
Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
31-12-2012
Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή, τήν 1η Ἰανουαρίου ἑορτάζουμε τήν Δεσποτική ἑορτή τῆς κατά σάρκα Περιτομῆς τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Περιτομή εἶναι ἡ ἐκτομή, τό κόψιμο τοῦ τμήματος τοῦ δέρματος, πού περιβάλλει τή βάλανο τοῦ ἀρσενικοῦ γεννητικοῦ ὀργάνου. Ἡ περιτομή ἦταν ἐντολή τοῦ Θεοῦ[1], πού τελοῦνταν τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τήν γέννηση τοῦ βρέφους. Τήν περιτομή καταδέχθηκε νά λάβει φιλανθρώπως ὁ Κύριός μας κατά τήν προσταγή τοῦ παλαιοῦ νόμου, ἔτσι ὥστε, ἀντί τῆς χειροποιήτου καί σαρκικῆς περιτομῆς, νά εἰσάγει σ’ ἐμᾶς τήν ἀχειροποίητη καί πνευματική περιτομή, δηλαδή τό Ἅγιον Βάπτισμα. Διότι, καθώς ὁ Κύριος καταδέχθηκε νά γίνει ἄνθρωπος γιά μᾶς καί νά λάβει ὅλα τά ἀδιάβλητα καί ἀκατηγόρητα ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἔτσι δέν ντράπηκε ὁ Πανάγαθος νά λάβει καί τήν περιτομή γιά τρία αἴτια. Πρῶτον μέν, διότι θέλησε νά ἐμφράξει τά στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τόλμησαν νά ποῦν ὅτι ὁ Κύριος δέν προσέλαβε ἀληθινή σάρκα, ἀλλά φανταστική, ὅπως ὁ θεομάχος καί αἱρετικός Μάνης καί οἱ ὀπαδοί του Μανιχαίοι. Γιατί, πῶς θά περιτεμνόταν, ἄν δέν λάμβανε ἀληθινή σάρκα; Δεύτερον, γιά νά ἐπιστομήσει τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν φυλάττει τό Σάββατο καί ὅτι παραβαίνει τόν νόμο. Βέβαια, ψευδῶς Τόν συκοφαντοῦσαν, διότι Αὐτός φύλαττε τόν νόμο. Καί τρίτον, γιατί, ἄν δέν περιτεμνόταν, κανένας ποτέ ἀπό τούς Ἰουδαίους δέν θά Τόν δεχόταν νά διδάσκει, ἀλλά θά Τόν εἶχαν ἀποπέμψει ὡς ἀλλόφυλο. Κανείς δέν θά Τόν πίστευε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Χριστός ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ. Γιατί, αὐτοί, πού προέρχονταν ἀπό τόν Ἀβραάμ, εἶχαν ὅλοι ὡς σφραγίδα καί σημεῖο τήν περιτομή, ἡ ὁποία τούς ξεχώριζε ἀπό τά ἄλλα ἔθνη.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν ἐκ Παρθένου Γέννησή Του, εὐδόκησε ὁ Κύριος νά φερθεῖ ἀπό τήν μητέρα Του καί τόν Ἰωσήφ σ’ ἐκεῖνο τόν διορισμένο τόπο, ὅπου ἦταν συνήθεια νά περιτέμνονται τά βρέφη καί ἐκεῖ περιετμήθη καί ἔλαβε τό γλυκύτατο ὄνομα Ἰησοῦς, πού σημαίνει Σωτήρ, τό ὁποῖο κάλεσε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὅταν εὐαγγελίσθηκε τήν Θεοτόκο, πρίν συλληφθεῖ ὁ Κύριος στήν κοιλιά τῆς Παρθένου, ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
Σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[2], ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς δίνει μέ τήν περιτομή Του ἕνα ἰατρικό φάρμακο, πού μᾶς διαφυλάττει ἀπό ὅλα τά κακά. Αὐτό εἶναι τό γλυκύ ὄνομα Ἰησοῦς, τό ὁποῖο προεῖπε μέν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, πρίν συλληφθεῖ στήν κοιλία τῆς Παρθένου, τόσο στόν Ἰωσήφ, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος˙ «τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν»[3], ὅσο καί στήν Παρθένο, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς[4]. Μέ αὐτό τό ὄνομα ὀνομάσθηκε στήν περιτομή Του πραγματικῶς˙ «καί ὅτε φησίν ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτώ τοῦ περιτεμεῖν τό παιδίον καί ἐκλήθη τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς»[5]. Ἰησοῦς˙ τό κύριο ὄνομα τοῦ Μεσσία, κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο[6], τό ὁποῖο συνέχει ὅλη τήν ἔνσαρκο οἰκονομία, τήν σοφία, τήν δύναμη, τήν ἀγαθότητα καί τήν ἄκρα ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς. Ἰησοῦς˙ ὄνομα πού, κατά μερικούς, ὑπερέχει καί αὐτό τό τετραγράμματο ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή αὐτό μέν, τό ὄνομα Ἰησοῦς, δηλώνει συνεπτυγμένως τό ὄνομα καί τοῦ Κτίστου καί τοῦ Κυρίου, ἐκεῖνο δέ, τό ὄνομα Θεός, δηλώνει μόνο ἤ τό ὄνομα τοῦ Κτίστου ἤ τοῦ Κυρίου. Ἰησοῦς˙ ὄνομα, τό ὁποῖο, κατά τήν ἑβραϊκή διάλεκτο, σημαίνει σωτήρ, καί τό ὁποῖο παράγεται ἀπό τό ρῆμα Ἰαχά, πού σημαίνει σώζω, κατά τόν Γεώργιο Κορέσσιο, τόν εἰδήμονα τῶν ἑβραϊκῶν. Καί, ἐν συντομίᾳ, Ἰησοῦς εἶναι τό ὄνομα τό γεμάτο ἀπό κάθε παρηγοριά καί σωτηρία καί εἶναι, ὄχι μόνο μία σύνοψη ὅλων τῶν τελειοτήτων, πού ἁρμόζουν στόν Σωτήρα μας, ὡς Θεό, καί ὅλων τῶν ἀρετῶν, πού Τοῦ ἁρμόζουν ὡς ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι καί μία σύνοψη ὅλων ἐκείνων, πού ἔκανε γιά τήν σωτηρία μας, καί ἕνας ἀρραβώνας ὅλων ἐκείνων, πού ἔχει σκοπό νά κάνει στό μέλλον, ἄν δέν ἐμποδισθεῖ ἀπό’ μᾶς, καί νά μᾶς φέρει ἐμπράκτως στόν τελικό σκοπό μας, πού εἶναι ὁ Παράδεισος.
Αὐτό τό ἅγιο ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τό δοξάζουν καί τό προσκυνοῦν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι στόν οὐρανό καί ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στή γῆ, καί θά τό προσκυνήσουν ἀκόμη καί αὐτοί οἱ ὑποχθόνιοι δαίμονες καί οἱ ἄπιστοι ἄνθρωποι, καθώς ἔχει γραφεῖ ˙ «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»[7].
Αὐτό τό πολυπόθητο καί παντεπόθητο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ εἶχαν καί ἔχουν ὡς γλυκύτατο μελέτημα στή γλώσσα καί τήν καρδιά, ὄχι μόνο ὅλοι οἱ Ὅσιοι καί οἱ Ἀσκητές, πού κατοικοῦσαν καί κατοικοῦν στά ὄρη καί τίς σπηλιές τῆς Αἰγύπτου, τῆς Λιβύης, τῆς Θηβαΐδος, τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλων τόπων, ἀλλά καί πάρα πολλοί λαϊκοί, πού βρίσκονταν καί βρίσκονται στόν κόσμο καί στά βασίλεια, φωνάζοντας πάντοτε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ». Αὐτό ἐνθυμοῦνται κάθε ὥρα καί σ’αὐτό εἶναι προσκολλημένη ἡ ἀναπνοή τους καί μέ αὐτό τό ὄνομα ἔδιωχναν τούς κακούς λογισμούς καί τούς πονηρούς δαίμονες, καθώς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος˙ «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε τούς πολεμίους»˙ καί πάλι˙ «Ἰησοῦ ὄνομα κολληθήτω τῇ πνοῇ σου καί τότε εἴσῃ ἡσυχίας ὠφέλειαν».
