ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Πρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

03-07-2012

Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος, ὁ ἐξαίρετος καί σοφώτατος αὐτός Μοναχός, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ὑψηλό ὑπόδειγμα μοναχικῆς ἁγιότητος καί κορωνίδα τῆς μορφωτικῆς συμβολῆς καί τῆς πολυποικίλου καί εὐρυτάτης συγγραφικῆς ἐπιδόσεως τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, γεννήθηκε στή νῆσο Νάξο τῶν Κυκλάδων τό 1749. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Νικόλαος Καλλιβούρτσης.

Ἔχοντας ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας τήν μεγάλη κλίση πρός τόν μοναχικό βίο, ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε καταλλήλως ἀπό ὁσίους ἄνδρες, κατέληξε στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱερά Μονή τοῦ Διονυσίου, ὅπου ἐκάρη Μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικόδημος. Ἐκεῖ ἐπεδόθη στή συγγραφή παμπόλλων θαυμασίων καί ψυχοφελεστάτων συγγραμμάτων. Ἀφοῦ ἔζησε βίο θεάρεστο, ἐξεδήμησε εἰς Κύριον τήν 14ην Ἰουλίου 1809.

Ἡ πληθώρα τῶν ἔργων, πού συνέγραψε καί ἐξέδωσε, τόν κατατάσσει μεταξύ τῶν πολυγραφωτάτων διδασκάλων τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί ἠθικῆς, ὅπως ἐπίσης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας, τῆς ἁγιολογίας καί τοῦ κανονικοῦ δικαίου.

Τά πολυπληθή ἔργα του συνετέλεσαν καί συντελοῦν πάντοτε σέ ψυχική ὠφέλεια, σέ ἠθική τόνωση καί σέ πνευματική μεταρσίωση˙ σέ κατάνυξη πρός μίμηση Χριστοῦ καί πρός ἐπιστροφή καί μετάνοια˙ σέ πνευματική ἄσκηση γιά τελειοποίηση˙ σέ πραγματικά πνευματικά γυμνάσματα, ὥστε νά ἀκολουθήσουμε τόν δρόμο τῆς πνευματικῆς δράσεως πρός ἄνοδο.

Τά ἔργα του ἐν συνόψει εἶναι τά ἑξῆς : α) «Φιλοκαλία», β) «Εὐεργετινός», γ) «Περί συνεχοῦς Μεταλήψεως», δ) «Ἀλφαβηταλφάβητος», ε) «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον», στ’) «Ἅπαντα Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου», ζ) «Ἐξομολογητάριον», η) «Ἀόρατος Πόλεμος», θ) «Νέον Μαρτυρολόγιον», ι) «Πνευματικά Γυμνάσματα», ια) «Νέον Ἐκλόγιον», ιβ) «Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τά σωζόμενα», ιγ) «Πηδάλιον», ιδ) «Ἐγκώμια Ἐπιταφίου», ιε) «Νέον Θεοτοκάριον», ιστ) «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν», ιζ) «Εὐχολόγιον», ιη) «Ἑρμηνεία τῶν Καθολικῶν Ἐπιστολῶν», ιθ) «Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου», κ) «Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ΄ (150) Ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ», κα) «Κῆπος Χαρίτων», κβ) «Βίβλος Βαρσανουφίου», κγ) «Ὑπομνήματα Ἁγίων Ἀνδρῶν Ἁγιορειτῶν», κδ) «Νέος Συναξαριστής», κε) «Ὁμολογία τῆς ἑαυτοῦ Πίστεως», κστ) «Ἑορτοδρόμιον», κζ) «Νέα Κλῖμαξ» κ.ἄ.[1]

Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως τόν Ἰανουάριο τοῦ 1995 κατατασσόμενος στή χορεία τῶν Ὁσίων ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου, ἡ ὁποία προσηκόντως ἐξετίμησε «τήν πάγκοινον ἁγιορειτικήν ὁμολογίαν περί τῆς ἔργῳ μεμαρτυρημένης καί ἐκ τῶν συγγραφῶν αὐτοῦ βεβαιωμένης βαθείας πίστεως, πλήρους ταπεινώσεως καί ἀξιομιμήτου βιοτῆς» καί ἐντάχθηκε στό Συναξάριο τῶν Ἁγίων καί Ὁσίων ἀνδρῶν τῆς  Ἐκκλησίας, ὅπως πολλοί ἄλλοι νεομάρτυρες καί Ὅσιοι.

