ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Περί Θεολογίας

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

ἐφημ. Ἱ. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιῶς

11-10-2012

Στίς 12 Ὀκτωβρίου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Συμεώνος τοῦ νέου Θεολόγου.

Ὁ ὅσιος Συμεών ἤκμασε στά τέλη τοῦ 10ου καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰ. στήν Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε τό 957 καί κοιμήθηκε τό 1035. Ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Στουδίου.

Γιατί, ὅμως, ὀνομάσθηκε «νέος θεολόγος»; Ὀνομάσθηκε ἀπό τούς μαθητές του «νέος», γιά νά ξεχωρίζει ἀπό τούς παλαιούς θεολόγους˙ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.

Ὅπως εἶναι γνωστό ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔδωσε τόν τίτλο «θεολόγος» καί ἀναγνωρίζει μόνο τρεῖς ἁγίους ὡς «θεολόγους»˙ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν σημερινό ἑορτάζοντα ὅσιο Συμεώνα τόν νέο Θεολόγο. Μόνο αὐτοί οἱ τρεῖς εἶναι οἱ πιό γνήσιοι καί πιό αὐθεντικοί θεολόγοι, μετά, βεβαίως, ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Λόγο, τόν Χριστό. Γιατί, θεολόγος ἀποκαλεῖται αὐτός, πού ἔχει δεῖ τόν Θεό Λόγο, πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θεολόγος ἐν πρώτοις εἶναι ὁ θεόπτης, ὁ αὐτόπτης καί αὐτήκοος τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Μέ τήν ἔννοια αὐτή οἱ πρῶτοι θεολόγοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού εἶδαν, ἔζησαν καί βίωσαν τόν Χριστό. Θεολόγος, κατά δεύτερον, εἶναι ὁ «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσι», εἶναι αὐτός, πού ἀκολουθεῖ πιστά καί μέ πνεῦμα ταπεινώσεως τούς γνησίους καί αὐθεντικούς θεολόγους καί θεόπτες, τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πατέρες. Θεολόγος, ἐπίσης, εἶναι καί ὅποιος προσεύχεται. «Εἰ προσεύχῃ, θεολόγος εἶ». Τό ὀρθοδόξως θεολογείν εἶναι τό ἀλιευτικῶς θεολογεῖν καί ὄχι τό ἀριστοτελικῶς καί φιλοσοφικῶς θεολογεῖν, ὅπως συμβαίνει κατ’ἀρχήν στήν αἱρετική καί ἐκπεσοῦσα Δύση, ἰδίως στίς αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, καί κατά δεύτερον στήν καθ’ἡμᾶς Ἀνατολή, ἰδίως στούς κόλπους τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Θεολόγος δέν καθίσταται ὅποιος περνᾶ μέ ἐξετάσεις στίς Θεολογικές καί Ἐκκλησιαστικές Σχολές καί Ἀκαδημίες, φοιτᾶ σ’αὐτές καί παίρνει τό πτυχίο θεολογίας, τό μεταπτυχιακό καί τό διδακτορικό καί ἀκόμη γίνεται πανεπιστημιακός, ἀκαδημαϊκός καθηγητής θεολογίας. Γιατί, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ πολλές φορές ἱστορικά καί ἀποδεικνύεται καί μέχρι σήμερα, πολλοί ἀπ’αὐτούς τούς πτυχιούχους καί ἀκαδημαϊκούς θεολόγους, μέ ἐλάχιστες φωτεινές ἐξαιρέσεις, κηρύττουν καί πράττουν ἀντίθετα πράγματα πρός τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί πίστη, τό Εὐαγγέλιο, τήν Ἁγία Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τήν ἐν γένει Ὀρθόδοξη Παράδοση καί καταντοῦν ἀθεολόγητοι θεολόγοι ἤ καλύτερα θολολόγοι, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, καταντοῦν ἀντίχριστοι, ἄθεοι, αἱρετικοί, οἰκουμενιστές, ἐπειδή τούς λείπει ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἐμπειρική σχέση μέ τόν ἴδιο τόν Θεό Λόγο. Ἑπομένως, ἡ θεολογία εἶναι πρωτίστως ἐν Χριστῷ βίωμα καί ἐμπειρία καί ὄχι ξερές ἀκαδημαϊκές, γνωσιολογικές καί νοησιαρχικές σπουδές καί γνώσεις. Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ σωστή, ὀρθόδοξη θεολογία καλλιεργήθηκε καί καλλιεργεῖται στά μοναστήρια (ὅσα ἀπ’αὐτά παραμένουν ὀρθόδοξα καί δέν ἔχουν κλίνει γόνυ στόν οἰκουμενισμό) καί ὅτι ἀπό ἐκεῖ ἔβγαιναν καί βγαίνουν οἱ πραγματικοί θεολόγοι καί ὄχι ἀπό τίς σχολές.

