ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

15-03-2021

1. Οἱ αἱρετικοί Πελάγιος καί Κελέστιος

Κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πελαγίου συνεκλήθησαν τέσσερεις Σύνοδοι.

πρώτη Σύνοδος συνεκλήθη στά Ἱεροσόλυμα ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη.

δεύτερη στήν Λύδδα ἤ Διόσπολη ἀπό ιδ΄ (14) Ἐπισκόπους τό 515, παρόντος τοῦ Ἱεροσολύμων Ἰωάννου. Στήν Σύνοδο αὐτή δύο Ἐπίσκοποι ἀπό τήν Γαλλία, ὁ Νέπορος καί ὁ Λάζαρος, κατηγοροῦσαν τόν Πελάγιο. Ὁ Πελάγιος, ὑποκρινόμενος, ἀνεθεμάτισε τά ιβ΄ (12) κεφάλαια τῶν αἱρέσεών του καί συγχωρέθηκε, ἐπειδή μετενόησε.

Ἀλλά, ὁ αἱρεσιάρχης παρέμεινε αἱρεσιάρχης. Ἐπειδή, λοιπόν, μετά ἀπό λίγο φανέρωσε τήν αἵρεσή του, ἡ ὁποία ἄρχισε νά πλεονάζει στήν Ἀφρική, συνεκλήθη ἡ τρίτη Σύνοδος ἐν Καρθαγένη καί ἀναθεμάτισε τά αἱρετικά του φρονήματα μέ η΄ (8) Κανόνες της, ἀπό τόν ρκ΄ (120ό) ἕως τόν ρκζ΄ (127ο). Ἡ Σύνοδος μαζί μέ τόν Πελάγιο ἀναθεμάτισε καί τόν μαθητή του Κελέστιο, ὁ ὁποῖος ὁμοίως φρονοῦσε. Κατά τόν ἱερό Φώτιο, οἱ ὀπαδοί αὐτῆς τῆς αἱρέσεως ὀνομάζονταν πότε Κελεστιανοί καί πότε Πελεγιανοί. Φρονοῦσαν ὅτι τό αὐτεξούσιο προηγεῖται τῆς Χάριτος καί ὅτι τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου ἀρκεῖ γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

τέταρτη Σύνοδος συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη.

Τέλος, ἡ Γ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν Κελέστιο. Ὁ Κελέστιος, ἀκολουθώντας τόν διδάσκαλό του Πελάγιο, βλασφημοῦσε στό Ἅγιον Πνεῦμα. Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ὁ Κελέστιος ἔλεγε «ὅτι οὐχί ὁ Θεός, ἤτοι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διαιρεῖ ἐκάστῳ ὡς βούλεται τά πρός εὐσέβειαν καί σωτηρίαν, ἀλλ’ ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις ἡ διά τήν ἁμαρτίαν τῆς μακαριότητος ἐκπεσοῦσα, αὐτή κατά τήν τῆς προαιρέσεως ἀξίαν, ἤ προσκαλεῖται, ἤ ἀπωθεῖται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί ὅτι προηγεῖται τό αὐτεξούσιον τῆς Χάριτος, ὅθεν ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου ἱκανή ἐστίν εἰς ἐκπλήρωσιν τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν»[1].

2. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο φύσει ἀθάνατο

ρκ΄ (120ός) Ἱερός Κανών τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀνατρέπει τήν αἵρεση τοῦ Πελαγίου καί τοῦ μαθητή του Κελεστίου. Αὐτοί, κατά τόν θεῖο Αὐγουστίνο, ἐπειδή φρονοῦσαν ὅτι ἡ προπατορική ἁμαρτία δέν γεννᾶται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί ὅτι εἶναι σφάλμα, ὄχι τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς θελήσεως, ἀκολούθως συμπέραιναν ἀπό αὐτό ὅτι καί ὁ Ἀδάμ πέθανε τόν φυσικό θάνατο, ὄχι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, πού ἦταν προαιρετική, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ἀνάγκης τῆς φύσεως, ἡ ὁποία κτίσθηκε ἀπό τήν ἀρχή θνητή καί ἐπρόκειτο νά πεθάνει εἴτε ὁ Ἀδάμ ἁμάρτανε, εἴτε δέν ἁμάρτανε προαιρετικῶς.

Γι’αὐτό ἡ Σύνοδος, ἀνατρέποντας αὐτό τό αἱρετικό φρόνημα, ἀναθεματίζει αὐτούς, πού τό λένε αὐτό, διότι, ἄν ὁ Ἀδάμ ἦταν θνητός ἐξαιτίας τῆς ἀνάγκης τῆς φύσεως,

πρῶτον μέν ὁ Θεός, πού τήν ἔκτισε ἔτσι, ἔπρεπε νά εἶναι ποιητής καί αἴτιος τοῦ θανάτου. Ἀλλά, ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε, κατά τό γεγραμμένο[2].

Δεύτερον, ἡ σάρκα ἐκείνη, ἡ πρό τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, δέν ἔπρεπε νά διαφέρει ἀπό τήν δική μας, ἀλλά ἔπρεπε νά εἶναι παρόμοια μέ τήν δική μας, παχεία, θνητή καί ἀντίτυπη. Ἐπειδή κι ἐμεῖς, πού τήν ἔχουμε μετά τήν παράβαση, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀνάγκης τῆς φύσεως εἴμαστε θνητοί καί ἐξάπαντος πρόκειται νά πεθάνουμε. Ἀλλά, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος στόν λόγο του στήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι αὐτή τήν παχεία, θνητή καί ἀντίτυπη σάρκα, τήν ὁποία ἔχουμε τώρα ἐμεῖς, δέν τήν εἶχε πρό τῆς παραβάσεως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά μετά τήν παράβαση.

Καί τρίτον, ἄν ὁ θάνατος προῆλθε ἐξαιτίας τῆς φύσεως, πώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «διά τῆς ἁμαρτίας εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον ὁ θάνατος»[3] καί ὁ Σολομών «φθόνῳ δέ διαβόλου, θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον»[4]; Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ὄχι ἐξαιτίας τῆς φυσικῆς ἀνάγκης θνητό, ἀλλά φύσει ἀθάνατο. Καί ἐπειδή χαρακτηριστικό τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι νά μήν ἀναγκάζει κάποιον νά κάνει τό καλό, γι’ αὐτό ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά ψυχήν αὐτεξούσιο, γιά νά κινηθεῖ κατά προαίρεσιν πρός τό καλό καί νά μείνει σ’ αὐτό, ὄχι ἀναγκαστικῶς καί βιαίως, ἀλλά αὐτεξουσίως καί θεληματικῶς, καί ἔτσι μένοντας στό καλό προαιρετικῶς, ἐκεῖ νά διατηρεῖ καί τήν φυσική ἀθανασία τοῦ σώματος. Ἀλλά, ἐπειδή αὐτός κινήθηκε ἀφ’ ἑαυτοῦ στό κακό προαιρετικῶς, δέν εἶχε πλέον δύναμη νά συγκρατήσει καί τό σῶμα στήν φυσική του ἀθανασία, στήν ὁποία κτίσθηκε, καί ἀκολούθησε ὁ θάνατος. Καί, ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν μεγάλο Γρηγόριο τῆς Θεσσαλονίκης, τό καλύτερο καί ἀνώτερο μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή, χωρίσθηκε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καί τῆς παραβάσεως ἀπό τήν ὄντως ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί ἔπεσε στόν ὄντως θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι τό κακό, γι’ αὐτό καί τό κατώτερο μέρος, δηλαδή τό σῶμα, χωρίσθηκε ἀπό τήν κατά φύσιν ζωή καί ἔπεσε στόν παρά φύσιν θάνατο. Καθώς ἡ ψυχή, πού εἶναι φύση ὑποταγμένη στόν Θεό, δέν ὑποτάχθηκε σ’Αὐτόν, ἔτσι τό σῶμα, πού εἶναι φύσει ὑποταγμένο στήν ψυχή, βγῆκε ἀπό αὐτή τήν ὑποταγή μέ τίς ἀταξίες τῶν αἰσθήσεών του, τῶν παθῶν του καί τελευταῖο μέ τήν διάλυση τῶν στοιχείων, ἀπό τά ὁποία συνετέθη, τό ὁποῖο εἶναι ὁ θάνατος.

