ΟΙ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ

Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος                                                                     

20-02-2006

1. Ἡ συμβολή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Ἰσλάμ.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀποτελεῖ τήν δεύτερη κυριότερη καί ἀρχαιότερη πηγή, μετά τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή[1], ἀπ’ὅπου μπορεῖ κανείς νά ἀντλήσει ὑλικό γιά τήν στάση τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ νευραλγικότατη συμβολή τοῦ ὁσίου μπορεῖ νά γίνει εὔκολα κατανοητή, παρουσιάζοντας ἐν συντομίᾳ καί περιλήψει τά βιογραφικά του στοιχεία καί τήν ἐν γένει κατάσταση, πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη.

Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἄραβες καί τό Ἰσλάμ εἶχαν πάρει τήν Συρία τό 634 μ.Χ. ὑπό τήν κυριαρχία τους ὕστερα ἀπό πολιορκία. Μάλιστα, ὁ παππούς τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, ἀποκαλούμενος Μανσούρ, ἦταν ὁ διοικητής τῆς βυζαντινῆς ἑλληνικῆς φρουρᾶς τῆς Δαμασκοῦ κατά τήν ἀραβική αὐτή ἐπίθεση, ὁ ὁποῖος, ἀδυνατώντας νά ἀντιμετωπίσει τούς ἀντιπάλους, παρέδωσε τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ μέ συνθήκη στούς Ἄραβες. Ἔτσι, κυριεύθηκε ἡ Δαμασκός στίς 30-08-634, ἡ ὁποία ἀργότερα, τό 661, μετεβλήθη σέ ἔδρα τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου.

Ἡ γέννηση τοῦ ὁσίου τοποθετεῖται 46 χρόνια ἀργότερα, τό 680, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ὅσιος μεγάλωσε κατά κόρον μέσα σ’ἕνα ἀραβοκρατούμενο – ἰσλαμικό περιβάλλον. Βέβαια, ὁ ὅσιος προερχόταν ἀπό ἐπιφανῆ, ἑλληνοσυριακή, χριστιανική οἰκογένεια της Δαμασκοῦ. Ὁ πατήρ του, Σέργιος, ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς του, προτιμήθηκε καί ἔγινε πρωτοσύμβουλος τοῦ Ἀμηρᾶ, δηλαδή ἔμπιστος διοικητής τῶν δημοσίων πραγμάτων. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνακηρύχθηκε πρωθυπουργός καί κυβερνήτης τῆς χώρας του. Φυσικό ἦταν ὁ Σέργιος νά μήν ἀφήσει τόν υἱό του χωρίς μόρφωση. Ἔτσι, ὁ ὅσιος ἀπό νεαρᾶς ἠλικίας παρακολούθησε τίς ἐγκύκλιες σπουδές ὑπό τήν καθοδήγηση ἑνός ἰκανοῦ διδασκάλου τῆς ἐποχῆς, τοῦ μοναχοῦ Κοσμᾶ[2], ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε ἀριθμητική, γεωμετρία, μουσική, ἀστρονομία, ρητορική, διαλεκτική, ἠθική κατά Πλάτωνα καί Ἀριστοτέλη καί, ἐν τέλει, θεολογία.

Βλέποντας τήν σοφία, τήν μόρφωση καί τήν ἀρετή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου ὁ ἀρχηγός τῶν Σαρακηνῶν, Οὐαλίδ, τοῦ ἔδωσε τό ἀξίωμα τοῦ πατρός του, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ μεταξύ εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ. Ὁ ὅσιος δέχθηκε, γιά νά μήν φανεῖ ἀπειθής, παρ’ ὅλο πού βαθειά του καρδιακή ἐπιθυμία καί πόθος ἦταν ἡ ἀποταγή τοῦ κόσμου καί ἡ μοναχική ζωή, ὅπου θά ἔσωζε τήν ψυχή του εὐκολώτερα.

Ἐκείνη, λοιπόν, τήν ἐποχή, ἀρχές τοῦ 8ου αι., ξεσπᾶ καί ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ λαϊκός, ἀκόμη Ἰωάννης, τόσο γραπτῶς, ὅσο καί προφορικῶς, ἀντιμετώπιζε ἀπό τήν Δαμασκό τήν εἰκονομαχική αἵρεση καί ἀναδείχθηκε ὁ μεγαλύτερος ὑπέρμαχος καί ὑποστηρικτής τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων κατά τήν πρώτη φάση τῆς εἰκονομαχικῆς ἔριδος.

Ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτωρ Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε γιά τόν ὅσιο και, παρακινούμενος ἀπό φθόνο καί ζήλο ἐναντίον του, ἐπενόησε μιά ὕπουλη καί ἀνεπενάληπτη συκοφαντία. Ἀφοῦ προμηθεύθηκε ἕνα ἰδιόχειρο ἔργο τοῦ ὁσίου, ἔδωσε ἐντολή σέ ἔμπιστο καλλιγράφο του νά ἀπομιμηθεῖ μέχρι κεραίας τόν γραφικό χαρακτῆρα τοῦ ὅσίου καί νά γράψει μιά ἐπιστολή, πού θά ἀνῆκε δῆθεν στόν ὅσιο καί ἡ ὁποία θά ἀπευθυνόταν στόν αὐτοκράτορα καί θά περιεῖχε προτροπή νά ἔλθει ὁ Λέων νά κυριεύσει ἀμαχητί τήν Δαμασκό, ἀφοῦ ὁ Χαλίφης θά ἔλιπε. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Λέων ἀπέστειλε τήν πλαστή καί συκοφαντική αὐτή ἐπιστολή στόν Οὐαλίδ, χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ, μαζί μέ μιά δική του ἐπιστολή, μέ τήν ὁποία ἐκφράζει τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη του πρός αὐτόν, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τήν ἀποστολή τῆς ψευδεπιγράφου ἐπιστολῆς πρός τόν ἴδιο, ἀπό τήν ὁποία ἀπορρέει ὅτι ὁ ὅσιος ἀναμφισβήτητα ὑποσκάπτει καί ἐπιβουλεύεται τόν Οὐαλίδ καί τήν βασιλεία του.

Ὁ Χαλίφης, ἀγνοώντας βέβαια τήν σκευωρία, πίστευσε τόν Λέοντα καί ἔδωσε ἀμέσως διαταγή νά ἀποκοπεῖ τό δεξί χέρι τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, μέ τό ὁποῖο δῆθεν εἶχε γράψει τήν επιστολή, καί νά κρεμασθεῖ στήν κεντρική πλατεία τῆς Δαμασκοῦ πρός παραδειγματισμό, ὅπερ καί ἐγένετο. Τό βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὕστερα ἀπό παράκληση τοῦ ὁσίου, τοῦ ἀποδίδεται ἡ ἀποκοπείσα χείρ του, ὁ ὁποῖος τρέχει καί πέφτει γονυκλινής καί ἰκετευτικῶς μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού εἶχε στό σπίτι του καί τήν ὁποία φύλασσε ὡς οἰκογενειακό κειμήλιο, καί παρακαλεῖ νά θεραπευθεῖ τό χέρι του μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά συνεχίσει νά γράφει ὑπέρ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Κουρασμένος ἀπό τόν πόνο καί τήν ἔνταση, ἀποκοιμήθηκε καί βλέπει σέ ὄραμα τήν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία απεκατέστησε τήν χεῖρα του, ζητώντας του παράλληλα νά συνεχίσει τόν ἀγώνα του ὑπέρ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ξυπνώντας, βλέπει τό χέρι του θεραπευμένο καί, ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης καί χαρᾶς, φρόντισε καί προσάρτισε στό κάτω ἀριστερό μέρος τῆς εἰκόνος ἕνα ἀργυρό ὁμοίωμα τοῦ κομμένου χεριοῦ του, ἔτσι ὥστε νά μείνει εἰς αἰώνιον μνήμην τό θαῦμα αὐτό. Ἡ δέ εἰκόνα τῆς Παναγίας μετονομάσθηκε σέ «Τριχεροῦσα»[3].

Βλέποντας ὁ χαλίφης τό θαῦμα, κατάλαβε τό σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν ὅσιο, ζητώντας του νά καταλάβει πάλι τήν θέση, πού εἶχε ὡς πρωθυπυργός. Ὅμως, ὁ ὅσιος αὐτή τή φορά ἀρνήθηκε καί ἀποχώρησε ἀπό τόν κόσμο, ἐκπληρώντας τήν ἐπιθυμία του, μονάζοντας δηλαδή στήν Λαῦρα τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, ὅπου καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 754 μ.Χ.