Ἕνας μεγάλος θεολόγος τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος, στό βιβλίο του «Νέα Κλῖμαξ»[1], ὁμιλώντας περί θεολογίας, καταθέτει τά ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα :

«Γνωρίζω ὅτι τό χάρισμα τῆς ἱερᾶς θεολογίας εἶναι τό ὑψηλότερο καί πλατύτερο ἀπ’ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’αὐτό καί τά σκεπάζει ὅλα, ὅπως ἡ ὄρνις (ἡ κότα) σκεπάζει τά νοσσία της (τά κοτοπουλάκια της), ὅπως ἔλεγε, παρομοιάζοντας τό χάρισμα, ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Γι’αὐτό καί περισσότερο ἀπό τά ἄλλα χαρίσματα ἑλκύει καί κεντᾶ τήν καρδιά, τήν ἀγάπη καί τόν ἔρωτά της. Γιατί, ὅπως τό ὑποκείμενο τῆς θεολογίας εἶναι τό πάντων ἀνώτατο καί ἐρωτικώτατο, ἐπειδή εἶναι αὐτό τό ὑπέρτατο ὄν καί ἄκρον ἐφετόν, δηλ. ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός, ἔτσι καί ἡ περί αὐτοῦ θεολογία εἶναι ἡ πάντων ὑπερτάτη καί ἐρασμιωτάτη. Γι’ αὐτό ἔτσι ὁρίζει τήν θεολογία ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος στόν τρίτο λόγο του περί Τριάδος : «Θεολογία εἶναι τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη κατ’ἐξοχήν τῶν ἐπιστημῶν, τῆς ὁποίας ἀρχή καί ὑποκείμενο καί τέλος εἶναι αὐτός ὁ Θεός»[2]. Καί ἐξηγεῖ στόν πέμπτο λόγο του περί Τριάδος τήν αἰτία : «Γιατί ἡ θεολογία ὑπέρκειται κατ’ἀσύγκριτο λόγο τῆς φιλοσοφίας καί δέν ὑπόκειται σ’αὐτή»[3].

Στή συνέχεια ὁ Ὅσιος Νικόδημος μᾶς δίνει τίς προϋποθέσεις τοῦ θεολογεῖν, μᾶς συμβουλεύει καί μᾶς παρακινεῖ ὅλους μας, κληρικούς καί λαϊκούς : «Ἐάν, λοιπόν, κι ἐσύ, ἀγαπητέ, ποθεῖς νά ἀποκτήσεις τό χάρισμα αὐτό, πρέπει νά γνωρίζεις καί νά φυλάττεις τά ἀκόλουθα ὀκτώ πράγματα :

Α) Πρέπει νά φυλάττεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί διά τῆς πράξεως νά ἀνεβαίνεις στή θεωρία, καθώς μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν πρῶτο λόγο του περί θεολογίας[4].

Β) Πρέπει νά ὑποτάσσεις τό σῶμα καί τά πάθη τοῦ σώματος καί νά καθαίρεις τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Προτοῦ νά καθάρεις τόν ἑαυτό σου, δέν εἶναι ἀσφαλές γιά σένα οὔτε οἰκονομία ψυχῶν νά λάβεις οὔτε νά θεολογεῖς, ὅπως παραινεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν πρῶτο λόγο του περί θεολογίας : «Διά τοῦτο καθαρτέον ἑαυτόν πρῶτον, εἴτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον».  Ἐάν δέν ἔφθασες στήν τελεία κάθαρση, ἀλλά ἀκόμη καθαίρεσαι, δέν ταιριάζει νά θεολογεῖς : «Οὐ γάρ τοῦ παντός θεολογεῖν, ἀλλά τῶν κεκαθαρμένων, ἤγουν τῶν καθαιρουμένων, τό μετριώτατον». Λέει καί ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφεύς τῆς Κλίμακος, ὅτι τό τέλος τῆς καθάρσεως εἶναι ὑπόθεση θεολογίας, αὔξηση φόβου, ἀρχή ἀγάπης.