Ἄς σπουδάζουμε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, εἰς τό ἑξῆς νά θυμόμαστε πάντοτε καί νά λέμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ» πότε μέν μέ τό στόμα, περισσότερο δέ μέ τήν καρδιά, συμμαζεύοντας ὅλο τόν νοῦ μας καί μελετῶντας αὐτή τήν εὐχή, κρατώντας καί λίγο τήν ἀναπνοή, καθώς τό διδάσκουν καί οἱ θεῖοι Πατέρες[8]. Διότι, μέ τήν συχνή αὐτή μελέτη καί ἐνθύμηση τοῦ Ἰησοῦ, ὄχι μόνο γλυτώνουμε ἀπό τούς κακούς λογισμούς, ἀλλά καί συνειθίζουμε νά ἀγαπᾶμε τόν Ἰησοῦ καί νά πράττουμε τίς ἐντολές του μέ χαρά. Μήν προφασιζόμαστε, ὅμως, ὅτι βρισκόμαστε στόν κόσμο καί γι’αὐτό δέν μποροῦμε νά προσευχόμαστε μέ τόν νοῦ μας πάντοτε. Γιατί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει, ὄχι μόνο στούς μοναχούς καί τούς ἀσκητές, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς κοσμικούς, νά προσεύχονται πάντοτε, λέγοντας˙ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[9]. Ἀλλά, καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σχετικά μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, λέγει˙ «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Γι’ αὐτό, ἄς ἀποφασίσουμε νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν σωτηρία μας, γιά νά δοξασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ σ’ἐμᾶς καί ἐμεῖς ἀντιστρόφως νά δοξασθοῦμε σ’αὐτό, καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Παῦλος˙ «ὅπως ἐνδοξασθῇ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν ὑμῖν καί ἡμεῖς ἐν αὐτῷ»[10]. Ἄς ζητήσουμε συγχώρηση ἀπό τόν Ἰησοῦ γιά τήν ἀτιμία, πού προξενήσαμε μέ τίς ἁμαρτίες μας, τοῦ παντίμου ὀνόματός Του καί ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά ἐντυπώσει στήν καρδιά μας αὐτό τό ἅγιο ὄνομά Του, καί νά μᾶς σώσει, ὄχι γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο, παρά μόνο γιά τό σωτήριο καί φερώνυμο ὄνομά Του, καθώς μόνος Του ὁ Ἴδιος τό ὑπόσχεται˙ «καί ἐφεισάμην αὐτῶν διά τό ὄνομά μου τό ἅγιον». Καί πάλι˙ «τάδε λέγει Κύριος˙ οὐχ ὑμῖν ἐγώ ποιῶ οἶκος Ἰσραήλ, ἀλλ’ἤ διά τό ὄνομά μου τό ἅγιον»[11]. Ἄν ἀπέχουμε ἀπό κάθε ἀδικία καί ἁμαρτία γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς μᾶς προστάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας˙ «ἀποστήτω ἀπό ἀδικίας πᾶς ὁ ὀνομάζων τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ»[12]˙ ἄν κοπιάζουμε γιά τό ὄνομά Του, ἄς ξέρουμε βέβαια ὅτι κι Αὐτός θά μᾶς πεῖ˙ «διά τό ὄνομά μου κεκοπίακας καί κέκμηκας»[13], καί δέν θά ἐξαλείψει τό ὄνομά μας ἀπό τήν βίβλο τῆς ζωῆς, ἀλλά μάλιστα θά τό δοξάσει μπροστά στόν Πατέρα Του καί τούς ἀγγέλους Του˙ «οὐ μή ἐξαλείψω τό ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς καί ἐξομολογήσομαι τό ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου καί ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ»[14].
