Η ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΥ ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

19-11-2022

1. Τό κείμενο τοῦ 15ου Κανόνος

15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Κων/λεως (861 μ.Χ.) διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»[1].

2. Ἑρμηνεία ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου

ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον». Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία(Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει τινάς νά χωρίζηται, κατά τόν Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙ τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν».

3. Συμφωνία 15ου Κανόνος μέ ἄλλους Κανόνες

Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανών εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).

4. Ἀπαγόρευση διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπων ἐξ αἰτίας «τινῶν ἐγκλημάτων»

Τὸ ἀνωτέρω κείμενο τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου πρέπει πάντοτε νὰ διαβάζεται με προσοχή καί σὲ συνδυασμὸ μὲ τοὺς προηγουμένους 13ο καὶ 14ο Κανόνες, τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ τὴν συνέχεια καὶ τήν ὁλοκλήρωση. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Κανόνες ἀναφέρονται στὴν διακοπὴ μνημονεύσεως ἑνὸς προϊσταμένου ἱερωμένου ἀπὸ ἕναν ὑφιστάμενο ἱερωμένο πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, ἐξαιτίας «τινῶν ἐγκλημάτων» τοῦ προϊσταμένου. Ὁ 13ος Κανών ἀναφέρεται στὴν διακοπὴ μνημονεύσεως ἐπισκόπου ἀπὸ πρεσβύτερο, ὁ 14ος Κανών στὴν διακοπὴ μνημονεύσεως μητροπολίτου ἀπὸ ἐπίσκοπο καὶ τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου Κανόνος στὴν διακοπὴ μνημονεύσεως Πατριάρχου ἀπὸ πρεσβύτερο, ἐπίσκοπο ἢ μητροπολίτη. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, οἱ Κανόνες ὑποχρεωτικὰ ΔΕΝ ἐπιτρέπουν τὴν διακοπὴ μνημονεύσεως, ἐπιβάλλοντας, σὲ ἀντίθεση περίπτωση, τὴν καθαίρεση τοῦ ὑφισταμένου ἱερωμένου.

5. Συνδυασμός ὑποχρεωτικότητος μέ ἐπιτίμιο, ποινή

Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ ὑποχρεωτικότητα ἑνὸς Κανόνος συνδυάζεται πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη ποινή, διότι, εἶναι κοινὴ λογικὴ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὑποχρεωτικότητα χωρὶς ποινή, γιατί διαφορετικὰ δὲν ὑπάρχει ὑποχρεωτικότητα, ἐξανεμίζεται. Ἂν ἐξετάσει κανείς ὅλους τοὺς Κανόνες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὅλοι τους συνδέονται μὲ προβλεπόμενες ποινὲς, ὅπως ἄλλωστε καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων. Κι αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς λογικό, διότι κάθε Κανών ἐπιδιώκει νὰ θεραπεύσει μιὰ κατάσταση ἀταξίας ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν μπορεῖ ἁπλῶς καὶ μόνον νὰ διατυπώνει τὴν διάγνωσή της, ἀλλὰ να μην διατυπώνει ταυτόχρονα καὶ τὸν τρόπο τῆς ἄρσεως καὶ θεραπείας της καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας.

6. Δυνατότητα διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπων γιά λόγους αἱρέσεως

Διαπιστώνεται, ὅμως, ὅτι στὸ δεύτερο μέρος τοῦ 15ου Κανόνος (τὸ πρῶτο ἐπαναλαμβάνει τὴν ὑποχρεωτικότητα τῆς μὴ διακοπῆς μνημονεύσεως ἑνὸς Πατριάρχου) αἵρεται αὐτὴ ἡ ὑποχρεωτικότητα καὶ εἰσάγεται στὴν θέση της ἡ ὑποχρεωτικότητα νὰ ΜΗΝ τιμωροῦνται (δηλ. νὰ μὴν καθαιροῦνται) ὅσοι διακόπτουν τὴν μνημόνευση τοῦ προϊσταμένου ἱερωμένου τους, ὅταν γίνεται γιὰ λόγους αἱρέσεως.

7. Ὑποχρεωτικότητα ἀτιμωρησίας ἀποτειχισμένων ἀπό ψευδεπισκόπους

Συνεπῶς, ἂν ὑπάρχει κάποια υποχρεωτικότητα στὸν 15ο Κανόνα, αὐτή εἶναι ἡ ὑποχρεωτικότητα νὰ ΜΗΝ τιμωροῦνται ὅσοι «διαστέλλουν τὸν ἑαυτὸ τους ἀπὸ τὸν πρόεδρο τῆς κοινωνίας», ὅταν αὐτὸς «κηρύττει δημόσια αἵρεση καὶ διδάσκει αἵρεση γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» καὶ ὄχι ἡ υποχρεωτικότητα ΟΛΟΙ οἱ ἱερωμένοι νὰ διακόψουν τὴν μνημόνευση τοῦ αἱρετίζοντος προϊσταμένου τους. Αὐτὸ δὲν γράφεται πουθενὰ κι οὔτε τεκμαίρεται μὲ οἱονδήποτε τρόπο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς φυσικό, διότι εἶναι ξεκάθαρο καὶ πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως ὅτι οἱ 13ος, 14ος καὶ 15ος Κανόνες θεσπίστηκαν μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ δώσουν λύση καὶ νά θεραπεύσουν τὸ φαινόμενο, ποὺ παρατηρήθηκε κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους νὰ διακόπτουν αὐθαίρετα τὴν μνημόνευση τοῦ προϊσταμένου τους γιὰ διάφορα «ἐγκλήματά τους» κατὰ τὴν κρίση τους, βέβαια, καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, καί ὄχι γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν ὑποχρεωτικὰ σὲ ΟΛΟΥΣ μιὰ τέτοια διακοπὴ μνημονεύσεως.