Γ) Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ἡ θεολογία εἶναι διττή : α) προηγουμένη καί β) ἑπομένη. α) Προηγουμένη θεολογία εἶναι αὐτή, πού διαλέγεται περί τῆς ὑπάρξεως του Θεοῦ. β) Ἑπομένη θεολογία εἶναι αὐτή, πού συνάγει, πού συμπεραίνει, ἀπό τήν δημιουργία καί τήν πρόνοια τῶν κτισμάτων, ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού δημιούργησε τά πάντα καί προνοεῖ γι’αὐτά. Ἀλλά καί ὁ Θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[5] στήν β΄ ἑκατοντάδα τῶν θεολογικῶν κεφαλαίων διττή λέει ὅτι εἶναι ἡ θεολογία : α) καταφατική καί β) ἀποφατική. α) Καταφατική θεολογία ἤ κατάφαση εἶναι «ἡ τῶν ὄντων θέσις», δηλαδή ἡ ἀπόδοση θετικῶν ἰδιοτήτων στόν Θεό, λόγῳ τῆς αἰτιώδους σχέσεώς Του μέ τόν κόσμο. Ἡ καταφατική θεολογία ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Λέμε π.χ. ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, σοφός, παντοδύναμος, δίκαιος κ.λπ. β) Ἀποφατική θεολογία εἶναι ἡ ἀπόδοση ἀποφατικῶν, ἀρνητικῶν ἰδιοτήτων στόν Θεό, μέ τα ὁποία διαφοροποιεῖται πλήρως ἀπό τήν κτιστή πραγματικότητα καί μέσῳ τῶν ὁποίων ὑπογραμμίζεται ἡ ὑπεροχή τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν κτιστῶν ὄντων. Ἡ ἀποφατική θεολογία ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη τοῦ Θεοῦ. Λέμε π.χ. ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀόρατος, ἄχρονος, ἀΐδιος, ἀκατάληπτος, ἀπρόσιτος, ἀνερμήνευτος, ὑπέρχρονος, ὑπερέκεινα κ.λπ. Ἡ ἀποφατική θεολογία εἶναι ὑψηλότερη τῆς καταφατικῆς. Ὁ Θεός, ὅμως, τελικῶς, εἶναι ὑπεράνω, ὑπέρκειται τόσο τῆς καταφατικῆς, ὅσο καί τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας. Καί ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στό «Περί θείων ὀνομάτων»[6] ἔργο του σέ δύο διαιρεῖ τήν θεολογία : α) σέ ἑνωμένη καί β) σέ διακεκριμένη. α) Ἑνωμένη θεολογία ὀνομάζεται τά φυσικά ἰδιώματα τῆς θείας οὐσίας, πού εἶναι κοινά σ’αὐτή. Δηλαδή τό ὑπεράγαθο, τό ὑπέρθεο, τό ὑπερούσιο, τό ὑπέρζωο, τό ὑπέρσοφο, ἡ ἀγνωσία, τό παννόητον, ἡ πάντων θέση, ἡ πάντων ἀφαίρεση, τό ὑπέρ κάθε θέση καί ἀφαίρεση. Καί ὅλα τά αἰτιολογικά, δηλαδή τό ἀγαθό, τό καλό, τό ὄν, τό ζωογόνο, τό σοφό. Καί ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπό τίς ἀγαθοπρεπεῖς δωρεές τῆς Θεότητος, δηλαδή ἡ πάντων ἀγαθῶν αἰτία. β) Διακεκριμένη θεολογία εἶναι τά ὑπερούσια ὀνόματα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίς νά ὑπάρχει σ’αὐτά καμμία ἀντιστροφή ἤ νά εἰσάγεται κάποια κοινότητα. Διακεκριμένα εἶναι ἐπίσης καί τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δηλαδή τό ἀγέννητο γιά τόν Πατέρα, τό γεννητό γιά τόν Υἱό καί τό ἐκπορευτό γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα. Διακεκριμένη, ἐπίσης, εἶναι ἡ παντελής καί ἀναλλοίωτη ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ.

Δ) Πρέπει νά διαβάζεις καί νά μελετᾶς τήν Παλαιά Γραφή καί μάλιστα τή Νέα, γιατί ἡ Ἁγία Γραφή θεολογία ὀνομάζεται σέ πολλά μέρη ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος ὀνομάζει τούς θείους Ἀποστόλους κυρίως θεολόγους. Μελέτησε ἐπίσης τήν δογματική θεολογία, ἰδίως τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τήν ἐπιτομή τῶν δογμάτων τῆς πίστεως τοῦ κυροῦ Ἀθανασίου, τήν δογματική πανοπλία καί τούς θεολογικούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου κ.ἄ.