Ἐκ τῶν προαναφερθέντων καθίσταται εὐκόλως νοούμενον ὅτι ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ὡς ἀνώτερος πολιτικός ἀξιωματοῦχος στήν ὑπηρεσία τοῦ χαλίφη, εἶχε τήν εὐκαιρία νά ἔλθει σέ στενή σχέση καί ἐπαφή μέ τήν θρησκεία τοῦ νέου κατακτητῆ, τόν τρόπο σκέψεως καί τήν ψυχή του. Ἡ καθημερινή του τριβή καί συνάντηση μέ τούς Σαρακηνούς, ὅπως ἐπίσης καί οἱ συχνές αναφορές στά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλαμισμοῦ ἦταν ἀναπόφευκτες. Ἡ μόρφωσή του, ἡ γνώση τῆς ἀραβικῆς γλώσσης καί τῆς ἰσλαμικῆς φιλολογίας τοῦ ἔδιδαν τό μοναδικό προνόμιο νά μπορεῖ νά διεισδύσει στό πνεῦμα τοῦ Κορανίου καί νά ἐπισημαίνει τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀδυναμίες τῆς ἰσλαμικῆς θρησκείας, μέ σκοπό τόν ἔλεγχο καί τήν ἀνασκευή της. Ἀποδείχθηκε δηλαδή καί θεωρητικός καί ἐμπειρικός γνώστης τοῦ Ἰσλάμ.

Ἑπομένως, μέ ὅλ’ αὐτά τά πλεονεκτήματα, πού διέθετε, νομίζουμε ὅτι ἡ γνώμη του ἔχει ἴδιαίτερη βαρύτητα καί εἶναι ἀξία μεγίστης προσοχῆς καί μιμήσεως, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τήν κύρια πηγή ὅσων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ἀσχολήθηκαν στό πέρασμα τῶν αἰώνων μέ τήν ἀνατροπή τῆς πλάνης τοῦ  Ἰσλάμ. Γνώμη, ἡ ὁποία διατυπώνεται σαφέστατα στά σχετικά του κείμενα, τά ὁποία καί θά παρουσιάσουμε στή συνέχεια.

2. Τά ἀντιρρητικά κείμενα τοῦ ὁσίου ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ

2.1 Περί αἱρέσεων

Ὅ ὅσιος ἀπό τήν Μονή, πλέον, τοῦ ὁσίου Σάββα, ἐκτός ἀπό τούς μοναχικούς του ἀγῶνες, ἐπιδίδεται καί στήν συγγραφή σπουδαιοτάτων ἔργων ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γράφει ἔργα ἑρμηνευτικά, δογματικά, ἀντιρρητικά, ασκητικά, ἠθικά, ὁμιλητικά, ἁγιολογικά καί ὑμνογραφικά.

Τό σημαντικότερο δογματικό ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ «Πηγή Γνώσεως», τό ὁποῖο διαιρεῖται σέ τρία μέρη : α) «Φιλοσοφικά κεφάλαια», β) «Περί αἱρέσεων», καί γ) «Ἔκθεσις ἤ ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως».

Τό δεύτερο μέρος τῆς «Πηγῆς Γνώσεως», τό «Περί αἱρέσεων» εἶναι μιά σύντομη καί ἀκριβολογική περίληψη 103 αἱρέσεων. Στηρίζεται σέ παλαιότερους θεολόγους, ἰδιαίτερα στόν Θεοδώρητο Κύρου καί τόν Ἐπιφάνιο. Οἱ ἀπόψεις τοῦ ὁσίου γιά ὀρισμένες νεότερες αἱρέσεις (Ἰσμαηλίτες ἤ Μωαμεθανοί καί εἰκονομάχοι) εἶναι πρωτογενεῖς. Ἐνῶ γιά τίς ἄλλες αἱρέσεις τό μόνο, πού κάνει, εἶναι νά παραθέτει διάφορες γνωστές θέσεις περί αὐτῶν ἀπό προγενέστερους Πατέρες, γι’αὐτές τίς δύο αἱρέσεις καταγράφει τήν δική του προσωπική μαρτυρία καί κρίση. Αὐτή εἶναι καί ἡ πρωτοτυπία τοῦ ἔργου.

Βέβαια, πολύ ὀρθά ὁ ὅσιος κατατάσσει τό Ἰσλάμ στίς αἱρέσεις, ἀφοῦ, ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ διδασκαλία του ἀποτελεῖ ἕνα μίγμα, ἕνα κράμα διαφόρων αἱρέσεων, ὅπως τῆς εἰδωλολατρείας, τοῦ Ζωροαστρισμοῦ, τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Γνωστικισμοῦ, τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Ἀφθαρτοδοκητισμοῦ καί τῆς Εἰκονομαχίας[4].

Ἐξ ἀρχῆς θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου προκύπτει ὅτι πρωταρχικός σκοπός τοῦ ὁσίου δέν εἶναι νά κάνει μιά σοβαρή θεολογική συζήτηση, ἐλέγχοντας μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα τήν πλάνη τοῦ Ἰσλάμ. Στόχος του εἶναι νά τήν γελοιοποιήσει, νά τήν παρουσιάσει ὅτι εἶναι γιά γέλια, νά πέσει στήν ὑπόληψη τῶν ἀναγνωστῶν. Δέν τήν θεωρεῖ κἄν ἄξια νά ἀσχοληθεῖ κανείς σοβαρά μέ μιά τέτοια θρησκεία. Αὐτό, μάλιστα, καταφαίνεται ἀπό τά ἴδια τά λόγια τοῦ ὁσίου, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τέσσερεις φορές τήν φράση «γέλωτος ἄξια»[5], ὅτι δηλαδή τά πιστεύω τοῦ Ἰσλάμ εἶναι ἄξια μόνο γιά γέλια.

Ἄς ἔλθουμε, ὅμως, τώρα νά ἐξετάσουμε τό ἴδιο τό κείμενο.

Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὁ ὅσιος μᾶς δίνει τήν γνώμη του γιά τό Ἰσλάμ. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι θρησκεία, ἀλλά λαοπλάνος καί πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἔστι δέ καί ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου»[6]. Στή συνέχεια, ἀναφέρεται στήν καταγωγή της. Ἰσμαηλῖτες λέγονται, ἐπειδή κατάγονται ἀπό τόν Ἰσμαήλ, τόν υἱό τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τήν Ἄγαρ, καί Ἀγαρηνοί ἀπό τήν Ἄγαρ. Ἀποκαλοῦνται, ἐπίσης, καί Σαρακηνοί ὡς ἐκ τῆς «Σάρρας κενούς»[7], ἐπειδή ἡ Ἄγαρ εἶχε πεῖ στόν ἄγγελο ὅτι ἡ Σάρρα τήν ἀπέλυσε κενή. Ἀναφέρει, ἐπίσης, ὅτι μέχρι τά χρόνια τοῦ Ἠρακλείου αὐτοί ἦταν εἰδωλολάτρες, γιατί προσκυνοῦσαν τό φωτεινό ἄστρο καί τήν Ἀφροδίτη, τήν ὁποία ὀνόμασαν Χαβάρ, πού σημαίνει μεγάλη. Ἀπό τά χρόνια, ὅμως, τοῦ Ἠρακλείου ἐγκατέλειψαν τήν εἰδωλολατρεία καί προσκολήθηκαν στόν Μωάμεθ, τόν ὁποῖο ἔρχεται στή συνέχεια καί μᾶς τόν παρουσιάζει.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ὅσιος ἀποκαλεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τόν Μαμέδ (Μωάμεθ) ψευδοπροφήτη καί τόν κατηγορεῖ ὅτι συνέστησε τήν αἵρεσή του ὕστερα ἀπό μιά ἐπιφανειακή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μιά συνομιλία μ’ ἕνα Ἀρειανό μοναχό καί ἀφοῦ διέδωσε τήν ψεύτικη φήμη ὅτι ὅλ’ αὐτά, πού θέσπισε, εἶναι θεόσταλτα. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο κατάφερε νά παρασύρει τόν λαό. Καυστικότατο εἶναι τό σχόλιο τοῦ ὁσίου ὅτι ὅλα τά θεσπίσματα τοῦ βιβλίου τοῦ Μωάμεθ, δηλαδή τοῦ Κορανίου, εἶναι «γέλωτος ἄξια», τό ὁποἶο καθιέρωσε στό ἔθνος του, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανο τήν δῆθεν θεοσεβῆ καί ἠθική πολιτεία του.