Λέγουν, λοιπόν, οἱ Κανόνες ὅτι αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται καὶ ὅτι αὐτοὶ οἱ ἱερωμένοι πρέπει νὰ καθαιροῦνται, ἐκτὸς κι ἂν αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ λόγους πίστεως, ὁπότε δὲν καθαιροῦνται καὶ μένουν ἀτιμώρητοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποχρεωτικότητα τῶν Κανόνων : ἡ ἐπιβολὴ ποινῆς καθαιρέσεως στὴν μιὰ περίπτωση και ἡ μὴ ἐπιβολὴ ποινῆς στὴν ἄλλη, καί ὄχι ἡ ἐπιβολὴ σὲ ὅλους μιᾶς ὑποχρεωτικῆς διακοπῆς μνημονεύσεως, πού δὲν εἶναι τὸ ἀντικείμενο, ποὺ ἐξετάζουν οἱ Κανόνες. Καὶ σοφὰ δὲν τὸ κάνουν, διότι, αὐτὸ πρακτικὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Ἀφοῦ, γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ ὑποχρεωτικὰ καί ἀδιάκριτα σὲ ὅλους, θὰ πρέπει πρῶτα κάποιος νὰ γνωματεύσει ὅτι αὐτὰ, ποὺ διδάσκει ὁ ψευδεπίσκοπος εἶναι αἵρεση. Ποιὸς θὰ τὸ πεῖ αὐτὸ; Ὀ τάδε ἢ ὁ δεῖνα Ἐπίσκοπος μεμονωμένα καὶ αὐθαίρετα; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ θὰ χρειαστεῖ  ἀσφαλῶς μία Σύνοδος. Τότε, ὅλοι ὑποχρεωτικὰ θὰ πρέπει νὰ ὑπακούσουν στὶς δεσμευτικὲς ἀποφάσεις της. Ὅμως, ἐδῶ εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Κανόνες, ὅπως ἀναγράφεται σαφῶς καὶ στὸ κείμενό τους, ἀσχολοῦνται μὲ καταστάσεις, ποὺ δημιουργοῦνται ΠΡΟ τῆς συγκλήσεως μιᾶς Συνόδου, γιὰ ν’ ἀποφασίσει σχετικά, ὅταν δηλ. ὑπάρχει μιὰ ἀδιέξοδη κατάσταση, ὅπου κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι τὰ διδασκόμενα ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο εἶναι αἱρετικὰ, καί ἄλλοι ὄχι, κι ἔτσι ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπάρχει διαφωνία καὶ διχογνωμία. Οἱ Κανόνες, στὴν πρόνοιά τους νὰ θεραπεύσουν αὐτὴν τὴν δυσάρεστη κατάσταση μερισμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιτρέπουν σὲ ὅσους ἀναγνωρίζουν αἵρεση τοῦ Ἐπισκόπου, νὰ προχωρήσουν ΑΤΙΜΩΡΗΤΙ σὲ διακοπὴ μνημονεύσεώς του ἐν ἀναμονῇ πάντοτε τῆς συγκλήσεως, τὸ ταχύτερο δυνατό, στὸ ἄμεσο μέλλον μιᾶς Συνόδου, ποὺ θὰ λύσει τελεσίδικα τὸ ζήτημα εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς. Διότι, στὴν σοφία τους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας κατανοοῦν ὅτι ὅσοι καταγινώσκουν αἵρεση στὸ δόγμα καὶ τὶς πράξεις τοῦ Ἐπισκόπου τους ἔχουν δίκαιο καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ τιμωροῦνται, γιατί, τότε «δέδεται ὁ λόγος»[2], κρύβεται ἡ Ἀλήθεια τῶν πραγμάτων δηλ. ὁ Χριστὸς, καὶ ἐπιβάλλεται ἀθεΐα[3].

Συνεπῶς, ἡ διακοπὴ ἢ μὴ μνημονεύσεως ἐπαφίεται στὴν ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ τοῦ καθενὸς ἱερωμένου ἀνάλογα μὲ τόν φωτισμό καί τὴν πίστη του (προαιρετικότητα) καὶ δὲν εἶναι καθόλου ὑποχρεωτικὴ, ἐπιβάλλοντάς την στανικὰ πάνω σὲ ὅλους. Διότι, ἡ ὑποχρεωτικότητα εἶναι ἄλογη κατάσταση, ἀφοῦ, ὅπως ἤδη σημειώθηκε ἀνωτέρω, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ της ἀπαιτεῖται ὑποχρεωτικὰ γνωμάτευση τῆς αἱρέσεως τῶν αἱρετιζόντων ἀπὸ Σύνοδο, γιὰ νὰ φανερωθεῖ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸ ζήτημα. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ἄλλωστε, ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ Μυστήρια, ποὺ τελοῦν παρανομοῦντες καὶ αἱρετίζοντες Ἐπίσκοποι, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὁρίσει ὅτι αὐτὰ παραμένουν ἔγκυρα ὅσο ἐκκρεμεῖ ἡ σύγκληση Συνόδου, γιὰ νὰ ἐπιληφθεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐπιβάλλει τὴν προβλεπομένη ποινὴ[4].

8. Ἑρμηνευτές τοῦ 15ου Κανόνος : Προαιρετικός, δυνητικός ὁ Κανών

Τρεῖς ἐγνωσμένου κύρους κανονολόγοι, ἑρμηνευτές, διδάσκαλοι καί κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας [ α) Θεόδωρος Βαλσαμών (τέλη 12ου αἰ.), τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁποίου στούς Ἱερούς Κανόνες παραδέχεται καί παραθέτει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό «Πηδάλιο», β) Σέρβος Ἐπίσκοπος Μίλας καί γ) Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (20ος αἰ.) ] ἀποφαίνονται ὅτι ὁ ἐκ τῆς φύσεώς του χαρακτήρ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ εἶναι προαιρετικός – δυνητικός. Ἠ ἀπόφανσή τους αὐτή ἔχει υἱοθετηθεῖ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας.

