Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
02-01-2013
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[1] ἀναφερόμενος στήν σημασία τοῦ χρόνου, τοῦ καιροῦ καί πῶς μποροῦμε νά τόν ἐκμεταλλευτοῦμε ὅσο τό δυνατόν καλύτερα γιά τήν σωτηρία μας, ἐπισημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλο πράγμα ἀκριβότερο ἀπό τόν καιρό (τόν χρόνο)˙ καί πάλι δέν ὑπάρχει ἄλλο πράγμα σημαντικότερο ἀπό τόν καιρό.
Δέν ὑπάρχει ἄλλο πράγμα ἀκριβότερο, πρῶτον διότι ὅσα πράγματα κι ἄν χάσει κάποιος, εἴτε χρυσό καί ἄργυρο, εἴτε τιμές καί δόξες, εἴτε ἡδονές τοῦ σώματος, πάλι εἶναι δυνατόν νά τά ἀποκτήσει καί δεύτερη φορά. Ἀλλά, τόν καιρό, ὅταν μία φορά τόν χάσει κανένας, δέν εἶναι δυνατόν γιά δεύτερη φορά νά τόν βάλει στά χέρια του ποτέ, καθώς εἶπε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ˙ «ὁ αὐτός ἀγών καλεῖ πάντας πρός τοῦτον ἀποδύεσθαι προθύμως… καί μή μέλειν, μηδέ προΐεσθαι τόν καιρόν, οὐ πάλιν τυχεῖν ἀμήχανον»[2]. Ὁμοίως καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος˙ «παντός μᾶλλον ἀφειδεῖν χρῇ ἤ χρόνου˙ χρυσίον ἄν ἀναλώσῃς δυνήσῃ πάλιν ἀνακτήσασθαι˙ χρόνον δέ ἄν ἀπολέσῃς, δυσκόλως αὐτόν ἀναλήψῃ»[3]. Καί τό αἴτιο εἶναι, διότι ὅλα μέν τά ἄλλα ἔχουν τό εἶναι καί τήν ὕπαρξή τους σέ κάποια στάση καί διαμονή, ὁ δέ χρόνος ἔχει τό εἶναι του, τήν ὕπαρξή του σέ μιά ἀκατάπαυστη κίνηση καί ροή, μαζί καί ἀπορροή, ὥστε ἐκεῖ πού μόλις φθάνει νά ἔλθει στό εἶναι, στήν ὕπαρξη, ἐκεῖ εὐθύς φθείρεται καί πηγαίνει στό μή ὄν, στήν ἀνυπαρξία.
Δεύτερον, δέν ὑπάρχει ἄλλο πράγμα ἀκριβότερο ἀπό τόν καιρό, διότι μέ τόν καιρό μπορεῖ κανείς νά ἐξαγοράσει ὅλο τόν οὐρανό καί τήν ἐν οὐρανῷ Βασιλεία, μπορεῖ νά ἀπολαύσει τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, νά γίνει υἱός τοῦ Θεοῦ κατά Χάριν καί νά ἑνωθεῖ κατά Χάριν μέ τόν Θεό καί ἐν συντομίᾳ μπορεῖ νά γίνει ὁ θνητός ἄνθρωπος κατά Χάριν καί θέσιν θεός.
