Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεῖ 06-04-2017
Ἡ ληστρική καί αἱρετική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης κατέστη σύμμαχος καὶ προαγωγὸς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι, οἱ λέξεις «αἵρεση» καί «αἱρετικός» δὲν ὑπάρχουν οὔτε μία φορὰ μέσα στὰ κείμενά της, ἀμνηστεύοντάς τες οὐσιαστικῶς, καί διότι, ἀντιθέτως πρὸς ὅλες τὶς προηγούμενες ὄντως Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν καὶ ἀνεθεμάτισαν τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς, αὐτή ἐπέβαλε τήν ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς ἐκκλησιῶν ἱσοτίμων, ἱσοκύρων καί ἱσαξίων μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν φράση τοῦ τελικοῦ ἐπισήμου κειμένου της μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[1], πού λέει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[2].
Ἡ ἐν πολλοῖς δυσερμήνευτη καὶ ἀκατανόητη φράση «τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν» εἶναι ἀντιφατική καί ἀπαράδεκτη, διότι, ὅταν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη, δηλ. αἱρετική, καί, ὅταν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδοξίας, δηλ. αἰρέσεως, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της, μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του, τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι «…αὐτὸν (τόν Χριστόν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[3]. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτερόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Ὁ παραπάνω ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ μέ κεφαλή τόν Ἴδιο, τινάζει κυριολεκτικά στόν ἀέρα τόν ἰσχυρισμό τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο (1950) ὅτι στά πλαίσια τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, «αὐταί αἱ Ἐκκλησίαι ἀπέφυγον νά δώσουν λεπτομερείας καί ἀκριβεῖς ὁρισμούς περί τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας»[4], διότι ἡ Ἐκκλησία ὁρίζεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς Σῶμα Χριστοῦ.
Ἑπομένως, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως καὶ λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἐπιχειρηθεῖσα συνοδικὴ κάλυψη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν, ἡ σύναξη μιᾶς μειοψηφίας ἐπισκόπων στὴν Κρήτη δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ οὔτε Σύνοδος, οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη. Ἡ Κολυμπάρια Συνέλευση, ὡς θετικῶς διακειμένη πρός τίς αἱρέσεις, δέν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία, ἀλλά στήν ἀπώλεια.
Ἡ ἀγωνία καί ἡ ἀνησυχία, πού ἐκφράζονται μέ τήν ἐπιστημονική καί θεολογική κριτική κατά τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης ἐκ μέρους Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Ἱεραρχῶν, κληρικῶν, μοναχῶν, ἐγκρίτων θεολόγων, ἐπιστημόνων καί λαϊκῶν προέρχονται ἀπό τήν κατακολούθηση τῆς γραμμῆς τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων καί ἀποσκοποῦν ἀποκλειστικά καί μόνο στήν διασφάλιση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ἐπίσημο τελικό κακόδοξο κείµενο τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης µὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον», ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀσκηθεῖσα καὶ ἀσκουµένη κριτική, εἶναι στὸ σύνολό του προβληματικό, ἀπαράδεκτο, αἱρετικό καί γι’αὐτό ἀπορριπτέο. Αὐτό ὀφείλεται, μεταξύ ἄλλων, καί στό ὅτι, ὄχι μόνο ἀγνοεῖ καὶ δὲν λαµβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἀποκτηθεῖσα ἀρνητικὴ ἐµπειρία ἀπὸ τοὺς διεξαχθέντες καὶ διεξαγοµένους Θεολογικοὺς Διαλόγους µὲ τοὺς ἑτεροδόξους-αἱρετικοὺς καὶ ἀπὸ τὴν συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἀλλά ἀντιθέτως ἐπαινεῖ τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς καί στό Συμβούλιο, ὅπως γράφεται στίς παραγράφους 16, 17, 18, 19 καί 21.
Ἡ συµµετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἐξευτελίζει κατ᾽ἀρχὴν τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐπειδή γίνεται ἕνα µικρὸ µέρος µέσα στὸ συνονθύλευµα αὐτὸ τῶν κατεγνωσμένων ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους ἑκατοντάδων προτεσταντικῶν αἱρέσεων µὲ τὶς ἀπίστευτες δογµατικὲς ἐκτροπὲς καὶ διδασκαλίες, καί τῶν ἐπίσης κατεγνωσμένων αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν Ἀντιχαλκηδονίων, πράξη γιὰ τὴν ὁποία θρηνοῦν οἱ ἐν οὐρανῷ παλαιοὶ καὶ νέοι Ἅγιοι.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς σὲ πολλὰ κείµενά του ἐπικρίνει τὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ Συµβούλιο. Σ’ἕνα ἀπ’αὐτά[5], ἀπευθυνόµενος στὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας τό 1974, γράφει µὲ πολὺ πόνο :
«Ἕως πότε θὰ ἐξευτελίζωµεν δουλικῶς τὴν Ἁγίαν µας Ὀρθόδοξον Ἁγιοπατερικὴν καὶ Ἁγιοσαββιτικὴν Ἐκκλησίαν διὰ τῆς οἰκτρῶς καὶ φρικωδῶς ἀντιαγιοπαραδοσιακῆς στάσεώς µας ἔναντι τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ τοῦ λεγοµένου Οἰκουµενικοῦ Συµβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν; …Ἀλλοίµονον, ἀνήκουστος προδοσία»!
Τὸ 2007, τὸ Ἅγιον Ὄρος, µὲ ἐκτενὲς Ὑπόµνηµα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος «Περὶ τῆς συµµετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν»[6], προέβη σὲ συντριπτικὴ καὶ τεκµηριωµένη κριτικὴ γιὰ τὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων.
Οἱ πλάνες τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ποὺ ἀποτυπώνονται στά κείμενά του, ὅπως τῆς Λίμα (1982), τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καί ἰδιαίτερα τοῦ Πουσάν (2013), προκάλεσαν τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, ξεσήκωσαν θύελλα διαµαρτυριῶν, μέ ἀποτέλεσμα ἕξι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες Δρυϊνουπόλεως κ. Ἀνδρέας, Γλυφάδας κ. Παῦλος, Κυθήρων κ. Σεραφείµ, Αἰτωλίας κ. Κοσµᾶς, Γόρτυνος κ. Ἰερεµίας καί Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ὑπέβαλανπρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 30 Ἀπριλίου τοῦ 2014 «Ὑπόµνηµα κατὰ τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν», στὸ ὁποῖο ἐκφράζουν τὴν λύπη τους γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ κειµένου ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀντιπροσώπους καὶ ζητοῦν νὰ ἀποχωρήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων καὶ νὰ παύσει νὰ συµµετέχει στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους[7].
Τὸ κακόδοξο κείμενο τῆς Κρήτης στὴν παράγραφο 19 ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων. Ἐδῶ ἔκαναν τὸ λάθος οἱ συντάξαντες καί ὑπογράψαντες τό κείμενο καί μνημόνευσαν θετικὰ τὴν «Δήλωση» τοῦ Τορόντο τοῦ 1950. Ἔγραψαν : «Ἔχουν (οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) βαθεῖαν τὴν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Ὁ τίτλος τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἔπρεπε νὰ μὴ γίνει δεκτός ἀπὸ τοὺς τότε Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, διότι εἰσηγεῖται τὴν ἀόρατη μία «ἐκκλησία» καὶ τὶς ὁρατὲς ἄλλες «ἐκκλησίες», ποὺ ἐξ ἴσου ἀποτελοῦν τὴν Μία «Ἐκκλησία», καί ἑπομένως ἀναγνωρίζει τὴν ἴδια ἐκκλησιαστικότητα στὶς ὁρατές «ἐκκλησίες»-μέλη τῆς ἀόρατης «ἐκκλησίας». Ὑπάρχουν ἐπίσης κι ἄλλες παράγραφοι στὴν «Δήλωση» τοῦ Τορόντο, πού ἀποκρύφτηκαν καί εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου. Ἐπικαλεῖται μὲν ὀρθῶς τὸ κακόδοξο κείμενο τῆς Κρήτης τὴν παράγραφο 2 τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο, πού λέει ὅτι σκοπὸς τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, δὲν εἶναι νὰ διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὴν προσέγγισή τους, ἀποκρύπτει δέ ἄλλες παραγράφους, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ ἐξισώνουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρέσεις. Ἔτσι, σύμφωνα μέ τή «Δήλωση» τοῦ Τορόντο, τήν ὁποία ἀποδέχθηκαν καὶ οἱ τότε ὑπογράψαντες αὐτήν Ὀρθόδοξοι (ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Θυατείρων κυρός Γερμανός καί ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἀντιπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου), ἀλλά καί οἱ ὑπογράψαντες τό ἐν λόγῳ κακόδοξο κείμενο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ὑπάρχει ἡ μία ἀόρατη «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» καὶ οἱ ἐπὶ γῆς ἐπὶ μέρους «ἐκκλησίες», καὶ ὅτι εἶναι πληρέστερο καί περιεκτικώτερο τό νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν μία ἀόρατη «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ποὺ τὴν συναποτελοῦν ὅλοι, καί οἱ αἱρετικοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι, παρὰ νά ἀνήκει ὁ καθένας στὴν δική του Ἐκκλησία. Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ἀλλὰ ἕνα κομμάτι αὐτῆς τῆς «Ἐκκλησίας». Γι᾽ αὐτὸ καὶ ζητεῖται νὰ ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους αἱρετικούς, ὥστε, μέσῳ αὐτῶν, νὰ μετέχουν κι αὐτοί στὴν «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Γράφει ἐπὶ λέξει ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο : «Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῶν ἐκτὸς τῶν ἰδίων τάξεων, αἵτινες ὁμολογοῦν τὴν Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ».