α) Θεόδωρος Βαλσαμών

Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, ἐκεῖνα, πού διόρισαν οἱ ἀνωτέρω 13ος καί 14ος Κανόνες περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά ἴδια διορίζει καί πολύ περισσότερο ὁ παρών Κανών (15ος) περί Πατριαρχῶν, λέγοντας ὅτι ὅποιος Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης τολμήσει νά χωρισθεῖ ἀπό τήν συγκοινωνία τοῦ Πατριάρχου του καί δέν μνημονεύει τό ὄνομά του κατά τό σύνηθες, προτοῦ φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου τους στή Σύνοδο καί ἀπό τήν Σύνοδο αὐτός νά καταδικασθεῖ, αὐτοί, λέγει, ὅλοι νά καθαιροῦνται παντελῶς. Τότε ρώτησε κάποιος ἀπό τούς Πατέρες˙ ἐάν γιά εὔλογη αἰτία, π.χ. γιά πρόφαση αἱρέσεως, κόψει κάποιος τό μνημόσυνο τοῦ ἀνωτέρου του, πρίν ἀναμείνει τήν συνοδική ἀπόφαση, γιατί αὐτός νά τιμωρεῖται μέ καθαίρεση; Τότε, εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι ὅλ’αὐτά, πού ὀρίσαμε, ἐννοοῦνται, ὅταν πρόκειται γιά κάποια ἐγκληματική ὑπόθεση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας κάποιος ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν ἀνώτερό του καί μ’αὐτόν τόν τρόπο διαρρήξει τήν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν, ὅμως, ὄχι γιά ἐγκληματική αἰτία, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, γιά αἵρεση, πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρισθεῖ κάποιος ἀπό τόν ἀνώτερό του, κόπτοντας τό μνημόσυνό του, ὁ ὁποῖος (ἀνώτερος) ἀνερυθριάστως διδάσκει διδάγματα ἀλλότρια ἀπό τό ὀρθό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, σ’αὐτόν ἐπιτρέπεται, ἐάν θέλει, νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τήν συγκοινωνία τοῦ ἀνωτέρου του, καί πρίν νά ἐκδοθεῖ συνοδική καταδικαστική ἀπόφαση, πολύ δέ περισσότερο καί μετά ἀπό αὐτήν˙ ὁπότε αὐτός, ὄχι μόνο δεν τιμωρεῖται μέ καθαίρεση, σύμφωνα μέ τήν γενική διάταξη τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἀλλά θά τιμηθεῖ μάλιστα κτλ.

Ἐν ὀλίγοις, λοιπόν, ὁ παρών κανών λέγει τά ἐξῆς : Ἀπαγορεύεται στό ἑξῆς, γιά πρόληψη σχισμάτων, νά ἀποκόπτει ὁ κατώτερος τό μνημόσυνο τοῦ ἀνωτέρου του, πρίν γίνει Συνοδικό δικαστήριο καί ἐκδοθεῖ καταδικαστική ἀπόφαση κατά τοῦ ἀνωτέρου. Αὐτόν δέ, πού τολμᾶ νά παραβεῖ τήν διάταξη αὐτή, τιμωρεῖ μέ καθαίρεση. Ἐξαιρετικῶς τότε ἀφήνεται ἀτιμωρητί ἐλεύθερος στήν προαίρεσή του νά πράξει κατά τό δοκοῦν σ’αὐτόν, καί, ἐάν θέλει νά κόψει τό μνημόσυνο, χωρίς νά ἀναμείνει τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ὅταν πρόκειται γιά αἵρεση, ἀναγνωρισμένη ὡς τέτοια ἀπό τήν Ἐκκλησία (κατεγνωσμένην ὑπό τῶν Ἁγίων Συνόδων), τήν ὁποία διδάσκει ὁ ἀνώτερος αὐτός, ὁπότε αὐτός, πού στην περίπτωση αὐτή ἀποκόπτει τό μνημόσυνο, ὄχι μόνο δέν τιμωρεῖται, ἀλλά καί ἄξιος τιμῆς εἶναι˙ τό «ἐάν αὐτόν ἀποτειχίσῃ, ἤγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ», σημαίνει τήν προαίρεση, δηλ. ἐάν θελήσει, καί ὄχι ἐπιβολή ἐκκοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Ἑπομένως, σέ περίπτωση αἱρέσεως, ὅπου ἀφήνεται στήν προαίρεση τοῦ καθενός, αὐτός πού ἀκολουθεῖ τόν γενικό κανόνα, δηλ. αὐτός πού μνημονεύει μέχρι νά ἐκδοθεῖ Συνοδική ἀπόφαση, ἐντάξει εἶναι, καί αὐτός πού ἀποκόπτει τό μνημόσυνο, χωρίς νά ἀναμείνει τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. πρίν ἐκδοθεῖ ἀπόφαση Συνοδική, καί αὐτός ἐντάξει εἶναι˙ μάλιστα ὁ τελευταῖος αὐτός καί τιμῆς ἄξιος εἶναι. Ὅλ’αὐτά γίνονται ἐξαιρετικῶς μόνο, ὅταν πρόκειται γιά γνωστή αἵρεση, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθεῖ ὡς τέτοια ἀπό τήν Ἐκκλησία. 

Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ δέν διορίζει πουθενά ἀπαγορεύσεις μνημοσύνων καί αἰωνίους κολάσεις γιά ὅσους δέν διακόπτουν τήν μνημόνευση. Ὁ Κανών δέν θά μποροῦσε νά εἶναι τόσο ἄδικος καί νά ἀπειλεῖ αὐτομάτως, ἅμα τῇ παραβάσει, μέ καθαίρεση καί αἰώνια κόλαση, καί νά μήν λαμβάνει ὑπ’όψιν τήν ὡς ἐπί τό πλεῖστον μικρή παιδεία τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας τίς δέουσες θεολογικές γνώσεις, γιά νά διακρίνουν, ἄν ὁ ἀνώτερός τους, τόν ὁποῖο ἐξακολουθοῦν καί μνημονεύουν, ἀναμένοντας τήν κρίση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πράγματι αἱρετικός ἤ ὄχι. Σέ κανένα μέρος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ δέν ὁρίζεται ἀπαγόρευση τοῦ μνημοσύνου καί αἰώνια κόλαση στούς μνημονεύοντες, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικός ὁ ἀνώτερός τους, πρίν ἡ Ἐκκλησία ἐκφέρει τήν ἀπόφασή της. Τότε, βέβαια, οἱ μνημονεύοντες θά ἦταν ὑπεύθυνοι, ἄν, μετά τήν καταδικαστική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθοῦσαν νά μνημονεύουν[5].

β) Σέρβος Κανονολόγος Ἐπίσκοπος Μίλας

 Στή συνέχεια, παραθέτουμε τά ὅσα ὁ γνωστός Σέρβος Κανονολόγος Ἐπίσκοπος Μίλας, μέ εἰδική μελέτη του στόν ἀνωτέρω Κανόνα καί ἐπί του σημείου αὐτοῦ, τονίζει : «Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤ Πατριάρχης ἄρξηται νά διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ’ἐκκλησίας αἱρετικήν τινά διδαχήν, ἀντικειμένην πρός τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ κέκτηνται δικαίωμα νά ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα ἐκείνων, διό οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσι ὑποβληθῆ κανονικήν ποινήν, ἀλλά θέλουσι καί ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ’ὅσον διά τούτου, δέν κατέκριναν καί δέν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων Ἐπισκόπων, ἀλλ’ἐναντίον ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων˙ οὔτε ἐδημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλ’ἀντιθέτως ἀπήλλαξαν τήν Ἐκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν μέτρῳ, τοῦ σχίσματος καί τῆς διαιρέσεως»[6].         