3. Ἐσφαλμένη ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίστηκε στό μέσον τῆς θνητότητος καί τῆς ἀθανασίας

Ἀναπτύσσοντας τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία ὁ ὅσιος Νικόδημος, παραθέτει τήν μαρτυρία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος λέγει˙ « Ἄφθαρτος ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος χωρίς χυμοῦ, οἷος καί ἀναστήσεται. Οὐκ ἄτρεπτος δέ, οὐδέ πάλιν τρεπτός. Δύναμιν ἔχων θελητικῆς ἕξεως, τραπῆναι ἤ οὐ». Κατά τόν ὅσιο, δέν λένε ὀρθῶς ἐκεῖνοι, πού δοξάζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε μέσον θνητότητος καί ἀθανασίας, ἐπειδή, λέγοντας αὐτό,

πρῶτον μέν φανερώνουν ὅτι ἡ θνητότητα καί ἡ ἀθανασία εἶναι ἐπίσης ὄντα καί ἀγαθά καί ἐν τοῖς οὗσιν, τό ὁποῖο εἶναι ψευδές. Γιατί, ἡ ἀθανασία εἶναι καί ὄν καί ἀγαθόν καί ἐν τοῖς οὖσιν, ἡ δέ θνητότητα εἶναι μή ὄν καί κακόν καί δέν εἶναι ἐν τοῖς οὖσιν.

Δεύτερον δέ, πώς ὁ Θεός, πού τόν ἔκτισε σέ τέτοια μεσότητα, ἐξίσου ἤθελε νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν ἀθανασία καί τήν θνητότητα. Πράγμα, ἐπίσης, ψευδές. Ἄν αὐτοί λένε ὅτι ὁ Θεολόγος Γρηγόριος λέγει στόν λόγο του στήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μέσον μεγέθους καί ταπεινότητος, ἀντικρούονται ἀπό τόν θεῖο Νικόδημο, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ἐκεῖ ὁ Θεολόγος δέν λέγει περί τῆς καταστάσεως μόνης, πού εἶχε ὁ Ἀδάμ πρό τῆς παραβάσεως, ἀλλά συνάπτει καί τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν παράβαση, ὅπως σχολιάζει ὁ Νικήτας. Μέγεθος μέν νοεῖται ἡ ψυχή, ταπεινότης δέ τό σῶμα, ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος˙ «Τό δέ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν»[5].

4. Ὁ Θεός ἔκτισε τον ἄνθρωπο ἀθάνατο Χάριτι καί ἐν τῇ ἀθανασίᾳ μόνῃ

Ὁ Θεός, λοιπόν, πού εἶναι φύσει ἀθάνατος, ἔτσι ἔκτισε καί τόν ἄνθρωπο ἀθάνατο Χάριτι καί ἐν τῇ ἀθανασίᾳ μόνῃ, ποτέ ὅμως ἐν τῃ μεσότητι ἀθανασίας καί θνητότητος. Γι’ αὐτό καί ὁ Σολομών εἶπ˙ «Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ»[6] καί στό κάθισμα τῆς δ΄ ὠδῆς τοῦ πλ.δ΄ ἤχου τῆς Ὀκτωήχου ἄδει ἡ Ἐκκλησία˙ «Τοῦ πρώτου ξύλου φαγόντες, ἄφθαρτοι ὄντες, φθαρτοί γεγόναμεν». Ἀλλά, καί ὁ Ἀββάς Μακάριος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε ἄφθαρτος. Ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε φυσική δύναμη νά φθαρεῖ,

πρῶτον μέν γιατί αὐτή ἡ δύναμη πρός τήν φθορά δέν λέγεται κυρίως δύναμη, ἀλλά ἀδυναμία, ἔλλειψη καί ἀσθένεια.

Δεύτερον, ἐπειδή, ἄν αὐτή ἡ δύναμη ἦταν φυσική, τότε ὁ Θεός εἶναι αἴτιος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἔδωσε αὐτή τήν φυσική δύναμη καί ἐξ ἐναντίας ὁ φθαρείς ἄνθρωπος εἶναι ἀναίτιος.

Καί τρίτον, ἐπειδή, ἄν εἶχε φυσική δύναμη στό νά φθαρεῖ, εἶναι φανερό ὅτι φυσική ἀνάγκη ἦταν φθαρτός, ἐπειδή κάθε φυσική δύναμη, ἐξ ἀνάγκης θά ἐνεργοποιηθεῖ, ὅταν δέν ἐμποδίζεται. Αὐτό, ὅμως, ἐναντιώνεται στόν παρόντα Κανόνα, πού ἀναθεματίζει αὐτούς, πού λένε τόν Ἀδάμ θνητό ἐκ φυσικῆς ἀνάγκης.

Ὅλα, λοιπόν, αὐτά εἶναι ἄτοπα, γι’ αὐτό καί οἱ προτάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι ἄτοπες καί ψευδεῖς. Γι’ αὐτό καί ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ὅτι τό σῶμα πρό τοῦ ἁμαρτήματος ἦταν καί θνητό καί ἀθάνατο, ἐπειδή μποροῦσε εἴτε νά πεθάνει, εἴτε ὄχι, πρέπει νά νοηθεῖ ὅτι μποροῦσε νά πεθάνει, ἐξαιτίας τῆς προϋποτιθεμένης τροπῆς στό κακό κατά τήν προαιρετική δύναμη.

Ἀπορεῖ ὁ ὅσιος Νικόδημος πῶς εἶπε ὁ Κορέσσιος ὅτι ὁ Ἀδάμ ἦταν φύσει φθαρτός, κατά τόν λόγο τῆς ὕλης, στήν ὁποία εἶχε μπηχθεῖ κάποια στέρηση, καί κατά τόν λόγο τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ καί ὑγροῦ καί τήν ἐναντιότητα τῶν στοιχείων. Κάθε ἐναντιότητα καί ὕλης καί θερμοῦ καί ὑγροῦ τῶν στοιχείων ἔλειπε ἀπό ἐκεῖνο τό σῶμα, ἐπειδή ὅλ’ αὐτά κινοῦνταν ἐναρμονίως καί εὐτάκτως καί ὑποτάσσονταν στήν δεσποτεία τῆς ψυχῆς, σ’ ἐκείνη τήν κατάσταση τῆς ἀθωότητος. Ἴσως, ὅμως, αὐτοί, πού εἶπαν ὅτι ὁ Ἀδάμ ἦταν δυνάμει θνητός, δύναμη ἐνόησαν τήν προαιρετική καί θελητική τοῦ Ἀδάμ, καθώς καί γιά τόν Κύριο λέγεται στό Εὐαγγέλιο ὅτι οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν, δηλαδή δέν θέλησε, κατά τόν Βλεμμύδη, καί ἴσως εἶπαν ὅτι πλάσθηκε μέσον φθορᾶς καί ἀφθαρσίας, ἀναφερόμενοι στήν κατάσταση, πού ἔχει ἡ ἀνθρώπινη φύση μετά τήν παράβαση, κατά τήν ὁποία φυσικῇ ἀνάγκῃ εἴμαστε φθαρτοί, καί στήν μετά τήν ἀνάσταση, κατά τήν ὁποία φυσικῇ ἀνάγκῃ εἴμαστε ἄφθαρτοι, καί στήν πρό τῆς παραβάσεως, κατά τήν ὁποία, ὄχι φυσικῇ ἀνάγκῃ, ἀλλά μόνῃ προαιρέσει μποροῦμε νά φθαροῦμε ἤ ὄχι, ἐπειδή εἶναι μέση κατάσταση καί τῶν δύο.

5. Ποιά ἦταν ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ;

Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, κατά τόν Σειράχ, στάθηκε ἡ ὑπερηφάνια˙ «Ἀρχή ὑπερηφανίας ἡ ἀνθρώπου ἀφισταμένου ἀπό Κυρίου καί ἀπό τοῦ ποιήσαντος αὐτόν ἀπέστη ἡ καρδία αὐτοῦ, ὅτι ἀρχή ὑπερηφανίας ἁμαρτία»[7]. Ὁ δέ Τερτυλλιανός λέγει ὅτι στάθηκε ἡ ἀπιστία καί ἡ αἵρεση. Ὁ δέ ἱερός Αὐγουστῖνος ἀντιλέγει σ’ αὐτό μέ τόν Τερτυλλιανό, ἐπειδή, κατά τόν Ἀπόστολο, ὁ Ἀδάμ δέν ἠπατήθη, ἡ δέ γυνή ἀπατηθεῖσα, ἐν παραβάσει γέγονεν. Ἀλλά, ἄν ἐξετάσει κανείς καλῶς, ἡ ἁμαρτία αὐτή ἦταν καί ἀπιστία καί ἀπροσεξία καί ἀταξία, ἐπειδή τό ἄρχον, δηλαδή ὁ ἄνδρας, ὑποτάχθηκε στό ἀρχόμενο, δηλαδή τήν γυναίκα. Κοινῶς ἀπό ὅλους τούς θεολόγους ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ ὀνομάζεται παρακοή.