Μετά τήν περιτομή ὁ Κύριος ἦταν μαζί μέ τούς γονεῖς του καί ζοῦσε ἀνθρωπίνως, προκόπτοντας καί αὐξάνοντας καί κατά τήν ἡλικία τοῦ σώματος καί κατά τήν σοφία καί χάρι γιά τήν σωτηρία μας.
Πολλά ἐρωτήματα καί ἀπορίες ἔχουν τεθεῖ κατά καιρούς γιά τό διάστημα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά 12 ἕως τά 30 χρόνια τῆς ζωῆς Του καί κάθε φορά δίνονται διάφορες ἀπαντήσεις, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων εἶναι, «κατά το δοκοῦν», ἐντελῶς ἀνιστόρητες καί παραπλανητικές, πού, ἀντί νά διαφωτίσουν αὐτό τό συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τό συσκοτίζουν περισσότερο, ἀφήνοντας αἰχμές κατά τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλές, μάλιστα, δημόσιες καί μακρές συζητήσεις ἔχουν γίνει γιά το χρονικό αὐτό διάστημα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ τῶν δεκαοκτώ (18) ἐτῶν δημόσιας ἀπουσίας Του.
Ἐπί του θέματος αὐτοῦ αναφέρονται τά παρακάτω, γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας καί τήν διαφώτισή του, ὥστε, ἐπιτέλους νά σταματήσουν τά ὅσα ὅλως ἀνεύθυνα καί ψευδέστατα λέγονται καί «ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει» ὑποστηρίζονται σέ βάρος τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ :
Σύμφωνα μέ τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρεσβύτερο π. Εὐστάθιο Κολλᾶ [15],
«[1]. Κατά τόν Ἑβραϊκό Νόμο, ἐπίσημες δημόσιες ἐμφανίσεις, πού μποροῦσε νά κάνει ἕνας Ἑβραῖος μέχρι τά τριάντα του ἦταν : α) Τήν ὀγδόη ἥμερα ἀπό τήν γέννησή του, β) τήν τεσσαρακοστή, καί γ) στά δώδεκα χρόνια του. Ἀπό τά δώδεκα χρόνια του καί μέχρι τά τριάντα ὁ Ἑβραῖος πολίτης ἦταν ὑποχρεωμένος νά ζεῖ ἐκτός «τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι», προετοιμαζόμενος γιά τήν μετά τά τριάντα δημόσια ἐμφάνιση καί δράση του, πού δικαιούνταν νά ἔχει δημόσιο λόγο. Κάτι ανάλογο, πού γινόταν καί κατά τήν ἀρχαιότητα στόν Δῆμο τῶν Ἀθηναίων. Ὁ Ἑβραϊκός Νόμος, λοιπόν, ἀπαγόρευε αὐστηρά, νά ἐμφανίζεται κάποιος δημόσια καί νά ἔχει λόγο κάτω τῶν τριάντα ἐτῶν. Μόνο οἱ Λευΐτες ἄρχιζαν τήν δημόσια ἐμφάνισή τους καί δράση τους ἀπό τά 25 χρόνια τους[16]. Ἑπομένως, τά χρόνια ἑνός Ἑβραίου ἀπό τά 12 ἕως τά 30, ἦσαν ἄνευ σημασίας, γι’αὐτό καί δέν ἀξιολογοῦνταν κοινωνικά. Στή Νομική αὐτή ἀπαγόρευση, ὀφείλεται ἡ κοινωνική καί δημόσια ἀπουσία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
2. Ὅμως, ἡ Ἁγία Γραφή δέν αφήνει ἐντελῶς ἀπροστάτευτο τόν Ἰησοῦ Χριστό στό διάστημα αὐτό τῆς ζωῆς Του μετά τά δώδεκα χρόνια Του καί μέχρι τά τριάντα Του, ἀλλά κάνει συγκεκριμένο λόγο καί ἀναφέρει λίαν κατηγορηματικά πώς μετά τά δώδεκα χρόνια Του εἶναι ὑποταγμένος, κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν Νομικῶν του γονέων «… κατέβη μετ’ αὐτῶν, καί ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καί ἧν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς… ὁ δέ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ, καί ἡλικίᾳ, καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις»[17].