Ε)  Πρέπει νά γνωρίζεις αὐτό, πού παραγγέλλει ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος στόν πρῶτο λόγο του περί Τριάδος[7] : «Πρέπει αὐτός, πού θεολογεῖ, πρίν ἀπό κάθε ἄλλο πράγμα νά γνωρίζει ἐπιστημονικῶς τούς ὄρους τῶν θείων ὀνομάτων καί ἐπισταμμένως τήν σημασία τους. Δηλαδή τί σημαίνει Μονάδα στόν Θεό καί τί Τριάδα. Τί Πατήρ, τί Υἱός, τί Πνεῦμα. Τί Θεότητα, οὐσία, φύση, μορφή καί εἶδος, τά ὁποία ὅλα ἕνα καί τό αὐτό δηλώνουν. Τί ἰδίωμα, ὑπόσταση, πρόσωπο, χαρακτήρας καί ἄτομο, τά ὁποία ὅλα ἕνα καί τό αὐτό δηλώνουν. Τί ἐνούσιο, τί ὁμοούσιο, τί ἐνυπόστατο κ.τ.λ.».

ΣΤ) Πρέπει νά γνωρίζεις τόν Κανόνα, πού παραδίδει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος σ’αὐτούς, πού μελετοῦν τά θεολογικά βιβλία, λέγοντας στόν ἕκτο λόγο του περί Τριάδος[8] : «Αὐτοί, πού ἀκοῦνε τίς θεολογικές φωνές, αὐτό πρό πάντων θά πρέπει νά λογίζονται, ὅτι στήν θεία Τριάδα ὑπάρχει μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις. Αὐτός εἶναι ὁ ἀκριβής κανόνας γιά ὅσους ἀκοῦνε συνετῶς τά θεολογικά (πράγματα). Ποτέ δέν πρέπει αὐτά, πού λέγονται ἐξαιρέτως γιά τήν θεία οὐσία, νά τά προσάπτουμε στίς τρεῖς ὑποστάσεις, οὔτε αὐτά, πού λέγονται γιά τίς τρεῖς ὑποστάσεις, νά νομίζουμε ἰδίως ὅτι εἶναι κοινά καί στή θεία φύση». Ἐδῶ βεβαίως γίνεται λόγος περί τῆς διακρίσεως, πού διακατέχει τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως, φύσεως καί προσώπου.

Ζ) Ἐάν ἀγαπᾶς νά θεολογεῖς, ἄκουσε τί σέ διδάσκει ὁ θεοφόρος καί θεολόγος ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέγοντας στό κζ΄ κεφάλαιο τῆς β΄ ἑκατοντάδος τῶν περί ἀγάπης κεφαλαίων[9] : «Ὅταν πρόκειται νά θεολογήσεις, μήν ἀναζητήσεις τούς λόγους περί τῆς ἀκαταλήπτου οὐσίας καί φύσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτούς δέν πρόκειται νά τούς βρεῖ ποτέ ἀνθρώπινος νοῦς. Ἀλλά, ἀναζήτησε τούς λόγους περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τούς λόγους περί ἀϊδιότητος, ἀπειρίας, ἀοριστίας, ἀγαθότητος, σοφίας, δημιουργικῆς καί προνοητικῆς δυνάμεως». Ἐδῶ βεβαίως γίνεται λόγος περί τῆς διακρίσεως, πού διέπει τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ἀκτίστου, ἀμεθέκτου θείας οὐσίας καί ἀκτίστων, μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν.

Η) καί τελευταῖο, φύλαττε γιά πάντα, δηλαδή παρακάλεσε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀδελφέ, νά χαρίσει καί σ’ἐσένα τό δῶρο τῆς θεολογίας ἤ καλύτερα τῆς θεοπτίας. Διότι, ἡ θεολογία δίδεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γιατί, γνώριζε ὅτι σέ ὅποιου ἀνθρώπου τήν καρδιά ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτός εὐθύς εἶναι θεολόγος ἀπλανής καί ἀσφαλέστατος. Ἀντιθέτως, σέ ὅποιου ἀνθρώπου τήν καρδιά δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτός ὅσα κι ἄν θεολογεῖ, εἶναι λόγοι, πού ἔρχονται ἔξωθεν, ἐξ ἀκοῆς καί ὄχι ἀπό τήν καρδιά, πού ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως λέει καί ὁ Κάλλιστος ὁ Καταφυγιώτης, ὁ ὑψίνους ἐκεῖνος θεολόγος, στή Φιλοκαλία[10]. Ἐάν, λοιπόν, θεολογεῖς, ἐνεργούμενος ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, δόξα καί τιμή προσφέρεις στόν Θεό.