Στήν ἴδια παράγραφο ἀναγνωρίζεται ὅτι ὑπάρχει «ἐκκλησία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» καί ὅτι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρο. Γράφεται ἐπί λέξει : «Ὅλαι αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι, περιλαμβανομένης καί τῆς Ρωμαϊκῆς, δέχονται ὅτι δέν ὑπάρχει πλήρης ταὐτότης μεταξύ τοῦ εἶναι μέλος τῆς παγκοσμίου (καθολικῆς) Ἐκκλησίας καί τοῦ εἶναι μέλος τῆς ἰδίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουσαι ὅτι ὑπάρχουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐκτός τῶν ὁρίων (extra muros), ὅτι οὗτοι κατά διαφορετικόν τρόπον (aliquo modo) ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει «ἐκκλησία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀναγνώρισις αὐτή ἐκδηλοῦται διά τοῦ γεγονότος ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι, πλήν ὀλίγων ἐξαιρέσεων, δέχονται ὡς ἔγκυρον τό Βάπτισμα, τό τελεσθέν ὑπό ἄλλων Ἐκκλησιῶν».
Σὲ ἄλλο σημεῖο ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στὶς αἱρέσεις, ἡ ὁποία, ὅμως, ἁπλῶς εἶναι ἀτελής. Γράφεται ἐπί λέξει : «Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. θεωροῦν τήν σχέσιν ἄλλων Ἐκκλησιῶν πρός τήν Ἁγίαν, Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν ὁμολογοῦν τά Σύμβολα, ὡς ὑποκείμενον ἀμοιβαίας ἐξετάσεως. Οὐχ ἧττον τό εἶναι μέλος δέν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νά θεωρῇ τάς ἄλλας Ἐκκλησίας-μέλη ὡς Ἐκκλησίαν ἐν τῇ πλήρει καί ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως. Ὑπάρχει θέσις ἐν τῷ Π.Σ.Ε. καί διά τάς Ἐκκλησίας ἐκείνας, αἵτινες ἀναγνωρίζουν ἄλλας Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας ἐν τῇ πλήρει καί ἀληθεῖ ἐννοίᾳ, καί δι’ ἐκείνας, αἵτινες δέν ἀναγνωρίζουν. Ἀλλ’ αἱ ἀπεσχισμέναι αὐταί Ἐκκλησίαι, ἄν καί δέν ἡμποροῦν νά ἀποδεχθοῦν ἀλλήλας ὡς ἀληθεῖς καί καθαράς Ἐκκλησίας, πιστεύουν ὅτι δέν πρέπει νά μένουν ἐν ἀπομονώσει ἀπ’ ἀλλήλων καί διά τοῦτο συνηνώθησαν ἐν τῷ Π.Σ.Ε. Γινώσκουν ὅτι ὑπάρχουν διαφοραί πίστεως καί διοικήσεως, ἀλλ’ ἀναγνωρίζουν ἀλλήλας ὡς διακονούσας τόν αὐτόν Κύριον καί ποθοῦν νά ἐξετάζουν τάς διαφοράς των ἐν ἀμοιβαίῳ σεβασμῷ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι δύνανται οὕτω νά ὁδηγηθοῦν ὑπό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἵνα ἐκδηλώσουν τήν ἑνότητα αὐτῶν ἐν Χριστῷ».
Γράφεται, ἐπίσης, στή «Δήλωση» τοῦ Τορόντο ὅτι οἱ αἱρέσεις ἔχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας» καί «ἴχνη Ἐκκλησίας», τά ὁποία εἶναι «ἰσχυρά μέσα, μέ τά ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός». Αὐτά, βεβαίως, εἶναι πλήρης ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Γράφει ἐπὶ λέξει ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο : «Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ ΠΣΕ ἀναγνωρίζουν ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἀμοιβαία αὕτη ἀναγνώρισις ὑποχρεοῖ αὐτὰς ν᾽ ἄρξωνται σοβαρᾶς συνδιαλέξεως μετ᾽ ἀλλήλων, ἐν τῇ ἐλπίδι ὅτι τὰ στοιχεῖα ταῦτα τῆς ἀληθείας, θὰ ὁδηγήσουν εἰς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ὅλης ἀληθείας καὶ εἰς ἑνότητα βασιζομένην ἐπὶ τῆς ὅλης ἀληθείας. Εἶναι γενική διδασκαλία εἰς τάς διαφόρους Ἐκκλησίας ὅτι ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἔχουν στοιχεῖά τινα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα μερικαί Ἐκκλησίαι ἀποκαλοῦν «ἴχνη Ἐκκλησίας». Τοιαῦτα στοιχεῖα εἶναι τό κήρυγμα τοῦ λόγου, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγ. Γραφῶν καί ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων. Τά στοιχεῖα αὐτά εἶναι κάτι πλέον ἤ ὠχραί σκιαί τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γεγονότα πραγματικῶς εὐοίωνα καί παρέχουν εὐκαιρίαν, ὅπως αἱ Ἐκκλησίαι ἐργασθοῦν δι’ ἐλευθέρας καί ἀδελφικῆς ἐπαφῆς πρός τήν πραγματοποίησιν πλήρους ἑνότητος. Ἔτι πρός. Χριστιανοί ὅλων τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀπόψεων, καθ’ ὅλον τόν κόσμον, διά τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου ἤγαγον ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς σωτηρίαν ὑπό τοῦ Χριστοῦ, εἰς κοινότητα ζωῆς ἐν Αὐτῷ καί εἰς τήν χριστιανικήν συναδέλφωσιν πρός ἀλλήλους. Ἡ Οἰκουμ. Κίνησις βασίζεται ἐπί τῆς πεποιθήσεως ὅτι τά «ἴχνη αὐτά» δέον νά συνεχισθοῦν. Αἱ Ἐκκλησίαι δέον νά μή περιφρονοῦν αὐτά ὡς στοιχεῖα μόνον ἀληθείας, ἀλλά νά χαίρουν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς εὐοιώνοις σημείοις, ἅτινα τείνουν πρός πραγματικήν ἑνότητα. Διότι, τά σημεῖα αὐτά τί εἶναι; Οὐχί νεκρά λείψανα τοῦ παρελθόντος, ἀλλ’ ἰσχυρά μέσα, δι’ ὧν ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Εἶναι δυνατόν νά ἐγερθοῦν ζητήματα περί τοῦ κύρους καί τῆς καθαρότητας τῆς διδασκαλίας καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ἀλλ’ οὐδέν ζήτημα δύναται νά ἐγερθῇ ὅτι τοιαῦτα δυναμικά στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς δικαιολογοῦν τήν ἐλπίδα ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι, αἵτινες διακρατοῦν αὐτά θά ὁδηγηθοῦν εἰς τήν πλήρη ἀλήθειαν. Διά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνδιαλέξεως διευκολύνεται τοιαύτη ἀναγνώρισις τῆς ἀληθείας».
Ἀπὸ τήν κακόδοξη «Δήλωση» τοῦ Τορόντο προκύπτει ὅτι, ἐκτὸς τῆς ἀναγνωρίσεως στοιχείων ἀληθείας στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», δηλ. στίς αἱρέσεις, γίνεται ἀμοιβαίως ἀποδεκτό ὅτι καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ἡ ὅλη ἀλήθεια, ἀλλ᾽ αὐτή θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν ἀλληλογνωριμία καὶ τὴν συνδιάλεξη μετ᾽ ἀλλήλων, ἀπὸ τοὺς Θεολογικοὺς δηλ. Διαλόγους. Γράφεται ἐπί λέξει : «Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. θέλουν νά συσκέπτωνται, ἀναζητοῦσαι νά μάθουν παρά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποίαν μαρτυρίαν Οὗτος θέλει νά φέρωσι πρός τόν κόσμον ἐπί τῷ ὀνόματί Του». «Περαιτέρω πρακτικόν πόρισμα κοινῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε. εἶναι ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη ὀφείλουν ν’ ἀναγνωρίζουν τήν ἀλληλεγγύην των, νά βοηθοῦν ἀλλήλας ἐν ἀνάγκῃ καί ν’ ἀπέχουν τοιούτων ἐνεργειῶν, αἵτινες εἶναι ἀσυμβίβαστοι πρός ἀδελφικάς σχέσεις».