Μέχρι ἐδῶ ὁ ὅσιος καταφέρνει νά δημιουργήσει τήν σαφή ἀντίληψη στόν ἀναγνώστη ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μ’ ἕνα αἱρετικό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε μιά δική του αἵρεση.

Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ὅσιος μᾶς δίνει πολύ συστηματικά καί συνοπτικά τό πιστεύω, τήν διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ[8], ἐκ τῆς ὁποίας συνάγεται ὅτι τό Ἰσλάμ δέν δέχεται τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο, ἀφοῦ ἐκ μεγάλης συγχύσεως λέγει ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε ἀπό τήν Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Μωϋσέως,  δέν δέχεται τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τόν Σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του. Ἀρνεῖται τό Θεανθρώπινο πρόσωπό Του καί Τόν θεωρεῖ ὡς ἕνα μεγάλο προφήτη τοῦ Ἀλλάχ, σάν τόν Μωάμεθ, ἀλλά κτίσμα καί δοῦλο τοῦ Θεοῦ καί ἁπλό, ψιλό ἄνθρωπο. Ὑπάρχουν, τέλος, λέγει ὁ ὅσιος κι ἄλλα τερατολογήματα στήν διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ «γέλωτος ἄξια», γιά τά ὁποῖα, ὅμως, ὁ Μωάμεθ καυχιέται ὅτι τά παρέλαβε ἐκ Θεοῦ.

Πιό κάτω ὁ ὅσιος ὑπεισέρχεται σ’ ἕνα πολύ καίριο σημεῖο τῆς διαλογικῆς συζητήσεως μέ τούς Σαρακηνούς, μέ τό ὁποῖο τούς κατασυντρίβει καί τούς ἀφήνει ἀναπολόγητους, χωρίς νά μποροῦν νά προβάλλουν πειστικά ἐπιχειρήματα. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἡ πάγια θέση τοῦ Δαμασκηνοῦ ὅτι ἐκλείπει κάθε αὐθεντική μαρτυρία γιά τό ὅτι τό Κοράνιο εἶναι θεόσταλτο καί ὁ προφήτης τους ἀληθινός. Τούς ρωτᾶ : «Καί τίς ἐστιν ὁ μαρτυρῶν, ὅτι γραφήν αὐτῷ δέδωκεν ὁ Θεός; Καί τίς τῶν προφητῶν προεῖπεν ὅτι τοιοῦτος ἀνίσταται προφήτης»[9]; Μή ἔχοντας τί νά ἀπαντήσουν οἱ Σαρακηνοί, ὅ ὅσιος τούς φέρνει δύο παραδείγματα. Τό πρῶτο εἶναι ὁ Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος παρέλαβε τόν Νόμο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά μπροστά στά μάτια τοῦ λαοῦ καί μέ φοβερές θεοσημίες, καί τό δεύτερο ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά τόν Ὁποῖο ὅλοι οἱ προφῆτες, ἀπό τόν Μωϋσῆ κι ἔπειτα, μαρτύρησαν καί προφήτευσαν γιά ὅλο τό σχέδιο τῆς προαιώνιας Θείας Οἰκονομίας. Καί τούς ξαναρωτᾶ : «Πῶς καί ὁ δικός σας ὁ προφήτης δέν ἦλθε μ’αὐτόν τόν τρόπο, δηλαδή μαρτυρούμενος καί προφητευόμενος»; Οἱ Σαρακηνοί, ἔχοντάς τα χαμένα, ἀπαντοῦν μέ τό ἀόριστο : «Ὁ Θεός ὅσα θέλει ποιεῖ»[10]. Ὁ ὅσιος, ὅμως, τούς ρωτᾶ νά ἀπαντήσουν πιό συγκεκριμένα στό πῶς κατέβηκε ἡ γραφή στόν προφήτη τους κι αὐτοί ἀπαντοῦν ὅτι, ἐνῶ κοιμόταν, κατέβηκε ἡ γραφή πάνω του. Βέβαια, δέν χάνει τήν εὐκαιρία ὁ ὅσιος νά γελοιοποιήσει γιά μιά ἀκόμη φορά τόν Μωάμεθ, προσαρμόζοντας σ’αὐτόν τήν λαϊκή παροιμία, πού ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ, «κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται».

Ὁ ὅσιος, ὅμως, δέν ἀρκεῖται μόνο στά παραπάνω, μέ τά ὁποῖα κατέδειξε τήν παντελή ἀπουσία κάθε γνήσιας μαρτυρίας περί τοῦ ψευδοπροφήτου καί τοῦ ψευδοβιβλίου του, ἀλλά προχωρεῖ καί στό νά ἀποκαλύψει καί τήν πλήρη ἀντίθεση, καταπάτηση καί παρακοή τῶν Σαρακηνῶν ἔναντι τοῦ ἴδιου τους τοῦ βιβλίου, τοῦ Κορανίου. Τούς λέγει ὅτι, ἀφοῦ τό Κοράνιο ἐντέλλεται τίποτα νά μήν κάνουν καί νά μήν δέχονται ἄνευ μαρτύρων, πῶς δέχθηκαν τόν Μωάμεθ καί τήν θρησκεία του, χωρίς νά ἐξετάσουν τήν αὐθεντικότητα καί γνησιότητά του; Γιά ὅλα τά ἄλλα τά εὐτελή πράγματα (π.χ. γυναῖκες, γαϊδάρους, κτήνη, κτήματα) ἔχουν μάρτυρες, ἐνῶ γιά τό τόσο σοβαρό θέμα τῆς πίστεως καί τῆς γραφῆς παραμένουν ἀμάρτυροι. Οἱ Σαρακηνοί, ὅπως εἶναι φυσικό, σιωποῦν γεμᾶτοι ντροπή και ὁ ὅσιος καταλήγει στό ἀναμφισβήτητο συμπέρασμα ὅτι γιά τόν Μωάμεθ καμμία γραφή δέν μαρτυρεῖ.

Παρακάτω ὁ ὅσιος ἀσχολεῖται μέ δύο κατηγορίες, τίς ὁποῖες προσάπτουν οἱ Ἀγαρηνοί στούς Χριστιανούς.

πρώτη κατηγορία σχετίζεται μέ τήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό. «Καλοῦσιν ἡμᾶς ἑταιριστάς»[11]. Μᾶς ἀποκαλοῦν ἑταιριστές, ὅτι δηλαδή εἰσάγουμε στόν Θεό σύντροφο, γιατί λέμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. Μέ τήν κατηγορία αὐτή ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι ἀπορρίπτουν τόν Τριαδικό Θεό καί ἀρνοῦνται τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ὁ Χριστός εἶναι δοῦλος του, κατώτερός του. Ἔτσι, ἀφοῦ εἰσάγουμε τόν Χριστό, ἕνα κατώτερο, δίπλα στόν Θεό, ἄρα ἑταιριάζουμε.

Δέν διστάζει ὁ Δαμασκηνός νά ἀπαντήσει, λέγοντας ὅτι ἔτσι μᾶς παρέδωσαν νά πιστεύουμε ἡ Γραφή καί οἱ προφῆτες, τούς ὁποίους κι ἐσεῖς δέχεσθε, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. Μήπως, λοιπόν, δέν πιστεύουμε ὀρθῶς;

Απολογούμενοι οἱ Ἀγαρηνοί ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ Χριστιανοί, στήν προσπάθειά μας νά ἐξηγήσουμε ἀλληγορικά τούς προφῆτες, προσθέσαμε αὐτή τήν διδασκαλία καί ὅτι οἱ Ἑβραῖοι ἀπό μῖσος μᾶς παραπλάνησαν ὅτι τάχα τά ἔγραψαν οἱ προφῆτες, γιά νά ὀδηγηθοῦμε στήν ἀπώλεια.

Ὁ ὅσιος, θεωρώντας τά παραπάνω ὡς ὑπεκφυγή, τά ἀντιπαρέρχεται καί ἐπιστρέφει πιό δυναμικά αὐτή τή φορά στήν κατηγορία, λέγοντας : «Γιατί μᾶς κατηγορεῖτε ὡς ἑταιριστές, ἀφοῦ κι ἐσεῖς λέτε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος καί Πνεῦμα Θεοῦ; Διότι, ὁ Λόγος καί τό Πνεῦμα εἶναι ἀχώριστα ἐκείνου στόν ὁποῖο ὑπάρχουν ἀπό τήν φύση του. Ἐάν, λοιπόν, ὁ Λόγος του ὑπάρχει στόν Θεό, εἶναι φανερό ὅτι εἶναι καί Θεός, ἐνῶ, ἄν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τόν Θεό, σύμφωνα μέ σᾶς, ὁ Θεός εἶναι ἄλογος καί ἄπνους. Ἀποφεύγοντας, λοιπόν, νά κάνετε συνεταῖρο τοῦ Θεοῦ, Τόν κόψατε. Γιατί θά ἦταν καλύτερα νά λέγατε ὅτι ἔχει συνεταῖρο, παρά νά Τόν κόψετε»[12]. Μέ αὐτόν τόν ἁπλό συλλογισμό ὁ ὅσιος ἀντικρούει τήν κατηγορία, τήν ὁποία τώρα στρέφει ἐναντίον τῶν Μουσουλμάνων, κατηγορώντας τους ὅτι εἶναι «Κόπτες τοῦ Θεοῦ»[13].