Ἡ Ἐκκλησία ἀνέδειξε πολλούς νέους Ἁγίους, καί γιά νά ἔχουμε πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἐννοίας, ἡ ὁποία ἀποδίδεται στή λέξη «νέοι Ἅγιοι», τονίζουμε ὅτι μόνο χρονολογικῶς κατατάσσουμε τούς Ἁγίους σέ «παλαιούς» καί «νέους»˙ «παλαιοί» ὀνομάζονται οἱ Ἅγιοι, πού μαρτύρησαν ἀπό τά πρωτοχριστιανικά χρόνια μέχρι πρίν τήν Τουρκοκρατία, (1ος – α΄μισό 15ου αἰ.) ἐνῶ «νέοι» ὀνομάζονται οἱ Ἅγιοι, πού μαρτύρησαν ἀπό τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας (β΄ μισό 15ου αἰ.) καί ἐπέκεινα. Μέ τήν ἔννοια, ὅμως, τῆς διαβαθμίσεως ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶναι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί κατατάσσονται στούς οὐρανίους χορούς τῶν Ἀποστόλων ἤ Μαρτύρων ἤ Προφητῶν ἤ Ἱεραρχῶν ἤ Ὁσίων ἤ Δικαίων ἀνάλογα μέ τήν πίστη καί τή ζωή τους.

Ἀλλά, ἐπειδή κάποιοι ἐνίοτε δέν παραδέχονται ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι πάντοτε στόν κόσμο εἶναι χρήσιμο νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς :

Ἅγιοι καθίστανται ὅσοι ζοῦν Χάριτι Θεοῦ κατά Θεόν, ὅσοι, δηλαδή, ἐν ζωῇ πολιτεύονται μέ Ὀρθοδοξία καί Ὀρθοπραξία καί μετά θάνατον ἀφθαρτίζονται, μυροβλύζουν καί θαυματουργοῦν. Καθόλου δέν ἔχουν τεθεῖ χρονικά ὅρια γιά τήν ἐμφάνιση τῶν Ἁγίων, γιατί τό ἴδιο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δέν ἔχει ὅρια ὡς Θεός καί γιατί οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τόν καρπό τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἐπιβεβαίωσή Του. Ἀφοῦ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δέν ἔπαυσε νά ὑπάρχει, ἀλλά θά παραμένει «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», κατ’ ἀντιστοιχίαν οὔτε οἱ Ἅγιοι ἔπαυσαν νά ὑπάρχουν, ἀλλά ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν πάντοτε. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι μία «μηχανή» – ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὁ ὄρος – παραγωγῆς Ἁγίων. Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τούς Ἁγίους τούς ἀναδεικνύει ὁ Θεός καί ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἀντίθεση μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ὅπου ἐκεῖ τούς ἀνακηρύττει ἕνας κτιστός, ἀτελής, ὑπερήφανος καί ἀμετανόητος ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικός Πάπας[2].

Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὡς Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς κατεξοχήν φορεύς τοῦ θεολογικοῦ πνεύματος, δέν ἔλεγε τίποτα δικό του, τόσο ἐπί τῶν δογματικῶν ζητημάτων ὅσο καί ἐπί τῶν πνευματικῶν. Δέν ἔπρεπε καί δέν μποροῦσε νά πεῖ δικά του πράγματα. Τοῦ ἀρκοῦσε ἡ οἰκείωση τοῦ ἀπεράντου θεολογικοῦ θησαυροῦ καί ἡ βίωση τῆς ζωῆς τῶν θείων Πατέρων. Ἀφοῦ ἀπέμαξε πολλές γνώσεις ἀπό τούς Πατερικούς θησαυρούς καί ἐναρμόνισε τήν ἁγία ζωή του μέ αὐτή τῶν Πατέρων, διδάχθηκε κι αὐτός ἀπό τό ἴδιο Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο διδάχθηκαν καί οἱ Πατέρες. Ἔγινε διδακτός Θεοῦ καί αὐθεντικός Θεολόγος, δηλαδή θεόπτης καί ἔπασχε τά θεία. Τότε οἱ γνώσεις ἔγιναν κτῆμα του καί ὁ νοῦς του δέν εἶχε περιθώρια νά παράγει κάτι νέο, ἀφ’ ἑνός μέν διότι ἔβλεπε καί κατανοοῦσε τό ἀσφαλές, τό ἔγκυρο καί τό ἀλάνθαστο τῆς Πατερικῆς σοφίας, ἀφοῦ αὐτή ἀποτελεῖ ἁγιοπνευματικό καρπό, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐξαιτίας τῆς ἄκρας καί ὑψοποιοῦ ταπεινώσεώς του. Ἔτσι, συνετῶς καί ταπεινῶς φρονῶν, καταφεύγει διαρκῶς στούς Πατέρες καί μέ τόν τρόπο αὐτό τά ἔργα του ἀποτελοῦν τήν συμπύκνωση τῶν προγενεστέρων Πατέρων.

Σ’ αὐτή τήν κατάσταση βρισκόταν ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐπικαλούμενος πάντοτε τούς Πατέρες, ἐνῶ αὐτός ἦταν ὅλος ἐκτός κόσμου καί ἐντός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ.

Μεγίστη, ἐπίσης, ὑπῆρξε ἡ συμβολή του καί στήν πνευματική ἀνόρθωση τοῦ Γένους στήν κρίσιμη τότε ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ ἀναδείχθηκε ὁ μοναδικός ἐκλαϊκευτής τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας σέ ὅλους τούς ἐπιμέρους τομεῖς της˙ ἀσκητική, θεωρητική, μυστική, λειτουργική, ἠθική, φιλολογία, ὑμνολογία, δογματική, Κανονικό Δίκαιο καί ἐξομολογητική[3].  

Δικαίως, λοιπόν, τιμᾶται ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικόδημος, ὅπως οἱ μεγάλοι Ἅγιοι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, καί ἀποτελεῖ, ὅπως ἐκεῖνοι, καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Δεῖγμα τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τό πρόσωπό του εἶναι καί ἡ ἀφθαρσία τῆς Τιμίας Κάρας του, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀποτεθησαυρισμένη στό κελλί τῶν Σκουρταίων στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ στή συνέχεια νά ἀντλήσουμε λίγο «ὕδωρ ζῶν» ἀπό τήν ἁγιοπνευματική πηγή τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου καί νά λάβουμε μία γεύση αὐτῆς τῆς ἄνωθεν κατερχομένης σοφίας, ἀναφερόμενοι συνοπτικά σ’ ἕνα πολύ ἐπίκαιρο καί καυτό θέμα ˙ «Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ κατά τόν Ὅσιο Νικόδημο», δεδομένου ὅτι στίς ἀποκαλυπτικές καί ἔσχατες αὐτές ἡμέρες, πού ζοῦμε, ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία, ἀκόμη κι ἐδῶ στήν ἁγιοτόκο καί ἡρωοτόκο Ὀρθόδοξη  Ἑλλάδα μας, ὑφίσταται καίρια πλήγματα ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος προωθεῖται ἀπό Ὀρθοδόξους λαϊκούς θεολόγους καί ἀπό Ὀρθοδόξους κληρικούς, ἱερεῖς, ἀρχιμανδρίτες, ἐπισκόπους, ἀρχιεπισκόπους καί πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι κανονικά πρέπει νά ὀνομάζονται οἰκουμενιστές καί οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ὑποτάξουν τήν Ὀρθοδοξία στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Γι’ αὐτό καί τελευταία γίνεται πολύς λόγος γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» χωρίς νά λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν οἱ τεράστιες καί ἀνυπέρβλητες δογματικές διαφορές, ἄν καί ὁ ὄρος αὐτός εἶναι θεολογικά ἀδόκιμος, ἀφοῦ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν διασπάσθηκε, γιά νά ἑνωθεῖ τώρα, ἀλλά οἱ Παπικοί καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί, παραχαράττοντας τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστη, ἀποσχίσθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί τοποθέτησαν τόν ἑαυτό τους ἐκτός αὐτῆς, καί βεβαίως δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησίες, ἀλλά αἱρετικές παρασυναγωγές.

Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ θέση τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ καί τῶν Λατίνων ἤ Φράγκων;

Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, πρωταγωνιστής τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων, ἀνανέωσε τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μαζί μέ τούς ἄλλους Ἁγίους Κολλυβάδες (Ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο καί Ἅγιο Μακάριο Κορίνθου) τόν 180 αἰ., μόνο καί μόνο γιά νά μήν περάσει ὁ ἐπικινδύνως εἰσαγόμενος τότε δυτικός Διαφωτισμός ἤ μᾶλλον σκοταδισμός, καί ἐργάσθηκε, γιά νά ἀποτραποῦν ἐξ ἴσου τόσο οἱ ἐξισλαμισμοί ὅσο καί οἱ ἐκλατινισμοί. Ὁ μακαριστός Ἁγιορείτης Γέροντας, μεγάλος θεολόγος καί ὁμολογητής τῶν καιρῶν μας, μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης στήν κλασική καί μοναδική γιά τήν πληρότητά της μονογραφία «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης˙ ὁ βίος καί τά ἔργα του», γράφει σχετικῶς : «Ὁ Ἅγιος Πατήρ, γινώσκων καί ἐξ ἰδίας πείρας ἐκ τῆς κατ’ ἀνάγκην ἀναστροφῆς του ἐν Νάξῳ, ποῖον κίνδυνον διέτρεχον οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκ τοῦ προσυλητισμοῦ των, γράφει ταῦτα : ‘…οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι, ὅπου συναναστρέφονται μέ τούς Λατίνους καί ἀκούουν τάς ψευδολογίας των καί τά ἄλλα ἀπατηλά τους λόγια, δύνανται νά ὠφεληθοῦν μεγάλως εἰς αὐτήν τήν πίστιν καί τήν εὐσέβειαν, τό κεφάλαιον τῶν καλῶν, ἀπό τόν ἐνταῦθα βίον τοῦ θείου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, διατί θέλουν καταλάβει ἐξ αὐτοῦ, πόσον μισητή καί βλάσφημος εἶναι ἡ τούτων αἵρεσις, ὥστε ὀποῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔδειξεν εἰς ἔλεγχον αὐτῶν καί κατηγορίαν μεγάλα καί ἀναντίρρητα θαύματα, τά ὁποία ὁ φιλευσεβής ἀναγνώστης πρέπει νά ἀναγινώσκῃ, διά νά γνωρίζῃ τό φῶς τῆς ἰδικῆς μας Ὀρθοδοξίας καί τό σκότος τῆς ἐκείνων κακοδόξου αἱρέσεως…»[4].