Αὐτές εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, οἱ ὀκτώ προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν σημερινή ἐποχή μας, τίς ἀποκαλυπτικές καί ἔσχατες αὐτές ἡμέρες, πού ζοῦμε, εἶναι δυστύχημα καί θλιβερό νά διαπιστώνει κανείς ὅτι οἱ παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν δέν τηροῦνται ἀπό τήν πλειάδα τῶν θεολόγων. Μόνο ἕνα εὐσεβές λήμα τίς διασώζει.

Εἶναι ἀπαραίτητο καί ἀναγκαῖο νά κάνουμε τήν παρακάτω διάκριση : Νά διακρίνουμε τούς παραδοσιακούς, πατερικούς, ὀρθοδόξους θεολόγους ἀπό τούς ἐκσυγχρονιστές, μεταπατερικούς, οἰκουμενιστές θεολόγους.

Οἱ παραδοσιακοί, πατερικοί, ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἐκφράζουν τήν ἀληθινή, τήν ὄντως Ὀρθόδοξη Θεολογία, ὅπως αὐτή ἀποτυπώθηκε στήν Ἁγία Γραφή, στό Εὐαγγέλιο, στίς ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, στούς Ἱερούς Κανόνες, στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοση.  

Οἱ οἰκουμενιστές θεολόγοι ἐκφράζουν μία καινή (καινούργια – νεωτεριστική) καί κενή (ἄδεια) θεολογία ἤ μᾶλλον ψευδοθεολογία, θολολογία τῶν παθῶν τους. Προωθοῦν τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ χειρότερη καί μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὁ τελευταῖος πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου, διότι στόχο ἔχει νά ἑνώσει ὅλες τίς αἱρέσεις καί θρησκεῖες, σέ μία παγκόσμια θρησκεία, ἕνα παγκόσμιο θεό, προσβάλλοντας τήν ἀποκλειστικότητα καί τήν μοναδικότητα τῆς σωτηρίας, πού κατέχει καί παρέχει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καί ἀδιαφορώντας γιά τίς τεράστιες δογματικές καί θεολογικές διαφορές.

Οἱ οἰκουμενιστές θεολόγοι πρωτοστατοῦν στήν ἀποστασία τῆς Πίστεως, στή νόθευση τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί στήν προδοσία τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Συλλειτουργοῦν μέ τούς αἱρετικούς, διοργανώνουν διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές διασκέψεις, ἀναγνωρίζουν τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες ὡς μέλη κανονικῶν «Ἐκκλησιῶν», προσκαλοῦν τόν Πάπα στίς ὀρθόδοξες ἔδρες τους, διοργανώνουν συμπροσευχές μέ τόν Πάπα, τόν προσφωνοῦν «ἁγιώτατο ἀδελφό», τόν ὑποδέχονται ὡς «εὐλογημένο ἐρχόμενο», προσπαθοῦν νά περιθωριοποιήσουν τήν Πατερική θεολογία καί τούς ἁγίους Πατέρες μέ τούς θεολογικούς διαλόγους γιά τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα καί μέ τήν καινοφανή αἵρεση τῆς μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς, συναφειακῆς «θεολογίας», νοθεύουν τό ὀρθόδοξο μυστήριο τῆς Βαπτίσεως, ἀναγνωρίζουν τά «μυστήρια» καί τήν «ἱερωσύνη» τοῦ Βατικανοῦ, προχωροῦν στήν περιθωριοποίηση τοῦ ἱεροῦ ράσου καί τήν ἀπαλλαγή τοῦ κλήρου ἀπ’ αὐτό. Χωρίς ἴχνος ντροπῆς ἀποδέχονται τήν χειροτονία τῶν γυναικῶν, τίς παστόρισσες καί τίς ἐπισκοπίνες, οἱ ὁποῖες ἀρκετές φορές εἶναι καί ὁμοφυλόφιλοι, καί παρακάθονται μαζί τους στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), τό προωθημένο ὄργανο ἐπιβολῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, το ὁποῖο μᾶλλον πρέπει νά λέγεται Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων καί Π.Σ.Ε.ύδους, ὅπως ἔγινε πρόσφατα, ἀρχές τοῦ περασμένου Σεπτεμβρίου, στήν Κρήτη, στήν ἐκεῖ Οἰκουμενιστική Ἀκαδημία Κρήτης (Ο.Α.Κ.).  