δεύτερη κατηγορία ἔχει νά κάνει μέ τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἐξαιτίας τῆς προσκυνήσεως τοῦ ὁποίου μᾶς ἀποκαλοῦν εἰδωλολάτρες. Ὁ Δαμασκηνός ἐδῶ μᾶς δίνει καί μιά πληροφορία, ἀποκαλυπτική τῆς στάσεως τοῦ Ἰσλαμισμοῦ ἔναντι τοῦ Σταυροῦ. Μᾶς λέγει : «Ὅν [σταυρόν] καί βδελύσσονται [οἱ Σαρακηνοί]»[14]. Τόν Σταυρό, ὄχι μόνο Τόν θεωροῦν ὡς εἴδωλο, ἀλλά, ἐπιπλέον, Τόν βδελύσσονται, Τόν ἀποστρέφονται. Φρίττουν καί τρέμουν σάν τόν διάβολο, ὅταν βλέπουν τήν δύναμή Του. Αὐτό, βέβαια, εὔκολα ἐξηγεῖται, ἐπειδή γιά τούς Μουσουλμάνους ὁ Σταυρός θεωρεῖται ὁ πιό ἀτιμωτικός θάνατος καί δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν πῶς ὁ Σταυρός ἀπό κατάρα ἔγινε εὐλογία. Ἐπιβεβαιώνονται γιά ἄλλη μιά φορά τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι  «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρία»[15].

Ὁ Δαμασκηνός, ἀντικρούοντας κι αὐτήν τήν κατηγορία, τούς λέγει ὅτι κι αὐτοί εἶναι εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ πηγαίνουν καί τρίβονται πάνω σέ μιά πέτρα, τήν Κααμπά, τήν φιλᾶνε καί τήν ἀσπάζονται. Αὐτοί ἀπαντοῦν ὅτι πάνω σ’ αὐτή τήν πέτρα ἦλθε σ’ ἐπαφή ὁ Ἀβραάμ μέ τήν Ἄγαρ καί ὅτι σ’ αὐτήν τήν πέτρα ἔδεσε ὁ Ἀβραάμ τήν καμήλα του, ὅταν ἐπρόκειτο νά θυσιάσει τόν Ἰσαάκ. Ὁ Δαμασκηνός, ἀφοῦ τούς ἐλέγχει γιά τήν ἄγνοιά τους σχετικά μέ αὐτό τό θέμα κι ἀφοῦ ὑποθετικά δέχεται ὅτι ἡ πέτρα εἶναι τοῦ Ἀβραάμ, τούς λέγει : «Δέν ντρέπεσθε ἐσεῖς, πού προσκυνᾶτε μιά τέτοια πέτρα, καί πρέπει νά ντραποῦμε ἐμεῖς, πού προσκυνοῦμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καί ἡ πλάνη τοῦ διαβόλου»; Ἐπισημαίνει, τέλος, ὅτι αὐτή ἡ πέτρα εἶναι τό κεφάλι τῆς Ἀφροδίτης, πάνω στήν ὁποία παρατηροῦνται ἴχνη σκαλίσματος. Ἄρα, νά ποιοί εἶναι οἱ εἰδωλολάτρες.

Στή συνέχεια, ὁ ὅσιος ἀναφέρεται δειγματοληπτικά σέ τέσσερεις περικοπές ἀπό τό Κοράνιο, τίς ὁποῖες, μάλιστα, ἀποκαλεῖ «ληρωδίες», δηλαδή φλυαρίες, γιά νά μᾶς δώσει νά καταλάβουμε ἀκόμη καλύτερα τήν γελοιότητα καί τήν ἀνοησία, πού ὑπάρχει στή δῆθεν θεόσταλτη γραφή.

πρώτη περικοπή ἀναφέρεται στήν γραφή τῆς γυναίκας, ἡ ὁποία ὀρίζει γιά τόν γάμο καί τό διαζύγιο. Σύμφωνα μ’ αὐτή, ὁ ἄνδρας μπορεῖ νά ἔχει τέσσερεις γυναῖκες καί χίλιες παλλακίδες, οἱ ὁποῖες θά ὑπακούουν στίς τέσσερεις γυναῖκες. Τό διαζύγιο ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τήν βούληση τοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ὅποτε θέλει, μπορεῖ νά διώξει μιά ἀπό τίς γυναῖκες του καί νά πάρει ἄλλη. Μᾶς πληροφορεῖ, ὅμως, ὁ ὅσιος ὅτι ἡ θέσπιση τοῦ διαζυγίου προῆλθε ἀπό τό πάθος τοῦ ἔρωτα, πού εἶχε ὁ Μωάμεθ γιά μιά γυναῖκα. Συγκεκριμένα λέγει ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶχε ἕνα συνεργάτη, τόν Ζεΐδ, ὁ ὁποῖος εἶχε μιά πολύ ὄμορφη γυναῖκα, τήν ὁποῖα ἐρωτεύθηκε ὁ Μωάμεθ. Καί κάποια φορά λέγει ὁ Μωάμεθ στόν Ζεΐδ : «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἐντολή νά χωρίσεις τήν γυναῖκα σου» καί ὁ Ζεΐδ τήν χώρισε. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες τοῦ εἶπε : «Ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή νά τήν πάρω ἐγώ». Ἀφοῦ τήν πῆρε καί μοίχευσε μαζί της, θέσπισε καί τόν νόμο, ὅποιος θέλει, νά χωρίζει τήν γυναῖκα του. Ἐάν, ὅμως, μετά τόν χωρισμό ἐπιστρέψει σ’ αὐτήν, νά τήν πανδρευθεῖ ἄλλος. Γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά τήν πάρει, ἄν δέν πανδρευθεῖ ἀπό ἄλλον. Ἐάν καί ὁ ἀδελφός χωρίσει τήν γυναῖκα του, νά τήν πανδρεύεται ὁ ἀδελφός του, ἄν θέλει.  Ἐπιπροσθέτως, ἀναφέρει ὁ ὅσιος καί τό ρητό τοῦ Κορανίου «εἴργασαι τήν γῆν, ἥν ὁ Θεός ἔδωκέ σοι, καί φιλοκάλησον αὐτήν»[16], ἀναφερόμενο στήν γυναῖκα, καί σταματάει τό θέμα ἐδῶ, αἰδούμενος νά μολύνει τήν γλώσσα του καί τήν σκέψη τῶν ἀναγνωστῶν μέ ἄλλα παρόμοια αἰσχρά πράγματα τοῦ Μωάμεθ.