Τὸ πολὺ χειρότερο εἶναι ὅτι σὲ ἄλλη παράγραφο τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο ἔγινε ἀποδεκτό ὅτι, χωρὶς τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», χωρὶς τὴν πανσπερμία δηλ. τῶν αἱρέσεων, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει οἰκοδομηθεῖ οὔτε ἔχει ἀνακαινισθεῖ, ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται, ὅταν ἔχουμε σχέση μὲ τοὺς ἄλλους. Γράφει ἐπὶ λέξει ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο : «Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη εἰσέρχονται εἰς πνευματικὰς σχέσεις, διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦν νὰ μάθουν παρ᾽ ἀλλήλων καὶ νὰ βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως οἰκοδομηθῇ τὸ Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῆ».
Στήν κακόδοξη «Δήλωση» τοῦ Τορόντο θεμελιώνει τήν ἀλληλοαναγνώριση τοῦ βαπτίσματος μεταξύ τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, καί τό ἕτερο κακόδοξο κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006), τό ὁποῖο ἔγινε κοινῶς ἀποδεκτό καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, μέ τήν ἑξῆς διατύπωση : «Βεβαιώνουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα Βάπτισμα, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει ἕνα σῶμα καί ἕνα Πνεῦμα, μία ἐλπίδα τῆς κλήσεώς μας, ἕνας Κύριος, μία πίστις, ἕνας Θεός καί Πατήρ ὅλων μας (πρβλ. Ἐφ. 4, 4-6). Ἐν τῇ Χάριτι τοῦ Θεοῦ τό Βάπτισμα φανερώνει τήν πραγματικότητα ὅτι ἀνήκουμε εἰς ἀλλήλους, παρότι μερικές ἐκκλησίες δέν μποροῦν νά ἀναγνωρίσουν τούς ἄλλους ὡς Ἐκκλησία μέ τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου. Ξαναθυμίζουμε τήν διακήρυξι τοῦ Τορόντο, στήν ὁποία οἱ ἐκκλησίες-μέλη βεβαιώνουν ὅτι “τό νά εἶναι κανείς μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά εἶναι μέλος τῆς ἴδιας τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ὁμάδος”. Ἀναζητοῦν, λοιπόν, νά ἔλθουν σέ ζωντανή ἐπικοινωνία μέ ἐκείνους, πού, ἔξω ἀπό τίς δικές τους τάξεις, ὁμολογοῦν τόν Ἰησοῦ ὡς Κύριο»[8]. Στήν ἴδια προοπτική τῆς ἀλληλοαναγνωρίσεως τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, σημειώνεται στήν «Δήλωση» τοῦ Τορόντο : «Ὅλες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, περιλαμβανομένης καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης θεωροῦν ὅτι δέν εἶναι ἀπολύτως τό ἴδιο νά εἶναι κάποιος μέλος τῆς Παγκοσμίου Ἐκκλησίας καί νά εἶναι μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας. Αὐτές ἀναγνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν ἐκκλησίες-μέλη ἐκτός τῶν ὁρίων (extra muros), ὅτι αὐτές ἀνήκουν μέ διαφορετικό τρόπο (aliquo modo) στήν Ἐκκλησία, ἤ ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει ἐκκλησία ἐκτός τῆς ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ κατανόησις βρίσκει ἔκφρασι στό γεγονός ὅτι, ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεων, οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἀποδέχονται ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα, πού τελεῖται ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες»[9].
Γνωστή τυγχάνει ἡ ὑποστηρικτική καί ἐπαινετική, ἀπαράδεκτη ὅμως ἀπό ὀρθόδοξου δογματικῆς καί θεολογικῆς ἑπόψεως, ἀναφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου περί τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἡ ὁποία φανερώνει τή νέα οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία του[10]. Εἶπε ὁ ἴδιος : «Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ΄ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου, λαμβάνοντες ὑπ’ ὄψιν τό σημερινόν πλαίσιον τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων, ὡς καί τάς σημειωθείσας εἰς τόν οἰκουμενικόν χῶρον σταδιακάς ἀλλαγάς. Χαίρομεν, διότι εἰς τό ἐπίκεντρον τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Συμβουλίου εὑρίσκεται πάντοτε τό ὅραμα τῶν ἐν αὐτῷ δραστηριοποιουμένων Ἐκκλησιῶν, διά τήν ἐπίτευξιν, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητος ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καί πέριξ τῆς αὐτῆς Εὐχαριστιακῆς Τραπέζης»[11].
Γίνεται, λοιπόν, φανερόὅτι ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο, μέ τά πολύ σοβαρά ἐκκλησιολογικά της προβλήματα, ἔχει ἀποκτήσει, μέσῳ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, «συνοδικῶς» κῦρος καταστατικοῦ κειμένου ἀναφορᾶς γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἀναφορὰ στὴν παράγραφο 19 τοῦ κακοδόξου τελικοῦ ἐπισήμου κειμένου τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καὶ στὴν «Δήλωση» τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, στὸ Τορόντο τοῦ Καναδᾶ τό 1950, προκύπτει ἡ ἐκτίμηση ὅτι στὰ κείμενα τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἐπικρατεῖ πράγματι ἕνα ἀνακάτεμα, ἕνα μπέρδεμα, μιά ἄμικτη μίξη, μιά ἄνω κάτω κατάσταση καί τελικά μιά σύγχυση. Βρίσκει κανείς καὶ παίρνει ὅ,τι θέλει. Ὅτι οὐσιαστικά τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, εἶναι ἕνα νεοεποχίτικο, πανθρησκειακό καὶ πανομολογιακὸ χωνευτήρι μὲ διφορούμενες, ἀντιφατικὲς καὶ ἀλληλοαναιρούμενες θέσεις, ὥστε νὰ ἱκανοποιοῦνται ὅλες οἱ πλευρές. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν διφορούμενη «Δήλωση» τοῦ Τορόντο, οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς μνημόνευσαν στὸ κακόδοξο τελικό ἐπίσημο κείμενο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης αὐτὸ, ποὺ θὰ ἀκουγόταν καλὰ στὰ αὐτιὰ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπέκρυψαν, ὅμως, τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ μνημονεύσαμε, ποὺ ἀνατρέπουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καὶ ἐγκρίνουν τὴν διευρυμένη Ἐκκλησιολογία τῶν Προτεσταντῶν, ἀναγνωρίζοντας στοιχεῖα ἀληθείας καὶ στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», δηλ. στὶς αἱρέσεις.
Ἡ θετικὴ καὶ ἐπαινετική ἀναφορὰ σὲ κείμενα τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ὅπως ἡ «Δήλωση» τοῦ Τορόντο, τὰ κείμενα τῆς Λίμα[12], τοῦ Πόρτο Alegre καὶ τοῦ Πουσάν[13], τὰ ὁποῖα δὲν ἀπορίπτει, σημαίνει ὅτι τὸ κακόδοξο τελικό ἐπίσημο κείμενο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης δέχεται τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀμφισβητεῖ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔστω καὶ ἂν, ἀντιφατικὰ καὶ παραπλανητικὰ, ἀναφέρεται σ᾽ αὐτὴν στὴν πρώτη παράγραφο, λέγοντας ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία…», μιμούμενο καὶ σ’ αὐτὸ τὰ ἀντιφατικά, ἀσαφῆ καί «περιεκτικά» κείμενα τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων. Ἑπομένως, πρέπει στὸ σύνολό του νὰ ἀπορριφθεῖ.
Μετὰ, λοιπὸν, ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ καὶ συγχρονικὴ ἀποδοκιµασία τοῦ συµφυρµοῦ µὲ τὴν πολυποίκιλη αἱρετικὴ πανσπερµία στὸ προτεσταντικὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων καὶ τὰ ἀπαράδεκτα αἱρετικὰ κείµενα τοῦ Τορόντο, τῆς Λίμα, τοῦ Porto Alegre καὶ τοῦ Pusan, τὸ τελικό ἐπίσημο κείµενο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ἀντὶ νὰ θέσει τὸ θέµα τῆς ἀποχωρήσεως τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, πρόλαβε τὴν ἀπόφαση, θεώρησε αὐτονόητη καὶ σηµαντική τὴν συµµετοχὴ σ’αὐτό, ἀφοῦ αὐτὸ καὶ ἄλλοι διαχριστιανικοὶ ὀργανισµοί «πληροῦν σηµαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου» (§16). Χαρακτήρισε δὲ ἁπλῶς ὡς «ἰδίαν γνώµην» τὴν ἀποχώρηση τῶν Πατριαρχείων Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἐνῶ αὐτὴ ἡ γνώµη ἐκφράζει τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ὀρθοδόξου πληρώµατος καὶ συµφωνεῖ µὲ τὴν διαχρονικὴ στάση τῶν Ἁγίων. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι «ἐκτιµᾶ θετικῶς τὰ ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείµενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων» (§21) ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπή «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἐνῶ σιωπᾶ ἐκκωφαντικὰ γιὰ τὰ ἀπαράδεκτα κείµενα τοῦ Porto Alegre καὶ τοῦ Pusan. Τέλος, θεωρεῖ ὅτι ἡ συμμετοχή τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων θεμελιώνεται στήν «Δήλωση» τοῦ Τορόντο τοῦ 1950 (§19), κείμενο τό ὁποῖο, ὅπως ἀποδείξαμε, ἐκκλησιολογικῶς εἶναι πολύ προβληματικό.
Εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν µὲ τέτοιες µεθοδεύσεις νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τήν γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας αὐτό τὸ ἀπαράδεκτο καί αἱρετικό κείµενο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, τὸ ὁποῖο κλίνει γόνυ καὶ προσκυνᾶ τὸν συγκρητιστικὸ παναιρετικὸ Οἰκουµενισµό;
Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, ὄχι μόνο συνυπάρχουν καί συνεργάζονται στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἀποκλειστικά και μόνον γιά κοινωνικοπολιτικούς λόγους καί θέματα, ἀλλά καί συμπροσεύχονται ἀντικανονικῶς καί συνυπογράφουν ἤ υἱοθετοῦν κοινά, δογματικά καί ἀντορθόδοξα κείμενα μὲ τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἁγιομάχους Προτεστάντες, τοὺς ἐχθροὺς τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, καί τούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες-Ἀντιχαλκηδονίους μέσα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, ἐξευτελίζοντας τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ μεταβάλλοντάς την ἀπὸ «στύλο καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»[14], ἀπὸ Νύμφη Χριστοῦ καὶ Σῶμα Χριστοῦ[15], σὲ ἰσάξια καὶ ἰσότιμη μὲ τὴν πιὸ μικρὴ καὶ ἄθλια προτεσταντικὴ καί μονοφυσιτική αἵρεση[16], γι’αὐτό, μεταξύ ἄλλων πολλῶν λόγων, ἀπορρίπτουμε, καταδικάζουμε καί ἀναθεματίζουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἐπαινεῖ τὸ προτεσταντικὸ αὐτὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων καὶ συνιστᾶ νὰ ἐξακολουθήσουμε τὴν συμμετοχή μας σ᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον, ζητοῦμε τήν ἀποχώρηση ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, κατά τό παράδειγμα τῶν Πανσέπτων Πατριαρχείων Γεωργίας καί Βουλγαρίας[17].
Γιά τούς λόγους, πού ἐξεθέσαμε στήν εἰσήγησή μας, τήν νομιμοποίηση δηλ. ἀπό τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στηρίζουμε τούς πατέρες, οἱ ὁποῖοι, ἀκολουθῶντας τήν κανονική σύσταση τῆς Ἐκκλησίας[18], διέκοψαν τήν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων, ἐνέργεια στήν ὁποία σκέπτονται νά προβοῦν κι ἄλλοι κληρικοί.
Τέλος, γιά καθαρά ποιμαντικούς λόγους «συνιστᾶται στούς πιστούς νά ἀποφεύγουν νά ἐκκλησιάζονται, ὅπου λειτουργοῦν ἤ μνημονεύονται φανεροί αἱρετικοί οἰκουμενιστές ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ, πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων, καί αὐτό κατ’οἰκονομίαν. Τό ἄριστο καί ἐπαινούμενο κατά τήν κανονική ἀκρίβεια εἶναι νά ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ, πού δέν μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες, ἐκεῖ δηλαδή πού οἱ ἱερεῖς ἔχουν προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΡΟΝΤΟ (1950)
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Ἡ πρώτη ἐν Ἄμστερδαμ Συνέλευσις ἀπεδέχθη τήν ἑξῆς ἀπόφασιν «περί τοῦ κύρους τοῦ Συμβουλίου».
«Τό Παγκ. Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπαρτίζεται ἐξ Ἐκκλησιῶν αἵτινες ἀναγνωρίζουν τόν Ἰ. Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτήρα. Εὑρίσκουν τήν ἑνότητα αὐτῶν ἐν Αὐτῷ. Δέν εἶνε οἱ δημιουργοί τῆς ἑνότητος αὐτῶν. Εἶναι Θεοῦ τό δῶρον. Ἀλλά γινώσκουν ὅτι εἶνε καθῆκον των νά συντελέσουν ἀπό κοινοῦ, ὥστε ἡ ἑνότης αὐτή νά ἐκδηλωθῇ ἐν τῇ ἐργασίᾳ καί τῇ ζωῇ. Τό Συμβούλιον ποθεῖ νά ὑπηρέτησῃ τάς Ἐκκλησίας, αἵτινες εἶναι τά ἀπαρτίζοντα αὐτό μέλη ὡς ὄργανον δι’ οὗ δύνανται κοινῇ νά μαρτυρήσουν ὅτι ὑπακούουν εἰς τόν Ἰ. Χριστόν καί νά συνεργασθοῦν εἰς ζητήματα, ἀπαιτοῦντα κοινήν ἐνέργειαν. Ἀλλά τό Συμβούλιον οὐδαμῶς ἐπιθυμεῖ νά σφετερισθῇ οἱονδήποτε ἔργον, ὅπερ ἀνήκει ἤδη εἰς τάς συνιστώσας αὐτό Ἐκκλησίας, ἤ ν’ ἄσκησῃ ἔλεγχον ἐπ’ αὐτῶν ἤ νά νομοθετήσῃ δι’ αὐτάς. Κωλύεται ὑπό τοῦ Καταστατικοΰ νά πράξῃ τοῦτο. Πλήν τούτου τό Συμβούλιον, καίπερ σοβαρῶς ἐπιζητοῦν κοινότητα σκέψεως καί ἐνεργείας δι’ ὅλα αὐτοῦ τά μέλη, ἀποκρούει πᾶσαν σκέψιν ν’ἀποβῆ ἕν μοναδικόν ἐκκλησιαστικόν συγκρότημα, ἀνεξάρτητον ἀπό τῶν Ἐκκλησιῶν αἵτινες συνηνώθησαν, ἵνα συγκροτήσουν τό Συμβούλιον, ἤ κατασκεύασμα δεσποζόμενον ὑπό μιᾶς συγκεντρωμένης διοικητικῆς αὐθεντίας.
Ὁ σκοπός τοῦ Συμβουλίου εἶναι νά ἐκδηλώσῃ τήν ἑνότητά του κατ’ ἄλλον τρόπον. Ἡ ἑνότης πηγάζει ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἥτις συνδέουσα τάς ἀπαρτιζούσας Ἐκκλησίας πρός Αὐτόν συνδέει αὐτάς πρός ἀλλήλας. Σοβαρά ἐπιθυμία τοῦ Συμβουλίου εἶναι, ὅπως ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι συνδεθοῦν στενώτερον μετά τοῦ Χριστοῦ καί ἐντεῦθεν στενώτερον πρός ἀλλήλας. Ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης Του θά ἐπιθυμοῦν συνεχῶς νά προσεύχονται ὑπέρ ἀλλήλων καί νά ἐνισχύουν ἀλλήλας ἐν τῇ λατρείᾳ καί τῇ μαρτυρίᾳ «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζουσαι καί οὕτως ἀναπληροῦσαι τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ».
Ἡ δήλωσις αὐτή ἀπήντησεν αὐθεντικῶς εἴς τινα τῶν ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα ἐτέθησαν ὅσον ἀφορᾶ τήν φύσιν τοῦ Συμβουλίου. Αλλ’εἶναι πρόδηλον ὅτι ἄλλα ἐρωτήματα νῦν τίθενται καί πρέπει νά γίνῃ μία ἀπόπειρα εἰς ἀπάντησιν αὐτῶν, ἰδιαιτέρως ἄν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἐμφανίζονται πολλαί ἐσφαλμέναι καί ἀνακριβεῖς ἀντιλήψεις περί τοῦ Συμβουλίου.
2. Ἡ ἀνάγκη νεωτέρας Δηλώσεως.
Τό Παγκ. Συμβ. τῶν Ἐκκλησιῶν παρουσιάζει νέαν καί ἄνευ προηγουμένου ἀντίληψιν τοῦ προβλήματος τῶν διεκκλησιαστικῶν σχέσεων. Ὁ σκοπός καί ἡ φύσις του εὐκόλως δύνανται νά παρεξηγηθοῦν. Θά εἶναι ἑπομένως σωτήριον, ἄν δηλώσωμεν σαφῶς καί ὁριστικῶς τί εἶναι τό Παγκ. Συμβούλιον, καί τί δέν εἶναι.
Ὀ ἀκριβέστερος αὐτός καθορισμός ἐνέχει δυσκολίας τινάς. Δέν εἶναι ἄνευ σημασίας τό γεγονός ὅτι αὐταί αἱ Ἐκκλησίαι ἀπέφυγον νά δώσουν λεπτομερείας καί ἀκριβεῖς ὁρισμούς περί τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν τοῦτο ἀληθεύῃ δι’ αὐτάς, δέν θ’ ἀναμείνη κανείς ὅτι τό Συμβούλιον θά δυνηθῇ εὐκόλως νά ἐπιτύχῃ ὁρισμόν ὅστις ὀφείλει νά λάβῃ ὑπ’ ὅψιν ὅλας τάς διαφόρους ἐκκλησιολογίας, τῶν ἀπαρτιζουσῶν αὐτό μελῶν-Ἐκκλησιῶν. Τό Παγκ. Συμβούλιον ἀσχολεῖται περί διαιρέσεις μεταξύ τῶν ὑφισταμένων Ἐκκλησιῶν αἵτινες ἔδει νά μή ὑπάρχουν, διότι ἀντίκεινται εἰς αὐτήν τήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας. Τοιαύτη κατάστασις δέν δύναται ν’ ἀντιμετωπισθῇ δι’ ὅρων δεδομένων ὑπό ἀνεγνωρισμένων προηγουμένων. Τό κύριον πρόβλημα εἶναι πῶς θά δυνηθῇ κανείς νά διατύπωσῃ τά ἐκκλησιολογικά συμπεράσματα ἑνός σώματος ἐν τῷ ὁποίῳ ἀντιπροσωπεύονται τόσαι διάφοροι ἀντιλήψεις περί Ἐκκλησίας, χωρίς νά μεταχειρισθῇ τάς κατηγορίας ἤ τήν γλώσσαν μιᾶς ἰδιαιτέρας ἀντιλήψεως περί τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως διασαφηνίσωμεν τήν σημασίαν τοῦ Παγκ. Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν θά πράξωμεν ἄριστα ἄν ἀρχίσωμεν ἀπό σειρᾶς ἀρνήσεων, ὥστε ν’ ἀπομακρύνωμεν ἐξ ἀρχῆς παρεξηγήσεις τινάς, αἵτινες δύνανται εὐκόλως νά γεννηθοῦν ἤ ἐγεννήθησαν συνεπείᾳ τοῦ καινοφανοῦς καί ἄνευ προηγουμένου χαρακτῆρος τῆς ὑποκειμένης ἀντιλήψεως.