Διακηρύσσουν ὅτι «κατά βάθος μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος (τζαμί) ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση», ὅτι τό κοράνιο εἶναι «ἅγιο» καί «σπουδαῖο», τό ὁποῖο προσφέρουν ὡς δῶρο, ἀντί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι οἱ ἑβραϊκές συναγωγές εἶναι «τόποι λατρείας τοῦ Θεοῦ» καί εἶναι «εὐλογημένες», ὅτι μέ τούς Ἑβραίους, τούς σταυρωτές τοῦ Κυρίου μας, μᾶς ἑνώνουν κοινά θεμέλια, οἱ Ἱερές Γραφές, οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες, κ.ἄ. φοβερά, τραγικά καί βλάσφημα.

Εἶναι δυστύχημα καί πολύ ὀδυνηρό νά διαπιστώνει κανείς ὅτι στήν σημερινή ἐκκλησιαστική πραγματικότητα – κατάσταση, στό τωρινό ἐκκλησιαστικό γίγνεσθαι, σέ καίριες ἡγετικές ἐκκλησιαστικές θέσεις καί ἀξιώματα κυριαρχοῦν οἱ οἰκουμενιστές θεολόγοι. Καί δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διέρχεται μιά κρίση. Κρίση οἰκουμενιστική. Βρίσκεται ὑπό οἰκουμενιστική αἰχμαλωσία, δεμένη μέ οἰκουμενιστικά δεσμά.

Πολλά λέγονται γιά τήν κατάργηση ἤ μή τῶν Θεολογικῶν, ἐκκλησιαστικῶν Σχολῶν, τῶν Ἀκαδημιῶν, τό ἄνοιγμα τῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. Ποιός ὁ σκοπός, ὅμως, τῆς ὑπάρξεώς τους, ὅταν ἡ πλειάδα τῶν καθηγητῶν τους, μέ ἐλάχιστες φωτεινές ἐξαιρέσεις, ἔχουν οἰκουμενιστική νοοτροπία καί διδάσκουν στούς φοιτητές ἀνοικτά πλέον τόν Οἰκουμενισμό; Ποιά ἡ προσφορά τους; Τό νά καυχῶνται ὅτι βγάζουν οἰκουμενιστές θεολόγους; Πρός τί τό ὄφελος γιά τήν Ὀρθοδοξία, ὅταν ἡ μία Σχολή ἀνακηρύττει τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες ὡς Ὀρθοδόξους ἤ ὅταν ἀρνεῖται τήν ὀρθόδοξη ἐπιχειρηματολογία ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν; Ἤ ὅταν ἡ μία Ἀκαδημία διδάσκει τήν μεταπατερική αἵρεση, τήν λειτουργική ἀναγέννηση – ἀνανέωση, τήν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων, τήν μετατροπή τοῦ κατηχητικοῦ – ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό – μή ὁμολογιακό; Ἤ ὅταν ἡ ἄλλη Ἀκαδημία φιλοξενεῖ μετά χαρᾶς τήν συνέλευση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ «Π.Σ.Ε.»; Σέ τίποτε δέν ὀφελοῦν, ἀλλά μᾶλλον ζημία γίνεται, μέ τήν ἀκολουθοῦσα – ἐφαρμοζόμενη τακτική. Δέν τασσόμαστε βεβαίως ὑπέρ τῆς καταργήσεως τῶν ἀνωτέρων σχολῶν καί ἀκαδημιῶν, ἀλλά θεωροῦμε ἐπιτακτική ἀνάγκη τήν μεταμόρφωσή τους ἀπό κέντρα οἰκουμενισμοῦ σέ κέντρα ὄντως ὀρθόδοξης, πατερικῆς θεολογίας.  

Τίς παραπάνω, λοιπόν, ὀκτώ προϋποθέσεις, πού μᾶς ἀνέφερε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐτήρησε καί ἐφήρμοσε ὁ ὅσιος Συμεών καί γι’αὐτό ἀνεδείχθη αὐθεντικός, γνήσιος καί μέγας θεολόγος, θεόπτης.

Ὁ ὅσιος Συμεών ὀνομάσθηκε «θεολόγος» ἐξαιτίας τοῦ βάθους τῆς διδασκαλίας του. Γι’αὐτό καί ὁ τύπος τοῦ ὀνόματος «Συμεών ὁ νέος Θεολόγος». Τό ὅτι αὐτός μαζί μέ τούς ἄλλους δύο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, μεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ὀνομάσθηκε Θεολόγος, εἶναι ἐνδεικτικό τῶν τάσεών του. Ὅπως ἐκεῖνοι οἱ δύο, ἔτσι κι αὐτός ὁμιλεῖ περί ἀγάπης, περί φωτός, περί ἀμέσου ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ βιογράφος του, Νικήτας Στηθάτος, ἀναφέρει ὅτι θεολογούσε ὅπως ὁ ἠγαπημένος ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος˙ «ὡς ὁ ἡγαπημένος ἐθεολόγει».