δεύτερη περικοπή, τήν ὁποία ἐπεξεργάζεται ὁ ὅσιος, σχετίζεται μέ τήν καμήλα τοῦ Θεοῦ. Μέ σκωπτική διάθεση διηγεῖται ὅτι μιά καμήλα, σταλμένη ἀπ’ τόν Θεό, ἤπιε ὅλο τό ποτάμι καί δέν μποροῦσε νά περάσει ἀνάμεσα ἀπό δύο βουνά, ἐπειδή δέν χωροῦσε. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, ἕνας λαός στόν τόπο ἐκεῖνο, πού τήν μιά μέρα ἔπινε ἐκεῖνος τό νερό, καί τήν ἑπομένη ἡ καμήλα, πίνοντας τό νερό, τούς ἔτρεφε, δίνοντάς τους γάλα ἀντί γιά νερό. Καί ρωτᾶ ὁ ὅσιος τούς Σαρακηνούς : «Γιατί ὁ προφήτης σας, στόν ὁποῖο, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, μίλησε ὁ Θεός, δέν ἔμαθε γιά τήν καμήλα, ποιό εἶναι τό νόημα καί ὁ συμβολισμός της, ποιά ἦταν ἡ καμήλα, ποιός ὁ λαός, πού ἔπινε τό γάλα, ποῦ βρίσκεται τώρα ἡ καμήλα»; Κάνει λόγο, ἐπίσης, καί γιά τίς παχυλές ἀντιλήψεις, πού ἔχουν οἱ Μουσουλμάνοι γιά τόν Παράδεισο, λέγοντας ὅτι μπορεῖ ἡ καμήλα νά βρίσκεται στόν Παράδεισο, ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τούς Ἀγαρηνούς, στόν Παράδεισο κυλοῦν τρία ποτάμια, ἕνα μέ νερό, ἕνα μέ κρασί καί ἕνα μέ γάλα. Τελικά, ὅμως, τούς βεβαιώνει μέ αὐστηρότητα ποῦ βρίσκεται ἡ καμήλα καί ποῦ θά καταλήξουν κι αὐτοί, ὅτι δηλαδή ἡ θαυμάσια καμήλα τους βρίσκεται σέ ψυχές ὄνων, ὅπου κι αὐτοί πρόκειται νά ζήσουν ὡς κτηνώδεις, πηγαίνοντας ὡς πρόδρομος αὐτῶν, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τό «σκότος τό ἐξώτερον καί κόλασις ἀτελεύτητος, πῦρ ἠχοῦν, σκώληξ ακοίμητος καί ταρτάριοι δαίμονες»[17]. Ἀπό τό τελευταῖο ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰσλαμισμός εἶναι μιά δαιμονική θρησκεία, ἡ ὁποία τό μόνο, πού μπορεῖ νά προσφέρει στούς ἀκολούθους της εἶναι ἡ παράδοση τῶν ψυχῶν τους στόν δαίμονα καί ἡ ὀριστική ἀπώλειά τους. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας.

τράπεζα εἶναι τό τρίτο θέμα, γιά τήν ὁποία πάρα πολύ συνοπτικά μᾶς ἀναφέρει ὁ ὅσιος, καί μάλιστα χωρίς νά σχολιάσει, ὅτι ὁ Χριστός ζήτησε ἀπό τόν Θεό τραπέζι καί ὁ Θεός Τοῦ τό ἔδωσε, λέγοντάς του ὅτι ἔδωσε σ’ Αὐτόν καί τούς δικούς Του «τράπεζα ἄφθαρτον »[18].

Τέλος, κατακλείοντας τήν ἀναφορά του στήν αἵρεση τῶν Ἰσμαηλιτῶν, ὁ ὅσιος ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί μόνο στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Τό μικρό βόδι», παραθέτοντας στή συνέχεια κι ἄλλα «ληρήματα γέλωτος ἄξια», ὅπως τήν περιτομή ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τήν μή τήρηση τοῦ Σαββάτου, τήν ἄρνηση τοῦ βαπτίσματος, τήν ἀπαγόρευση κατανάλωσης τροφῶν, πού ἀπαγορεύει ὁ νόμος, καί, ἐν κατακλείδι, τήν ἀπαγόρευση τῆς οἰνοποσίας.

2.2 Διάλεξις Σαρακηνοῦ καί Χριστιανοῦ

Ἔπειτα ἀπό τήν παρουσίαση καί ἀνάλυση τῆς πραγματείας τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ περί τῶν Ἰσμαηλιτῶν, περνᾶμε τώρα στήν ἐξέταση μιᾶς ἄλλης πραγματείας, ἡ ὁποία ἀποδίδεται κι αὐτή στόν ὅσιο Ἰωάννη μέν, ἡ δέ μέχρι τῆς σήμερον επιστημονική ἔρευνα κρίνει ὅτι ἡ γνησιότητά της εἶναι ἀμφισβητούμενη[19], καί ἡ ὁποία εἶναι ἡ «Διάλεξις Σαρακηνοῦ καί Χριστιανοῦ».

Παρ’ ὅτι επιγράφεται «Διάλεξις», δηλαδή συζήτηση, διάλογος, ἐντούτοις δέν πρόκειται περί διαλέξεως ἤ συζητήσεως πραγματικῆς, ἀλλά γιά ἕνα ὑπόδειγμα διαλόγου καί μᾶλλον γιά ἕνα ἐγχειρίδιο, πού ἔχει κατασκευάσει ὁ γράφων, προκειμένου νά βοηθήσει τούς Χριστιανούς στίς συζητήσεις, πού ἐνδεχομένως νά ἔχουν μέ τούς Μωαμεθανούς, καί μέ τό ὁποῖο θά μποροῦν ἄνετα νά τούς ἀντιμετωπίσουν στίς ὅποιες ἀντιρρήσεις μπορεῖ νά προβάλλουν ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τίς πολλές ἐκτός τῆς ροῆς τῆς διαλέξεως παρεμβάσεις, πού κάνει ὁ συγγραφέας[20]. Κύρια θέματα τῆς «Διαλέξεως» εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, τό πεπρωμένο, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (σάρκωση, δύο φύσεις, δύο ἐνέργειες), ἀλλά καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἄς ἔλθουμε τώρα νά δοῦμε τό κείμενο.

Στήν ἀρχή, λοιπόν, τῆς «Διαλέξεως» ρωτᾶ ὁ Σαρακηνός τόν Χριστιανό : «Τίνα λέγεις αἴτιον καλοῦ καί κακοῦ»;[21] καί ὁ Χριστιανός ἀπαντᾶ ὅτι αἴτιος ὅλων τῶν ἀγαθῶν εἶναι μόνο ὁ Θεός καί αἴτιος τῶν κακῶν ὁ διάβολος καί ὁ ἄνθρωπος. Καί ἐπεξηγεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν, ἐπειδή ἔχει τό αὐτεξούσιο, δηλαδή τήν ἐλευθερία. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐλευθερία του δέν εἶναι ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική. Μπορεῖ νά κάνει τά καλά, πού προστάζει ὁ νόμος, ὅπως δοξολογία  καί προσευχή, μπορεῖ νά κάνει καί τά κακά, παραβαίνοντας τόν νόμο, ὅπως πορνεία καί κλοπή. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά κάνει, ὅσο καί νά θέλει, καλά πράγματα, πού ὑπερβαίνουν τήν δύναμή του καί εἶναι μόνο στήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν ἤλιο, τήν σελήνη καί τά ἄστρα. Ἐσεῖς οἱ Μουσουλμάνοι, ὅμως, συνεχίζει ὁ Χριστιανός, πιστεύετε ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἴτιος καί τῶν καλῶν καί τῶν κακῶν. Ἔτσι, ὅμως, ἀποδεικνύεται ὁ Θεός ἄδικος, γιατί, ἀφοῦ προστάζει νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι ἀδικίες, θά ἔπρεπε νά τούς ἐπιβραβεύει καί ὄχι νά τούς τιμωρεῖ, ἐφ’ ὅσον αὐτοί πράττουν τό θέλημά Του. Ἀκόμη καί τό Κοράνιο καί οἱ νομοθέτες του βγαίνουν ψεῦστες, ἀφοῦ διατάσσουν ὁ πόρνος καί ὁ κλέφτης νά δέρνονται καί ὁ δολοφόνος νά σκοτώνεται.

Ἀντί ἀπαντήσεως, ὁ Σαρακηνός προβάλλει μιά ἄλλη ἐρώτηση, μέ τήν ὁποία καλεῖ τόν Χριστιανό νά τοῦ πεῖ ποιός πλάθει τά βρέφη στίς κοιλιές τῶν γυναικῶν. Σ’ αὐτό τό σημεῖο παρεμβαίνει ὁ συγγραφέας καί ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν, λέγοντας ὅτι αὐτό τό τρομερό πρόβλημα προβάλλουν οἱ Σαρακηνοί, μέ σκοπό νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ. Γιατί, ἄν ἀπαντήσουμε θετικά, τότε θά βροῦν ἀφορμή καί θά ποῦν ὅτι ὁ Θεός εἶναι συνεργάτης τῶν πόρνων καί τῶν μοιχῶν.