3. Τί δέν εἶναι τό Παγκ. Συμβ. τῶν Ἐκκλησιῶν.
α΄ Τό Π. Σ. Ε. δέν εἶναι καί δέν πρέπει ποτέ νά γίνῃ «Ὑπέρ-Ἐκκλησία.
Δέν εἶναι Ὑπερεκκλησία. Δέν εἶναι ἡ Παγκόσμιος Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἡ Una Sancta περί τῆς ὁποίας ὁμιλοῦν τά Σύμβολα. Ἡ παρεξήγησις αὐτή ἐπαναλαμβάνεται, καίτοι ἀπεκρούσθη ὅσον ἦτο δυνατόν σαφῶς εἰς τάς ἐπισήμους δηλώσεις τοῦ Συμβουλίου. Στηρίζεται εἰς πλήρη ἄγνοιαν τῆς πραγματικῆς καταστάσεως ἐντός τοῦ Συμβουλίου. Διότι ἄν τό Συμβούλιον ἤθελε κατά τινα τρόπον νά παραβιάσῃ τήν ἀρχήν τοῦ Καταστατικοῦ του ὅτι δέν δύναται νά νομοθετῇ ἤ νά ἐνεργῇ διά λογαριασμόν τῶν ἀπαρτιζουσῶν αὐτό ὡς μελῶν Ἐκκλησιῶν, θά ἔπαυε νά ἔχῃ τήν ὑποστήριξιν τῶν μελῶν του.
Ὁμιλοῦντες περί «μελῶν-Ἐκκλησιῶν» ἐπαναλαμβάνομεν φράσιν τοῦ Καταστατικοῦ τοῦ Παγκ. Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν : «Ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Συμβουλίου οὐδόλως σημαίνει ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἀνήκουν εἰς ἕν Σῶμα, τό ὁποῖον δύναται νά λάβῃ ἀποφάσεις δι’ αὐτάς. Ἑκάστη Ἐκκλησία διατηρεῖ τό καταστατικόν της δικαίωμα νά ἐγκρίνῃ ἤ ν’ ἀπορρίψῃ δηλώσεις ἤ ἐνεργείας τοῦ Συμβουλίου. Τό κῦρος τοῦ Συμβουλίου συνίσταται μόνον ἐν τῇ βαρύτητι, τήν ὁποίαν ἀποκτᾷ ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις διά τῆς σοφίας του». (William Temple, ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης).
β’ Ὁ σκοπός τοῦ Π. Σ. Ε. δέν εἶναι νά διαπραγματεύηται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν των, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητος.
Δι’ αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως καί τῶν ἐνεργειῶν του τό Συμβούλιον μαρτυρεῖ τήν ἀνάγκην σαφεστέρας ἐκδηλώσεως τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά παραμένει δικαίωμα καί καθῆκον ἑκάστης Ἐκκλησίας νά ἐξαγάγῃ ἐκ τῆς οἰκουμενικῆς αὐτῆς ἐμπειρίας τοιαῦτα συμπεράσματα, ὡς αἰσθάνεται ἑαυτήν ὑπόχρεων νά πράξῃ ἐπί τῇ βάσει τῶν ἰδίων αὐτῆς πεποιθήσεων. Καμμία ἑπομένως Ἐκκλησία δέν πρέπει νά φοβῆται ὅτι τό Π. Σ. Ε. θά ἐκβιάσῃ αὐτήν νά λάβῃ ἀποφάσεις, ἀναφερομένας εἰς ἑνωσιν μετ’ ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
γ’ Τό Π. Σ. Ε. δέν δύναται καί δέν ὀφείλει νά βασίζηται ἐπί οἱασδήποτε ἰδιαιτέρας ἀντιλήψεως περί τῆς Ἐκκλησίας. Δέν προδικάζει ἄρα τό ἐκκλησιολογικόν πρόβλημα.
Συχνάκις ὑπεδείχθη ὅτι ἡ κυριαρχοῦσα ἤ ὑποκειμένη ἀντίληψις τοῦ Συμβουλίου εἶναι ταύτης ἤ ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ταύνης ἤ ἐκείνης τῆς Σχολῆς σκέψεως. Εἶναι δυνατόν βεβαίως εἰς ἕν ἰδιαίτερον Συνέδριον ἤ εἰς μίαν ἰδιαιτέραν Δήλωσιν ν’ ἀνεύρῃ τις ἴχνη τῆς ἰσχυρᾶς ἐπιδράσεως μιᾶς παραδόσεως ἤ θεολογίας. Τό Συμβούλιον ὡς τοιοῦτο δέν δύναται νά γίνῃ τό ὄργανον μιᾶς Ὁμολογίας ἤ μιᾶς Σχολῆς, χωρίς ν’ ἀπολέσῃ αὐτόν τόν λόγον τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ. Ὑπάρχει χῶρος καί διάστημα ἐν τῷ Π. Σ. διά τήν Ἐκκλησιολογίαν ἑκάστης Ἐκκλησίας, ἥτις εἶναι ἑτοίμη νά συμμετάσχῃ εἰς τήν Οἰκουμενικήν συνδιάλεξιν καί ἥτις ἵσταται ἐπί τῆς βάσεως τοῦ Συμβουλίου ὡς «Κοινωνίας Ἐκκλησιῶν, αἵτινες ἀποδέχονται τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτήρα».
Τό Π. Σ. ὑφίσταται πρός τοῦτο, ὅπως αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι ἀντιμετωπίζουν τάς διαφοράς των καί διά τοῦτο οὐδεμία Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη νά μεταβάλῃ τήν Ἐκκλησιολογίαν της, διότι ἀποτελεῖ μέλος τοῦ Π. Σ.
δ’ Τό ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π. Σ. Ε. συνεπάγεται ὅτι Ἐκκλησία τις θεωρεῖ τήν ἰδίαν αὐτῆς περί Ἐκκλησίας ἀντίληψιν ὡς σχετικήν ἁπλῶς.
Ὑπάρχουν κριτικοί, καί οὐχί σπανίως φίλοι τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, οἵτινες ψέγουν καί ἐπαινοῦν αὐτό διά τόν δῆθεν ἐν αὐτῷ Latitudinarianism (εὐρύτητα ἀντιλήψεων, ὅρος θεολογικός). Κατ’ αὐτούς ἡ Οἰκουμ. Κίνησις ὑποστηρίζει τήν θεμελιώδη ἰσότητα ὅλων τῶν Χριστιανικῶν διδασκαλιῶν καί ἀντιλήψεων περί Ἐκκλησίας καί διά ταῦτα δέν ἐνδιαφέρεται διά τό ζήτημα τῆς ἀληθείας. Ἡ παρεξήγησις αὕτη προέρχεται ἐκ τούτου ὅτι ἡ οἰκουμενικότης ἐν τῷ πνεύματι αὐτῶν ταυτίζεται πρός ἰδιαζούσας θεωρίας περί ἑνότητος, αἵτινες ἐνεφανίσθησαν ἐν τῇ οἰκουμενικῇ ἱστορίᾳ, ἀλλ’ αἵτινες δέν ἀντιπροσωπεύουν τήν κοινήν ἄποψιν τῆς Κινήσεως ὡς ὅλου καί οὐδέποτε ἐπισήμως ἐγένοντο δεκταί ὑπό τοῦ Παγκ. Συμβουλίου.
ε’ Τό ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π. Σ. Ε. δέν συνεπάγεται τήν ἀποδοχήν εἰδικῆς διδασκαλίας, ἀφορώσης τήν φύσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος.