Σέ ἄλλο σημεῖο παραθέτει ὁ μακαριστός μοναχός Θεόκλητος γράμμα τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου πρός τόν Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε΄, πού ἐφησύχαζε τότε στήν Ἱ. Μ. Ἰβήρων, σχετικά μέ τήν ἐπιθυμία Λατίνου μοναχοῦ νά γίνει Ὀρθόδοξος, τό ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς : «Παναγιώτατε, Θειότατε καί προσκυνητέ μου Αὐθέντα καί Δέσποτα καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα. Ὁ τοῦ παρόντος διακομιστῆς, καταγόμενος ἐκ τῆς Οὑγγαρίας καί βαπτισμένος ἤ μᾶλλον εἰπεῖν, καταβαπτισμένος ὧν καί μεμολυσμένος τῷ τῶν Λατίνων μολύσματι, προσέρχεται δι’ ἐμοῦ τῇ Παναγίᾳ Ὑμῶν Κορυφῇ, ζητῶν θερμῶς, ὅπως βαπτισθῇ τῷ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὀρθοδόξῳ βαπτίσματι. Παρακαλοῦμεν οὗν αὐτός καί ἐγώ τήν χριστομίμητον καί ἀποστολικήν καρδίαν ὑμῶν, ἵνα διά διστίχου σας ἐπιταγῆς ἀποστείλητε τόν ρηθέντα ἀμόναχον καί ἀμύητον μοναχόν, πρός τόν τῇ τοῦ Παντοκράτορος Μονῇ Βλάχον Παπά-Γρηγόριον τόν πνευματικόν, ἵνα ἐκεῖνος ὡς ὁμογενής καί ὁμόγλωσσος μυήσῃ καί ἀναγεννήσῃ αὐτόν διά τοῦ καθ’ ἡμᾶς βαπτίσματος, ὅπως καί αὐτός καί ἐγώ ἐκτενέστερον δεώμεθα τοῦ Θεοῦ, ἵνα μετά τῶν ἄλλων σωτηριωδῶν καταθυμίων καί πλοός αἰσίου ἀπολαύσῃ καί πρός τόν Οἰκουμενικόν Αὐτῆς θρόνον κατευοδωθείῃ καί δράσῃ ταῦυ ἀγαθοῦ μιμήματα εἰς κοινήν παντός τοῦ χριστεπωνύμου λαοῦ ὠφέλειαν. Ἧς καί τάς εὐχάς ἐξαιτούμενος, μένω κηρυττόμενος. Ἐλάχιστος ὑμῶν δοῦλος, Νικόδημος»[5].

Βλέπουμε, λοιπόν, πῶς ἀντιμετωπίζει ὁ Ὅσιος Νικόδημος «τήν μισητήν καί βλάσφημον αἵρεσιν τῶν Λατίνων» καί πῶς ἀποκαλεῖ τό βάπτισμα τῶν Λατίνων μόλυσμα καί μεμολυσμένους ὅσοι βαπτίσθηκαν μ’αὐτό;

Γιά νά μήν ὑπάρχει πάντως καμμία ἀμφιβολία γιά τό τί πίστευε ὁ Ὅσιος Νικόδημος γιά τούς Λατίνους καί γιά τό βάπτισμά τους, μεταφέρουμε ἐδῶ ὅσα σχετικά λέγει στό Πηδάλιο : «Ὅλη τούτη ἡ θεωρία, ὅπου ἕως τώρα ἐκάμαμεν ἐδῶ, δέν εἶναι περιττή, μάλιστα εἶναι ἀναγκαιοτάτη, ἁπλῶς μέν διά κάθε καιρόν, μάλιστα δέ τήν σήμερον διά τήν μεγάλην λογοτριβήν καί ἀμφισβήτησιν, ὅπου γίνεται διά τό τῶν Λατίνων βάπτισμα, ὄχι μοναχά ἀναμεταξύ ἡμῶν καί τῶν Λατίνων, ἀλλά καί μεταξύ ἡμῶν καί τῶν Λατινοφρόνων. Λοιπόν, ἀκολουθοῦντες εἰς τά εἰρημένα, ἐπειδή ὁ τύπος τοῦ ἀποστολικοῦ κανόνος τό ἀπαιτεῖ, λέγομεν ὅτι τό τῶν Λατίνων βάπτισμα εἶναι ψευδώνυμον βάπτισμα καί διά τοῦτο, οὔτε κατά τόν λόγον τῆς ἀκριβείας εἶναι δεκτόν, οὔτε κατά τόν λόγον τῆς οἰκονομίας. Δέν εἶναι δεκτόν κατά τόν λόγον τῆς ἀκριβείας, α΄ διατί εἶναι αἱρετικοί. Ὅτι δέ οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί, δέν εἶναι καμμία χρεία ἐπί τοῦ παρόντος νά κάμωμεν καμμίαν ἀπόδειξιν. Αὐτό γάρ τοῦτο, ὅπου τόσον μίσος καί τόσην ἀποστροφήν ἔχομεν ἤδη τόσους αἰώνας πρός αὐτούς εἶναι μία φανερά ἀπόδειξις, ὅτι ὡς αἱρετικούς τούς βδελυττόμεθα, ὅ,τι λογῆς δηλαδή καί τούς Ἀρειανούς, ἤ Σαβελλιανούς, ἤ Πνευματομάχους Μακεδονιανούς… β΄ οἱ Λατίνοι εἶναι ἀβάπτιστοι, διατί δέν φυλάττουσι τάς τρεῖς καταδύσεις εἰς τόν βαπτιζόμενον, καθώς ἄνωθεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων παρέλαβεν».          