Ὀ Χριστιανός ἀπαντᾶ ὅτι ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε μόνο τήν πρώτη ἐβδομάδα τῆς δημιουργίας. Ἀπό’ κεῖ κι ἔπειτα σταματᾶ ὁ Θεός νά δημιουργεῖ ὁ,τιδήποτε˙ «καί τῇ ἐβδόμῃ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ποιεῖν»[22]. Ἀλλά, ἔδωσε ὁ Θεός στά κτίσματά Του τήν σπερματική δύναμη. Ἔτσι, λοιπόν, πρόσταξε «βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου»  καί « αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν»[23]. Καί ἀπό τότε ἡ γῆ, τά φυτά καί ὁ ἄνθρωπος βλαστάνουν μόνα τους, ὑπακούοντας, ὅμως, σ’ αὐτό τό ἀρχικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ἔχει τό αὐτεξούσιο, ὅπου καί νά σπείρει, ἤ στήν γυναῖκα του ἤ σέ ξένη, θά βλαστήσει, ἀλλά ὁ ἴδιος θά εὐθύνεται, ἄν παρανομήσει. Ἄρα, δέν εἶναι ὁ Θεός Αυτός, πού δημιουργεῖ τώρα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ὑπακούοντας στό ἀρχικό πρόσταγμα τοῦυ Θεοῦ, καί ἔχοντας τήν σπερματική δύναμη μέσα του ἐκ Θεοῦ. Ἄλλωστε καί ἡ Γραφή λέγει ὅτι ὁ Ἀδάμ γέννησε τόν Σήθ, ὁ Σήθ γέννησε τόν Ἐνώς καί ὁ Ἐνώς γέννησε τόν Καϊνάν… καί ὄχι ὅτι ὁ Θεός γέννησε τόν Σήθ, τόν Ἐνώς ἤ τόν Καϊνάν.

Ὡς ἐπιχείρημα στά λεγόμενα τοῦ Χριστιανοῦ καί γιά ν’ ἀποδείξει ὅτι ὁ Θεός πλάσσει τά ἔμβρυα, φέρνει ὁ Σαρακηνός αὐτό, πού λέγει ὁ Θεός μέσῳ τοῦ προφήτου Ἰερεμία˙ «πρό τοῦ μέν πλάσαι σε ἐκ κοιλίας, ἐπίσταμαί σε, καί ἐκ μήτρας ἠγίακά σε»[24].

Ὁ Χριστιανός τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔπλασσε τήν ἔμψυχη καί σπερματική δύναμη κάθε ἀνδρός, ὅταν βρισκόταν ἀκόμη στήν κοιλιά. Τό δέ «ἐκ μήτρας ηγίακά σε» σημαίνει τήν δύναμη ἐκείνη, πού γεννᾶ ὄντως τέκνα Θεοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ καί τό Εὐαγγέλιο, λέγοντας : « Ἔδωκεν αὐτοῖς ἔξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»[25]. Καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ἡ κολυμβήθρα, τό Ἅγιον Βάπτισμα.

Στήν ἐρώτηση τοῦ Σαρακηνοῦ, ἄν ὑπήρχε Βάπτισμα πρό Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἔζησε τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Χριστιανός ἀπαντᾶ θετικά, γιατί καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέεγι ὅτι «οἱ μέν διά νεφέλης, οἱ δέ διά θαλάσσης ἐβαπτίσθησαν»[26] καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅτι «ἐάν μή τίς γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[27]. Ἄρα, οἱ πρό τοῦ νόμου δίκαιοι, πού μπῆκαν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν θά εἰσέρχονταν, ἄν δέν εἶχαν βαπτισθεῖ. Καί κατακλείει ὁ Χριστιανός, τονίζοντας ὅτι ὅλοι σώθηκαν καί σώζονται διά τοῦ βαπτίσματος μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.

Στή συνέχεια, ὁ Σαρακηνός φέρνει στό τραπέζι τῆς συζητήσεως ἕνα ἄλλο θέμα, πού σχετίζεται μέ τόν ἀπόλυτο προορισμό καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ρωτᾶ, λοιπόν, ἐάν ὁ Χριστιανός, πού ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλός ἤ κακός. Ὁ Χριστιανός, ὅμως, γνωρίζοντας τήν πανουργία του, τόν προλαμβάνει καί τοῦ ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος τήν σκέψη καί τό ἐρώτημά του. «Ρωτᾶς», λέγει, «ἄν ὁ Χριστός ἔπαθε θέλων ἤ μή θέλων. Καί, ἄν σοῦ πῶ ὅτι ἔπαθε θέλων, τότε θά μοῦ πεῖς, πήγαινε καί προσκύνα τούς Ἰουδαίους, γιατί ἔκαναν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Σαρακηνός παραδέχεται τήν ἀποκάλυψη τῶν λογισμῶν του καί ὁ Χριστιανός τοῦ ἀπαντᾶ ὅτι στόν Θεό ὑπάρχουν δύο θελήματα˙ ἕνα τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα κι ἕνα τό κατά παραχώρησιν ἤ κατά συγχώρησιν ἤ κατ’ ἀνοχήν ἤ κατά μακροθυμίαν θέλημα. Στό συγκεκριμένο θέμα ἐνεργεῖ τό κατ’ ἀνοχήν ἤ κατά μακροθυμίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί φέρνει δύο παραδείγματα πρός ἀπόδειξη τῶν λεγομένων. Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ ἤ νά κινηθεῖ χωρίς τήν ἐξουσία καί κυριαρχία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, ἐπίσης, ἔχει θεσμοθετήσει καί δέν θέλει οἱ ἄνθρωποι νά πορνεύουμε ἤ νά κλέβουμε ἤ νά φονεύουμε. Ὅταν κάποιος, ὅμως, πράττει ἀντίθετα στόν νόμο, τότε δέν ἐνεργεῖ τό κατ’ εὐδοκίαν, ἀλλά τό κατά παραχώρησιν ἤ κατά συγχώρησιν ἤ κατ’ ἀνοχήν ἤ κατά μακροθυμίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Σαρακηνός θαυμάζει καί ὁμολογεῖ τήν ὀρθότητα τῆς σκέψεως τοῦ Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος, συνεχίζοντας τοῦ λέγει ὅτι ὁ Θεός, ἄν ἤθελε, θά μποροῦσε νά πατάξει τούς σταυρωτές Του. Ὅμως, δέν τό’ κανε, ἐπιδεικνύοντας μακροθυμία. Ὅταν, ὅμως, ὁ Θεός θέλει τήν μετάνοια κάποιου, τότε τοῦ ἀνταποδίδει, δηλαδή τόν τιμωρεῖ, ὅπως τιμώρησε τούς Ἰουδαίους μετά ἀπό λίγα χρόνια, στέλνοντας τούς Ρωμαίους.

Στήν συνέχεια, ἡ συζήτηση στρέφεται γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, ἐδῶ πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ συγγραφεύς δέν παραθέτει, πλέον, διάλογο μεταξύ Χριστιανοῦ καί Σαρακηνοῦ γύρω ἀπό αὐτό τό θέμα, ἀλλά μᾶς παραδίδει, θά λέγαμε, ἕνα συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο, βάσει τοῦ ὁποίου μᾶς πληροφορεῖ τί νά λέμε οἱ Χριστιανοί σέ κάθε ἐρώτηση τῶν Σαρακηνῶν.

Ἔτσι, λοιπόν, μᾶς συμβουλεύει ὅτι, ἄν μᾶς ρωτήσει ἕνας Σαρακηνός «Τί εἶναι ὁ Χριστός»; ἐμεῖς νά ἀπαντήσουμε ὅτι εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τώρα ρωτᾶμε ἐμεῖς τό ἴδιο πράγμα στόν Σαρακηνό, ὁ ὁποῖος θά ἀπαντήσει ὅτι καί γι’ αὐτόν ὁ Χριστός εἶναι Πνεῦμα καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Στήν συνέχεια, τόν ρωτᾶμε, «ἄν, σύμφωνα μέ τό Κοράνιο, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος ὀνομάζονται κτιστά ἤ ἄκτιστα». Θά ἀπαντήσει ὅτι εἶναι κτιστά καί τότε τόν ρωτᾶμε : «Ποιός ἔκτισε τό Πνεῦμα καί τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ»; Θά ἀπαντήσει ὅτι τά ἔκτισε ὁ Θεός. Καί ρωτώντάς τον «ὁ Θεός, πρίν δημιουργήσει τόν Λόγο καί τό Πνεῦμα, δέν εἶχε Πνεῦμα οὔτε Λόγο»; αύτός θά φύγει τρέχοντας, γιατί δέν ἔχει τί νά ἀπαντήσει, ἀφοῦ αὐτό, πού ὑποστηρίζει εἶναι ἄτοπο, καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο ξεσκεπάζεται ἡ αἵρεσή του, ἀφοῦ ποτέ δέν γίνεται ὁ Θεός νά μήν ἔχει Πνεῦμα καί Λόγο.