Τό Συμβούλιον ὑποστηρίζει τήν ἐκκλησιαστικήν ἑνότητα. Ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ ὑπάρχουν τοιοῦτοι οἵτινες ἀντιλαμβάνονται τήν ἑνότητα καθ’ ὁλοκληρίαν ἤ κατά τό πλεῖστον ὡς πλήρη συμφωνίαν ἐν τῇ σφαίρᾳ τῆς διδασκαλίας. Ἕτεροι οἵτινες ἀντιλαμβάνονται αὐτήν κυρίως ὡς μυστηριακήν κοινωνίαν στηριζομένην ἐπί κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ἄλλοι οἵτινες θεωροῦν ἀμφότερα ἀπαραίτητα. Ἄλλοι οἵτινες θ’ ἀπήτουν ἑνότητα εἰς θεμελιώδη τινα Πίστεως καί Διοικήσεως. Ἄλλοι οἵτινες ἐκδέχονται τήν μίαν Ἐκκλησίαν ἀποκλειστικῶς ὡς μίαν παγκόσμιον πνευματικήν ἀδελφότητα ἤ φρονοῦν ὅτι ὁρατή ἑνότης εἶναί τι ἐπουσιῶδες ἤ ἀνεπιθύμητον. Ἀλλ’ οὐδεμία τῶν ἐκδοχῶν αὐτῶν δύναται νά ὀνομασθῇ ἡ Οἰκουμενική θεωρία. Τό πλῆρες σημεῖον τῆς Οἰκουμενικῆς συνδιαλέξεως εἶναι ἀκριβῶς ὅτι ὅλαι αὐταί αἱ ἐκδοχαί εἰσέρχονται εἰς δυναμικάς σχέσεις πρός ἀλλήλας.
Ἰδιαιτέρως τό ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π. Σ. Ε. δέν σημαίνει ἀποδοχήν ἤ ἀπόρριψιν τῆς διδασκαλίας ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται εἰς τήν ἑνότητα τῆς ἀοράτου Ἐκκλησίας. Οὕτως ἡ δήλωσις τῆς Ἐγκυκλίου Mystici Corporis, ἡ ἀφορῶσα ὅτι αὐτή θεωρεῖ ὡς τήν πλάνην «πνευματικωτέρας ἀντιλήψεως τῆς ἑνότητος», δέν ἐφαρμόζεται ἐπί τοῦ Π. Σ. Ε. Τό Π. Σ. δέν φαντάζεται «μίαν Ἐκκλησίαν τήν ὁποίαν οὐδείς δύναται νά ἴδῃ ἤ ψηλαφήσῃ, ἥτις θά ἦτο καθαρῶς πνευματική καί ἐν τῇ ὁποίᾳ πολυάριθμα Χριστιανικά σωματεῖα καίπερ διΐστάμενα ἐν ζητήμασι πίστεως, θά ἦσαν οὐχ ἧττον ἡνωμένα δι’ ἑνός ἀοράτου δεσμοῦ». Τό Π. Σ. ἐν τούτοις περιλαμβάνει Ἐκκλησίας αἵτινες πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐσιωδῶς εἶναι ἀόρατος, ὡς καί τοιαύτας αἵτινες πιστεύουν ὅτι ἡ ὁρατή ἑνότης εἶναί τι οὐσιῶδες.
4. Αἱ βασικαί ἀντιλήψεις τοῦ Π. Σ. Ε.
Ὀφείλομεν νά προσπαθήσωμεν νῦν, ὅπως ὁρίσωμεν τάς θετικάς ἀντιλήψεις ἐφ’ ὧν βασίζεται τό Π. Σ. Ε. καί τάς ἐκκλησιολογικάς συνεπείας διά τάς ἀποτελεσάσας μέλη αὐτοῦ Ἐκκλησίας.
α΄ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Συμβουλίου πιστεύουν ὅτι συνομιλία, συνεργασία καί κοινή μαρυρία τῶν Ἐκκλησιῶν ὀφείλουν νά στηρίζωνται ἐπί τῆς κοινῆς ἀναγνωρίσεως ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ θεία κεφαλή τοῦ σώματος.
Ἡ θέσις τοῦ Π. Σ. Ε. εἶναι ἡ ἀναγνώρισις τοῦ κεντρικοῦ γεγονότος ὅτι «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός». Ἡ φράσις αὐτή ἐκφράζει τήν πεποίθησιν ὅτι ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν», Ὅστις ἐξακολουθεῖ νά συνάγῃ τά τέκνα Αὐτοῦ καί Αὐτός νά οἰκοδομῇ τήν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ.
Ἐντεῦθεν καί σχέσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν δέν δύναται νά ὑφίσταται ἤ νά ἐλπίζηται, ἄν μή ἔχῃ τήν ἀρχήν της εἰς τήν κοινήν ὑποταγήν τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τήν ἡγεσίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Του. Ἐκ διαφόρων ἀπόψεων Ἐκκλησίαι ἐρωτοῦν : «Πῶς δύνανται ἄνθρωποι μετ’ ἀντιθέτων πεποιθήσεων ν’ ἀνήκουν εἰς μίαν καί τήν αὐτήν ὁμοσποσπονδίαν τῶν πιστῶν»; Σαφής ἀπάντησις εἰς τήν ἐρώτησιν αὐτήν ἐδόθη ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων κατά τό Συνέδριον τοῦ Ἐδιμβούργου τῷ 1937. «Παρ’ ὅλας τάς διαφοράς ἡμῶν, ὁ κοινός ἡμῶν διδάσκαλος καί Κύριος εἶναι εἷς… ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Ὅστις θά ὁδηγήσῃ ἡμᾶς εἰς στενωτέραν ὁλονέν συνεργασίαν πρός τήν οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ λαοῦ Του πείθει ὅλους ἐκείνους, οἵτινες ἀναγνωρίζουν Αὐτόν, ὅπως εἰσέλθουν εἰς πραγματικάς καί στενάς σχέσεις πρός ἀλλήλους… καί ἄν διαφέρουν ἀπ’ ἀλλήλων ἐν πολλοῖς σποιδαίοις σημείοις.
β’ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π. Σ. Ε. πιστεύουν ἐπί τῇ βάσει τῆς Κ. Διαθήκης ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία.
Ἡ Οἰκουμ. Κίνησις ὀφείλει τήν ὕπαρξίν της εἰς τό γεγονός ὅτι τό ἄρθρον αὐτό τῆς Πίστεως ἐπεβλήθη εἰς ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς πολλάς Ἐκκλησίας μετ’ ἀναποδράστου δυνάμεως. Ἐφ’ ὅσον ἀντιμετωπίζουν τήν σύγκρουσιν μεταξύ τῆς ἀληθείας ὅτι ὑπάρχει καί δέν δύναται νά ὑπάρχῃ εἰμή Μία μόνη Ἐκκλησία Χριστοῦ, καί τοῦ γεγονότος ὅτι ὑπάρχουν τόσῳ πολλαί Ἐκκλησίαι, αἵτινες ἀξιοῦν ὅτι εἶναι Ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν εὑρίσκονται εἰς ζῶσαν ἑνότητα πρός ἀλλήλας, αἰσθάνονται ἱεράν δυσαρέσκειαν διά τήν παροῦσαν κατάστασιν. Αἱ Ἐκκλησίαι ἀντιλαμβάνονται ὅτι εἶναι ἁπλοῦν Χριστιανικόν καθῆκον δι’ ἑκάστην Ἐκκλησίαν νά πράξῃ ὅ,τι δυνατόν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλωθῇ ἐν τῇ μοναδικότητί της καί νά ἐργάζηται καί προσεύχηται, ὅπως ἡ βουλή τοῦ Χριστοῦ περί τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ ἐκπληρωθῇ.
γ’ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἤ τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καί ζητοῦν νά εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφήν μετά τῶν ἐκτός τῶν ἰδίων τάξεων αἵτινες ὁμολογοῦν τήν Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλαι αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι, περιλαμβανομένης καί τῆς Ρωμαϊκῆς, δέχονται ὅτι δέν ὑπάρχει πλήρης ταὐτότης μεταξύ τοῦ εἶναι μέλος τῆς παγκοσμίου (καθολικῆς) Ἐκκλησίας καί τοῦ εἶναι μέλος τῆς ἰδίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουσαι ὅτι ὑπάρχουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας extra muros, ὅτι οὗτοι aliquo modo ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει «ἐκκλησία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀναγνώρισις αὐτή ἐκδηλοῦται διά τοῦ γεγονότος ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι, πλήν ὀλίγων ἐξαιρέσεων, δέχονται ὡς ἔγκυρον τό Βάπτισμα, τό τελεσθέν ὑπό ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ἀλλ’ ἐγείρεται τό ἐρώτημα : Τίνες αἱ συνέπειαι αἵτινες δέον νά ἐξαχθοῦν ἐκ τῆς διδασκαλίας ταύτης; Συχνότατα ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ ἱστορίᾳ αἱ Ἐκκλησίαι ἐξήγαγον μόνον τάς ἀρνητικάς συνεπείας ὅτι δέν ἔπρεπε νά ἔχουν σχέσεις πρός τάς εὑρισκομένας ἐκτός τῆς ἰδίας αὐτῶν ὁλομελείας.
Ἡ ἀντίληψις αὐτή, ἥτις ὑπόκειται εἰς τήν Οἰκουμ. Κίνησιν, εἶναι ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ἔχει καί θετικόν καθῆκον νά ἐκτελέσῃ ἐν τῷ κεφαλαίῳ τούτῳ. Τό καθῆκον αὐτό εἶναι νά ἐπιζητήσῃ κοινωνίαν μεθ’ ὅλων ἐκείνων οἵτινες, ἐνῷ δέν εἶναι μέλη τοῦ αὐτοῦ ὁρατοῦ σώματος, συνενοῦνται ὡς μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος. Καί ἡ Οἰκουμ. Κίνησις εἶναι ἡ θέσις ἔνθα ἡ ἀναζήτησις καί ἀνακάλυψις αὐτή γίνεται.