3. Ἀλλά, γιά νά δοῦμε τί σημαίνουν ἀκριβῶς ὅλα αὐτά τά λεγόμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ὁ Χριστός πῆρε σάρκα καί ἦρθε στόν κόσμο τῆς φθορᾶς, στή γῆ, πού σημαίνει ὅτι ἔχει δύο φύσεις τέλειες – τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος (= Θεάνθρωπος). Μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του ὁ Χριστός εἶχε ολόκληρη τήν Θεότητα, ἀλλά, γιά νά τήν ἐκδηλώσει, ἔπρεπε νά ὑπάρχει καί ἡ ἀνάλογη σωματική Του αὔξηση, ἡ ὁποία, ὅμως, αὐξανόταν, προόδευε, «βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον», γι’ αὐτό καί ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεί ˙ «καί ὁ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις». Δηλαδή, ἀνάλογα μέ τήν αὔξηση τοῦ σώματος (= ἐξωτερικά πλεονεκτήματα τῆς κανονικῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως), ἐκδηλωνόταν, ἑδραιωνόταν καί ἡ γνώση τῆς σοφίας Του (= ἐσωτερικά πλεονεκτήματα, πλήρους, ἠθικῆς καί διανοητικῆς ἀναπτύξεώς Του). Τοῦτο σημαίνει ὅτι δέν προέκοπτε (= αὐξανόταν) ἡ σοφία, γιατί αὐτή ἦταν ὁλόκληρη καί τέλεια ἐξ ὑπαρχῆς μέσα Του, ἀλλά αὐξανόταν μόνο τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο Του, καί, ἀνάλογα μέ τήν σωματική Του ἀνάπτυξη, τήν κατανοοῦσε γινόμενος, ταυτοχρόνως καί ἀρεστός πρός τόν «ἐν αὐτῷ κατοικοῦντα Θεόν», ἀλλά καί πρός τούς ανθρώπους. Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι λίαν σαφής ˙«προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις».
4. Ἔτσι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐφάρμοσε πιστά τίς διατάξεις αὐτές τοῦ Νόμου. Καί στίς ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν γέννησή Του – καί στίς σαράντα ἥμερες· καί στά δώδεκα χρόνια Του, πού εἶχε τό δικαίωμα ἐκ τοῦ Νόμου νά εἰσέρχεται ἐλεύθερα στήν Ἑβραϊκή Συναγωγή· καί στά τριάντα Του μέ τό βαπτισμό Του, ὁπότε καί ἔκανε δυναμικά πλέον τήν δημόσια παρουσία Του, δηλώνοντας, μέσα στή Συναγωγή, ὄχι μόνον ποιός ἦταν ἀκριβῶς, ἀλλά καί ποιό εἶναι τό ἔργο του· «… καί ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἠσαΐου τοῦ προφήτου, καί εὗρε τόν τόπον, οὑ ἧν γεγραμμένον. Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ εἴνεκεν ἔχρισέ μέ, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ μέ, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστείλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν, καί πτύξας τό βιβλίον ἐκάθισε, καί ἤρξατο λέγειν πρός αὐτούς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖς ὠσίν ὑμῶν»[18]. Πολύ σοφά, λοιπόν, ὅριζε ὁ Νόμος αὐτή τήν ἡλικία τῶν 30 χρόνων, γιατί τότε πράγματι ὁ ἄνδρας εἶναι ὥριμος καί κατάλληλος γιά διδασκαλία, πλήρως ἕτοιμος ν’ ἀναλάβει κοινωνικό ἔργο. Ὅλες οἱ μεγάλες προσωπικότητες τῆς Παλαιάς Διαθήκης ἔχουν κάνει τή δημόσια ἐμφάνισή τους στά τριάντα τους χρόνια ἤ καί μετά τά τριάντα.