γ) Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Σύμφωνα, ἐπίσης, μέ τόν ἔγκριτο καί ἐξαίρετο κανονολόγο μακαριστό Ἀρχιμανδρίτη π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός. Δέν ἀξιώνει δηλ. ἀπαραιτήτως ἀπό τούς Κληρικούς νά παύσουν τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου, πού διδάσκει αἱρετικά, πρίν ἀπό τήν καταδίκη του, ἀλλά ἁπλῶς παρέχει σ’αὐτούς τήν δυνατότητα. Ἄν κάποιος Κληρικός, λέγει ὁ Κανών, ἀποκοπεῖ ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», καθόλου δέν παρανομεῖ, γι’αὐτό καί δέν ὑπόκειται σέ ἐπιτίμηση, ἀλλά μᾶλλον εἶναι ἄξιος ἐπαίνου. Ἄν, ὅμως, ἄλλος Κληρικός δέν τό πράξει αὐτό, ἀλλά, χωρίς νά ἀσπάζεται τίς διδασκαλίες τοῦ Ἐπισκόπου, συνεχίσει τό μνημόσυνό του, ἀναμένοντας συνοδική διάγνωση καί καταδίκη, καθόλου δέν κατακρίνεται ἀπό τόν Ἱερό Κανόνα. Ὁ Κανών δέν νομοθετεῖ ὑποχρέωση, ἀλλά ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Πουθενά δέν λέγει ὅτι ὀφείλουν οἱ Κληρικοί νά ἀποχωρίζονται ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο πρίν ἀπό τήν καταδίκη του, οὔτε ὁμιλεῖ γιά κάποια τιμωρία ἤ καί ἁπλῶς ἔστω γιά μέμψη ἐναντίον αὐτῶν, πού δέν ἀποχωρίζονται, παρ’ὅλο πού εἶναι συνήθη στούς Ἱερούς Κανόνες τά «καθαιρείσθω» προκειμένου περί Κληρικῶν, πού δέν ἐκπληρώνουν στό ἀκέραιο τίς ὑποχρεώσεις τους. Ἁπλῶς λέγει ὅτι αὐτοί οἱ Κληρικοί, πού ἀποκόβονται ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο, δέν εἶναι κατακριτέοι. Ὅτι αὐτό εἶναι ἀληθές πείθει καί τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ στήν μακρά ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθαιρέθηκαν ἀμέτρητοι Ἐπίσκοποι γιά αἵρεση, οὐδέποτε καθαιρέθηκε κάποιος Κληρικός ἤ καί ἁπλῶς ἐπιτιμήθηκε γιά τόν λόγο ὅτι δέν ἔσπευσε νά ἀποσχισθεῖ πάραυτα ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀνέμενε τήν καταδίκη του ἀπό Σύνοδο[7]

 Καί μόνο αὐτές οἱ μαρτυρίες θά ἔπρεπε τουλάχιστον νά συνετίσουν τούς ὁπαδούς τῆς ὑποχρεωτικότητος καί νά τούς ὀδηγήσουν στήν ἀποβολή τοῦ πεπλανημένου φρονήματός τους περί τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Μέ τό πεπλανημένο φρόνημά τους περί τοῦ «ὑποχρεωτικοῦ», ἔρχονται σέ πλήρη ἀντίθεση καί σύγκρουση μέ τήν ὀρθή ἑρμηνευτική παράδοση 12 αἰώνων καί μέ τούς ἀνωτέρω ἐγνωσμένου κύρους κανονολόγους, ἑρμηνευτές, διδασκάλους καί κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας,   

9. Οὐδεμία σύγκρουσις καί ἀντίφασις μέ τόν ὅσιο Νικόδημο

Τά ἀνωτερω οὐδόλως ἔρχονται σὲ σύγκρουση μὲ ὅσα ὑπογραμμίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιο», στά «Προλεγόμενα ἐν γένει περί τῶν ἱερῶν Κανόνων», ὅτι «παρά πάντων πρέπει νά φυλάττωνται οἱ θεῖοι Κανόνες ἀπαρασάλευτα. Οἱ γάρ μή φυλάττοντες, εἰς φρικτά ἐπιτίμια ὑποβάλλονται. Ταῦτα περί Κανόνων διατετάχθω ὑμῖν παρ’ ἡμῶν, ὧ Ἐπίσκοποι. Ὑμεῖς δέ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καί εἰρήνην ἔξετε, ἀπειθοῦντες δέ κολασθήσεσθε, καί πόλεμον μετ’ ἀλλήλων ἀΐδιον ἔξετε, δίκην τῆς ἀνηκοΐας τήν προσήκουσαν τιννῦντες (οἱ Ἀπόστολοι ἐν τῷ ἐπιλόγῳ τῶν Κανόνων)»[8], τό ὁποῖο οἱ ὑπερμαχοῦντες τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἔχουν ὡς βασικό ἐπιχείρημά τους.

Ὀφείλουμε ἐδῶ νά στηλιτεύσουμε τήν αἱρετική μεθοδολογία τους. Διότι κάνουν a priori λήψη τοῦ ζητουμένου. Δηλ. λαμβάνουν ἐκ τῶν προτέρων ὡς δεδομένο ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ εἶναι ὑποχρεωτικός καί προσπαθοῦν νά βροῦν κείμενα καί χωρία ἀπό τήν Γραφή ἤ τούς Πατέρες, πού νά δικαιολογοῦν καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ὑποχρεωτικότητα. Ἀντί ν’ ἀφήσουν τόν ἴδιο τόν Κανόνα καί τούς ἑρμηνευτές του νά τούς καθοδηγήσουν περί τοῦ προαιρετικοῦ χαρακτῆρος του, ὁδηγοῦν αὐτοί τόν Κανόνα ἐκεῖ, πού αὐτοί θέλουν, δηλ. στήν ὑποχρεωτικότητα. Καί νομίζουν πώς τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν ὅσιο Νικόδημο, τούς ἦρθε κουτί καί ἐπικυρώνει τήν ἄποψή τους. Ὅμως, πλανῶνται πλάνην οἰκτράν! «Ἇραγε, γινώσκουν, ἅ ἀναγινώσκουν»[9]; Λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὅτι ὅσοι δέν φυλάττουν τούς θείους Κανόνες ἀπαρασάλευτα, ὑποβάλλονται σέ φρικτά ἐπιτίμια; Ποῦ, λοιπόν, στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου Κανόνος ἀναφέρονται ἐπιτίμια ἐναντίον ὅσων δέν προβαίνουν σέ διακοπή μνημονεύσεως γιά θέματα αἱρέσεως; Ἀσφαλῶς πουθενά! Ἑπομένως, καί μόνο ἡ μή ὕπαρξη ἐπιτιμίων κατά τῶν μή προβάντων σέ διακοπή μνημονεύσεως, ἀποδεικνύει τήν προαιρετικότητα καί ὄχι τήν ὑποχρεωτικότητα τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀποτειχίσεως, καθώς αὐτοί θέλουν. Συνεπῶς, ἄνθρακες ὁ «θησαυρός» τους! Παντελῶς ἄσχετο καί ἀνεπίκαιρο τό δῆθεν δικαιοῦν αὐτούς ἐπιχείρημά τους ἀπό τόν ὅσιο Νικόδημο ὑπέρ τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ 15ου Κανόνος.           