δ’ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π. Σ. Ε. θεωροῦν τήν σχέσιν ἄλλων Ἐκκλησιῶν πρός τήν Ἁγίαν, Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν ὁμολογοῦν τά Σύμβολα, ὡς ὑποκείμενον ἀμοιβαίας ἐξετάσεως. Οὐχ ἧττον τό εἶναι μέλος δέν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νά θεωρῇ τάς ἄλλας Ἐκκλησίας-μέλη ὡς Ἐκκλησίαν ἐν τῇ πλήρει καί ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως.
Ὑπάρχει θέσις ἐν τῷ Π. Σ. Ε. καί διά τάς Ἐκκλησίας ἐκείνας αἵτινες ἀναγνωρίζουν ἄλλας Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας ἐν τῇ πλήρει καί ἀληθεῖ ἐννοίᾳ καί δι’ ἐκείνας αἵτινες δέν ἀναγνωρίζουν. Ἀλλ’ αἱ ἀπεσχισμέναι αὐταί Ἐκκλησίαι, ἄν καί δέν ἡμποροῦν νά ἀποδεχθοῦν ἀλλήλας ὡς ἀληθεῖς καί καθαράς Ἐκκλησίας, πιστεύουν ὅτι δέν πρέπει νά μένουν ἐν ἀπομονώσει ἀπ’ ἀλλήλων καί διά τοῦτο συνηνώθησαν ἐν τῷ Π. Σ. Ε.
Γινώσκουν ὅτι ὑπάρχουν διαφοραί πίστεως καί διοικήσεως, ἀλλ’ ἀναγνωρίζουν ἀλλήλας ὡς διακονούσας τόν αὐτόν Κύριον καί ποθοῦν νά ἐξετάζουν τάς διαφοράς των ἐν ἀμοιβαίῳ σεβασμῷ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι δύνανται οὕτω νά ὁδηγηθοῦν ὑπό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἵνα ἐκδηλώσουν τήν ἑνότητα αὐτῶν ἐν Χριστῷ.
ε’ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π. Σ. Ε. ἀναγνωρίζουν ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἀμοιβαία αὐτή ἀναγνώρισις ὑποχρεοῖ αὐτάς ν’ ἄρξωνται σοβαρᾶς συνδιαλέξεως μετ’ ἀλλήλων ἐν τῇ ἐλπίδι ὅτι τά στοιχεῖα ταῦτα τῆς ἀληθείας θά ὁδηγήσουν εἰς τήν ἀναγνώρισιν τῆς ὅλης ἀληθείας καί εἰς ἑνότητα βασιζομένην ἐπί τῆς ὅλης ἀληθείας.
Εἶναι γενική διδασκαλία εἰς τάς διαφόρους Ἐκκλησίας ὅτι ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἔχουν στοιχεῖά τινα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα μερικαί Ἐκκλησίαι ἀποκαλοῦν «ἴχνη Ἐκκλησίας». Τοιαῦτα στοιχεῖα εἶναι τό κήρυγμα τοῦ λόγου, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγ. Γραφῶν καί ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων. Τά στοιχεῖα αὐτά εἶναι κάτι πλέον ἤ ὠχραί σκιαί τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γεγονότα πραγματικῶς εὐοίωνα καί παρέχουν εὐκαιρίαν, ὅπως αἱ Ἐκκλησίαι ἐργασθοῦν δι’ ἐλευθέρας καί ἀδελφικῆς ἐπαφῆς πρός τήν πραγματοποίησιν πλήρους ἑνότητος. Ἔτι πρός. Χριστιανοί ὅλων τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀπόψεων, καθ’ ὅλον τόν κόσμον, διά τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου ἤγαγον ἄνδρας καί γυναῖκας εἰς σωτηρίαν ὑπό τοῦ Χριστοῦ, εἰς κοινότητα ζωῆς ἐν Αὐτῷ καί εἰς τήν χριστιανικήν συναδέλφωσιν πρός ἀλλήλους.
Ἡ Οἰκουμ. Κίνησις βασίζεται ἐπί τῆς πεποιθήσεως ὅτι τά «ἴχνη αὐτά» δέον νά συνεχισθοῦν. Αἱ Ἐκκλησίαι δέον νά μή περιφρονοῦν αὐτά ὡς στοιχεῖα μόνον ἀληθείας, ἀλλά νά χαίρουν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς εὐοιώνοις σημείοις, ἅτινα τείνουν πρός πραγματικήν ἑνότητα. Διότι τά σημεῖα αὐτά τί εἶναι; Οὐχί νεκρά λείψανα τοῦ παρελθόντος, ἀλλ’ ἰσχυρά μέσα δι’ ὧν ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Εἶναι δυνατόν νά ἐγερθοῦν ζητήματα περί τοῦ κύρους καί τῆς καθαρότητας τῆς διδασκαλίας καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ἀλλ’ οὐδέν ζήτημα δύναται νά ἐγερθῇ ὅτι τοιαῦτα δυναμικά στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς δικαιολογοῦν τήν ἐλπίδα ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι αἵτινες διακρατοῦν αὐτά θά ὁδηγηθοῦν εἰς τήν πλήρη ἀλήθειαν. Διά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνδιαλέξεως διευκολύνεται τοιαύτη ἀναγνώρισις τῆς ἀληθείας.
Ϛ’ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ Π. Σ. Ε. θέλουν νά συσκέπτωνται, ἀναζητοῦσαι νά μάθουν παρά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποίαν μαρτυρίαν Οὗτος θέλει νά φέρωσι πρός τόν κόσμον ἐπί τῷ ὀνόματί Του.
Ἀφ’ οὗ ὁ πραγματικός λόγος τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά μαρτυρῶσι περί Χριστοῦ, αἱ Ἐκκλησίαι δέν δύνανται νά συναντῶνται χωρίς νά ζητοῦν παρά τοῦ κοινοῦ αὐτῶν Κυρίου κοινήν μαρτυρίαν πρό τοῦ κόσμου. Τοῦτο δέν θά εἶναι πάντοτε δυνατόν. Ἀλλ’ ἄν ἀποδειχθῇ δυνατόν, ὅπως αἱ Ἐκκλησίαι ὁμιλοῦν ἤ ἐνεργοῦν ἀπό κοινοῦ, αἱ Ἐκκλησίαι δύνανται ν’ ἀποδεχθοῦν τοῦτο ὡς δῶρον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὅτι παρά τήν διαίρεσίν των ὁ Θεός τάς ἠξίωσεν νά παράσχωσι μίαν καί τήν αὐτήν μαρτυρίαν καί ὅτι δύνανται οὕτω νά ἐκδηλώσουν κάτι ἐκ τῆς ἑνότητος, σκοπός τῆς ὁποίας εἶναι ἀκριβῶς, «ὅπως ὁ κόσμος πιστεύσῃ καί μαρτυρήσῃ ὅτι ὁ Πατήρ ἀπέστειλε τόν Υἱόν, ὅπως σώσῃ τόν κόσμον».
ζ’ Περαιτέρω πρακτικόν πόρισμα κοινῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π. Σ. Ε. εἶναι ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη ὀφείλουν ν’ ἀναγνωρίζουν τήν ἀλληλεγγύην των, νά βοηθοῦν ἀλλήλας ἐν ἀνάγκῃ καί ν’ ἀπέχουν τοιούτων ἐνεργειῶν αἵτινες εἶναι ἀσυμβίβαστοι πρός ἀδελφικάς σχέσεις.
Ἐντός τοῦ Π. Σ. Ε. αἱ Ἐκκλησίαι ζητοῦν νά πραγματεύωνται πρός ἀλλήλας μετ’ ἀδελφικῆς στοργῆς. Τοῦτο οὐδαμῶς ἀποκλείει ἀπολύτως ἐλευθέραν ὁμιλίαν πρός ἀλλήλας, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐντός τοῦ Συμβουλίου αἱ Ἐκκλησίαι θέτουν πρός ἀλλήλας διαπορητικα ἐρωτήματα καί ἀντιμετωπίζουν τάς διαφοράς των. Ἀλλά τοῦτο δέον νά γίνεται διά τήν οἰκοδομήν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἀποκλείει καθαρῶς ἀρνητικήν στάσιν μιᾶς Ἐκκλησίας πρός τήν ἄλλην. Ἡ θετική βεβαίωσις τῆς πίστεως ἑκάστης Ἐκκλησίας δέον νά χαιρετίζηται εὐαρέστως, ἀλλ’ ἐνέργειαι ἀσυμβίβαστοι πρός ἀδελφικάς σχέσεις ἔναντι ἀλλήλων, ἄλλων ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, ματαιοῦν αὐτόν τοῦτον τόν σκοπόν δι’ ὅν συνεστήθη τό Συμβούλιον. Ἐξ ἐναντίας αἱ Ἐκκλησίαι αὐταί δέον νά βοηθοῦν ἡ μία τήν ἄλλην πρός ἄρσιν τῶν ἐμποδίων διά τήν ἐλευθέραν ἐξάσκησιν τῶν κανονικῶν λειτουργημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὁσάκις Ἐκκλησία τις εἶναι ἐν ἀνάγκῃ ἤ ἐν διωγμῷ, δέον νά ἡμπορῇ νά ὑπολογίζῃ ἐπί τῆς βοήθειας τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν διά τοῦ Συμβουλίου.