Δέν ὑπάρχει σήμερα ἄλλο πράγμα σημαντικότερο ἀπό τόν καιρό, διότι οἱ σημερινοί χριστιανοί λυποῦνται γιά ὅλα τ’ἄλλα καί μέ μεγάλη δυσκολία τ’ἀφήνουν ἀπό τά χέρια τους. Μά, τόν καιρό, πού εἶναι τόσο ἀκριβός καί πολύτιμος, τόν ἔχουν τόσο ἀσήμαντο, ὥστε τόν ξοδεύουν ἀλύπητα σέ κενά καί μάταια πράγματα, ὅπως τά χαρτιά, τά ἱπποδρόμια, τά καζίνο, τά τυχερά παιχνίδια (προπό, λόττο, τζόκερ, κίνο), τήν τηλεόραση κ. ἄ. παρόμοια παιχνίδια, ὥστε παρομοιάζουν καί αὐτοί μέ ἐκείνον τόν ἀνόητο Γερμανό, ὁ ὁποῖος, ὅπως γράφει ἡ ἱστορία, βρίσκοντας τόν πολύτιμο λίθο «Ἀδάμαντα», πού εἶχε ὁ Κάρολος Δούκας τῆς Βουργουντίας, ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ μεγέθους του, ἦταν ἕνας μεγάλος καί περιληπτικός θησαυρός, πού ξεπερνοῦσε κάθε τιμή, δέν γνώρισε τί ἀξίζει, ἀλλά, καταφρονώντας τον σάν ἕνα ἁπλό λίθο, τόν πούλησε γιά ἕνα ἀσκί κρασί. Περισσότερο οἱ σημερινοί χριστιανοί, πού δέν γνωρίζουν πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ καιρός, πού τούς χάρισε ὁ Θεός, εἶναι παρόμοιοι μέ τόν ἄλογο ἐκεῖνο πετεινό, πού γράφει ὁ Αἴσωπος, ὁ ὁποῖος, σκαλίζοντας σέ μιά κοπριά καί βρίσκοντας ἕνα πολύτιμο διαμάντι, εἶπε ὅτι ἦταν καλύτερο νά ἔβρισκε ἕνα σπειρί κριθάρι, παρά ἕνα τέτοιο πολύτιμο λιθάρι, ἀλλάζοντας δηλαδή ἕνα πολύτιμο πράγμα μέ ἕνα εὐτελές καί ἕνα ἀκριβό μέ ἕνα φθηνό.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀκοῦν ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα ὅτι ὁ Κύριος «ταχύ ἔρχεται καί οὐ χρονιεῖ»[4]˙ καί ἀπό τόν προφήτη Ἀββακούμ ὅτι «ἐρχόμενος ἤξει καί οὐ μή χρονίσει»[5]˙ καί παρ’ ὀλ’ αὐτά αὐτοί, νομίζοντας τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, ὅτι ὁ Κύριος ἀργοπορεῖ νά ἔλθει, ξοδεύουν τόν καιρό τῆς ζωῆς τους στό νά βλέπουν πῶς παίζουν οἱ ἄλλοι τά παιχνίδια. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀκοῦν τόν σοφό Σειράχ, πού παραγγέλλει καί λέγει˙ «ἐνθυμήσου, ἄνθρωπε, ὅτι ὁ θάνατος δέν ἀργεῖ νά ἔλθει»˙ «μνήσθητι ὅτι ὁ θάνατος οὐ χρονιεῖ»˙ «ἐνθυμήσου ὅτι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά, γιά νά σέ καταφθάσει»˙ «μνήσθητι ὅτι ὀργή οὐ χρονιεῖ»[6], καί παρ’ ὀλ’ αὐτά αὐτοί κλείνουν τά αὐτιά τους σάν τήν ἀσπίδα (εἶδος φιδιοῦ) καί δέν ἀκοῦν τίς παραγγελίες αὐτές, πού τούς κάνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἀλλά νομίζουν πώς ὁ θάνατος εἶναι πολύ μακρυά ἀπ’αὐτούς καί πώς ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἀργοπορεῖ νά ἔλθει ἐπάνω τους καί ἔτσι καταναλώνουν χωρίς καμμιά λεπτομερή ἐξέταση τόν χρυσό καιρό, πού τούς χάρισε ὁ Θεός, γιά νά μετανοήσουν καί νά λυτρωθοῦν ἀπό τήν θεία ὀργή, στά ψυχοβλαβή παιχνίδια, πού εἴπαμε.
Τόν καιρό αὐτόν τῆς ζωῆς μᾶς τόν χάρισε ὁ Θεός, ἀγαπητοί, α) γιά νά θυμόμαστε τίς ἁμαρτίες, πού κάναμε καί Τόν λυπήσαμε, νά μετανοοῦμε γι’αὐτές καί νά ζητᾶμε συγχώρηση˙ β) γιά νά στοχαζόμαστε τήν φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου καί τόν βίαιο ἀποχωρισμό, πού θά λάβουν οἱ ψυχές ἀπό τά σώματά μας, νά κλαῖμε καί νά ὀδυρώμαστε, παρακαλώντας τόν Θεό νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τά χέρια τῶν δαιμόνων ἐκείνη τήν φρικτή ὥρα˙ γ) γιά νά θυμόμαστε τήν φοβερά κρίση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπολογία, πού ἔχουμε νά δώσουμε σ’αὐτή γιά ὅλους τούς λογισμούς, ὅλα τά λόγια καί ὅλα τά ἔργα μας˙ δ) γιά νά θυμόμαστε τήν μέλλουσα κόλαση, πού θά λάβουν οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί στό πῦρ τό αἰώνιο, ἀπό τό ὁποῖο δέν θά λυτρωθοῦν ποτέ, καί ε) γιά νά θυμόμαστε τήν μέλλουσα μακαριότητα καί Βασιλεία, πού θά ἀπολαύσουν οἱ μετανοημένοι δίκαιοι στούς Οὐρανούς εἰς αἰώνα αἰῶνος.