Ἡ ἁμαρτία τῶν προπατόρων στάθηκε μεγάλη,

πρῶτον, γιατί ἦταν σέ ἁγνότητα καί τέλεια δικαιοσύνη.

Δεύτερον, γιατί εἶχαν φωτισμένο τόν νοῦ μέ καθαρότατη γνώση.

Τρίτον, γιατί ἡ ἐλευθερία τῆς θελήσεώς τους ἦταν τελειοτάτη, ἐπειδή ἦταν ἀνώτερη ἀπό τά πάθη καί τήν προσβολή τῶν ὀρέξεων.

Τέταρτον, γιατί ἦταν εὔκολο σ’ αὐτούς νά φυλάξουν αὐτή τήν ἐντολή, ἡ ὁποία δέν ἦταν βαρεία καί κοπιαστική.

Καί πέμπτον, ἐπειδή αὐτή προξένησε μεγαλωτάτη βλάβη, ἀφοῦ διέφθειρε ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἁμαρτία, ὅμως, αὐτή λογίσθηκε, κατά τούς θεολόγους, μεγαλύτερη στήν Εὔα, παρά στόν Ἀδάμ, ἐπειδή τόν ἀπάτησε. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Σειράχ˙ «Ἀπό γυναικός ἀρχή ἁμαρτίας καί δι’ αὐτήν ἀποθνήσκομεν πάντες»[8].

Εἶναι γνώμη τῶν θεολόγων ὅτι, ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, θά μετατίθονταν ἀθάνατος στήν οὐράνια μακαριότητα, ἄν καί τό πότε θά μετατίθονταν, κανείς δέν γνωρίζει. Γιατί δέν ἐπρόκειτο πάντοτε νά διατρίβει στόν ἐπί γῆς Παράδεισο. Σ’ αὐτή τήν γραμμή κινεῖται καί ὁ δεύτερος εἱρμός τῆς θ΄ (9ης) ὠδῆς τοῦ κανόνος τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταύρου˙ «Ὁ διά βρώσεως τοῦ ξύλου, τῷ γένει προσγενόμενος θάνατος, διά Σταύρου κατήργηται σήμερον˙ τῆς γάρ προμήτορος ἡ παγγενής κατάρα διαλέλυται, τῷ βλαστῷ τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος˙ ἥν πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσιν»[9].

6. Γιατί βαπτίζονται τά νήπια εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν;

Κατά τόν ρκα΄ (121ο) Ἱερό Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, φρόνημα τῆς αἱρετικῆς φρενοβλαβίας τῶν Πελαγιανῶν ἦταν τό νά λένε ὅτι τά νεογνά νήπια δέν βαπτίζονται εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καθώς δοξάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἄν πεῖ κανείς ὅτι βαπτίζονται εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἀλλ’ ὅμως αὐτά δέν συγκοινώνησαν κανένα μολυσμό ἀπό τήν προπατορική ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος μολυσμός χρειάζεται νά καθαρισθεῖ μέ τό βάπτισμα (ἐπειδή αὐτοί φρνοῦσαν ὅτι ἡ προπατορική ἁμαρτία δέν γεννᾶται μέ τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ δέν ἦταν πταῖσμα τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς προαιρέσεως).

Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, ἀναθεματίζει αὐτούς, πού λένε αὐτό, μέ τόν παρόντα Κανόνα,

πρῶτον, γιατί ὁ τύπος τοῦ βαπτίσματος εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, πού γίνεται στά νήπια, δέν εἶναι κατ’ αὐτούς ἀληθής, ἀλλά ψευδής καί πλαστός, ἐπειδή, κατ’ αὐτούς, ἐκεῖνα δέν ἔχουν ἁμαρτίες, γιά νά συγχωρεθοῦν.

Δεύτερον, γιατί μέ τό νά λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι διά τοῦ ἑνός ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ Ἀδάμ, εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος καί ἔτσι ὁ θάνατος πέρασε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή ὅλοι ἁμάρτησαν, καθώς καί ὁ Ἀδάμ. Αὐτό τό ρητό δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ κατ’ ἄλλον τρόπο, παρά μόνο καθώς τό ἐνόησε καί τό πιστεύει ἡ καθόλου Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι δηλαδή καί αὐτά τά νεογέννητα νήπια, ἄν καί δέν ἁμάρτησαν προαιρετικῶς, τράβηξαν ὅμως στόν ἑαυτό τους τήν προπατορική ἁμαρτία ἀπό τόν Ἀδάμ. Γι’ αὐτό καί ἀναγκαίως χρειάζονται νά καθαρισθοῦν ἀπό αὐτήν διά τοῦ βαπτίσματος καί γι’ αὐτό βαπτίζονται εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ἀληθῶς καί ὄχι ψευδῶς[10].

7. «Ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον»

Ἑρμηνεύοντας ὁ ὅσιος τό παύλειο «διά τοῦτο ὥσπερ δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διήλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον»[11], σημειώνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται στήν ρίζα τοῦ κακοῦ, δηλαδή τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Δείχνει ὅτι αὐτά τά δύο μπῆκαν στόν κόσμο διά μέσου ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, καί ὅτι ἐξαφανίστηκαν διά μέσου ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό «ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» σημαίνει ὅτι, ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀδάμ, ὅλοι ὅσοι γεννήθηκαν ἀπ’ αὐτόν, ἁμάρτησαν. Ἐπειδή ἐκεῖνος ἔπεσε καί θανατώθηκε, γι’ αυτό καί ἐκεῖνοι, πού δέν ἔφαγαν ἀπό τό ἀπαγορευμένο ξύλο, ἔγιναν, ἐξ αἰτίας ἐκείνου, θνητοί, σά νά ἁμάρτησαν κι αὐτοί, γιατί ἐκεῖνος ἁμάρτησε.

Στήν συνέχεια παραθέτει τήν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στό «ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» : «Ἐπί τούτῳ συναποθνήσκομεν τῷ Ἀδάμ, ἐφ’ ᾧ καί συναμαρτάνομεν. Καί τήν μέν ἀρχήν ἐκεῖνος παρέσχεν, ἡμεῖς δέ τήν ἀφορμήν λαβόντες οὐκ ἐκωλύσαμεν τό κακόν, ἀλλά καί συνεργήσαμεν καί ἐπί μέγα χωρῆσαι παρεσκευάσαμεν». Τό ἴδιο λέγει καί ὁ Οικουμένιος. Στό ἔργο του «Ἀμφιλόχια» ὁ ἱερός Φώτιος λέγει ὅτι τό «ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» δέν σημαίνει πρόσωπο, ἀλλά αἰτία, δηλαδή, διότι ὅλοι ἁμαρτήσαμε, μέ τό ὁποῖο συμφωνεῖ καί ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, ὁ ὁποῖος λέγει˙ «Πεσόντος ἐκείνου, οἱ μή φαγόντες ἀπό τοῦ ξύλου, γεγόνασιν ἐξ ἐκείνου θνητοί, ὡς ἄν καί αὐτοί πταίσαντες, διότι ἐκεῖνος ἔπταισεν».

8. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος

Ὁ ὑλικός τρόπος, μέ τόν ὁποῖο μεταδίδεται το προπατορικό ἁμάρτημα, κατά τούς Θεολόγους, εἶναι ἡ ἐμπαθής καί φιλήδονη ρεύση τοῦ σπέρματος, ἀπό το ὁποῖο συλλαμβανόμαστε. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδή δέν γεννήθηκε ἀπό σπέρμα, εἶναι ἀνώτερος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα. 

Πιό κάτω ὁ ὅσιος Νικόδημος σημειώνει τό ἑξῆς πολύ νευραλγικό,  δηλαδή ὅτι πολλές αἱρετικές δόξες ἀνεφύησαν σχετικά μέ τήν συγκοινωνία καί μετάδοση τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας.

Οἱ Πελαγιανοί, παρ’ ὅλο πού ἀπέβαλαν τήν προπατορική ἁμαρτία ἀπό ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων, πίστευαν, ὅμως, ὅτι αὐτό μεταδίδεται κατά τινά ψιλήν μίμησιν.