10. Ὑποχρεωτικός ὡς πρὸς τὶς συνέπειες τῆς προαιρέσεως (ἐπιλογῆς) τῶν ἱερωμένων

Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νὰ ἐφαρμόζονται, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι ὑποχρεωτικοὶ, ἀλλὰ ἐννοεῖται πάντοτε ἀναφορικὰ μὲ τὸ πραγματικὸ περιεχόμενο καὶ πνεῦμα τους, ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι μ’ ἕνα φαντασιακό, διαστρεβλωμένο καί, ἑπομένως, δαιμονικὸ πνεῦμα, ποὺ στρέφεται ἐναντίον τοῦ Πνεύματος καὶ ὑπηρετεῖ τὸν Διάβολο. Εἰδικὰ γιὰ τὸν 15ο Κανόνα ὀρθὰ λέγεται ὅτι ὁ Κανών εἶναι ὑποχρεωτικὸς, ἀλλὰ μόνο ὡς πρὸς τὶς συνέπειες τῆς ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ (ἐπιλογῆς) τῶν ἱερωμένων, δηλ. ὡς πρὸς τὴν προαιρετικότητα τοῦ Κανόνος, ὅπως ἐξηγήθηκε παραπάνω. Ἂν ἡ προαίρεσή τους εἶναι ἡ διακοπὴ μνημονεύσεως γιὰ ἐγκλήματα τῶν Ἐπισκόπων ἄλλων πλὴν τῆς αἱρέσεως, τότε συνέπεια εἶναι ἡ καθαίρεσή τους ἀπὸ μία Σύνοδο, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι μιὰ υποχρεωτικότητα, ἂν ἐμμένουν. Ἀλλὰ, ἂν ἡ προαίρεσή τοὺς εἶναι γιὰ ἐγκλήματα αἱρέσεως, τότε δὲν ἐπιβάλλεται καμμία ποινὴ, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιβάλλεται τιμὴ καὶ ἔπαινος. Αὐτήν τὴν ὑποχρεωτικότητα τοῦ Κανόνος τὴν παραβιάζουν βάναυσα ὅσοι Ἐπίσκοποι τιμωροῦν τὴν διακοπὴ μνημονεύσεως ἱερωμένων γιὰ λόγους πίστεως καὶ εἶναι ὑπόλογοι ἀπέναντι στὸν Θεὸ, ἀλλὰ ὄχι ὅσοι ἱερωμένοι δὲν κάνουν διακοπή μνημονεύσεως. Διότι, οἱ Κανόνες, ἀναφερόμενοι πάντοτε στὴν προαίρεση καὶ τήν ἐπιλογὴ τῶν ἱερωμένων, τὴν ἀφήνουν ἐλεύθερη νὰ ἐκδηλωθεῖ καὶ δὲν τὴν δεσμεύουν καθοιονδήποτε τρόπο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς φυσικό, γιατὶ στὴν χριστιανικὴ πίστη ὅλα στηρίζονται στὸ αὐτεξούσιο καὶ εἶναι ἡ προαίρεση αὐτὴ, ποὺ πάντοτε κρίνεται. Ἄν εἶναι ἀγαθή, ἐπαινεῖται καὶ ὁ Θεὸς εὐδοκεῖ. Ἄν εἶναι κακή, ὁ Θεὸς παραχωρεῖ καὶ τιμωρεῖ.

11. Ὑποχρεωτικότητα

Ἀλλὰ, στὸ σημεῖο αὐτό ἀξίζει νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι καὶ τί ἐννοοῦμε μὲ τὸν ὅρο «ὑποχρεωτικότητα». Διότι, τὸ πρόβλημα ἐγείρεται ἀπὸ τὴν πλάνη ὅσων ἀπό θεολογικὴ ἄγνοια, ἐπιπολαιότητα, ἰδιοτέλεια, σκοπιμότητα ἢ ἀνεπίγνωστο ζῆλο δὲν διακρίνουν ὅτι ἄλλο ἡ «ὑποχρεωτικότητα» καὶ ἄλλο ἡ «ἀναγκαστικότητα» καὶ ὅτι ὑπάρχει μιὰ λεπτὴ, ἀλλὰ πολὺ σοβαρὴ διάκριση μεταξὺ τῶν δύο. Δυστυχῶς, οἱ δύο ὅροι, πολὺ συχνά, λανθασμένα ταυτίζονται μὲ ἀνευθυνότητα καὶ, δυστυχῶς, δημιουργεῖται μιὰ σύγχυση, ποὺ ἔχει ὡς συνέπεια ἡ «ὑποχρεωτικότητα» νὰ ἐκλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται ἀπὸ ἀρκετοὺς ἀδαεῖς, εἰδικὰ σὲ σχέση μὲ τὸν 15ο Κανόνα, ὡς «ἀναγκαστικότητα».