Ἄν, στήν προσπάθειά του ὁ Σαρακηνός νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστός, μᾶς ρωτήσει ἄν «τά λόγια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά ἤ ἄκτιστα»; ἐμεῖς νά ἀπαντήσουμε ὅτι ἕνα μόνο Λόγο τοῦ Θεοῦ ἐνυπόστατο καί ἄκτιστο ὁμολογοῦμε, καί ὅτι τήν Γραφή τήν ὀνομάζουμε ρήματα Θεοῦ καί ὄχι Λόγια. Ἄν μᾶς ἀντιπαραβάλλει ὅτι ὁ προφητάναξ Δαυίδ λέγει ὅτι τά λόγια Κυρίου εἶναι λόγια ἀγνά καί δέν λέγει ὅτι τά ρήματα Κυρίου εἶναι ρήματα ἀγνά, τότε ἐμεῖς πρέπει νά ἀπαντήσουμε ὅτι ὁ προφητάναξ Δαυίδ τροπολογικῶς, δηλαδή μεταφορικῶς, χαρακτηρίζει τά ρήματα ὡς λόγια καί ὄχι κυριολογικῶς, δηλαδή κυριολεκτικῶς, ὅπως συνηθίζουν, βέβαια, ὅλοι οἱ προφῆτες. Ἄν ρωτήσει «πῶς ὁ Θεός κατέβηκε στήν κοιλιά γυναίκας»; τότε θά τοῦ ἀπαντήσουμε μέ παρόμοιο τρόπο, ὅτι δηλαδή ἡ Γραφή, ἐξαιτίας τῆς δικῆς μας δυσκολίας πρός κατανόηση, μιλάει γιά κατάβαση καί ἀνάβαση τοῦ Θεοῦ μεταφορικά καί ὄχι κυριολεκτικά, ἀφοῦ ἡ κατάβαση καί ἡ ἀνάβαση προσιδιάζει περισσότερο στά σώματα παρά στόν Θεό, πού εἶναι πνεῦμα καί περιέχει τά πάντα.

Ἄν, πάλι, ρωτήσει «πῶς ὁ Χριστός, ἄν καί Θεός, ἔφαγε καί ἤπιε καί κοιμήθηκε»; πρέπει νά τοῦ γνωστοποιήσουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός, ἀλλά ὑπῆρξε καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔμψυχος καί ἔννους. Εἶναι διπλός ὡς πρός τίς φύσεις (θεϊκή καί ἀνθρώπινη), ὅμως ἕνας κατά τήν ὑπόσταση. Ὡς ἄνθρωπος, λοιπόν, ἔφαγε καί ἤπιε καί κοιμήθηκε καί σταυρώθηκε καί ὄχι ὡς Θεός.

Ἄν ρωτήσει, ἄν «ὁ Χριστός πέθανε, γεύθηκε θάνατο»; νά ἀπαντήσουμε ὅτι ὁ Χριστός δέν πέθανε, ὅπως πεθαίνει ἕνας φυσικός θνητός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι προτιμότερο νά ποῦμε ὅτι ὁ Χριστός ὕπνωσε, κοιμήθηκε, ὅπως ὕπνωσε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅταν τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ πλευρά.

Στήν συνέχεια, ἀκολουθεῖ ἀκόμη μία προσπάθεια τοῦ Σαρακηνοῦ, γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν. Ρωτάει, λοιπόν, τόν Χριστιανό : «Πληγώθηκα καί στήν πληγή ἐμφανίσθηκε σκουλήκι. Ποιός τό ἔπλασε αὐτό»; Ὁ Χριστιανός ἀπαντᾶ καί πάλι ὅτι δέν εἶναι αἴτιος ὁ Θεός, γιατί, ὅπως καί προηγουμένως εἶπε, ὁ Θεός δέν ἔπλασε ἤ πλάθει ὅ,τιδήποτε ὁ Ἴδιος μετά τήν πρώτη ἐβδομάδα τῆς δημιουργίας. Ἀπό’ κεῖ κι ἔπειτα ὅλα γίνονται μέ τό ἀρχικό Του πρόσταγμα. Προσθέτει, ὅμως, ὅτι ἡ σάρκα μας καταδικάσθηκε νά βγάζει ψείρες καί σκουλήκια, δηλαδή νά φθείρεται, ἐξαιτίας τῆς διάπραξης τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας.

Ἐρχόμασθε, τέλος, στήν τελευταία ἐρώτηση, πού παρατίθεται στήν Διάλεξη, μέ τήν ὁποία προσπαθεῖ ἀπελπισμένα – θά λέγαμε – ὁ Σαρακηνός νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός. Ρωτᾶ : «Ποιός εἶναι ἀνώτερος, ὁ ἁγιάζων ἤ ὁ ἁγιαζόμενος»; Ὁ Χριστιανός, ὅμως, καταλαβαίνει καί πάλι τήν πανουργία τοῦ Σαρακηνοῦ καί τοῦ ἀποκαλύπτει τήν σκέψη του. Τοῦ λέγει : «Ἄν πῶ ὅτι ὁ ἁγιάζων εἶναι ἀνώτερος, τότε θά μοῦ πεῖς νά προσκυνήσω τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή, ὁ ὁποῖος βάπτισε καί ἁγίασε τόν Χριστό. Ἄρα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής εἶναι ἀνώτερος τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Σαρακηνός παραδέχεται ὅτι αὐτό ἤθελε νά πεῖ καί τόν προκαλεῖ νά ἀπαντήσει. Ὁ Χριστιανός, ἀπαντώντας, φέρνει ἕνα πολύ ἁπλό παράδειγμα˙ «Ὅταν πηγαίνεις μέ τόν δοῦλο σου στά λουτρά καί λούζεσαι καί καθαρίζεσαι ἀπ’ τόν δοῦλο, ποιός εἶναι ἀνώτερος ὁ δοῦλος, πού σέ καθαρίζει, ἤ ἐσύ, πού καθαρίζεσαι; Κατά παρόμοιο, λοιπόν, τρόπο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι ὁ δοῦλος καί ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπηρέτησε στό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, βαπτίζοντας τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ τό βάπτισμά Του «τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων πονηρῶν δαιμόνων τάς κεφαλάς συνέτριψεν»[28].

«Διάλεξη» τελειώνει μέ τήν σημείωση ὅτι ὁ Σαρακηνός, ἀφοῦ θαύμασε πολύ καί ἀπόρησε καί δέν εἶχε τί νά ἀπαντήσει στόν Χριστιανό, ἀνεχώρησε, χωρίς νά τόν ξαναενοχλήσει.

2.3. Ἐκ τῶν πρός τούς Σαρακηνούς ἀντιρρήσεων τῶν αὐτοῦ (Θεοδώρου τοῦ το ἐπίκλην Ἀβουκάρα Ἐπισκόπου Καρῶν) διά φωνῆς Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ

Σέ ἀντίθεση μέ τό προαναφερθέν ἔργο, τοῦ ὁποίου ἡ γνησιότητα ἀμφισβητεῖται, τό παρόν ἔργο δέν ἀντιμετωπίζει πρόβλημα γνησιότητας. Σύμφωνα μέ τήν ἔρευνα, θεωρεῖται γνήσιο ἔργο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τό ὁποῖο, ὅμως, συνέταξε ὁ Θεόδωρος Ἀβουκάρας, καί περιέχει τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἰωάννου. Στήν γνησιότητα, ἄλλωστε, συνηγορεῖ καί τό γεγονός ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ ἔργου συγγενεύει ἀπολύτως μέ τόν τρόπο καί τά ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει ὁ Δαμασκηνός τούς Σαρακηνούς στό «Περί αἱρέσεων» ἔργο του.

Ἡ φράση «διά φωνῆς» μεταφράζεται «σύμφωνα μέ τήν προφορική διδασκαλία τοῦ τᾶδε»«παρμένα ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ τᾶδε». Ἔτσι, λοιπόν, ἡ φράση «διά φωνῆς Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ» στό συγκεκριμένο ἔργο σημαίνει «σύμφωνα μέ τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ». Ἄρα, ἀντιλαμβανόμασθε ὅτι πρόκειται γιά ἕνα διάλογο, τόν ὁποῖο ἔκανε ὁ ὅσιος Ἰωάννης, τόν ὁποῖο ἄκουσε καί κατέγραψε ὁ Θεόδωρος Ἀβουκάρας[29].

Κύριο θέμα τοῦ διαλογικοῦ ἀποσπάσματος εἶναι ἡ παντελής ἔλλειψη μαρτυρίας καί ἐγγυήσεως γιά τήν ἀλήθεια τοῦ προφήτου Μωάμεθ καί τῆς διδασκαλίας του.

Ἀναφέρουμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Θεόδωρος Ἀβουκάρας παρουσιάζεται ὡς συνομιλητής τοῦ Σαρακηνοῦ.