Ἀπέναντι σ’ αὐτή τήν αἵρεση ἀντιπαραθέτει ὁ ὅσιος τό φρόνημα τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ προπατορική ἁμαρτία δέν εἶναι οὐσία, ἀλλά ἐκτροπή τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί παρακοή τῆς ὑπακοῆς, πού χρωστούσαμε στήν ἐντολή τοῦ Δημιουργοῦ. Δέν εἶναι ἄγνοια τοῦ νοός καί κλίση τῆς θελήσεως στά χειρότερα, ἀλλά αἰτία καί ρίζα αὐτῶν. Μεταδίδεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, μέχρι καί σ’ αὐτούς, πού εἶναι ἐκ κοιλίας μητρός ἡγιασμένοι, μέχρι καί σ’ αὐτή τήν Κυρία μας Θεοτόκο, καί ὄχι μόνο στά νήπια, πού γεννιοῦνται ἀπό τούς ἀπίστους. Μεταδίδεται, ὄχι κατά ψιλή μίμηση καί σχέση, ἀλλά κυρίως καί κατά ἀληθή καί πραγματική κοινωνία. Γι’ αὐτό καί τά βρέφη κυρίως καί ἀληθῶς βαπτίζονται εἰς ἄφεσιν αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας, σύμφωνα μέ τόν ρκα΄ (121ο) Ἱερό Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἁγίας Συνόδου, ἐπειδή κοινώνησαν ἀπό αὐτήν ἀληθῶς καί πραγματικῶς. Γι’ αὐτό καί ὁ θεῖος Κυπριανός στήν νθ΄ (59η) ἐπιστολή του λέγει ὅτι δέν πρέπει νά ἐμποδίζονται τά βρέφη ἀπό τό βάπτισμα, ἐπειδή αὐτά λαμβάνουν εὐκολώτερα τήν ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀφοῦ σ’ αὐτά δέν συγχωροῦνται τά δικά τους ἁμαρτήματα, ἀλλά τά ξένα. Ξένο ἁμάρτημα λέγει τό προπατορικό, τό ὁποῖο λογίζεται ὡς ξένο μέν κατά προαίρεση στά νήπια, ἴδιο δέ ἐξ αἰτίας τῆς κοινωνίας καί μετάδοσης, κατά τήν ὁποία τό μετέλαβαν. Τό ἴδιο περί βρεφῶν λέγει καί ὁ ἱερός Φιρμιλιανός ὁ Καισαρείας. Ὁ Ὀλυμπιόδωρος στήν ἑρμηνεία τῆς σειρᾶς τοῦ Ἰώβ λέγει : «Καί γάρ τά νήπια τήν πατροπαράδοτον ἔχουσιν ἁμαρτίαν». Καί ἀλλοῦ : «Ὅθεν καί βαπτίζονται τά βρέφη τόν διά τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ ρύπον ἀποπλυνόμενα». Ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ μέ ἕνα μόνο λόγο, τό «ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον», φανέρωσε ὅτι ὅλοι οἱ ἐξ Ἀδάμ ἁμάρτησαν ἐν τῷ Ἀδάμ, τό ὁποῖο, ἑρμηνεύοντας ὁ Θεοφύλακτος, λέγει˙ «Πεσόντος ἐκείνου, οἱ μή φαγόντες ἀπό τοῦ ξύλου, γεγόνασιν ἐξ ἐκείνου θνητοί, ὡς ἄν καί αὐτοί πταίσαντες, διότι ἐκεῖνος ἔπταισεν»[12].

Ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο μεταδίδεται ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ σ’ αὐτούς, πού γεννιοῦνται ἀπό αὐτόν, καί γιατί γίνεται αὐτή ἡ μετάδοση καί κοινωνία, κυρίως καί ἀκριβῶς εἶναι ἄγνωστος καί γνωστός μόνο στόν Θεό. Οἱ θεολογοῦντες, ἐξετάζοντας περί αὐτοῦ, λένε ὅτι, ἐπειδή ὁ Ἀδάμ ἦταν πατέρας καί ρίζα ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στό μέν σῶμα του φύσει καί δυνάμει ἐμπεριέχονταν τά σώματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού γεννήθηκαν ἀπό αὐτόν, στήν δέ ψυχή του, ἄν καί δέν περιέχονταν φυσικά οἱ ψυχές τῶν ἀπογόνων του, ἀλλά μέ κάποια συνθήκη, ὡς ἀρχηγός καί γενάρχης (ὁ Ἀδάμ), νοοῦνται οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων. (Οἱ ψυχές τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ δέν ἐμπεριέχονται φυσικῶς στήν ψυχή τοῦ Ἀδάμ, γιατί ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ δέν γέννησε τήν ψυχή τοῦ Ἄβελ, γιά νά μεταδώσει ἔτσι καί τό δικό του ἁμάρτημα στήν ψυχή, πού δημιουργήθηκε ἀπό αὐτόν. Κατά τήν ἐκκλησιαστική δόξα, ἡ ψυχή τοῦ Ἄβελ ἔγινε καί κτίσθηκε παρά Θεοῦ. Ὁμοίως καί ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων κτίζονται παρά Θεοῦ, κατ’ ἄλλους δημιουργικῶς καί ἀμέσως, καί κατ’ ἄλλους ἐμμέσως καί προνοητικῶς, δηλαδή μέ τό πρῶτο ἐκεῖνο καί ζωοποιό ἐμφύσημα, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, τό ὁποῖο, ἀφοῦ ἐνεπνεύσθηκε μία φορά στόν Ἀδάμ, ἐνεργεῖ σέ ὅλους, πού προέρχονται ἀπ’ αὐτόν, καί τό ὁποῖο ἔγινε νόμος στήν φύση. Τό αὐτό λέγει καί ὁ Θεοφόρος Μάξιμος : «Ψυχῆς μέν οὗν γένεσις ἐξ ὑποκειμένης ὕλης οὐ γίνεται καθάπερ τά σώματα, ἀλλά τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ζωτικῆς ἐμπνεύσεως, ἀρρήτως καί ἀγνώστως, ὡς οἶδε μόνος ὁ ταύτης δημιουργός, ἡ ψυχή τό εἶναι λαμβάνουσα κατά τήν σύλληψιν ἅμα τῷ σώματι, πρός ἑνός ἀνθρώπου συμπλήρωσιν ἄγεται». Σύμφωνα μέ τόν Γεννάδιο, καλύτερη εἶναι ἡ δόξα τῶν δευτέρων). Δίδοντας, λοιπόν, ὁ Θεός τήν διαθήκη καί τήν ἐντολή στόν Ἀδάμ, δέν τήν ἔδινε μόνο σ’ αὐτόν, ἀλλά μέσῳ αὐτοῦ καί σ’ αὐτόν, τήν ἔδινε καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού ἐνθεωροῦνται στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ. Γι’ αὐτό, ἄν φύλαττε ὁ Ἀδάμ τήν διαθήκη, θά μετέδιδε αὐτήν τήν φυλακή μέσῳ αὐτοῦ καί σ’ αὐτόν καί στούς ἀπογόνους του. Ἀκολούθως θά μετέδιδε καί τήν μακαριότητα, πού εἶχε δοθεῖ ὡς ὑπόσχεση, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς διαφυλάξεως. Ἐπειδή, ὅμως, τήν παρέβη, μετέδωσε παρομοίως μέσῳ αὐτοῦ καί σ’ αὐτόν καί σέ ὅλους τούς ἀπογόνους του, οἱ ὁποῖοι μαζί μ’ αὐτόν καί μέσῳ αὐτοῦ ἔλαβαν καί παραβίασαν τήν ἐντολή. Ἀκολούθως μετέδωσε σ’ αὐτούς καί τίς ποινές, πού εἶχαν ἀπειληθεῖ γιά τήν παράβασή της, τόσο τίς πρόσκαιρες τῆς παρούσης ζωῆς, ὅσο καί τίς αἰώνιες τῆς ἑπομένης. Τό ὅτι ὅλοι οἱ ἐξ Ἀδάμ στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ ἔλαβαν καί ἀθέτησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὁ πολύς στίς θεῖες Γραφές Ἱερώνυμος, ἀφοῦ ἐρεύνησε, ἑρμήνευσε τό ἑξῆς ρητό τοῦ προφήτου Ὠσηέ, πού λέγει : «Αὐτοί δέ εἰσίν ὡς ἄνθρωπος παραβαίνων τήν διαθήκην μου, ἐκεῖ κατεφρόνησέ μου»[13]. Λέγει, λοιπόν : «Αὐτοί δέ, ὥσπερ ὁ Ἀδάμ, τήν διαθήκην μου παρέβησαν». Καθώς, λοιπόν, ὁ Ἀδάμ παρέβη τήν ἐντολή, τήν ὁποία δέχθηκε, νά μήν φάει ἀπό τό ξύλο, ἔτσι καί αὐτοί, πού γεννήθηκαν ἀπό αὐτόν, μέσῳ ἐκείνου καί σ’ ἐκεῖνον, τήν παραβίασαν, τήν ὁποία διέθεσε ὁ Θεός μέσῳ τοῦ Ἀδάμ σέ ὅλους. Ἀλλά, καθώς δίνοντας ὁ Θεός τόν νόμο καί τήν διαθήκη τῆς περιτομῆς στόν Ἀβραάμ, τήν ἔδωσε ταυτόχρονα  καί σ’ αὐτούς, πού θά γεννιόνταν ἀπό αὐτόν (γι’ αὐτό καί τό βρέφος, πού γεννιόταν, ἄν δέν περιτεμνόταν, πρόσταζε ὁ Θεός νά ἐξολοθρεύεται, ἐπειδή, λέγει, «τήν διαθήκην μου διεσκέδασεν, ἐπειδή καί ἐν τῇ ὀσφύι τοῦ Ἀβραάμ ἔτι ὅν, δι’ ἐκείνου καί ἐν ἐκείνῳ τήν διαθήκην ταύτην ἔλαβε» καί παρ’ ὅλο πού κατά προαίρεση αὐτό δέν μποροῦσε νά ἁμαρτάνει), ἔτσι δίνοντας ὁ Θεός τήν ἐντολή στόν Ἀδάμ, ταυτόχρονα τήν ἔδωσε καί στούς ἀπογόνους του. Γι’ αὐτό, ἐπειδή τήν παρέβη ὁ Ἀδάμ καί αὐτά τά βρέφη, πού βρίσκονται στήν μήτρα, τήν παραβίασαν, ἐπειδή τήν πῆραν μέσῳ του Ἀδάμ. Γι’ αὐτό καί χρειάζονται τήν μυστικότερη περιτομή τοῦ βαπτίσματος[14].