Ἀπό αὐτήν τήν τοποθέτηση προκύπτει ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τούς αἱρετικούς δέν τούς τιμοῦμε καί ὅτι ὁ Πάπας καί οἱ Λατίνοι εἶναι ἀβάπτιστοι καί ἑπομένως, ὄχι μόνο κάποια ἐκκλησία δέν ἐκπροσωποῦν, ἀλλά πρέπει νά τούς βάλλουμε στήν τάξη τῶν κατηχουμένων. Ἄρα, χωρίς βάπτισμα, οὔτε ἱερωσύνη μποροῦν νά ἔχουν, οὔτε ἀποστολική διαδοχή καί οὔτε νά ἀποτελοῦν «ἀδελφή ἐκκλησία», ὅπως προσπαθοῦν νά μᾶς παραπλανήσουν μερικοί μεγαλόσχημοι οἰκουμενιστές.

Ἐπισφραγιστική τῶν ἀνωτέρω εἶναι καί ἡ κατωτέρω θέση τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, μέ τήν ὁποία ἀποσαφηνίζει τήν στάση τῶν ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν Παπικῶν, ὅπως τήν βρίσκουμε στό «Ἑορτοδρόμιον», ὅπου ὁ Ὅσιος ἑρμηνεύει τόν ἰαμβικό κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς : «Τά κακόδοξα φρονήματα καί τά παράνομα ἔθη τῶν Λατίνων καί τῶν ἄλλων αἱρετικῶν πρέπει νά μισῶμεν καί νά ἀποστρεφόμεθα˙ εἴ τι δέ εὑρίσκεται ἐν αὐτοῖς ὀρθῶς ἔχον καί ὑπό τῶν Κανόνων τῶν Ἱερῶν Συνόδων βεβαιούμενον, τοῦτο δέν πρέπει νά μισῶμεν»[6]