5. Εἰδικά γιά τόν Μεσσία (= τόν Ἰησοῦ Χριστό) ὑπάρχουν συγκεκριμένες ρητές ἀναφορές καί χαρακτηριστικά στή διδασκαλία Του στό ποιός θά εἶναι, τί θά κηρύξει καί πῶς θά τό κηρύξει, ἀλλά καί συγκεκριμένη ἀπαγόρευση ἀπό τήν Ἑβραϊκή Παράδοση ὅτι ποτέ δέν θά βγεῖ ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ. Καί τό ἔπραξε τοῦτο ὁ Κύριος στήν περίπτωση τῆς γυναίκας τῆς Χαναάν «καί ἐξελθών ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τά μέρη (πρός τά μέρη) Τύρου καί Σιδῶνος, καί ἰδού γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα (=παρεβίασε τά κρατικά της σύνορα) ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα…»[19]. Γιά νά προσέξουμε! Δέν παρεβίασε ὁ Ἰησοῦς Χριστός τά σύνορα τοῦ Ἑβραϊκοῦ κράτους, ἀλλά ἡ γυναίκα ἀπό τή Χαναάν καί μπῆκε στό Ἑβραϊκό κράτος. Ὁ Κύριος ἐκινεῖτο ἐπί τῶν ὁρίων τοῦ Ἑβραϊκοῦ κράτους.
6. Ἐπίσης, ἦταν γεγραμμένο ὅτι πάντοτε ὅ Χριστός θά μιλοῦσε μέ παραβολές καί δέν θά ἔλεγε τίποτε χωρίς παραβολή˙ «Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις, καί χωρίς παραβολής οὐδέν ἐλάλει αὐτοῖς, ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν διά τοῦ προφήτου λέγοντος˙ ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τό στόμα μου, ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπό καταβολῆς κόσμου»[20].
7. Στήν περίπτωση, πού ὑποστηρίζουν μερικοί, λέγοντας πώς ὁ Κύριος πῆγε στίς Ἰνδίες, στά Ἰμαλάια, στό Θηβέτ καί δέν ξέρουμε ποῦ ἀλλοῦ θά μᾶς ποῦν, ρωτᾶμε : Ἔχουν νά μᾶς παρουσιάσουν μαρτυρίες ἤ συγγράμματα τῶν συγχρόνων τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ αὐτές τίς Χῶρες, πού νά βεβαιώνουν ὅτι πράγματι ὁ Χριστός πῆγε ἐκεῖ; Ὄχι βέβαια! Υπάρχουν, ὅμως, ἀντίθετες μαρτυρίες καί μάλιστα ἔγγραφες, ὅτι ὁ Xριστός γνώριζε γράμματα, χωρίς νά πάει σέ σχολεῖο, καί αὐτό τό μαρτυρούν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί Του, οἱ σύγχρονοι συμπατριῶτες του Ἑβραῖοι «πῶς οὗτος οἷδε (= γνωρίζει, ξέρει), γράμματα μή μεμαθηκώς»; Οἱ Ἑβραῖοι, λοιπόν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα Τόν μισοῦσαν, γνωρίζουν καλλίτερα ἀπό τόν καθένα μας, ἐάν ὁ Ἰησοῦς Χριστός βγῆκε ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ κράτους τῶν Ἑβραίων καί πῆγε ἐκεῖ, πού ἀναληθῶς ὑποστηρίζουν μερικοί ἀνεγκέφαλοι. Μόνο οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν καί ἔχουν συμφέρον νά ὑποστηρίξουν κάτι τέτοιο, ὅμως, δέν τό ἀποτολμοῦν. Γι’ αὐτό καί στήν περίπτωση τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ, ὑποστηρίζουν ὅτι ὅ Χριστός κάνει θαύματα, ἀλλά τά κάνει «ἐν ὀνόματι τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμονίων» καί ὄχι γιατί εἶναι μαθητευόμενος μάγος. Καί ἐδῶ εὔλογα ἐρωτᾶται : Ποῖοι εἶναι ἀξιόπιστοι; Οἱ Ἑβραῖοι ἤ οἱ σημερινοί ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»;
8. Στόν παραπάνω ἰσχυρισμό εἶναι προφανής ἡ σύγχυση, τό μπέρδεμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πῆγε στήν Ἀραβία καί ὄχι ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή γράφει : «Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας μέ ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκί καί αἵματι, οὐδέ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρός τούς πρό ἐμοῦ Ἀποστόλους, ἀλλά ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα μετά ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον καί ἐπέμεινα πρός αὐτόν ἡμέρας δεκαπέντε. Ἕτερον δέ τῶν Ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μή Ἰάκωβον τόν ἀδελφόν του Κυρίου»[21].