9. Θεία Χάρις καί ἄνθρωπος

Οἱ Πελαγιανοί συμπεριελάμβαναν τά αἱρετικά τους φρονήματα σέ τρεῖς προτάσεις.

πρώτη ἦταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, μεταχειριζόμενος μόνο τίς φυσικές τους δυνάμεις, μπορεῖ νά τηρήσει ὅλο τόν νόμο, νά δικαιωθεῖ, νά ἐπιμείνει στήν δικαιοσύνη καί νά ἀπολάυσει τήν αἰώνιο ζωή.

δεύτερη ἦταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν χρειάζεται καμμία ἐσωτερική Χάρι του Θεοῦ, πού νά τόν διεγείρει στό καλό ἡ νά τόν βοηθήσει ἡ νά τόν δικαιώσει, ἀλλά τοῦ ἀρκεῖ πρός σωτηρίαν μόνο τό αὐτεξούσιο, ὁ νόμος, ἡ διδασκαλία καί τό παράδειγμα.

τρίτη ἦταν ὅτι, ἄν καί δίδεται ἀπό τόν Θεό ἡ Χάρις, ὅμως αὐτή δίδεται γιά τήν ἀξία τοῦ αὐτεξουσίου.

Ἀπό τήν δεύτερη πρότασή τους κρέμεται καί ὁ διορισμός τοῦ ρκβ΄ (122ου) Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ἐν Καρθαγένῃ, δηλαδή ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πού δικαιώνει τόν ἄνθρωπο στό βάπτισμα διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χαρίζει ἄφεση μόνο τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων, ἀλλά ὄχι καί βοήθεια στό νά μήν ἁμαρτάνει κανείς ἄλλη φορά. Γι’ αὐτό καί ἀναθεματίζει ὅσους ὑποστηρίζουν αὐτό. Γιατί, ἡ Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύει ὅλο τό ἐναντίον, δηλαδή ὅτι ἡ Χάρις, πού δίδεται στό βάπτισμα διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἄφεση τῶν προτέρων ἁμαρτιῶν παρέχει καί δύναμη καί βοήθεια στό νά μήν ἁμαρτάνουμε πλέον, ἄν καί ἐμεῖς δέν δώσουμε τόν ἑαυτό μας στίς ἁμαρτίες ἀπό ἀμέλεια. Γι’ αὐτό καί ὁ προφήτης Δαβίδ λέγει˙ «Ὁ Θεός εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε εἰς τό βοηθῆσαι μοι σπεῦσον» καί «ἡ βοήθειά μου παρά Κυρίου». Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος˙ «Τό Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν καί αὐτό ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ὑμῶν»[15].

Μέ τόν ρκγ΄ (123ο) Ἱερό Κανόνα της ἡ Σύνοδος ἀναθεματίζει τούς Πελαγιανούς καί Κελεστιανούς, πού ἔλεγαν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς βοηθᾶ μόνο στό νά μήν ἁμαρτάνουμε, γιατί μέ αὐτή γνωρίζουμε ποιά πρέπει νά ζητοῦμε καί νά κάνουμε, δηλαδή τά καλά, καί ποιά πρέπει νά ἀποφεύγουμε, δηλαδή τά κακά, καί ὄχι ὅτι μᾶς χαρίζει καί τό νά ἀγαπήσουμε καί νά ἐνδυναμωθοῦμε νά κάνουμε ἐκεῖνα τά καλά, πού γνωρίζουμε. Ἐξ ἴσου καί τά δύο δῶρα εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ἡ γνώση καί ἡ ἀγάπη. Γιατί, περί μέν τῆς γνώσεως λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ˙ «Ὁ διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν»[16]. Περί δέ τῆς ἀγάπης λέγει ὁ ἠγαπημένος Μαθητής˙ «Ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν»[17]. Καί κατ’ ἄλλον τρόπο εἶναι ἀσεβές τό νά πιστεύουμε ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς δίδει μέν τήν γνώση, ἡ ὁποία, ὅταν εἶναι μόνη της, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, φυσιεῖ, δηλαδή προξενεῖ οἴηση, δέν δίδει δέ καί ἀγάπη, ἡ ὁποία μᾶς οἰκοδομεῖ καί μᾶς ἐνδυναμώνει στό νά ἐργασθοῦμε τό ἀγαθό. Ἄρα, καθῶς δῶρο τῆς θείας Χάριτος εἶναι τό νά γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνουμε, ἔτσι παρομοίως δῶρο εἶναι καί νά ἀγαπᾶμε ὅ,τι θέλουμε νά κάνουμε. Ἡ μέν γνώση ἀποδίδεται στόν νοῦ, ἡ δέ ἀγάπη στήν θέληση, τίς δύο πρῶτες καί κυριότερες δυνάμεις τῆς ψυχῆς[18].

Καί ὁ ρκδ΄ (124ος) Ἱερός Κανών τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀναθεματίζει τούς Πελαγιανούς καί Κελεστιανούς, ἐπειδή ἔλεγαν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔκανε αὐτεξουσίους, μποροῦμε καί χωρίς τήν θεία Χάρι νά τελειώσουμε τίς ἐντολές, ἄν ὄχι μέ εὐκολία, ἀλλά μέ δυσκολία. Ὅμως, μέ τήν θεία Χάρι μποροῦμε νά τίς κατορθώσουμε εὐκολώτερα, ἐπειδή ὁ Κύριος, μιλώντας γιά τίς θεῖες ἐντολές, δέν εἶπ, «χωρίς ἐμοῦ δύνασθε» νά τίς κάμετε μέ δυσκολία, ἀλλ’ ἁπλῶς εἶπε, «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», οὔτε μέ εὐκολία οὔτε μέ δυσκολία. Ἄρα, τό πᾶν εἶναι τῆς θείας Χάριτος καί χωρίς αὐτήν δέν μποροῦμε νά κατορθώσουμε τίποτα.