Ὑποχρεωτικότητα εἶναι ὅ,τι ἐκτίθεται μπροστὰ στὸν κτιστὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Ἄκτιστο Θεὸ, γιὰ νὰ τὸ ἐπιλέξει κατ΄ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ, ὥστε νὰ κινηθεῖ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας του ἢ νὰ μὴν τὸ ἐπιλέξει καὶ νὰ κινηθεῖ στὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας τοῦ. Σχετίζεται δηλ. ἡ υποχρεωτικότητα ἄμεσα μὲ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν  ἄσκηση τοῦ αὐτεξουσίου του. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ὅλες oἱ ἐντολὲς καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, εἶναι ὑποχρεωτικοὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἂν θέλει, βεβαίως, νὰ ἀποκατασταθεῖ στὸ κατὰ φύσιν του, νὰ ἐπιτύχει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» καὶ νὰ διασωθεῖ ἡ ὀντότητά του. Εἶναι, ὅμως, οἱ Κανόνες ἀναγκαστικοὶ;

12. Ἀναγκαστικότητα

ἀναγκαστικότητα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑποχρεωτικότητα, εἶναι ὅ,τι ἐπιβάλλεται στὸν ἄνθρωπο ὡς «σωτηρία» του παρὰ τὴν θέλησή του καὶ χωρὶς νὰ τοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως τοῦ αὐτεξουσίου του. Καὶ ἡ ἀναγκαστικότητα, φυσικά, δὲν ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸν Θεὸ, ὁ Ὁποῖος πάντοτε σέβεται τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου (τὸ «κατ’ εἰκόνα», ποὺ τοῦ χάρισε),  ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους πάνω σὲ ἕναν ἄνθρωπο, παραβιάζοντας τὸ αὐτεξούσιό του.  Εἶναι δηλ. ἕνας διάλογος μόνο μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ ἀνθρώπου μὲ πλήρη ἀπουσία Θεοῦ καὶ ἀποκλειστικὰ ἐντὸς τοῦ κτιστοῦ. Ἕνας διάλογος, ποὺ καθόλου δὲν ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ στηρίζεται στὴν ἐπιβολὴ καὶ ἄσκηση βίας μὲ τὴν κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ἕνας διάλογος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἕνας σωτήριος διάλογος μεταξὺ κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου. Ἀναγκαστικότητα, συνεπῶς, θὰ εἶναι  νὰ ὑποχρεώσουν κάποιοι (ποιοί, ἄραγε; μὲ ποιὰ ἐξουσία; μὲ ποιὰ κριτήρια;), ἑρμηνεύοντες τὸν 15ο Κανόνα ὡς ὑποχρεωτικὸ – ἀναγκαστικό, ὅλους τοὺς ἱερωμένους νὰ διακόψουν τὴν μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου τους ὡς  αἱρετιζόντων παρὰ τὴν δικὴ τους θέληση καὶ κρίση. Διότι, στὴν Πίστη μας τίποτε δὲν εἶναι ἀναγκαστικὸ, ἀλλὰ ὅλα κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὴν φράση τοῦ Κυρίου μας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»[10]. Ἡ ὑποχρεωτικότητα ὡς ἀναγκαστικότητα ἀντιτίθεται στὴν Ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀκυρώνει, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ βλασφημία. Διότι, ἕνας δῆθεν Θεὸς, ποὺ ἐπιβάλλεται ἀναγκαστικὰ στὰ πλάσματα του, καταργώντας τὸ αὐτεξούσιό τους, δὲν εἶναι Ἀγαθὸς, καὶ ἕνας Ἀγαθὸς Θεὸς δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ λειτουργήσει ἀντίθετα ἀπὸ τὴν Ἀγαθότητά Του καὶ νὰ καταργήσει αὐταρχικὰ  τὸ ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο, κάνοντας τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἄβουλο ὑποχείριό Του. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὑπέδειξε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐπιβάλλει ποτὲ ὑποχρεωτικά – ἀναγκαστικά.

Συνεπῶς, ὅσοι μάχονται ὑπὲρ τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ 15ου Κανόνος, μάχονται ὑπὲρ ἑνὸς Θεού – Δεσπότη, ὅπως οἱ θεοὶ τῶν θρησκειῶν (κατὰ τὸ ψαλμικὸ «οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν  δαιμόνια»[11]), ποὺ εἶναι ἕνα ἀποκύημα τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου, ἕνα εἴδωλο,  ἀλλὰ ὄχι ὁ  πραγματικὸς Θεός, ὁ στοργικός, Ἀγαθὸς Πατέρας καὶ Πλάστης. Καὶ αὐτὸ εἶναι βαριὰ πλάνη, αἵρεση καὶ εἰδωλολατρία. Μὲ τὴν ἐμμονὴ τους αὐτή προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλλουν στανικὰ τὴν δῆθεν «ὑποχρεωτικότητά» τους, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ δαιμονικὴ «ἀναγκαστικότητα», στοὺς ἄλλους, προσπαθώντας, θεληματικὰ ἢ ἀθέλητα, νὰ καταργήσουν τὸ αὐτεξούσιο αὐτῶν τῶν ἄλλων, κάτι ποὺ δὲν τὸ κάνει πρῶτος καὶ καλύτερος, ὁ ἴδιος ὁ Ἀγαθὸς Θεὸς μας!

