἔμαθα ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό». Ἐπειδή ὁ θεόπνευστος Παῦλος, τόσο αὐτόν τόν λόγο ἄκουσε ρητῶς καί αὐτολεξεί ἀμέσως ἀπό τόν Διδάσκαλό του Χριστό, δηλαδή δι’ ἀποκαλύψεως καί θείας ἐμπνεύσεως, ὅσο καί ἐκεῖνον τόν λόγον, δηλαδή τό «μακάριον ἐστί διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν»[1], καθώς ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τά ἀλλά λόγια, πού ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τά ἔλεγε μέν διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι, ὅμως, καί ρητῶς καί μέ αὐτές τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ποιό, λοιπόν, εἶναι αὐτό τό παράδοξο πράγμα, πού πρόκειται νά πεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί τοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός;
«Ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας».
Ἐκεῖνο, πού λέγει ὁ Μέγας Παῦλος στήν Α΄ Κορ. 15,51, δηλαδή τό «ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ», αὐτό τό ἴδιο λέγει κι ἐδῶ μέ ἄλλες λέξεις. Ἐπειδή φαινόταν πώς εἶναι δύσκολο καί ὑπέρ τούς ὄρους τῆς φύσεως νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σαπήσει καί διαφθαρεῖ πρό πολλοῦ, γι’ αὐτό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι αὐτοί, πού θά ζοῦν τότε (στήν Δευτέρα Παρουσία), δέν θά προλάβουν στήν ἀνάσταση τούς νεκρούς, πού ἔχουν πεθάνει καί διαλυθεῖ πρό πολλοῦ, δηλαδή οἱ τότε ζῶντες δέν θά προφθάσουν νά ἀλλάξουν καί νά ἀφθαρτισθοῦν, προτύτερα ἀπό τούς πάλαι ποτέ ἀποθανόντας, ἀλλά ἐξίσου καί τά δύο μέρη τήν ἰδία στιγμή θά ἀφθαρτισθοῦν˙ ἐπειδή, καθώς εἶναι εὔκολο στόν Θεό νά ἀφθαρτίσει αὐτούς, πού ζοῦν ἀκόμη καί εἶναι ὁλόκληροι, ἔτσι ἐξίσου εἶναι εὔκολο σ’Αὐτόν καί νά ἀφθαρτίσει στήν ἰδία ροπή καί αὐτούς, πού ἔχουν πεθάνει πρίν πολλά χρόνια καί ἔχουν διαλυθεῖ σέ τέσσερα στοιχεία.
Λέγοντας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἡμεῖς οἱ ζῶντες», δέν τό ἐννοεῖ αὐτό γιά τόν ἑαυτό του (ἐπειδή δέν ἐπρόκειτο νά ζήσει μέχρι τήν κοινή ἀνάσταση), ἀλλά τό λέγει γιά τούς ἄλλους Χριστιανούς, πού πρόκειται τότε νά βρεθοῦν ζωντανοί. Γι’ αὐτό πρόσθεσε καί τό «οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου». Στό δικό του, λοιπόν, πρόσωπο φανερώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τούς Χριστιανούς, πού θά ζοῦν τότε.
Ὁ προτελευταῖος ἑρμηνευόμενος στίχος ἀναφέρει : «Ὅτι αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ Ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ».
Μήν ἀπιστεῖτε, λέγει, σ’αὐτό πού σᾶς λέγω, Χριστιανοί, γιατί κι αὐτός ὁ Κύριος θά τό προστάξει. Πῶς θά τό προστάξει; Μέ φωνή Ἀρχαγγέλου (πιθανῶς τοῦ Ἄρχοντος Μιχαήλ), ὁ ὁποῖος στέκεται πάνω ἀπό τούς ἄλλους κατώτερους Ἀγγέλους καί θά τούς πεῖ : «Ἑτοίμους ποιήσατε πάντας», δηλαδή ἑτοιμάστε ὅλους τούς νεκρούς˙ «πάρεστι γάρ ὁ Κριτής», γιατί ἔφθασε ὁ Κριτής. Πολλές εἶναι οἱ σάλπιγγες, ἀλλά στήν τελευταία σάπλιγγα θά κατέβη ὁ Κριτής.
Αὐτό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί στήν Α΄ Κορ. 15, 51 : «Πάντες μέν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δέ ἀλλαγησόμεθα ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι˙ σαλπίσει γάρ καί οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι καί ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα»˙ διότι, καθώς ὁ Πατήρ, ὅταν κατέβηκε στό ὄρος Σινᾶ εἶχε ὑπηρέτες Ἀγγέλους καί σάλπιγγες, ἔτσι καί ὁ Υἱός, ὡς Βασιλεύς καί Θεός, θά ἔχει ὑπηρέτες στήν Δευτέρα Του Παρουσία καί κατάβαση Ἀγγέλους καί σάλπιγγες. Ἡ μέν προσταγή τοῦ Θεοῦ θά κάνει τή γῆ νά δώσει τά σώματα τῶν νεκρῶν, πού θά ἔχουν ἀφθαρτισθεῖ, ἡ δέ φωνή τοῦ Ἀρχαγγέλου θά ἐνεργήσει, μέσῳ ἄλλων ὑπηρετῶν Ἀγγέλων, στό νά συναχθοῦν σέ ἕνα τόπο ὅλοι οἱ νεκροί, πού βρίσκονται σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ ἀναστηθοῦν ἀπό τά μνήματα.