Στήν ἐποχή τοῦ ὁσίου Συμεώνος ἐπικρατοῦσε ἡ παρακάτω αἵρεση. Πολλοί, ἀκόμη καί μοναχοί τῆς μονῆς Στουδίου, ἀρνοῦνταν τήν δυνατότητα θεωρίας καί θεοπτίας. Ὁ ἀγγελικός βίος θεωροῦνταν ὡς ὑπόθεση τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καί ἡ ἐξομοίωση μέ τούς παλαιούς πατέρες κρινόταν ἀδύνατη τώρα. Ἡ μυστική ὁδός εἶχε λησμονηθεῖ ἀπό αἰώνων. Σέ ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἀπό αἰῶνες εἶχε λησμονηθεῖ ἡ παλαιότερη τάση γιά μυστική θεωρία τοῦ Θεοῦ καί βασίλευε ἡ τελετουργική τάξη, ὁ ὅσιος Συμεών ἀνέλαβε νέα πρωτοβουλία πρός ἀναζήτηση τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας. Δέν ἀπέρριψε τά ἐξωτερικά μέσα τῆς λατρείας, οὔτε περιφρόνησε τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση, ἀλλά ἔδωσε τήν πρώτη θέση στήν προσωπική ἐπαφή μέ τόν Θεό. 

Κατά τόν ὅσιο Συμεώνα, ἀδυναμία ὑπάρχει μόνο γιά ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιδιώκουν τήν θεωρία καί τήν θεοπτία. Αὐτοί, ἰσχυριζόμενοι ἀδυναμία, κλείνουν τήν ἄνοδο πρός τόν Θεό, τήν ὁποία ἄνοιξε ὁ Χριστός καί εἶναι πάνω ἀπό κάθε αἵρεση αἱρετικοί. Ὁ ὅσιος Συμεών ζητοῦσε ἀπό τούς μοναχούς τήν πράξη, ἀλλά καί κάτι πέρα ἀπ’αὐτήν˙ τήν θεωρία. Ἀπαιτοῦσε νά καταστοῦν θεωρητικοί.

Τά ἔργα, τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Συμεώνος εἶναι οὐκ ὀλίγα καί μεγίστης σημασίας. Ἔχει γράψει α) κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά ἑκατόν ἕνα, β) κεφάλαια γνωστικά καί θεολογικά εἴκοσι πέντε, γ) κεφάλαια θεολογικά καί πρακτικά ἑκατό, δ) κατηχήσεις,  ε) λόγους καί στ) θείων ἐρώτων ὕμνους.

Σύμφωνα μέ τήν πνευματική διδασκαλία του, ὁ ὅσιος Συμεών διακρίνει τρία στάδια πνευματικῆς τελειώσεως, κατά τά ὁποία ἐπικρατοῦν ἀντιστοίχως ἡ πράξη, ἡ γνώση καί ἡ θεολογία. Πράξη εἶναι κυρίως ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀπαθείας. Γνώση εἶναι ὁ ἀγώνας γιά τήν κατανόηση τοῦ θείου. Θεολογία εἶναι ἡ θεωρία τῶν θείων, γι’αὐτό καί ὁ ὅσιος ἐναλλάσσει τίς λέξεις θεωρία καί θεολογία. Ἡ θεολογία εἶναι τό ὕψιστο στάδιο τελειώσεως.

Ὁ ὅσιος Συμεών εἶναι ὁ ποιητής, ὁ συγγραφεύς τῆς ἑβδόμης εὐχῆς τῆς ἀκολουθίας πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως, πού λέει : «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βλερυρᾶς καρδίας, ἀπό ἀκαθάρτου γλώσσης, ἐκ ψυχῆς ἐρρυπωμένης…». Στήν εὐχή αὐτή, πού εἶναι γραμμένη σέ στίχο πολιτικό, ὁ ὅσιος περιγράφει μέ ζοφερό τρόπο τήν κατάσταση τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά δεχθεῖ τήν δέηση.