10. Ἐσφαλμένοι ὁρισμοί τοῦ αὐτεξουσίου

Στήν συνάφεια αὐτή σημειώνει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὅτι πολλοί ἀπό τούς δικούς μας νεωτέρους Θεολόγους καί μεταφυσικούς, ἀπό ἄγνωστη αἰτία, δέν ἀκριβολόγησαν γιά τόν λόγο περί τοῦ αὐτεξουσίου, ἀλλά ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς ὅρισαν ὅτι αὐτό εἶναι μιά λογική δύναμη, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή κινεῖται αὐτεξουσίως στό ἀγαθό καί στό κακό, ἄλλοι ὅτι εἶναι μιά ἐλευθεριότητα τῆς ψυχῆς, κατά τήν ὁποία αὐτή θέλει καί τό ἀγαθό καί τό κακό. Εἶναι φανερό ὅτι αὐτοί οἱ ὁρισμοί δέν εἶναι ὀρθοί. Γιατί, ἄν αὐτό εἶναι δύναμη, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος κινεῖται στό καλό καί στό κακό,

πρῶτον μέν, αὐτή ἡ δύναμη στό κακό, οὔτε εἶναι οὔτε λέγεται κυρίως δύναμη, ἀλλά μᾶλλον ἀδυναμία, ἀσθένεια καί ἔλλειψη, ἐπειδή ἡ ψυχή δέν ἔλαβε δύναμη στό κακό, ἀλλά ἀπό ἀδυναμία, ἀσθένεια καί ἔλλειψη τοῦ νά μή μένει στό ἀγαθό, πέφτει στό κακό. Ἀλλά, οὔτε λογική μπορεῖ νά λέγεται αὐτή ἡ δύναμη στό κακό, ἀλλά μᾶλλον ἄλογη καί ἀσυλλόγιστη. Γιατί, τό κακό γίνεται ἀπό τήν ἀλογία, κατά τόν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο.

Δεύτερον, γιατί, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τέτοια δύναμη στό κακό, ἕπεται ὁ Θεός, πού ἔδωσε αὐτή τήν δύναμη, νά εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, ὁ δέ ἄνθρωπος, πού μεταχειρίζεται αὐτή τήν δύναμη, νά εἶναι ἀναίτιος. Καί πῶς ὁ μέν Θεός, ὁ αἴτιος αὐτοῦ, κολάζει, ὁ δέ ἀναίτιος ἄνθρωπος, πού προαιρεῖται τό κακό, κολάζεται; Αὐτό εἶναι ἀδικία.

Τρίτον, γιατί, ἄν αὐτή ἡ δύναμη στό κακό εἶχε δοθεῖ στήν ψυχή φύσει, ἔπρεπε μᾶλλον νά συνιστᾶ καί ὄχι νά φθείρει τήν ψυχή, πού τήν μεταχειρίζεται.

Τέταρτον, γιατί παρουσιάζεται τό κακό ὡς ὄν παρομοίως μέ τό καλό, τό ὁποῖο εἶναι ἄτοπο.

Καί πέμπτον, γιατί καί αὐτό τό κακό, τό ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς ἀντικείμενο τῆς προαιρετικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς, ἔπρεπε παρομοίως μέ τό ἀντικείμενο ἀγαθό, ὄχι νά φθείρει, ἀλλά νά τελειοποιεῖ τήν ψυχή, πού κινεῖται σ’ αὐτό.

Ὅλ’ αὐτά εἶναι ἄτοπα, βλάσφημα καί αἱρετικά καί οἱ ἀνωτέρω ὁρισμοί, ἀπό τούς ὁποίους αὐτά προέρχονται δέν εἶναι ὀρθοί.

Αὐτά τά ἴδια ἄτοπα ἀκολουθοῦν καί σ’ αὐτούς, πού λένε ὅτι τό αὐτεξούσιο εἶναι ἐλευθεριότητα τῆς ψυχῆς, κατά τήν ὁποία θέλει καί τό καλό καί τό κακό. Μή γένοιτο ποτέ ὁ αὐτάγαθος Θεός νά ἔδωσε τέτοια ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο νά κινεῖται στό κακό. Ἄπαγε! Λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα˙ «Οὐκ ἐνετείλατο οὐδενί ἀσεβεῖν καί οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενί ἁμαρτάνειν»[19].

11. Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τοῦ αὐτεξουσίου    

Ἡ Ὀρθόδοξη, ὅμως, διδασκαλία περί τοῦ αὐτεξουσίου, κατά τόν ὅσιο Νικόδημο, εἶναι ὅτι ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός καί μᾶλλον αὐτοαγαθότης, ἐποίησε καί τόν ἄνθρωπο ἀγαθό. Δέν θέλησε, ὅμως, νά τόν ἀναγκάσει στό ἀγαθό (ἐπειδή αὐτό δέν εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ ἀγαθοῦ), ἀλλά τόν ἔκανε αὐτεξούσιο καθ’ ὁμοίωσιν δική Του (γιατί κι αὐτός εἶναι αὐτεξούσιος), δηλαδή τοῦ ἔδωσε μιά φυσική δύναμη μετά λόγου ὀρεκτική, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Μάξιμος, μέ τήν ὁποία ὀφείλει νά κινεῖται στό καλό, ὄχι ἀναγκασμένως καί βιαίως, ἀλλά αὐτεξουσίως καί θεληματικῶς, φερόμενος σ’ αὐτό τόσο ἀπό τόν ἔμφυτο λόγο, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς ἀντικείμενό του τήν ἀλήθεια, ὅσο καί ἀπό τήν ἔμφυτη θέληση, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τό ἀγαθό, ὅπως λέγει ὁ Ἀριστοτέλης˙ «Ἀγαθόν ἐστίν, οὐ πάντα ἐφίεται». Αὐτό ἴσως φανέρωσε καί ὁ Σειράχ, λέγοντας˙ «Αὐτός ἐξ ἀρχῆς ἐποίησε τόν ἄνθρωπον καί ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί διαβουλίου αὐτοῦ»[20], δηλαδή τόν ἄφησε νά θελήσει κι αὐτός αὐτεξουσίως τό ἀγαθό ἀπό λόγου του, γιά νά ἔχει καί περισσότερο μισθό καί νά λογίζεται τό ἀγαθό ὡς δικό του, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο˙ «ἵν’ ᾗ τοῦ ἐλομένου τό ἀγαθόν οὐχ ἧττον, ἤ τοῦ παρασχόντος τά σπέρματα». Τόσο μακρυά εἶναι ὁ Θεός ἀπό το νά δώσει κάποια δύναμη αὐτεξούσια ἤ ἐλευθερία στό νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό κακό, ὥστε τοῦ ἔδωσε καί προφυλακτική ἐντολή νά μήν κινηθεῖ σ’ αὐτό καί ἀπειλή θανάτου, ἄν κινηθεῖ σ’ αὐτό. Ἀπ’ ὅλ’ αὐτά συνάγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε ἀπό τόν Θεό καί εἶναι αὐτεξούσιος, ἀλλά γιά νά κινεῖται μόνο στό καλό καί ὄχι καί στό κακό καί ἔχει δύναμη καί ἐλευθερία στό νά κάνει μόνο τά καλά ἔργα καί ὄχι τά κακά. Αὐτό δηλώνοντας ὁ Ἀπόστολος, εἶπε˙ «Κτισθέντες ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς, (ἀλλ’ ὄχι καί ἐπί κακοῖς), ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν»[21].

Ἄν προτάσσει κάποιος τά ρητά τοῦ Σειράχ καί ἄλλων Πατέρων, δηλαδή τό «παρέθηκέ σοι πῦρ καί ὕδωρ, οὗ, ἐάν θέλης, ἐκτενεῖς τήν χεῖρα σου» καί τό «ἔναντι ἀνθρώπων ἡ ζωή καί ὁ θάνατος˙ καί ὅ ἐάν εὐδοκήσῃ, δοθήσεται αὐτῷ»[22], μέ τά ὁποία φαίνεται πώς ὁ σοφός Σειράχ δοξάζει κάποια μέση δύναμη τῆς θελήσεως, κατά τήν ὁποία νεύει ὁ ἄνθρωπος στό καλό καί στό κακό, ἀποκρίνεται ὁ ὅσιος Νικόδημος, πρῶτον, ὅτι αὐτά τά λέγει γιά τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν παράβαση, πότε μέν θέλοντας τό καλό, πότε δέ τό κακό, καί ὄχι καθῶς τόν ἔκανε καί καθῶς τόν θέλει ὁ Θεός. Καί δεύτερον, ὁ Σειράχ, πού λέγει τά παραπάνω, στό τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, διορθώνοντας τά ὅσα εἰπώθηκαν, συγκλείει τήν θέληση μόνο στό καλό καί ὄχι στό κακό καί λέγει ὅτι ὁ Θεός δέν ἔδωσε σέ κανέναν ἐντολή νά ἀσεβεῖ, οὔτε ἔδωσε ἄνεση καί ἐλευθερία σέ κανέναν νά ἁμαρτάνει˙ «καί οὐκ ἐνετείλατο οὐδενί ἀσεβεῖν καί οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενί ἁμαρτάνειν».