Λέγει ὁ Σαρακηνός στόν Ἀβουκάρα : «Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἔφερε τόν Ἰουδαϊσμό ἀνάμεσα στούς εἰδωλολάτρες, εὐσεβεῖς ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, πού δέχθηκαν τόν Ἰουδαϊσμό. Καί ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός καί κήρυξε τόν Χριστιανισμό ἀνάμεσα στούς Ἰουδαίους, εὐσεβεῖς ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, πού δέχθηκαν τόν Χριστιανισμό. Ἑπομένως, καί ὅταν ἦλθε ὁ Μωάμεθ καί κήρυξε τόν Ἰσλαμισμό, εὐσεβεῖς ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, πού δέχθηκαν τό Ἰσλάμ». Ὁ Θεόδωρος, ὅμως, τοῦ ἀπαντᾶ ὅτι εὐσεβεῖς ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, πού δέχθηκαν καί ἔμειναν πιστοί στόν Χριστιανισμό. Ἀποδεικνύει, ἐπίσης, τόν συλλογισμό τοῦ Σαρακηνοῦ ἑσφαλμένο, γιατί, ὡς βάση καί κριτήριο, γιά νά γίνει κάποιος δεκτός καί ἀξιόπιστος, θέτει ἁπλά καί μόνο τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλία. Κύριο καί βασικό κριτήριο δέν εἶναι τό κήρυγμα καί ἡ διδασκαλία, ἀλλά ἡ μαρτυρία καί τά σημεῖα, πού δείχνει ὁ Θεός, ὅτι κάποιος εἶναι ἀληθινός. Ἀναφέρεται, στήν συνέχεια, στόν Μωϋσῆ καί τόν Χριστό. Ὁ Μωϋσῆς εἶναι ἀληθινός καί σταλμένος ἀπό τόν Θεό, γιατί ἔκανε σημεῖα, μέ τά ὁποία ὁ λαός ἐπιβεβαιώθηκε για τήν ἀξιοπιστία του, ὅπως ἡ μεταμόρφωση τῆς ράβδου σέ φίδι, ἡ προσβολή τοῦ χεριοῦ του ἀπό λέπρα καί ἡ μεταβολή τοῦ νεροῦ σέ αἷμα. Ὁ Χριστός εἶναι κι Αὐτός ἀληθινός καί σταλμένος ἀπό τόν Θεό, γιατί ὑπάρχουν προφητεῖες, σημεῖα, τέρατα καί ποικίλες δυνάμεις, πού πιστοποιοῦν τήν ἀξιοπιστία Του, περισσότερα μάλιστα ἀπό τόν Μωϋσῆ, πολλά ἀπό τά ὁποία παραθέτει. Τέλος, ὁ Θεόδωρος ἀφοπλίζει τελείως τόν ἀντίπαλό του, παραθέτοντας τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ ὅτι ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες ἰσχύουν μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὑπονοώντας μ’ αὐτό ὅτι ὁ Μωάμεθ δέν εἶναι προφήτης, ἀλλά ψευδοπροφήτης καί λαοπλάνος.

Ἐπίλογος

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κατατάσσει τόν Ἰσλαμισμό στίς αἱρέσεις καί ὡς τέτοια τόν ἀντιμετωπίζει. Τόν ὀνομάζει, ἐπίσης, λαοπλάνο θρησκεία καί πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτό, βέβαια, καταδεικνύεται ἀπό τήν ἐξέταση τῶν τριῶν σχετικῶν ἔργων του.

Στό πρῶτο, τό «Περί αἱρέσεων», τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό δεύτερο μέρος τοῦ δογματικοῦ ἔργου του «Πηγή γνώσεως» , μᾶς παρουσιάζει τήν προέλευση, τήν καταγωγή, τήν διαμόρφωση, τό θρησκευτικό πιστεύω τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, τήν σχέση του μέ τίς ἄλλες αἱρέσεις, ἀποδεικνύει τήν ἔλλειψη ὁποιωνδήποτε μαρτυριῶν περί αὐτοῦ, ἀντικρούει διάφορες κατηγορίες κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἀναφέρεται περιληπτικά σέ κάποια χωρία τοῦ Κορανίου.

Στό δεύτερο ἔργο του, τήν «Διάλεξη Σαρακηνοῦ καί Χριστιανοῦ», τό ἐνδιαφέρον ἐπικεντρώνεται γύρω ἀπό τά ἐξῆς θέματα : τήν ἐλευθερία τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, τό πεπρωμένο, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (σάρκωση, δύο φύσεις, δύο ἐνέργειες), ἀλλά καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Στό τρίτο ἔργο του, τό «Ἐκ τῶν πρός τούς Σαρακηνούς ἀντιρρήσεων τῶν αὐτοῦ (Θεοδώρου τοῦ τό ἐπίκλην Ἀβουκάρα ἐπισκόπου Καρῶν) διά φωνῆς Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ» κύριο θέμα εἶναι ἡ παντελής ἔλλειψη μαρτυρίας καί ἐγγυήσεως γιά τήν ἀλήθεια τοῦ προφήτου Μωάμεθ καί τῆς διδασκαλίας του.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης δέν ἀναπτύσσει ὑψηλό καί σοβαρό θεολογικό διάλογο – τό θεωρεῖ ἄλλωστε ἀνώφελο καί ἀνάξιο γιά μιά θρησκεία, στήν ὁποία ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση – ἀλλά ἀντιμετωπίζει τό Ἰσλάμ, χρησιμοποιώντας τήν μέθοδο τῆς γελοιοποιήσεως καί λογικά ἐπιχειρήματα. Ἡ γνώση καί ἡ γνώμη του προέρχονται ἀπό τήν θεωρητική, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν ἐμπειρική ἐπαφή, πού εἶχε μαζί του. Γι’ αὐτό καί εἶναι αὐθεντική καί βαρύνουσας σημασίας. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁ Δαμασκηνός ἀποτελεῖ μιά ἀπό τίς κυριώτερες πηγές, ἀπό τήν ὁποία ἀντλοῦν καί οἱ μεταγενέστεροι βυζαντινοί καί μή θεολόγοι, ὅταν ἀσκοῦν τήν ἀντιρρητική τους κριτική ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ.


1 Σχ. βλ. ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Ἐνδιαφέρουσα γνώμη γιά τό Ἰσλάμ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας, τιμητικός τόμος στόν Ἰ. Καλογήρου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 559 – 570.

2 Σχ. βλ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου στή σειρά Βίοι Ἁγίων, Ἀθήνα 1996,σσ. 9 – 13.

3 Σχ. βλ. Διήγησις Διήγησις περί τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἑπονομαζομένης «Τριχερούσης», Ἅγιον Ὄρος,σσ. 15 – 19.

4 Σχ. βλ. ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τό Ἰσλάμ κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας 1 (1990), σσ. 262 – 264.

5 ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ,  Περί αἱρέσεων ρα΄ 17, 38, 57, 176. PG 94, 678 – 780 καί ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 2, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 306 – 321.

6 Ὅ. π., ρα΄ 1 – 2.

7 Ὅ. π., ρα΄ 5.

8 Ὅ. π., ρα΄ 18 – 37.

9 Ὅ. π.,ρα΄ 40 – 42.

10 Ὅ. π., ρα΄ 54.

11 Ὅ. π., ρα΄ 72.

12 Ὅ. π., ρα΄ 81 – 88.

13 Ὅ. π., ρα΄  90.

14 Ὅ. π., ρα΄ 92.

15 Α΄ Κορ. 1, 23.

16 Ὅ. π., ρα΄ 129 – 130.

17 Ὅ. π., ρα΄ 170 – 171.

18 Ὅ. π., ρα΄ 175.

19 Σχ. βλ. ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τό Ἰσλάμ…», σσ. 280 – 281.

20 ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Διάλεξις Σαρακηνοῦ καί Χριστιανοῦ 2 2 – 6, 10 – 12 , 5 9 – 11, 15 – 16, 36 – 39, PG  94, 1585 – 1596 καί ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 5, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 284 – 305.

21 Ὅ. π., 1, 1 – 2. 

22 Γέν. 2, 2.

23 Γέν, 1, 11, 28.

24 Ἰερ. 1, 5.

25 Ἰω. 1, 12.

26 Α΄ Κορ. 10, 2.

27 Ἰω. 3, 5.

28 Ὅ. π., 9, 28 – 29.

29 Σχ. βλ. ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τό Ἰσλάμ…», σσ. 281 – 283.

https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-12-03 22:12:14%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%bc%ce%b5%cf%84%cf%89%cf%80%ce%b9%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b9%cf%83%ce%bb%ce%b1%ce%bc-%ce%b1%cf%80%ce%bf-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%bf%cf%83%ce%b9%ce%bf-%ce%b9