Αὐτά ἄς στοχαζόμαστε, αὐτά ἄς θυμόμαστε, αὐτά ἄς μελετοῦμε, πού εἶναι ὠφέλιμα γιά τήν ψυχή μας, γιά νά περάσει ὁ καιρός καί ἡ ὥρα.
Ὅταν θέλεις νά περάσει ὁ καιρός καί ἡ ὥρα, πάρε στά χέρια σου κανένα ψυχωφελές βιβλίο καί διάβασε, ἄν ξέρεις γράμματα˙ ἄν δέν ξέρεις, παρακάλεσε κάποιον ἀδελφό, πού ξέρει νά διαβάζει ἐκεῖνος, κι ἐσύ ν’ἀκοῦς. Θέλεις νά περάσει ὁ καιρός καί ἡ ὥρα; Ἐργάσου κάποια ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, πήγαινε νά δεῖς κανένα ἄρρωστο, γιά νά τόν παρηγορήσεις μέ τόν λόγο, ἄν μπορεῖς νά τόν βοηθήσεις καί μέ τό ἔργο. Πήγαινε μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία κι ἐκεῖ δές μέ περιέργεια τίς ἅγιες Εἰκόνες καί προσκύνησέ τες μέ εὐλάβεια˙ ρίξε μιά ματιά εὐλαβείας στό ἅγιο Βῆμα καί στοχάσου πώς ἐκεῖ μέσα θυσιάζεται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κάθε μέρα μυστηριωδῶς, γιά νά σέ θρέψει καί νά σέ ἁγιάσει μέ τήν Θεία Κοινωνία. Συλλογίσου πώς ὁ ἐπίγειος Ναός εἶναι τύπος τοῦ Οὐρανοῦ, στόν ὁποῖο βρίσκονται ἀοράτως οἱ τάξεις τῶν οὐρανίων ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος, προσευχήσου στόν Θεό, γιά νά σέ ἐλεήσει˙ φώναζε ἐκ βάθους καρδίας καί λέγε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ»˙ κάνε καί κάμποσες μετάνοιες στρωτές ἤ προσκυνητές, ὅσες μπορέσεις. Θέλεις νά περάσει ὁ καιρός καί ἡ ὥρα; Δές τά ποιήματα τοῦ Θεοῦ, τόν οὐρανό, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τά ἄστρα, τήν γῆ, τά δένδρα, τά ζῶα, τήν θάλασσα, τά ψάρια καί ὅλα τά ἄλλα πόσο ὄμορφα εἶναι, πόσο καλά, πόσο δυνατά! Καί δόξασε καί εὐχαρίστησε τόν ποιητή Θεό, πού τά δημιούργησε, ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς Του καί τῆς δικῆς σου ἀγάπης.
Αὐτά εἶναι τά ἅγια παιχνίδια, στά ὁποία πρέπει νά καταγίνεσαι, ἀγαπητέ μου, γιά νά περάσει ὁ καιρός. Αὐτά εἶναι τά ἐπαινετά καί ἱερά θέατρα, τά ἁρμόδια καί οἰκεία στούς χριστιανούς, τά ὁποία πρέπει νά βλέπεις, γιά νά περάσει ἡ ὥρα, καί ὄχι τά σατανικά, μιαρά καί ἀκάθαρτα παιχνίδια.
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 101, 102, 110.
[2] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος εἰς τόν ἐξισωτήν.
[3] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία νη΄ εἰς τόν Ἰωάννην.
[4] Ἠσαΐας 14, 1.
[5] Ἀββακούμ 2, 8.
[6] Σοφία Σειράχ. 14, 12 καί 7, 17.
ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Η΄ ΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