13. Ἐντολές καί Κανόνες

Οἱ Ἐντολὲς καὶ οἱ Κανόνες εἶναι ὑποχρεωτικοὶ ὡς πρὸς τὸ σωτηριολογικό χαρακτήρα τους – ἂν δὲν τοὺς ἐφαρμόζεις, εἶσαι ἐκτὸς πορείας σωτηρίας – ἀλλὰ ποτὲ δὲν νοοῦνται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, εἰδικὰ ἀπὸ τὸν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, μὲ τήν κοσμικὴ ἀντίληψη ὡς διατάξεις νόμου, ποὺ ἐπιβάλλονται σὲ  ὅλους διὰ τῆς βίας, αὐστηρά, αὐθαίρετα καὶ ἀδιάκριτα ἀπὸ κάποια ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία ἢ ἀρχὴ ἢ μεμονωμένους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, καταπατώντας τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν βούληση τοῦ κάθε πιστοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀρκετοὶ θορυβώδεις καὶ ἐπίμονοι, ἀλλὰ ἀδαεῖς συνήγοροι αὐτῆς τῆς «ὑποχρεωτικότητος» διακηρύσσουν. Κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐλεύθερο νὰ ἐπιλέξει τὴν τήρηση ἢ μὴ ἑνὸς Κανόνος, δηλ. τὴν ὑποχρεωτικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτὴ τοῦ ὑποδεικνύεται. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ αὐτεξουσίου του καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ παραβιάσει. Ἀπὸ τὴν στιγμή, ὅμως, ποὺ ἐπιλέξει ἐλευθέρως καὶ αὐτοβούλως, τὴν μὴ τήρηση ἑνὸς Κανόνος, δείχνοντας ἐμμονὴ καὶ ἀμετανοησία στὶς ὑποδείξεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς διόρθωσή του, τότε εἶναι ὑπόλογος στὸ προβλεπόμενο ἐπιτίμιο τοῦ Κανόνος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι, φυσικά, ἀναγκαστικὸ, καὶ τοῦ ἐπιβάλλεται γιὰ τὸ καλὸ του, γιὰ τὸν δικὸ του συνετισμό, ἀφοῦ πρῶτα κληθεῖ σὲ μετάνοια, ἀλλά, φυσικά, καὶ γιὰ τὴν προστασία τῶν ὑπολοίπων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν δικὸ του μολυσμό, ἰδίως σὲ περίπτωση αἱρέσεως. Γι’ αὐτό εἶναι παράλογο νὰ ἑρμηνεύουμε τὴν ὑποχρεωτικότητα τοῦ 15ου Κανόνος ὡς μιὰ ἀναγκαστικότητα μὲν γιὰ ὅλους, ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα χωρὶς ἀναφορὰ καὶ δέσμευση τοῦ Κανόνος μὲ ἀντίστοιχη ποινὴ, ποὺ δίδεται πρὸς μετάνοια τοῦ ἀπολωλότος, καταργῶντας τὴν ἄπειρη σοφία καὶ στοργὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ὅλα τὰ μέλη της, ἰσχυρὰ καὶ ἀσθενὴ, ἡ ὁποία, φυσικά, πάντοτε ἐπιβάλλεται συνοδικὰ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ πρῶτα ἐγκύρως καὶ ἐπισταμένως καταγνωστεῖ καὶ κανεὶς δὲν εἶναι αὐτόματα ἐν ἐνεργείᾳ ἔκπτωτος, ἀφορισμένος καὶ καθαιρετέος χωρὶς συνοδικὴ ἀπόφαση, ἐκτεθειμένος στὸ ἔλεος καὶ στὴν λανθασμένη κρίση τοῦ κάθε πλανεμένου καὶ ἀδαοῦς «θεολόγου» καὶ αὐτοκλήτου «σωτῆρος» τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἐπιλέγουν ἐλευθέρως νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν ψευδεπίσκοπο τοῦ 15ου Κανόνος γιὰ τοὺς δικοὺς τους λόγους, κάνουν κακὸ μόνο στὴν δικὴ τους σωτηρία, παραμένοντας κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση καὶ τὸν μολυσμό τῆς αἱρέσεως, δηλ. τοῦ Πονηροῦ. Αὐτό, ὅμως, εἶναι δικαίωμά τους καὶ δικὴ τους ὑπόθεση, γι’ αὐτό δὲν προβλέπεται καμμία συνοδικὴ τους καταδίκη ἀπὸ κανένα Κανόνα, ὅπως δὲν προβλέπεται καμμία συνοδικὴ καταδίκη, πχ. γιὰ ὅσους ἐπιλέγουν νὰ μὴν δεχθοῦν τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ τῆς Ναζαρὲτ ἢ ὁμοίως τὸν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ὅλοι αὐτοὶ θὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κριτὴ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως, σύμφωνα μὲ αὐτὲς τους τὶς πράξεις καὶ ἐπιλογὲς, ἀλλὰ μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς στερήσει τὴν δυνατότητα γνησίου, ἐλευθέρας καὶ ἀβιάστου ἐκ μέρους τους μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὴν Ἐκκλησία μὲ νόθες, μὴ ἀγαθὲς, δηλ. κακὲς «ἀναγκαστικότητες», βαπτιζόμενες ὡς «ὑποχρεωτικότητες». Διότι, ὁ Κύριος «θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[12].

14. Ἀμαύρωση τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς ὀπαδούς τῆς ὑποχρεωτικότητος

Δυστυχῶς, αὐτοὶ οἱ πλανεμένοι ἀδελφοὶ τῆς ὑποχρεωτικότητος – ἀναγκαστικότητος, ὄχι μόνο διαστρέφουν τὴν ἔννοια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐξηγήθηκε, ἐμφανίζοντάς Τὸν ὡς ἕναν ἀναγκάζοντα Θεό – Δεσπότη ἀνθρώπων, ἀλλὰ ταυτόχρονα διαστρεβλώνουν βάναυσα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ διετύπωσαν στὸν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, δυσφημοῦν τὴν γνήσια ἀποτείχιση, ὅπως ἐφαρμόστηκε διαχρονικὰ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἱστορίας, μέσῳ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ κάθε ἁγίου ἀνθρώπου, γιὰ νὰ εἶναι εὐλογημένη καί ὄχι ἀναγκαστική, καὶ τὴν ἀντικαθιστοῦν μὲ μιὰ νόθα ἀποτείχιση, ποὺ, ὡς νόθα, εἶναι δαιμονικὴ, κι ἔτσι παίζουν τὸ παιγνίδι τοῦ Διαβόλου, ὄντας πεισματικὰ καὶ ἐμμονικά ὄργανά του, χωρὶς ἴσως νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Ἄλλο ποὺ δὲν θέλει ὁ Διάβολος νὰ πολεμήσει τὴν γνήσια, σωστική, ἁγιοπνευματική ἀποτείχιση «ἀπὸ μέσα», ἐκμεταλλευόμενος τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες ἀνθρώπων, ποὺ δῆθεν ἀγωνίζονται στὸ ὄνομα τῆς ἀποτειχίσεως, ἐνῶ μὲ τὶς πράξεις τους κάνουν τὸ  ἐντελῶς ἀντίθετο!

Ἐπίλογος

Το ἀναπτυχθέν θέμα ἔχει ἤδη ἐξαντληθεῖ καὶ εἶναι πλέον παρωχημένο, ἀφοῦ τὰ γεγονότα μὲ τὸ Οὐκρανικὸ καὶ τό Σκοπιανό τὸ ἔχουν προσπεράσει, καὶ τώρα ἄλλοι Κανόνες καὶ ἀποφάσεις Συνόδων ἰσχύουν, ποὺ κι’ αὐτὲς ἔχουν παραβιαστεῖ.

Καταλήγουμε, ἐπαναλαμβάνοντας ὅτι γράψαμε σε παλαιότερο κείμενό μας[13]

Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του εἶναι προαιρετικός, δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός.