Ἐκεῖ πού ὁ ὅσιος Συμεών πρωτοτυπεῖ εἶναι ἡ περί φωτός διδασκαλία, στήν ὁποία ξεπέρασε τούς παλαιοτέρους. Στήν διατύπωση τῶν σκέψεών του σ’αὐτό τό σημεῖο ξεκίνησε ἀπό δική του ἐμπειρία, τήν ὁποία δοκίμασε σέ νεαρή ἡλικία. Περιγράφει κάποιον νεανία, πού στεκόταν στό δωμάτιό του, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία φανερώθηκε ἄνωθεν πλουσίως θεία ἔλλαμψη καί γέμισε ὅλο τόν τόπο. Ὁ νεανίας τόσο μεταρσιώθηκε, ὥστε λησμόνησε, ἄν βρίσκεται στό σπίτι ἤ κάτω ἀπό στέγη. Ἔβλεπε μόνο φῶς καί δέν γνώριζε, ἄν πατοῦσε στή γῆ. Δέν αἰσθανόταν ὅτι ἔχει σῶμα, ἀλλά ἑνωμένος ὁλόκληρος μέ τό ἄυλο φῶς καί γενόμενος κι αὐτός φῶς καί ξεχνώντας ὅλα τά του κόσμου, γέμισε ἀπό δάκρυα, ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἔπειτα ἀνέβηκε στόν οὐρανό καί εἶδε ἄλλο φῶς τρανότερο ἀπό τό προηγούμενο.

Τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Συμεώνος περικλείουν σέ κάθε σχεδόν σελίδα τους τίς λέξεις φῶς, ἔλλαμψη καί τίς παρόμοιες. Ἀλλά, ὁ ὅσιος Συμεών δέν διδάσκει ὅτι τελικός σκοπός τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως εἶναι ἡ θεωρία τοῦ φωτός. Κατ’αὐτόν, σκοπός εἶναι ἡ συνάντηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου τό σύμβολο εἶναι τό φῶς. Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό εἶναι τό τέρμα τῆς πνευματικῆς τελειώσεως.    

Ἡ ἕνωση τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου στόν Θεάνθρωπο Χριστό εἶναι γεγονός, τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται πάντοτε σέ κάθε ἄνθρωπο, πού ἐπιδιώκει καί ἐπιτυγχάνει τήν τελείωση. Ὁ ἄνθρωπος συλλαμβάνει τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά του, ὅπως τόν συνέλαβε ἡ Παρθένος στήν κοιλία της. Ἔτσι, ὁ Χριστός μορφώνεται μέσα του καί αὐτός μορφώνεται στόν Θεό. Τά μέλη του εἶναι καί αὐτά Χριστός.

Τά ἀνωτέρω σημαίνουν ὅτι ἡ πνευματική ἐμπειρία ἀρχίζει ἀπό τόν παρόντα ἤδη κόσμο καί ὁλοκληρώνεται, τελειώνεται στόν ὄγδοο αἰώνα, σέ ἀντίθεση μέ τούς αἱρετικούς Λουθηρανούς, πού τοποθετοῦν τήν θέωση μετά θάνατον. Σημαίνουν, ἐπίσης, ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι παροῦσα πραγματικότητα, εἶναι πνευματική ἀνάσταση καί πιό ἀξιόλογη ἀπό τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων[11].

Σήμερα, λοιπόν, πού ἑορτάζουμε τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Συμεώνος, ἄς τόν ἱκετεύσουμε νά δώσει καί σ’ἐμᾶς λίγο ἀπό τό χάρισμα τῆς θεολογίας καί θεωρίας τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ἀξιώσει νά περάσουμε ἐπιτυχῶς τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, τήν πράξη, τήν γνώση καί τήν θεολογία, ὥστε, μέ τήν θεωρία τοῦ φωτός, νά ἐπιτύχουμε τοῦ σκοποῦ τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν συνάντηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό. Ἀμήν!


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέα Κλίμαξ, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 332-335.

[2] ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Λόγος γ΄ περί Τριάδος.

[3] Τοῦ ἰδίου, Λόγος ε΄ περί Τριάδος.

[4] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος α΄ περί θεολογίας.

[5] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Ἐκατοντάς β΄ τῶν θεολογικῶν, κεφ. λθ΄.

[6] ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ὀνομάτων, κεφ. β΄.

[7] ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Λόγος α΄ περί Τριάδος.

[8] Τοῦ ἰδίου, Λόγος στ΄ περί Τριάδος.

[9] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Ἑκατοντάς β΄ περί ἀγάπης, κεφ. κζ΄.

[10] ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ, Φιλοκαλία, κεφ. πδ΄.

[11] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος», ΘΗΕ (Ἀθήναι) 537-545.

Share:
πνευματική ιδιοκτησία π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
error: Content is protected !!