9. Ἀλλά, ἄς ὑποχωρήσουμε καί ἄς δεχθοῦμε ὅτι πῆγε ἐκεῖ ὁ Χριστός, ἐκεῖ, πού ἀναφέρθηκε παραπάνω καί μαθήτευσε καί ὅτι μέ τίς γνώσεις αὐτές, πού πῆρε, ἄλλαξε, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ, τόν ροῦν τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὕστερα ἀπό αὐτό τό κοσμοϊστορικό γεγονός δέν θά ἐπεδίωκαν νά δρέψουν τούς καρπούς του παγκοσμίου αὐτοῦ ἔργου ἑνός σπουδαστῆ Τους; Κάτι τέτοιο, λοιπόν, θά τό ἐπιχειροῦσαν πολλοί, ἀλλά δέν ἔγινε καί δέν τό κάνουν, πού σημαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἐξῆλθε τῶν ὁρίων τοῦ Ἑβραϊκοῦ κράτους, ἀλλά ἐκεῖ ἔμεινε ἕως τά τριάντα Του, «προκόπτοντας σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις».
10. Συμπέρασμα : Στό ερώτημα, λοιπόν, «Ποῦ ἦταν καί τί ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀπό τά 12 ἕως τά 30 χρόνια Του»; ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής : Σάν γνήσιος Ἑβραῖος ἦταν ὑποχρεωμένος νά ἰδιωτεύσει, ὅπως καί ἰδιώτευσε, κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν Νομικῶν του γονέων».
Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, ἄς εἶναι το μοναδικό καί βαθύτατο ἐντρύφημα καί μελέτημα τῆς καρδιᾶς μας. Ὁ Ἰησοῦς ἄς εἶναι ἡ ἀναπνοή μας!
[1] Γέν. 17, 9-11, 23-27.
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πνευματικά Γυμνάσματα, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 162-166.
[3] Μτθ. 1, 21.
[4] Λκ. 1, 31.
[5] Λκ. 2, 21.
[6] Ἑρμηνεία τῆς α΄ καί γ΄ ἐπιστολῆς Ἰωάννου.
[7] Φιλιπ. 2, 10.
[8] Φιλοκαλία, σ. 1144.
[9] Α΄ Θεσ. 5, 17.
[10] Β΄ Θεσ. 1, 12.
[11] Ἰεζεκ. 36, 21-22.
[12] Β΄ Τιμ. 2, 19.
[13] Ἀποκ. 2, 3.
[14] Ἀποκ. 3, 5.
[15] ΠΡΕΣΒ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ, «Ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τά 12 ἕως τά 30 χρόνια Του», ἐν ἐφημερίδᾳ Ὀρθόδοξος Τύπος (2007)
[16] Ἔξ. 4, 35.
[17] Λκ. 2, 51-52.
[18] Λκ. 4, 17- 21.
[19] Μτθ. 15, 21-23.
[20] Μτθ. 13, 34-35.
[21] Γαλ. 1, 15-19.
https://sotiriosnavs.com/wp-content/uploads/2020/05/IMG_20200508_130841-rotated.jpg2020-12-31 21:18:50%ce%b7-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%87%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%ce%b6%cf%89%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%80%ce%bf