Στήν ἐποχή τῆς ΑΒ΄ Συνόδου καί τοῦ ἁγίου Φωτίου (9ος αἰ.) λειτουργοῦσε τό ὀρθόδοξο συνοδικό σύστημα, οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ λαοῦ ἦταν ὀρθόδοξοι κι ἑπομένως ἦταν θέμα χρόνου ἡ σύγκληση ὀρθοδόξου συνόδου σέ περίπτωση ἐμφανίσεως ἐπισκόπου, πού κήρυττε δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση κατεγνωσμένη ἀπό Συνόδους ἤ Πατέρες. Γι’ αὐτό ὁ Κανών ἐπαινεῖ τούς ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί δέν τιμωρεῖ μέ καμμία ποινή τούς μή ἀποτειχίζοντες. Διότι, ἔτσι κι ἀλλιῶς θά συγκαλοῦνταν ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ Ὀρθόδοξη Σύνοδος καί ἅπαντες θά ἔπρεπε νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἀποφάσεις της. Καί βεβαίως τότε δέν ὑπῆρχε οὔτε ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, οὔτε κοινό συλλείτουργο καί κοινό ποτήριο μέ σχισματοαιρετικούς καί κατεγνωσμένους αἱρετικούς, ὅπως στήν ἐποχή μας.

Μετά τήν πραγματοποίηση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), ὁ 15ος Κανών αὐστηροποιεῖται καί γίνεται : α) ὑποχρεωτικός μέν γιά ὅσους ἱερεῖς ἀνῆκαν σέ ἐπισκόπους, πού, εἴτε ἔλαβαν μέρος στήν ψευδοσύνοδο καί ὑπέγραψαν τά αἱρετικά κείμενά της, εἴτε δέν ἔλαβαν μέρος, οὔτε ὑπέγραψαν τά κείμενά της, ἀλλά ἐφήρμοσαν de facto τίς ἀποφάσεις της, μή διαμαρτυρόμενοι, καί β) προαιρετικός δέ γιά ὅσους ἱερεῖς ἀνῆκαν σέ ἐπισκόπους, πού εὐθαρσῶς καί δημοσίως, γραπτῶς καί προφορικῶς, μέ συνέδρια καί ἡμερίδες, διετράνωσαν τήν ἀντίθεσή τους στήν ψευδοσύνοδο καί δέν ἐφήρμοσαν τίς ἀποφάσεις της.

Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Οὐκρανικοῦ (Ὀκτώβριος 2019) καί τοῦ Σκοπιανοῦ (Μάιος 2022), ὁ Κανών αὐστηροποιεῖται καί γίνεται ὑποχρεωτικός, διότι, ἔχουμε ἤδη συνοδικές καταδικαστικές ἀποφάσεις ἐναντίον τῶν σχισματοαιρετικῶν Οὐκρανῶν καί ὑπάρχει πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, δηλαδή κοινό συλλείτουργο καί κοινό ποτήριο. Ἑπομένως, οἱ ἱερεῖς, πού ἀνήκουν στίς τέσσερεις Τοπικές Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καί Ἐλλάδος, πού ἀναγνώρισαν τό Οὐκρανικό ἤ στίς ἕξι Τοπικές Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας καί Ἑλλάδος πού ἀναγνώρισαν τό Σκοπιανό, ὑποχρεοῦνται νά προβοῦν σέ διακοπή μνημονεύσεως τῶν οἰκείων ἐπισκόπων τους.

Θά μποροῦσαμε κάλλιστα νά ποῦμε ὅτι στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν βρίσκει ἐφαρμογή τόσο πολύ μόνο ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἀφοῦ πρόκειται περί Κανόνος, πού ἐφαρμόζεται «πρό συνοδικῆς κρίσεως», ἀλλά περισσότερο οἱ ὑπόλοιποι Ἱεροί Κανόνες, πού μιλοῦν γιά τήν ἀπαγόρευση τῆς κοινωνίας τῶν ὀρθόδοξων μέ σχισματικούς, αἱρετικούς, καθηρημένους καί ἀχειροτονήτους «μετά συνοδικήν κρίσιν» (σχ. βλ. 10ος καί 11ος Ἀποστολικοί Κανόνες, 2ος Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου κ. ἄ.).


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 358.

[2] Β΄ Τιμ. 2, 9.

[3] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἐπιστολή πρός τόν εὐλαβέστατον μοναχόν κύρ Διονύσιον, Ε.Π.Ε. 4, 404.

[4] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ὑποσημείωση 2 στὸν Γ’ Ἀποστολικὸ Κανόνα, σσ. 4, 5.

[5] Οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μνημονεύοντες καί οἱ Ζηλωταί, ἤτοι πηγή διαφωτιστική περί Μνημοσύνου, ἀποδεικνυομένη διά τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων καί δικαιωμάτων τῆς στρατευομένης Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ε. Ι. Στουγιαννάκη, Παπαμάρκου 46, Θεσ/κη 1933, σσ. 50-53.

[6] ἐν : PRAVILA PRAVOSLAVNE CZORYES TUMACENJIMA, II, NOVI SAD 189, 66, 290, 291. Σχ. βλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Τά σαθρά ἐπιχειρήματα τῶν φιλοοικουμενιστῶν, ἤτοι ἀπαντήσεις εἰς ὅσα λέγουν, διαδίδουν καί γράφουν οἱ Φιλοοικουμενισταί ἐναντίον τῶν σημερινῶν Ὁμολογητῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Καψάλα Ἁγίου Ὄρους 1995, σ. 13.

[7] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά δύο ἄκρα˙ Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἔκδ. Ἱερόν Ἠσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Ἀθήνα 1997, σσ. 75-76.

[8] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. λθ΄, μ΄.

[9] Πράξ. 8, 30.

[10] Μάρκ. 8, 34.

[11] Ψαλμ. 95, 5.

[12] Α΄ Τιμ. 2, 4.

[13] Σχ. βλ. ἡμέτερο κείμενο μέ τίτλο «Πρόσθετα περί διακοπῆς μνημονεύσεως», 16-09-2022, https://sotiriosnavs.com/προσθετα-περι-διακοπησ-μνημονευσεωσ/

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130831-rotated.jpg2023-07-12 17:06:5015%ce%bf%cf%82-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%bf%cf%83-%ce%ba%ce%b1%ce%bd%cf%89%ce%bd-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b1%ce%b2%ce%84-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%b1%ce%b9%cf%81