12. Οἱ αἱρετικοί Ἡμιπελαγιανοί

Οἱ Ἡμιπελαγιανοί διέφεραν ἀπό τούς Πελαγιανούς, καθ’ ὅτι οἱ μέν Πελαγιανοί ἔλεγαν ὅτι ὅλη ἡ σωτηρία μας κρέμεται ἀπό τό αὐτεξούσιο, οἱ δέ Ἡμιπελαγιανοί ἔλεγαν ὅτι ἡ μέν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας εἶναι ἀπό τό αὐτεξούσιο, χρειάζεται, ὅμως, νά ἀκολουθεῖ καί ἡ Χάρις, ὄχι, ὅμως, καί νά προηγεῖται, παρά σπανίως.

Αὐτή ἡ δόξα ἀνατρέπεται μέ τόν παρόντα ρκδ΄ (124ο) Ἱερό Κανόνα καί μέ τίς Γραφές. Ὁ Ἀπόστολος λέγει˙ «Αὐτός ἐστίν ὁ ἐνεργῶν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν»[23]. Καί πάλι «οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμέν ἀφ’ ἑαυτῶν λογίσασθαί τί καί ἐξ ἑαυτών, ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ»[24]. Τό τελευταῖο ρητό, προβάλλοντας ὁ ἱερός Αὐγουστίνος κατά τῶν Ἡμιπελαγιανῶν, λέγει˙ «Ἄς ζυγίσουν καλά τά λόγια ταῦτα οἱ νομίζοντες ὅτι ἀπό λόγου μας εἶναι τῆς πίστεως ἡ ἀρχή, ἐκ δέ τοῦ Θεοῦ ἡ τῆς πίστεως παραπλήρωσις˙ διότι, ποιός δέν ἡξεύρει, ὅτι πρῶτον εἶναι τό λογίσασθαι καί ὕστερον τό πιστεῦσαι; Ὥστε κατά τόν αὐτόν, τῷ ἐν αὐτῷ ἐνεργουντι Χριστῷ συνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος εἰς σωτηρίαν αἰώνιον καί εἰς δικαιοσύνην. Ἔφη δέ καί Σολομών˙ ‘’καί ἑτοιμάζεται θέλησις παρά Κυρίου’’».

Ὁ ὅσιος Νικόδημος μας παραπέμπει στόν Μεγάλο Βασίλειο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ θέληση καί ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν προπατορική ἁμαρτία χωλάθηκε καί ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά κινηθεῖ στό ἀγαθό, ἄν δέν κινηθεῖ ἀπό τήν Χάρι καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί, στόν Παράδεισο μποροῦσε μέν ὁ Ἀδάμ νά κινηθεῖ καί νά φυλάξει τήν ἐντολή, δέν θέλησε δέ. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, θέλει τώρα νά κινηθεῖ στό καλό καί δέν μπορεῖ. Καί μάλιστα στό ἀληθινό καλό τῆς πίστεως καί ἀρετῆς, πού συντείνει στήν αἰώνιο σωτηρία. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά κινηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Καί αὐτός ἀκόμη ὁ νοῦς, πού προηγεῖται τῆς θελήσεως, δέν μπορεῖ νά νοήσει καί συλλογισθεῖ μόνος του τό καλό, χωρίς νά φωτισθεῖ ἀπό τήν προκαταρκτική Χάρη τοῦ Θεοῦ. Λένε οἱ Θεολόγοι ὅτι, καθώς δέν μποροῦν νά κινηθοῦν τά πετεινά χωρίς ἀέρα καί τά ψάρια χωρίς νερό, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νοήσει ἡ νά θελήσει ἡ νά πράξει κάτι ἀγαθό χωρίς τήν θεία Χάρι καί βοήθεια. Ἐπειδή ὁ Κύριος εἰπέ ὅτι «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν». Ἀλλά, καί ὁ τέταρτος ἀναβαθμός τοῦ βαρέος ἤχου λέγει˙ «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήση οἶκον τόν τῆς ψυχῆς, μάτην κοπιῶμεν˙ πλήν γάρ αὐτοῦ, οὐ πρᾶξις, οὐ λόγος τελεῖται»[25].

13. Τά πέντε εἴδη τῆς Θείας Χάριτος

Ἐπειδή οἱ προηγούμενοι Ἱεροί Κανόνες ἀνέφεραν περί διαφόρων Χαρίτων, στοχάσθηκε ὁ ὅσιος Νικόδημος νά δώσει μιά καθολική εἴδηση γι’ αὐτές. Γι’ αὐτό, ἀφήνοντας τίς διάφορες διαιρέσεις περί Χάριτος τῶν σχολαστικῶν, λέγει τίς κοινές ὀμολογημένες ἀπό ὅλους τούς θεολόγους.

Χάρις, ἄλλη μέν λέγεται προκαταρκτική καί φωτιστική, ἡ ὁποία δίδεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς τήν συνεργεία τοῦ αὐτεξουσίου. Αὐτή προηγεῖται τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε αὐτός ἐλεύθερα νά συγκατατεθεῖ στήν ἀλήθεια τῶν θείων προσταγμάτων. (Σχετικά μέ αὐτή τήν προκαταρκτική Χάρι λέγει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ἑρμηνεύοντας τό «οὐ μή διδάξωσιν ἕκαστος τόν πλησίον αὐτοῦ, λέγων˙ Γνῶθι τόν Κύριον»[26]˙ «Τοῦ Θεοῦ τήν φύσιν ἡμῶν τῇ προλήψει θεώσαντος, ἔλαμψεν ἐν ταῖς πάντων ψυχαῖς τό τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας φῶς καί οἷον τίς ἐπιτηδειότης ἐνετέθη τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει ὑπό τῆς χάριτος πρός τό τόν ὄντως εἰδέναι Θεόν»).

Ἄλλη δέ λέγεται ἐνδυναμοῦσα Χάρις, ἡ ὁποία ἐνισχύει τήν ἀνθρώπινη θέληση στό νά ἀγαπήσει τό ἀγαθό, χωρίς νά τήν ἀναγκάζει, ἀλλά πείθοντάς την μέ ἡδονή.

Ἄλλη λέγεται συνεργοῦσα Χάρις, ἡ ὁποία συνεργεῖ μέ τόν ἐνεργοῦντα στό ἀγαθό, ὥστε νά φέρει σέ ἔκβαση καί τέλος τήν πράξη τοῦ ἀγαθοῦ.

Ἄλλη λέγεται διαμένουσα καί δικαιοῦσα Χάρις, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο νά διαμένει στό ἀγαθό μέχρι τέλους, καί ἡ ὁποία κληροδοτεῖται μόνο στούς προορισμένους.

Ἄλλη λέγεται ἐκτική καί καθ’ ἕξιν Χάρις, ἡ ὁποία εἶναι σέ βάθος κολλημένη στόν ἄνθρωπο καί μένει τόσο, ὅταν ἐνεργεῖ τό ἀγαθό, ὅσο καί ὅταν δέν τό ἐνεργεῖ. Καί αὐτή δίδεται μόνο στούς προορισμένους. Ὀνομάζεται ἀπό τίς Γραφές «Θεοῦ ἀγάπη» καί «ἀρραβῶνας» καί «χάρισμα». Ἀπό τόν Μεγάλο Βασίλειο καί τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας παρομοιάζεται μέ τέχνη, ἡ ὁποία πάντοτε μέν βρίσκεται καθ’ ἕξιν στόν τεχνίτη, ὄχι ὅμως πάντοτε οὔτε ἀδιαλείπτως προβάλλει τίς ἐνέργειες.

Οἱ πρῶτες τρεῖς Χάρες, ἡ προκαταρκτική, ἡ ἐνδυναμοῦσα καί ἡ συνεργοῦσα, δίδονται καί σ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πρός καιρόν βρίσκονται στήν ἀρετή καί τήν Χάρι, ὑστέρα, ὅμως, πέφτοντας, κολάζονται. Οἱ ὑπόλοιπες δύο, ἡ διαμένουσα καί ἡ ἐκτική, δίδονται μόνο στούς προορισμένους, τό αὐτεξούσιο τῶν ὁποίων μένει ἑδραῖο στό ἀγαθό καί τήν ἀρετή, γι’ αὐτό καί μόνο αὐτές ἐπισφραγίζουν τόν προορισμό καί τά ἔργα τοῦ προορισμοῦ καί λέγονται κυρίως ἀποτελέσματα. Οἱ ἀνωτέρω τρεῖς καταχρηστικῶς ὀνομάζονται ἔργα τοῦ προορισμοῦ, ἐπειδή διευκολύνουν τήν σωτηρία στόν σωζόμενο[27].