Ἐπίσης, βασικές καί πάγιες θέσεις τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου περί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ εἶναι καί οἱ ἑξῆς : Ἡ ἱερωσύνη τους λογίζεται ὡς μιαροσύνη καί τά μυστήριά τους εἶναι κοινά καί ἄμοιρα ἁγιαστικῆς Χάριτος, ἄρα ἄκυρα. Ἡ προσθήκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, δηλ. ἡ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι παράνομη καί ὑπό ἀνάθεμα, καί ἀποτελεῖ τό πρῶτο καί ἔσχατο τῶν κακῶν καί τό προκαταρκτικότατο αἴτιο τοῦ σχίσματος. Ὅσον ἀφορᾶ τό Πάσχα, οἱ Λατίνοι εἶναι σχισματικοί, ἐπειδή ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιο καί τό καλαντάριο, καί γι’ αὐτό χωρίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τά πρωτεῖα καί πρεσβεία τοῦ Ρώμης καί τό εἰδικό προνόμιο ἐξουσίας στήν καθόλου Ἐκκλησία, δηλ. τό μοναρχικό καί ἀναμάρτητο ἀξίωμα, δέν στηρίζονται πουθενά, παρά μόνο σέ μύθους καί θρύλους, ὅπως τό θρυλούμενο θέσπισμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πρός τόν Σίλβεστρο Ρώμης (ψευδοκωνσταντίνειες – ψευδοϊσιδώρειες δωρεές). Ὁ Ὅσιος ἀποκαλεῖ τόν Πάπα Δίκερω Γίγα τῆς Ρώμης, καί μίξη ἄμικτη καί τέρας ἀλλόκοτο τήν συγκέντρωση στό πρόσωπό του τόσο τῆς κοσμικῆς ὅσο καί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας. Οἱ ἰδιότητες τοῦ Πάπα ὡς ἐσχάτου κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὐθεντίας, ὡς μονάρχου, ὡς ἐκκλήτου ὅλης τῆς οἰκουμένης, ὡς ἀναμαρτήτου καί ὡς ἄκρου ἀρχιερέως εἶναι ψευδεπίπλαστες φαντασιοπληξίες καί ἑδράζονται μόνο στήν ὀφρύ καί τό γαυρίαμα τοῦ Πάπα. Ἡ ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου ἀντιβαίνει στήν ἴδια τήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, πού εὐλόγησε τόν γάμο, ὅσο καί στά λεγόμενα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἡ κατάντια τῶν Παπικῶν καί τοῦ Πάπα ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, οἱ ὁποῖοι, κουρεμένοι καί ξυρισμένοι, μοιάζουν μέ καλούς γαμπρούς, μέ τήν διαφορά ὅτι φοροῦν πετραχήλι καί ὠμόφορο, ἐνῶ ἡ παπαλήθρα, δηλ. ἡ στρογγυλοειδής κουρά τῶν τριχῶν τῆς κορυφῆς τῆς κεφαλῆς τους, παρομοιάζεται μέ πορνικό στέφανο. Ἡ κατασκευή ἀγαλμάτων ἀντίκειται στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἡ εὐχή ἁγιασμοῦ, πού διαβάζεται στίς εἰκόνες, εἶναι νεωτερικῆς παπικῆς καί ὄχι ὀρθοδόξου προελεύσεως. Ὁ δίκερως Πάπας τῆς Ρώμης πράττει ἀντίχριστα, ὅταν τυπώνει κάτω στό πόδι του τόν Ζωοποιό Σταυρό καί τόν δίνει στούς προσερχομένους νά τόν ἀσπάζονται. Οἱ Λατίνοι τρῶνε πνικτά ἤ θηριάλωτα ἤ θνησιμαία καί κρέας μέ αἷμα καί τό χείριστο, μόνο αἷμα, ἐνῶ οἱ μοναχοί τους κρεωφαγοῦν. Οἱ Παπιστές σφάλλουν, ἐπίσης, καί σέ λειτουργικά θέματα, ὅταν λειτουργοῦν δύο φορές τήν ἴδια ἡμέρα, ὅταν χρησιμοποιοῦν ἄζυμα, ὅταν δέν θερμαίνουν τό ζέον, ὅταν κοινωνοῦν τούς πιστούς τους μόνο ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι τά Τίμια Δῶρα μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μέ τά ἱδρυτικά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σφάλλουν, ἀκόμη, ὑποστηρίζοντας τήν ἤδη γενομένη ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν καί κακῶν καί ἀδίκως κατηγοροῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι εἶναι στείρα ἁγίων μετά τό σχίσμα.

Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά παρατεθεῖ ἕνα περιστατικό σχετικά μέ τούς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου κατά τῶν αἱρετικῶν, ὅπως αὐτό διασώζεται στόν βίο του.

Καλέστηκε κάποτε ὁ Ὅσιος ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα, γιά νά συζητήσει δογματικά θέματα μέ Παπικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει γι’ αὐτόν τόν σκοπό στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅπως πάντοτε, ὅμως, ὁ Ὅσιος ἦταν ρακένδυτος καί φοροῦσε τσαρούχια. Οἱ Παπικοί προσεβλήθησαν καί διαμαρτυρήθηκαν. Ἀφοῦ δόθηκαν ἐξηγήσεις, ἄρχισε ἡ συζήτηση. Οἱ Παπικοί, κλονισθέντες ἀπό τόν πλοῦτο καί τήν δύναμη τῶν λόγων του, ρώτησαν, ἐάν ὑπάρχουν κι ἄλλοι στόν Ἄθω, ὅμοιοι μέ τόν συνομιλητή τους. Καί ὁ Ὅσιος Πατήρ τούς ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση : «Εἶναι πλῆθος, κι ἐγώ εἶμαι ὁ τελευταῖος»[7].