η’ Αἱ Ἐκκλησίαι-μέλη εἰσέρχονται εἰς πνευματικός σχέσεις διά τῶν ὁποίων ζητοῦν νά μάθουν παρ’ ἀλλήλων καί νά βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως οἰκοδομηθῇ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ζωή τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῇ.
Ἡ κοινή διδασκαλία τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι συγχρόνως οἰκοδόμημα, ὅπερ ᾠκοδομήθη καί οἰκοδόμημα ὅπερ οἰκοδομεῖται. Ἡ Ἐκκλησία ἑπομένως ἔχει ἀπόψεις αἵτινες ἀνήκουν εἰς Αὐτόν τοῦτον τόν σκελετόν καί τήν οὐσίαν καί δέν δύνανται νά μεταβληθοῦν. Ἀλλ’ ἔχει ἄλλας ἀπόψεις αἵτινες ὑπόκεινται εἰς μεταβολήν. Αὕτη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκδηλοῦται ἐν τῇ μαρτυρίᾳ της πρός τά ἴδια αὐτῆς μέλη καί πρός τόν κόσμον, χρῄζει διαρκοῦς ἀνανεώσεως. Αἱ Ἐκκλησίαι δύνανται καί δέον νά βοηθοῦν ἀλληλας ἐν τῇ σφαίρᾳ ταύτῃ δι’ ἀμοιβαίας ἀνταλλαγῆς σκέψεων καί ἐμπειρίας. Αὐτή εἶναι ἡ σημασία τοῦ ἔργου μελέτης τοῦ Π. Σ. Ε. καί πολλῶν ἀλλων ἐνεργειῶν του. Δέν πρόκειται νά ἐπιθέσῃ ἰδιαίτερον τύπον σκέψεως καί ζωῆς ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀλλ’ οἱαδήποτε ἐμβάθυνσις ἐγένέτο ὑπό μιᾶς ἤ ἄλλης Ἐκκλησίας διά τῆς κοινῆς μελέτης θά γίνῃ προσιτή εἰς ὅλας τάς Ἐκκλησίας, «χάριν τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ».
Οὐδεμία τῶν θετικῶν αὐτῶν ἀπόψεων, αἵτινες περιέχονται ἐν τῇ ὑπάρξει τοῦ Π. Σ. Ε. εὕρηται εἰς σύγκρουσιν πρός τάς διδασκαλίας τῶν Ἐκκλησιῶν-μελῶν. Πιστεύομεν διά τοῦτο ὅτι οὐδεμία Ἐκκλησία δέον νά φοβῆται ὅτι συμμετέχουσα τοῦ Π. Σ. Ε. διατρέχει τόν κίνδυνον ν’ ἀπολέσῃ ὅ,τι ἐκληρονόμησεν.
Ἐφ’ ὅσον ἡ μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν συνδιάλεξις ἀναπτύσσεται καί ἐφ’ ὅσον αἱ Ἐκκλησίαι εἰσέρχονται εἰς στενωτέραν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας, ἐπί τοσοῦτον θ’ ἀντιμετωπίσουν νέας ἀποφάσεις καί προβλήματα. Διότι τό Συμβούλων ὑφίσταται, ἵνα συντριβῇ τό ἀδιέξοδον μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀλλ’ ἐπ’ οὐδενί λόγῳ Ἐκκλησία τις θά πιεσθῇ, ἵνα λάβῃ ἀπόφασιν ἐναντίον τῆς πεποιθήσεως ἤ τῆς θελήσεώς της. Αἱ Ἐκκλησίαι παραμένουν ἐντελῶς ἐλεύθεραι ἐν τῇ ἐνεργείᾳ εἰς ἥν, ἐπί τῇ βάσει τῶν πεποιθήσεών των καί ὑπό τό φῶς τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν, θά προβοῦν ἤ ὄχι.
Λίαν πραγματική ἑνότης ἀνεκαλύφθη κατά τάς οἰκουμενικάς συναντήσεις, ἥτις εἶναι τό πολυτιμότερον στοιχεῖον τῆς ζωῆς των, δι’ ὅσους συνεργάζονται ἐν τῷ Π. Σ. Ε. Ἡ ἑνότης αὐτή ὑφίσταται καί λαμβάνομεν αὐτήν κατ’ ἐπανάληψιν παρά τοῦ Κυρίου ὡς δῶρον τοῦ ὁποίου δέν εἴμεθα ἄξιοι. Δοξάζομεν τόν Θεόν διά τήν πρόγευσιν αὐτήν τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ καί συνεχίζομεν τό ἔργον εἰς ὅ ἐκάλεσεν ἡμᾶς ἀπό κοινοῦ. Διότι τό Συμβούλιον ὑπάρχει, ἵνα ὑπηρετῇ τάς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον παρασκευάζονται νά συναντήσουν τόν Κύριον, Ὅστις γινώσκει μίαν μόνον Ποίμνην. (Περιοδικόν Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Ὀρθοδοξία», ἔτος κε΄, Αὔγουστος 1950, τεῦχος 8, σσ. 319-332)
[1] https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
[2] Ὅ. π., παράγραφος 6
[3] Ἐφ. 1, 17-23
[4] Περιοδικόν Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Ὀρθοδοξία», ἔτος κε΄, Αὔγουστος 1950, τεῦχος 8, σσ. 319-332, https://www.oikoumene.org/en/resources/documents/central-committee/1950/toronto-statement
[5] ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμενισμός. Μιά Ὀρθόδοξος γνωμάτευσις καί μαρτυρία», Θεοδρομία ΙΔ3 (Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2012) 425-432.
[6] ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, «Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Θεοδρομία Ι2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2008) 207-272.
[7] Ὑπόμνημα πέντε Μητροπολιτῶν κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν, www.impantokratoros.gr/D416764F.el.aspx, Ὑπόμνημα Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ κατά τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν, www.impantokratoros.gr/Α8092Ε5.el.aspx
[8] 9th Assembly of WCC, Assembly Documents,Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 8-9 https://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2006-porto-alegre/1-statements-documents-adopted/christian-unity-and-message-to-the-churches/called-to-be-the-one-church-as-adopted
[9] Ὅ. π., παράγραφος 3.
[10] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, 26-11-2014, http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx
[11]Χαιρετισμός κ. Βαρθολομαίου στή Θ’ Γενική Συνέλευση τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, στό Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2006, Ὁμιλία στή Γενεύη ἐπ’εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 60 ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ λεγομένου «Π.Σ.Ε.», Ἐπίσκεψις 685 (2008) 22-29. καί ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «Ἡ πορεία τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου μέ βάση τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία καί τήν δογματική ἐκκλησιολογική συνείδηση», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 21-22 καί ΣΥΝΑΞΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σσ. 72-73 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 628.
[12] Πίστις καί Τάξις, «Π.Σ.Ε.», Βάπτισμα, Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη, Αἱ ἐκδόσεις τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Σαμπεζύ 1983. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)», ἐν Θεοδρομία ΙΗ3-4 (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016) 557-565.
[13] Τό ἐπίσημο κείμενο «Δήλωση Ἑνότητας» τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), δηλ. αἱρέσεων, στό Πουσάν τῆς Νοτίου Κορέας (8 Νοεμβρίου 2013) Δήλωση Ἑνότητας – Ἀναθεωρημένη, ΠΗΓΗ (ἀγγλικοῦ κειμένου) : Document No. PRC 01.1 (EN Original) For information (ἱστοχώρου τοῦ Π.Σ.Ε.) http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2013-busan/adopted-documents-statements/unitystatement/@@download/file/PRC_01_1_ADOPTED_Unity_Statement.pdf
[14] Α´ Τιμ. 3, 15.
[15] Α´ Κορ. 12, 27, Ἐφ. 1, 23 καὶ Ἐφ. κεφ. 4 καὶ 5.
[16] Βλ. Ἀπολογία πατριάρχου Ἰωσὴφ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277), Paris 1976, σ. 289 : «Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία, ἣν ἑαυτῷ νύμφην “ἄμωμον” καὶ ἀμίαντον ἐμνηστεύσατο, φυλάξασθε ἀπὸ τοῦ μιάσματος τούτου, παρακαλῶ, τοῦ τῶν Ἰταλῶν· μὴ προσάψωμεν ἑαυτοῖς τὸν ἐκ τούτου μιασμόν, καὶ ἀποστραφῆ ἡμᾶς ὁ τῶν ψυχῶν νυμφίος καὶ αἰωνίως καταισχυνώμεθα. “Μὴ δῶμεν τόπον τῷ διαβόλῳ”». Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑορτάζει στὶς 30 Ὀκτωβρίου.
[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νά ἐλπιζουμε ἤ νά ἀνησυχοῦμε; ἐκδ. Τό Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 154-173.
[18] Σχ. βλ. 31ος Ἀποστολικός Κανών καί 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἐν ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 39-40 καί 358.
ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Η΄ ΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