14. Εἶναι οἱ ἅγιοι ἀναμάρτητοι;

Οἱ Πελαγιανοί ἔλεγαν ὅτι ἐκεῖνο, πού λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, τό ἄν ἴσως ποῦμε ὅτι δέν  ἔχουμε ἁμαρτία, πλανᾶμε τόν ἑαυτό μας καί δέν λέμε τήν ἀλήθεια[28], αὐτό δέν λέγεται κατά ἀλήθειαν ἀπό τούς ἁγίους (ἐπειδή, ἀφοῦ ἐλευθερώθηκαν ἀπό τά πάθη διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἔχουν στό ἑξῆς ἁμαρτίες, οὔτε μποροῦν νά κάνουν), ἀλλά λέγεται μόνο γιά ταπεινοφροσύνη.

ρκε΄ (125ος) Ἱερός Κανών τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀναθεματίζει αὐτούς, πού ὑποστηρίζουν κάτι τέτοιο, ἐπειδή τό παρεξηγοῦν. Γιατί, πιό κάτω ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστής λέγει ὅτι, ἄν ὀμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες μας, πιστός καί δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες μας καί θά μᾶς καθαρίσει ἀπό κάθε ἀδικία. Ἀπό τά λόγια αὐτά γίνεται φανερό ὅτι, ὄχι γιά ταπείνωση, ἀλλά κατά ἀλήθειαν λέγεται τό παραπάνω ρητό ἀπό τούς ἁγίους, ἐπειδή μποροῦσε νά πεῖ ὁ Ἀπόστολος, ἄν ἴσως ποῦμε ὅτι δέν ἔχουμε ἁμαρτία, ὑπερηφανευόμαστε καί δέν ὑπάρχει ταπεινοφροσύνη σ’ ἐμᾶς. Μή λέγοντας, ὅμως, αὐτό, ἀποδεικνύει ὅτι ἐκεῖνος, πού λέγει ὅτι δέν ἔχουμε ἁμαρτία, δέν ἀληθεύει, ἀλλά ψεύδεται.

Διευκρινίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὅτι ἁμαρτίες ἐννοεῖ ὁ Ἱερός Κανών, ὄχι τίς θανάσιμες (γιατί κάνοντας αὐτές οἱ ἅγιοι, δέν μένουν πλέον ἅγιοι), ἀλλά τίς συγγνωστές, οἱ ὁποῖες οὔτε φθείρουν τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον, οὔτε κάνουν τόν ἄνθρωπο ἐχθρό τοῦ Θεοῦ καί ἔνοχο στόν αἰώνιο θάνατο, στίς ὁποῖες εἶναι ὑποκείμενοι καί μένουν καί αὐτοί οἱ ἅγιοι (ἐκτός ἀπό τόν Χριστό καί τήν Θεοτόκο). Αὐτές, κατά τόν Κορέσσιο καί τόν Χρύσανθο, εἶναι ὁ ἀργός λόγος, ἡ πρώτη κίνηση τοῦθυμοῦ   ἤ τῆς ἐπιθυμίας, τό παιγνιῶδες ψέμα καί τά ὅμοια. Μόνο ὁ Θεός εἶναι τελείως ἀκίνητος στό κακό. Οἱ Ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι, ἄν εἶναι τέλειοι, δέν εἶναι, ὅμως, τελείως ἀκίνητοι στό κακό, ἀλλά δυσκολοκίνητοι, καί πολύ περισσότερο οἱ ἅγιοι, πού φοροῦν σῶμα καί πολεμοῦνται ἀπό τόν ἐχθρό, εὐκολώτερα ἀπό τούς Ἀγγέλους μποροῦν νά τραποῦν στό κακό[29].

ρκστ΄ (126ος) Ἱερός Κανών τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἀναθεματίζει τούς Πελαγιανούς, ἐπειδή ἔλεγαν ὅτι οἱ ἅγιοι, ὅταν λένε στήν Κυριακή Προσευχή («Πάτερ ἡμῶν») τόν λόγο «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλείματα ἡμῶν», δέν τό λένε γιά τόν ἑαυτό τους, ἐπειδή δέν χρειάζονται τέτοια δέηση ὡς ἀπαθεῖς καί ἀναμάρτητοι, ἀλλά τό λένε γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων.

Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει˙ «ἐν πολλοῖς γάρ ἁμαρτάνομεν πάντες»[30] καί ὁ προφήτης Δαβίδ˙ «μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν»[31]. Καί ὁ Σολομών στήν εὐχή, πού ἔκανε στόν Θεό, ἀφοῦ ἔκτισε τόν Ναό, λέγει˙ «Οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὅς οὐχ ἥμαρτε»[32]. Καί ὁ Ἰώβ˙ «ἐν χειρί παντός ἀνθρώπου σημαίνει, ὥστε εἰδέναι πάντα ἄνθρωπον τήν ἀσθένειαν αὐτοῦ»[33]. Ἀλλά, καί ὁ προφήτης Δανιήλ, προσευχόμενος, λέγει μέν πρῶτον πληθυντικῶς˙ «ἡμάρτομεν, ἡνομήσαμεν». Ἔπειτα ἐπιφέρει ἐνικῶς ὅτι «ηὐχόμην καί ἐξομολογούμην τάς ἁμαρτίας μου καί τάς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ μου»[34].

Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ὁ ρκζ΄ (127ος) Ἱερός Κανών, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ποιός θά μποροῦσε νά ὑπομείνει τούς ἁγίους, πού λένε αὐτό, νά ψεύδονται, ὄχι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν Θεό; Καί μέ τά χείλη μέν νά ζητοῦν τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους, μέ τήν καρδιά τους δέ νά νομίζουν ὅτι δέν ἔχουν ἁμαρτίες; Αὐτό εἶναι θεομπαιξία καί ὄχι προσευχή καί εἶναι ἄτοπο νά νοηθεῖ γιά τούς ἁγίους[35].


[1] Σχ. βλ. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 463, 171.

[2] Σοφ. Σειρ. 1, 13.

[3] Ρωμ. 5, 12.

[4] Σοφ. Σολ. 2, 24.

[5] Φιλιπ. 3, 21.

[6] Σοφ. Σολ. 2, 23.

[7] Σοφ. Σειρ. 12, 13.

[8] Σοφ. Σειρ. 25, 24,

[9] Σχ. βλ. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ,  Ὅ. π., σσ. 521-523 καί  Ἑορτοδρόμιον ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1987,σσ. 130-132.

[10] Τοῦ ἰδίου, Πηδάλιον, σσ. 523-525.

[11] Ρωμ. 5, 12.

[12] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 134-135.

[13] Ὠσ. 6, 7.

[14] Τοῦ ἰδίου, Πηδάλιον, σσ. 523-525.

[15] Ψαλμ. 69, 1,  120, 1,  Ρωμ. 8, 26. Ὅ. π.,σ. 525.

[16] Ψαλμ. 93, 10.

[17] Α΄ Ἰω. 4, 7.

[18] Ὅ. π., σ. 526.

[19] Σοφ. Σειρ. 15, 20. 

[20] Σοφ. Σειρ. 15.

[21]Ἐφ. 2, 10.

[22] Σοφ. Σειρ. 15.

[23] Φιλιπ. 2, 13.

[24] Β΄ Κορ. 3, 5.

[25] Ἰω. 5, 15. Σχ. βλ. τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 559-560, Νέα Κλίμαξ, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος,Θεσσαλονίκη 1976,σ. 274 καί Πνευματικά Γυμνάσματα, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 383-384.

[26] Ἑβρ. 8, 11.

[27] Τοῦ ἰδίου, Πηδάλιον, σσ. 526-528.

[28] Α΄ Ἰω. 1, 8-9.

[29] Ὅ. π., σ. 529.

[30] Ἰακ. 3, 2.

[31] Ψαλμ. 142, 2.

[32] Γ΄ Βασ. 8, 46.

[33] Ἰώβ 37, 7.

[34] Δαν. 9, 5, 20. Σχ. βλ. ὅ. π.,σ. 530 καί Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί  Ἰούδα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1986,σ. 106.

[35] Τοῦ ἰδίου, Πηδάλιον, σ. 530.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2021-03-15 12:52:38%ce%bf%cf%81%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%ce%b8%cf%81%cf%89%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%b1