Τέλος, κρίνεται πολύ ἀναγκαῖο νά παρατεθεῖ καί ἡ γνώμη τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου σχετικά μέ τό θέμα τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ὡς ἀρνητική ἀπάντηση στούς ὑποστηρικτές αὐτῆς. Σημειώνει, λοιπόν, ὁ Ὅσιος : «Φυλαχθεῖτε ἀκόμη, ἀδελφοί, καί ἀπό τόν λογισμό αὐτόν, πού βάζει σέ κάποιους ὁ διάβολος καί τούς λέει ˙ ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος καί ἀμαθής καί δέν καταλαβαίνεις ἐκεῖνα, πού λέγονται  στήν Ἐκκλησία. Καί λοιπόν, γιατί νά πᾶς στήν Ἐκκλησία; Σᾶς ἀποκρίνεται, ἀδελφοί, ἕνας ἀββάς στό «Γεροντικό» καί σᾶς λέει ὅτι, ἄν καί ἐσεῖς δέν καταλαβαίνετε ἐκεῖνα, πού λέγονται στήν Ἐκκλησία, ὅμως ὁ διάβολος τά καταλαβαίνει καί γι’ αὐτό τρομάζει καί φοβᾶται καί φεύγει ἀπό σᾶς. Ἀφήνω νά λέω ὅτι καί ἐσεῖς, ἄν καί δέν καταλαβαίνετε ὅλα τά λόγια, πού λέγονται στήν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ὅμως πολλά λόγια ἀπ’ αὐτά τά καταλαβαίνετε καί μέ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε. Προσθέτω δέ κι αὐτό, ὅτι, ἄν ἐσεῖς συχνά πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία καί ἀκοῦτε τά θεία λόγια, ἡ συνέχεια ἐκείνη ἔχει νά σᾶς κάνει μέ τόν καιρόν νά καταλαβαίνετε ἐκεῖνα, πού προηγουμένως δέν καταλαβαίνατε, ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, διότι ὁ Θεός, βλέποντας τήν προθυμία σας, ἀνοίγει τό νοῦ σας καί τόν φωτίζει στό νά τά καταλαβαίνει»[8]. 

Σήμερα, λοιπόν, πού ἑορτάζουμε πανηγυρικῶς τήν μνήμη αὐτοῦ τοῦ στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς μιμηθοῦμε τήν σταθερά καί ἀκλόνητο πίστη τοῦ Ὁσίου στά παραδεδομένα δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς εἴμαστε πλήρεις γνῶστες τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, ἀσυμβίβαστοι σέ κάθε νόθευση καί παραχάραξή τους ἀπό τόν ὁποιονδήποτε, ἔτσι ὥστε, ἀκολουθώντας τήν πλούσια δογματική, λειτουργική, ἀσκητική, ἡσυχαστική, νηπτική, πατερική καί ἱεροκανονική θεολογία καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἔχουμε καλήν ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, πρεσβείαις τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1989, σσ. 25-26.

[2] Τοῦ ἰδίου, Πνευματικά Γυμνάσματα, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2004, σσ. 4-5.

[3] ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης˙ ὁ βίος καί τά ἔργα του, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1990, σσ. 17-19.

[4] Ὅ. π., σ. 234.

[5] ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης˙ ὁ βίος καί τά ἔργα του, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1990, σ. 286.

[6] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Γ΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 220.

[7] Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκδ. ‘’Ὀρθοδόξου Τύπου’’ στή σειρά ‘’Βίοι Ἁγίων’’, Ἀθήνα 1993, σσ. 19-20.

[8] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια των Χριστιανών˙ Λόγος ΙΒ’, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1999, σ. 305.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2022-07-13 20:33:43%ce%b7-%ce%b4%ce%b9%ce%b4%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bf%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%85-%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1-2