«Καί οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ, ἀναστήσονται πρῶτον».
Οἱ νεκροί, λέγει, οἱ ἐν Χριστῷ, δηλαδή οἱ πιστοί καί δίκαιοι Χριστιανοί, αὐτοί θά ἀναστηθοῦν πρῶτα, ἐπειδή πρόκειται νά ἀρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες καί νά ἀναληφθοῦν στό ὕψος, γιά νά προϋπαντήσουν τόν Βασιλέα Χριστό, πού θά ἔλθει μέ δύναμη καί δόξα πολλή. Γι’ αὐτό καί αὐτοί πρῶτοι θά ἀναστηθοῦν. Οἱ δέ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί ὕστερα θά ἀναστηθοῦν, ἐπειδή αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, δέν θά ἀρπαχθοῦν μέ τίς νεφέλες, οὔτε θά πᾶνε σέ προϋπάντηση τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλά θά μείνουν κάτω, προσμένοντας τήν παρουσία Του.
Τελειώνουμε, ἀγαπητοί μου, μέ τόν τελευταῖο στίχο τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο : «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σύν αὐτοῖς ἀρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα».
Ἄν καί οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν πρῶτοι, ἀλλ’ ὅμως κι ἐμεῖς, λέγει, οἱ ζωντανοί, δηλαδή οἱ δίκαιοι καί ἄξιοι Χριστιανοί, πού θά ζοῦν τότε, παρευθύς, ἀφοῦ ἀλλαχθοῦν, θά ἀρπαχθοῦν κι αὐτοί, ὅπως καί οἱ νεκροί, πού ἀναστήθηκαν, μέ νεφέλες καί θά προϋπαντήσουν τόν Κύριο στόν ἀέρα. Γιατί, καθώς ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στούς οὐρανούς μέ νεφέλη, ἔτσι καί οἱ Χριστιανοί, πού ἔζησαν κατά Χριστόν, ὄχι μόνο θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά καί θά ἀναληφθοῦν, καί μέ τό ἴδιο «ἀμάξι», δηλαδή μέ τίς ἴδιες νεφέλες, μέ τίς ὁποῖες ἀνελήφθη καί ὁ Χριστός.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ὅσιος Νικόδημος ἐκφράζει μιά ἀπορία : Ἄν ὁ Χριστός πρόκειται νά κατέβη κάτω, γιά ποιά αἰτία ἁρπάζει τούς δίκαιους Χριστιανούς ἄνω; Ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος, λέγοντας ὅτι «διά τιμήν καί δόξαν» τούς ἀνεβάζει. Διότι, καθώς, ὅταν ἕνας βασιλιάς πρόκειται νά μπεῖ σέ κάποια πόλη, ὅσοι μέν εἶναι ἔντιμοι καί ἔνδοξοι, πηγαίνουν καί προϋπαντοῦν τόν βασιλιά, ὅσοι δέ εἶναι κατάδικοι, δέν βγαίνουν ἔξω, ἀλλά προσμένουν μέσα τόν βασιλιά, γιά νά τούς κρίνει, ἔτσι παρομοίως θά γίνει καί τότε. Οἱ μέν δίκαιοι θά ἀρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες, θά πᾶνε μέ παρρησία νά προϋπαντήσουν τόν Κύριο, καί, μετά τήν κρίση, θά μένουν πάντοτε ἑνωμένοι μέ τόν Βασιλέα Χριστό, συμβασιλεύοντες καί συνδοξαζόμενοι μέ Αὐτόν αἰωνίως (ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν)˙ οἱ δέ ἁμαρτωλοί, παρ’ ὅλο πού εἶναι Χριστιανοί, μένουν, ὅμως, οἱ ἄθλιοι κάτω ντροπιασμένοι καί ἀπαρρησίαστοι, καί, ἀφοῦ κριθοῦν, θά πᾶνε στήν αἰώνια κόλαση.
Μέ αὐτά, λοιπόν, τά λόγια νά παρηγοριόμασθε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, καί νά μήν θρηνοῦμε τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας συγγενεῖς μας ὑπέρ τό πρέπον, καθώς δηλαδή θρηνοῦν τούς νεκρούς τους οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἐλπίζουν οὔτε σέ ἀνάσταση, οὔτε σέ ἀφθαρσία, οὔτε σέ αἰώνια δόξα.
«Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις».
[1] Πράξ. 20, 35.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2021-03-07 18:59:32%ce%b5%cf%81%ce%bc%ce%b7%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%b7-%ce%b4%ce%b9